Είναι γνωστόν, ότι μεταξύ Ορθοδόξων και ΡΚαθολικών διεξάγονται διάλογοι, που καλούνται «διάλογοι αγάπης». Το ερώτημα είναι αν είναι μόνον αγάπης, χωρίς να είναι διάλογοι και αληθείας. Γιατί η αγάπη δεν είναι ξεκάρφωτη. Συνοδεύεται και με την αλήθεια και αυτό το λέγει η Γραφή: «αγαπώ εν αληθεία» (Ιω. Β΄ 1) και «αληθεύοντες δε εν αγάπη…..» (Εφεσ. 4. 15), που σημαίνει ότι δεν μπορεί να συζητάμε οτιδήποτε, χωρίς να περιλαμβάνουμε και την αλήθεια. Δηλ. πως συζητάμε «ψευδόμενοι εν αγάπη»; Ως εκ τούτου, μας κεντρίσθηκε το ενδιαφέρον να εντρυφήσουμε στα άδυτα της Ορθοδοξίας και του ΡΚαθολικισμού και να προσπαθήσουμε να ψηλαφήσουμε τις διαφορές, τα κάποια κοινά σημεία και το εάν, σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές, τις Οικουμενικές Συνόδους και τα σχετικά Πατερικά κείμενα, είναι εφικτή αυτή η λεγόμενη «ένωση», αν και κακώς ονομάζεται έτσι και θα πρέπει να ονομάζεται κανονικά, επιστροφή του ΡΚαθολικισμού στην Εκκλησία, από την οποίαν αποσπάστηκε τον 11ο αιώνα.
Αλλά αυτοί οι διάλογοι στερούνται «αληθείας», δηλ. δεν είναι «διάλογοι αγάπης και αληθείας»; Τότε τι είναι; «Διάλογοι αγάπης και ψεύδους» ή «διάλογοι αγάπης και μισών αληθειών»; Όταν η αλήθεια η δική μου είναι διαφορετική από την αλήθεια τη δική σου, τότε τι συζητάμε; Πώς να κόψουμε μερικές αλήθειες από εμένα και μερικές από εσένα και να δημιουργήσουμε μια καινούργια αλήθεια;
Θεωρούμε ότι, όσοι Ορθόδοξοι συμμετέχουν στους θεολογικούς αυτούς διαλόγους, θα πρέπει να γνωρίζουν τα της Δυτικής θεολογίας. Αν τα γνωρίζουν, τότε τι προσπαθούν να κάνουν; Να μεταπείσουν έναν Οργανισμό να αλλάξει το Καταστατικό του; Και προς τι όλα αυτά; Για να ενώσουμε τις μισές αλήθειες εκατέρωθεν και να δημιουργήσουμε μια καινούργια πρωτόγνωρη αλήθεια;
Μια είναι η λύση στο πρόβλημα: Να μετανοήσει η Δύση και να επανέλθει στην υπακοή, που θέτει η Αγία Γραφή και οι Οικουμενικές Σύνοδοι και κυρίως αποβάλλοντας οριστικά τη νοοτροπία της ηγεμονίας και της εξουσίας σ’ όλη την Εκκλησία. Χωρίς αυτό, ας παραμείνει η Δύση εκεί που βρίσκεται και ας αποτινάξει η Ανατολή το σύνδρομο του Παπισμού, που την διακατέχει και ας συνεχίσει μόνη την πορεία της, κατέχοντας αυτή και μόνον αυτή την Παρακαταθήκη της Πίστης και την Παράδοση της Εκκλησίας.
«Ου γαρ συγχρώνανται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιω. 4. 9). Πόσο οξύς, σωστός και προφητικός ο λόγος της Σαμαρείτιδας προς τον Κύριο, ο οποίος δεν αντέδρασε, δεν τον αρνήθηκε, αλλά με τη στάση του τον επικρότησε. Πράγματι, τι σχέση μπορεί να έχουν οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες, οι οποίοι λάτρευαν τον ίδιο Θεό, πλην όμως διαφωνούσαν στο που κατοικεί, αν κατοικεί στα Ιεροσόλυμα ή στο Γαριζίν!
Η ίδια πρόταση μπορεί να διατυπωθεί και σήμερα, τροποποιημένη για την περίσταση: «ου γαρ συγχρώνται Ορθόδοξοι Παπικοίς», οι οποίοι δεν διαφωνούν στο που κατοικεί ο Θεός, αλλά πιστεύουν και λατρεύουν ένα διαφορετικό Θεό. Οι Ορθόδοξοι λατρεύουν τον Τριαδικό Θεό εν πνεύματι και αληθεία και οι Παπικοί λατρεύουν έναν ειδωλολατρικό Θεό, ένα δούλο Θεό, ένα δούλο της ουσίας του, που λειτουργεί βάσει αναγκαιότητας και όχι βάσει ελευθερίας και βούλησης, σαν τους ενδοσυμπαντικούς «θεούς» των ειδωλολατρών, που ορίζονται από την «ειμαρμένη» και όχι από την ελευθερία βούλησης, που διαθέτουν. Έτσι, λατρεύουν ένα θεό-κριτή-τιμωρό, που μόνο να τον φοβάται και να τον μισεί μπορεί κάποιος. Και εξηγούμεθα:
Όταν συνειδητοποιήσαμε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε ξεκινήσεις διαλόγους με την ΡΚαθολική «εκκλησία», για την επίτευξη της ενώσεως των δυο –υποτίθεται- διασπασμένων μερών της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, διαλόγους που επωνομάσθησαν «διάλογοι αγάπης», τότε μας κεντρίσθηκε το ενδιαφέρον να εντρυφήσουμε στα άδυτα της Ορθοδοξίας και του ΡΚαθολικισμού και να προσπαθήσουμε να ψηλαφήσουμε τις διαφορές, τα κάποια κοινά σημεία και το εάν, σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές, τις Οικουμενικές Συνόδους και τα σχετικά Πατερικά κείμενα, είναι εφικτή αυτή η λεγόμενη «ένωση», αν και κακώς ονομάζεται έτσι και θα πρέπει να ονομάζεται κανονικά, επιστροφή του ΡΚαθολικισμού στην Εκκλησία, από την οποίαν αποσπάστηκε τον 11ο αιώνα, όπως είχε αποσπαστεί και πρωτύτερα ο Μονοφυσιτισμός τον 5ο αιώνα. Στο τολμηρό αυτό εγχείρημα ευτυχήσαμε να έχουμε τη βοήθεια και την πολύτιμη συμβολή και συμβουλή του Πνευματικού μας Πατέρα, που μας στάθηκε αρωγός και μας βοήθησε να ξεδιαλύνουμε όλα τα σκοτεινά και δύσκολα δογματικά και κανονικά σημεία.
Σήμερα, μετά από χρόνια μελέτης όλων αυτών των στοιχείων, που αφορούν τα δυο εμπλεκόμενα μέρη, τολμούμε να παρουσιάσουμε τις σκέψεις μας, μετά από προσοχή και εμβάθυνση σ’ όλες τις παραμέτρους, που θηρεύσαμε από πληθώρα αναφορών, σχετικά με τις διαφορές της ορθής από την ψευδή πίστη και να προχωρήσουμε ένα βήμα ακόμη περισσότερο, βήμα επικίνδυνο και συνάμα αρνητικό για την ποιμαντική πρακτική. Επίσης ανακαλύψαμε, το πόσο η Εκκλησία βοήθησε στην εδραίωση της νοοτροπίας του Παπισμού και το πόσο επηρεάσθηκε από αυτή τη νοοτροπία και σε ποιο βαθμό έχει υποστεί την λεγόμενη εκδυτικοποίηση, η οποία τολμούμε να πούμε, ότι είναι σχεδόν συντελεσμένη.
Επίσης εξετάσθηκαν οι επιδράσεις του Παπισμού πάνω στην Ορθοδοξία και επίσης σε ποιο βαθμό η Εκκλησία βοήθησε ή ανέχθηκε αυτή την επίδραση και το βαθμό διάβρωσής της από τη νοσηρή αυτή νοοτροπία του Παπισμού (άγιος Νεκτάριος), δηλ. τη μετατροπή της σε ιδεολογία, εξουσία, κυριαρχία, επιβολή και όλα τα συμπαραμαρτούντα στον 3ο πειρασμό του Χριστού στο Όρος. Και για πρώτη φορά θίγεται το θέμα, εάν και κατά πόσον αυτή η νοοτροπία ξεκίνησε ήδη από τους Αποστολικούς χρόνους, με την προσπάθεια του κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου να ηγεμονεύσει στους άλλους 11 Μαθητές, όπως καταφανώς καταδεικνύεται στο Πράξεις 15. 6-7, κατά την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων και όπως εμπεριστατωμένα παρουσιάζεται από τους Πατέρες της Πανορθοδόξου Συνόδου του 1848, στην επιστολή τους προς τον Πάπα Πίο Θ΄, όπου αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Η προσευχή του Κυρίου μας έγινε, διότι ο Σατανάς είχε ζητήσει να σκανδαλίσει την πίστη όλων των Αποστόλων, αλλά ο Κύριος του επέτρεψε μόνο τον Πέτρο, και μάλιστα ακριβώς διότι έλεγε λόγια εγωιστικά και αναδείκνυε τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους» (Εγκύκλιος των Πατριαρχείων ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και των Ι. Συνόδων αυτών προς τον Πάπα Ρώμης Πίο Θ΄, 1848). Άραγε, οι Πάπες της Ρώμης, εκτός όλων των άλλων κληρονόμησαν και αυτήν την τάση για ηγεμονισμό από τον όντως μεγάλο αυτό Απόστολο;
Τέλος, αναφέρονται οι προοπτικές της λεγόμενης «ένωσης» με τους «διαλόγους της αγάπης», που κατά καιρούς διεξάγονται. Αλλά για ποια «ένωση» μιλάμε, για την ένωση των μισών αληθειών από τους μεν και των μισών αληθειών από τους δε, σε ένα άθροισμα ετερόκλητων αληθειών, που υποτίθεται εκφράζουν την πάσα αλήθεια, όπως αυτή αποκαλύφθηκε άπαξ στο υπερώο της Πεντηκοστής; Η «ένωση» για την επίτευξη της οποίας προσευχόμαστε, προϋποθέτει ενότητα στην Πίστη και κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Αλλά πως μπορεί να υπάρξει ενότητα σε διαφορετικά πιστεύω και πως μπορεί να υπάρξει κοινωνία του αγίου Πνεύματος, όταν εγώ θεωρώ διαφορετική την πηγή προέλευσης Αυτού από ότι εσύ; Εγώ θα το λέω στα ελληνικά έτσι και εσύ στα λατινικά αλλιώς και όλα αυτά καλώς καμωμένα; Μήπως παιδιαρίζουμε;
Από την άλλη βαυκαλιζόμαστε, ότι διενεργούμε «διαλόγους αγάπης». Αλλά αυτοί οι διάλογοι στερούνται «αληθείας», δηλ. δεν είναι «διάλογοι αγάπης και αληθείας»; Τότε τι είναι; «Διάλογοι αγάπης και ψεύδους» ή «διάλογοι αγάπης και μισών αληθειών»; Όταν η αλήθεια η δική μου είναι διαφορετική από την αλήθεια τη δική σου, τότε τι συζητάμε; Πώς να κόψουμε μερικές αλήθειες από εμένα και μερικές από εσένα και να δημιουργήσουμε μια καινούργια αλήθεια;
Η Παπική πλευρά έχει, για παράδειγμα, κάποιες δικές της αλήθειες, όπως καταγράφονται στη «Σύνοψη της κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας» (28.06.2005, Πάπας Βενέδικτος XVI):
1/ «Το καθήκον να ερμηνεύει αυθεντικά την παρακαταθήκη της πίστης, ανήκει στο μόνο ζωντανό Διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή στο Διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος είναι ο Επίσκοπος Ρώμης, και στους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του. Στο Διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας, το οποίο υπηρετώντας το Λόγο του Θεού έχει το βέβαιο χάρισμα της αληθείας, ανήκει επίσης το καθήκον να καθορίζει τα δόγματα, τα οποία είναι οι διατυπώσεις των αληθειών που περιέχονται στη θεϊκή Αποκάλυψη» (παράγραφος 16).
2/ Το άγιο Πνεύμα «είναι το τρίτο Πρόσωπο της Αγιότατης Τριάδας. Είναι Θεός, ένας και ίσος με τον Πατέρα και τον Υιό. Αυτό «εκπορεύεται από τον Πατέρα» (Ιω. 15. 26), ο οποίος, ως αρχή χωρίς αρχή, είναι η προέλευση όλης της τριαδικής ζωής. Εκπορεύεται επίσης από τον Υιό («Filioque»), χάρη στο αιώνιο δώρο που ο Πατέρας κάνει στον Υιό» (παράγραφος 47).
3/ «Το προπατορικό αμάρτημα, μέσα στο οποίο όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται, είναι η κατάσταση στερήσεως της πρωταρχικής αγιότητας και δικαιοσύνης. Είναι μια αμαρτία την οποίαν εμείς «συνήψαμε», χωρίς να την «διαπράξουμε». Είναι μια κατάσταση γεννήσεως και όχι μια προσωπική πράξη. Εξαιτίας της κοινής προέλευσης όλων των ανθρώπων, η προπατορική αμαρτία μεταδίδεται στους απογόνους του Αδάμ με την ανθρώπινη φύση, «όχι από μίμηση, αλλά από μετάδοση» (παράγραφος 76).
4/ «Η μοναδική Εκκλησία του Χριστού, ως συντεταγμένη και οργανωμένη κοινωνία μέσα στον κόσμο, ενυπάρχει (subsistit in) στην Καθολική Εκκλησία, που κυβερνάται από τον Διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του» (παράγραφος 162).
5/ «Ο Πάπας, Επίσκοπος Ρώμης και Διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, είναι η διηνεκής ορατή αρχή και το θεμέλιο της ενότητας της Εκκλησίας. Είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού, κεφαλή του συλλόγου των Επισκόπων και ποιμένας όλης της Εκκλησίας, πάνω στην Οποία, από θεϊκό ορισμό, έχει εξουσία πλήρη, ύπατη, άμεση και παγκόσμια» (παράγραφος 182).
6/ «Το αλάθητο εφαρμόζεται όταν ο Ρωμαίος Ποντίφηκας, δυνάμει της εξουσίας του ως ύπατου Ποιμένα της Εκκλησίας, ή ο σύλλογος των Επισκόπων σε κοινωνία με τον Πάπα, προπάντων όταν είναι συναθροισμένος σε μια Οικουμενική Σύνοδο, διακηρύττουν με μια οριστική πράξη μια διδασκαλία που αφορά την πίστη ή την ηθική, και επίσης όταν ο Πάπας και οι Επίσκοποι, στην τακτική τους Διδασκαλία, συμφωνούν στο να προτείνουν μια διδασκαλία ως οριστική» (παράγραφος 185).
7/ «Το καθαρτήριο είναι η κατάσταση εκείνων που πεθαίνουν ευρισκόμενοι στη φιλία του Θεού, αλλά, αν και είναι βέβαιοι για την αιώνια σωτηρία τους, έχουν ακόμη ανάγκη καθαρμού, για να μπουν στην αιώνια ευτυχία» (παράγραφος 210).
Θα θέλαμε να ρωτήσουμε αφελώς: Όσοι Ορθόδοξοι συμμετέχουν στους θεολογικούς αυτούς διαλόγους, άραγε γνωρίζουν τα ανωτέρω, αλλά και πολλά άλλα αντορθόδοξα σημεία και συμφωνούν με αυτά; Αν συμφωνούν, τότε καλά κάνουν και συμμετέχουν στους διαλόγους αυτούς, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουν, ότι αυτόματα θέτουν εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Αν όχι, τότε προς τι η συμμετοχή τους σε ένα «διάλογο αγάπης και ψεύδους»; Τι προσπαθούν να κάνουν; Να μεταπείσουν έναν Οργανισμό να αλλάξει το Καταστατικό του; Και προς τι όλα αυτά; Για να ενώσουμε τις μισές αλήθειες εκατέρωθεν και να δημιουργήσουμε μια καινούργια πρωτόγνωρη αλήθεια;
Πολλοί ομιλούν, για την επάνοδο της Δύσης στην προ του Σχίσματος κατάσταση και όλα θα είναι καλώς καμωμένα. Η δική μας πρόταση είναι, αν πρόκειται να γίνει ποτέ επάνοδος της Δύσης στην Εκκλησία, αυτή να γίνει όχι με τις προϋποθέσεις που υπήρξαν κατά την 1η χιλιετία προ του Σχίσματος. Αν είναι να γίνει η επάνοδος με αυτές τις προϋποθέσεις, καλύτερα να μη γίνει ποτέ, γιατί, όπως αντιθέτως νομίζεται, η προ του Σχίσματος περίοδος ήταν περίοδος πλήρους θριάμβου του Παπισμού (Πισιδίας Μεθόδιος), περίοδος που οι Πατέρες ανέχθηκαν πολλά ψέματα της Δύσης (άγ. Νεκτάριος), είτε από σεβασμό στην πρώτη Αποστολική Καθέδρα, είτε από φόβο προς αυτήν, είτε από εξαναγκασμό των παπόδουλων Αυτοκρατόρων, οι οποίοι είχαν τον εκάστοτε Πάπα της Ρώμης τοποτηρητή τους στη Δύση και αντιπρόσωπό τους και εξανάγκαζαν τους Πατριάρχες να υποκλίνονται σε κάθε αυθαιρεσία των Παπών αυτών (Στ. Ράνσιμαν). Από την άλλη, οι Επίσκοποι Ρώμης εκμεταλλευόμενοι την πλεονεκτική τους θέση και την στήριξη των Αυτοκρατόρων, που βοηθούσαν ακόμη και στην πλαστογράφηση διατάξεων (π. Ι. Ρωμανίδης), αλώνιζαν μέσα στο γήπεδο της Εκκλησίας και κατάφερναν να επιβάλουν τις απόψεις τους στις Συνόδους ή να απειθαρχούν στις αποφάσεις των ή να δημιουργούν τετελεσμένα και έτσι να αναγκάζουν τους Πατέρες να υποκύπτουν στις ορέξεις τους και τούτο με την δικαιολογία, ότι «Πίστις το κινδυνευόμενον» (άγ. Νεκτάριος).
Όταν η Ανατολή εξασθένιζε και η Δύση ενδυναμούτο, τούτο έδωσε το τελειωτικό κτύπημα στις ανέκαθεν ταραγμένες σχέσεις τους και έκαναν την τελευταία ουσιαστικά να «ξεσαλώσει» και να φέρει τα πάνω κάτω στην Εκκλησία, επιφέροντας τρομακτικές αλλαγές στις αποφάσεις Της και καθιερώνοντας τις δικές της αποφάσεις. Όταν πια δεν ήταν «η Πίστις το κινδυνευόμενον», μιάς και δεν υπήρχε πλέον η κοινή Πίστις των Πατέρων και των Συνόδων, το Σχίσμα φάνηκε να είναι αναπόφευκτο.
Ευχόμαστε να μετανοήσει η Δύση και να επανέλθει στην υπακοή, που θέτει η Αγία Γραφή και οι Οικουμενικές Σύνοδοι και κυρίως αποβάλλοντας οριστικά τη νοοτροπία της ηγεμονίας και της εξουσίας σ’ όλη την Εκκλησία. Αν δεν γίνουν τα ανωτέρω, τότε ας παραμείνει η Δύση εκεί που βρίσκεται, ας αποτινάξει η Ανατολή το σύνδρομο του Παπισμού, που την διακατέχει και ας συνεχίσει μόνη την πορεία της, κατέχοντας αυτή και μόνον αυτή την Παρακαταθήκη της Πίστης και την Παράδοση της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου