Μορφές τῆς Κυριλλο-Μεθοδιανῆς Παράδοσης -
Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ
Γραικοῦ.
Τῶν κ.κ. Ὄλγας Μιχαήλοβας καί Ἀλίσα
Νταβτιάν
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Εἰσήγηση, «Τό ἔργο τῶν
Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, στή διαμόρφωση
τῆς Γλώσσας καί τοῦ
Πολιτισμοῦ τῆς Ρωσίας», πού παρουσιάσθηκε
στήν Διημερίδα, «Δρώμενα καί Γράμματα τοῦ Σλαβικοῦ Πολιτισμοῦ» (Θεσσαλονίκη, 2008).
Πηγή:
Ἀρχεῖο π. Δημητρίου Ἀθανασίου - www.fdathanasiou.wordpress.com
Την άνοιξη του
1553 ο Tσάρος Ιβάν ο Δ΄(αργότερα γνωστός ως Τρομερός), άφησε την πρωτεύουσα του
Μόσχα, για ένα προσκυνηματικό ταξίδι. Το ταξίδι, σε
ένα μοναστήρι του μακρινού Βορρά, είχε το σκοπό της ευχαριστίας για την
ανάρρωσή του από μ;iα πρόσφατη και παραλίγο μοιραία αρρώστια. Η βασιλική
συνοδεία, περιλαμβανομένης της Tσαρίνας και του νεογέννητου παιδιού τους,
σταμάτησε κατά τη διαδρομή στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας - αγ. Σεργίου,
του πιο ονομαστού της Ρωσίας. Εντός των τειχών του ζούσε ένας άνθρωπος σχεδόν
θρυλικής φήμης.
Ένας Έλληνας
μοναχός από τον Άθωνα, πάνω από 80 χρονών, είχε περάσει τα τελευταία τριάντα
πέντε χρόνια στη Ρωσία, τα περισσότερα από τα μισά σε μοναστικούς σκοπούς. Για
τους μορφωμένους Ρώσους ήταν γνωστός ως ένας λόγιος ευρείας μόρφωσης, ένας
γόνιμος συγγραφέας στη γλώσσα τους και ένας άνθρωπος μεγάλης σταθερότητας και
θάρρους. Το όνομα του ήταν Μάξιμος-Μαξίμ για τους Ρώσους. O ηλικιωμένος μοναχός
και ο νεαρός Ηγεμόνας συναντήθηκαν και συζήτησαν. Ο Μάξιμος παρότρυνε τον Τσάρο
να εγκαταλείψει το προσκύνημα του και να επιστρέψει στη Μόσχα. Ακόμα του
εξήγησε, ότι έπρεπε να ανακουφίσει τις οικογένειες των Ρώσων στρατιωτών που
σκοτώθηκαν στους πρόσφατους πολέμους ενάντια στους Τάταρους, παρά να επιμείνει
σε αυτό το ξεκάθαρα μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι. Και
προειδοποίησε τον Ιβάν ότι αν τελικά επέμενε, ο νεογέννητος γιος του θα
πέθαινε. Ο Τσάρος αρνήθηκε να αλλάξει τα σχέδια του και το παιδί πέθανε στη διαδρομή.
Η ιστορία αυτής
της σύντομης συνάντησης ανάμεσα στους - κατά πολλούς - δύο πιο σημαντικούς άντρες
της Ρωσίας του 16ου αιώνα, έχει ειπωθεί, περίπου είκοσι χρόνια μετά, από έναν
ένθερμο θαυμαστή του Μάξιμου, τον αντιφρονούντα Πρίγκιπα Αντρέι Κούρμπσκυ, που
είχε διαφύγει στη Λιθουανία το 1564.
Τό καλοκαίρι του 1993, ο τότε Πρόεδρος της Ρωσίας Μπόρις Γιέλτσιν, κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα, αναφέρθηκε στον άγ. Μάξιμο τόν Γραικό, χαρακτηρίζοντάς τον, "φωτιστή των Ρώσων". Αυτός ο Μάξιμος δεν είναι άλλος από τον κατά κόσμον Μιχαήλ Τριβόλη, έναν Έλληνα της Διασποράς, που σύχναζε στις Ουμανιστικές Σχολές της Ιταλίας στα τέλη του 15ου αι. Η ζωή του έχει το σχήμα διπτύχου, στο οποίο το Άγιο Όρος συνδέει τα δύο φύλλα, της Ιταλίας και της Μοσχοβίτικης Ρωσίας.
Ο Μιχαήλ λοιπόν
γεννήθηκε στη Άρτα, την πρωτεύουσα της Ελληνικής επαρχίας της Ηπείρου, γύρω στο
1470, από παλιά Βυζαντινή οικογένεια. Είκοσι περίπου χρόνια πριν, η ΚΠολη έπεσε
στους Τούρκους και από καιρό η οικογένειά του είχε αποφασίσει να ξενιτευτεί. Το
πλησιέστερο καταφύγιο ήταν το νησί της Κέρκυρας, που βρισκόταν τότε υπό την
κυριαρχία της Βενετίας. Οι Ελληνικές οικογένειες από την κυρίως χώρα,
συγκεντρώνονταν εκεί για κάποιο διάστημα, οδηγημένες εκεί όχι μόνο με την
προοπτική της ασφάλειας, αλλά ακόμη και από την παρουσία στο νησί μιας ομάδας
διακεκριμένων Ελλήνων λογίων.
Ο Μιχαήλ ήταν
πιθανώς γύρω στα δέκα, όταν η οικογένειά του μετακινήθηκε από την Άρτα στην
Κέρκυρα. Στα είκοσί του, προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκλεγεί στο Κυβερνόν
Συμβούλιο του νησιού. Το 1492 πήγε στη Φλωρεντία, μετέπειτα πρωταγωνίστρια στις
Ελληνικές σπουδές στην Ευρώπη. Στη Φλωρεντία,
όπου έμεινε για τρία χρόνια, διαμορφώθηκε ως λόγιος από τη διδασκαλία του
Έλληνα φιλόλογου Ιωάννη Λάσκαρη και από την επιρροή του σπουδαίου Πλατωνιστή
Μαρσίλιο Φιτσίνο. Πολλά χρόνια μετά γράφοντας στη Μόσχα, ο Μάξιμος θυμόταν τη
Φλωρεντία ως την πιο όμορφη από όλες τις Ιταλικές πόλεις που γνώρισε. Η
επίδραση του Πλάτωνα και της «Πλατωνικής Ακαδημίας» της Φλωρεντίας θα έμενε,
καλώς ή κακώς για αυτόν, σε όλη τη ζωή του.
Μια άλλη πολλή
διαφορετική επίδραση που δέχτηκε στη Φλωρεντία, ήταν αυτή του Δομηνικανού
μοναχού Σαβοναρόλα. Αργότερα στη Μόσχα έγραψε για τους Ρώσους μια λεπτομερή
αναφορά για τη ζωή του Σαβοναρόλα, περιγράφοντας τα ξακουστά κηρύγματα του, τη
διαμάχη του με τον Πάπα και τη φρικιαστική του εκτέλεση στη Φλωρεντία. Αλλού
περιγράφει το Πανεπιστήμιο των Παρισίων και αναγγέλει στους Ρώσους -πιθανότατα
πρώτος - την ανακάλυψη της Αμερικής και ακριβέστερα ενός μεγάλου νησιού που
ονομάζεται Κούβα. Το επόμενο
στάδιο στη ζωή του Μιχαήλ στην Ιταλία, μετά από σύντομες επισκέψεις στη
Μπολώνια, στην Πάδοβα και στο Μιλάνο, τον βρίσκει το 1496 στη Βενετία, όπου
παρέμεινε τα επόμενα δύο χρόνια. Εκεί γνωρίζει και συνεργάζεται με τον Άλδο
Μανούτσι, τον εκδότη αρχαιοελληνικών έργων και του Αριστοτέλη. Η μετέπειτα
εργασία του ως Μάξιμου και μεταφραστή κειμένων από τα Ελληνικά στα Σλαβονικά,
υπονοεί ότι εκπαιδεύτηκε στην έκδοση κειμένων. Μια ειδικότητα που όπως θα
δούμε, δεν ήταν χωρίς κινδύνους στη Μοσχοβίτικη Ρωσία.
Ήδη ο Μιχαήλ
έχει αποκτήσει κάποια φήμη και σε ένα γράμμα του το 1498, αναφέρει διαφορετικές
προσφορές επικερδούς απασχόλησης που έχει λάβει πρόσφατα. Την ίδια χρονιά τον
βρίσκουμε να εργάζεται για έναν άλλο Ιταλό, τον διακεκριμένο Ελληνιστή
Τζιανφραντσέσκο Πίκο της Μιραντόλα, ανηψιό του διάσημου Πλατωνιστή Τζιοβάννι
Πίκο. Ο Τζιανφραντσέσκο Πίκο δεν ήταν μόνο ένας κλασσικιστής, ένας αληθινός
«ελληνομανής», όπως έγραψε ο Μιχαήλ σε έναν φίλο του, το Μάρτιο του 1500. Ήταν επίσης
ένας πεπεισμένος Χριστιανός, ένας σπουδαστής των Πατερικών κειμένων και μεγάλος
θαυμαστής του Σαβοναρόλα. Η επίδραση του
Σαβοναρόλα αποδεικνύεται πιο ισχυρή και στον Μιχαήλ που προσεγγίζει το
μοναστικό τάγμα των Δομηνικανών. Τελικά απογοητεύεται και εγκαταλείπει τη Δύση.
Το 1505 ή 1506,
μετά από μια ακόμη αλλαγή που τα αίτια της παραμένουν μυστηριώδη, βρίσκουμε τον
Μιχαήλ, τώρα ως μοναχό Μάξιμο, στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, πίσω στην
Εκκλησία των πατέρων του. Τα δέκα και πλέον χρόνια που πέρασε ο Μάξιμος στο
Άγιο Όρος, ήταν η πιο καθοριστική περίοδος της ζωής του. Αναμφίβολα εκεί
καταδύθηκε στα άδυτα της Βυζαντινής λογοτεχνίας, θρησκευτικής και κοσμικής.
Όπως γράφει ο ίδιος, η φιλοσοφία μοιάζει με το κυπαρίσσι που ανατείνεται
όμορφο, αλλά άγονο προς τα ύψη, ενώ η χριστιανική αλήθεια μοιάζει με την
ταπεινή συκιά που εκτείνει τα κλαδιά της χαμηλά, αλλά δίνει γλυκούς καρπούς.
Ήταν το 1516
όταν η τελευταία περίοδος στη ζωή του Μάξιμου άρχιζε. Αυτό το έτος,
μια πρεσβεία από τον Ηγεμόνα της Μόσχας Βασίλειο Γ’, που ήταν γιος της
Ελληνίδας Πριγκίπισσας Σοφίας, αφίχθη στο Άγιο Όρος. Σκοπός της αντιπροσωπείας
ήταν να προσκαλέσει στη Μόσχα έναν ικανό Έλληνα μεταφραστή. Η Ρωσική Εκκλησία,
από τη γέννησή της τον 10ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 15ου, υπαγόταν στο
Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και
ιδιαίτερα μεταξύ του 1350 και του 1450, η Βασιλική Βιβλιοθήκη είχε εμπλουτιστεί
με έναν μεγάλο αριθμό από Ελληνικά χειρόγραφα, φερμένα από το Βυζάντιο. Στις αρχές του
16ου αιώνα λίγοι Ρώσοι ήταν ικανοί να τα διαβάσουν. Υπήρχε ανάγκη ενός ειδικού
να τα ξεδιαλύνει και να τα μεταφράσει στα Σλαβονικά. Ο Ηγούμενος πρότεινε τον
Μάξιμο, εκθειάζοντας τα χαρίσματά του.
Ταξιδεύοντας
βόρεια ο Μάξιμος και οι συνοδοί του, σταμάτησαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί πιθανότατα το Πατριαρχείο βρήκε την ευκαιρία να τον ενημερώσει για τα δύο
ζωτικά θέματα που κυριαρχούσαν στις σχέσεις του με τη Ρωσία: Την επιθυμία να
αποκαταστήσει τη δικαιοδοσία του στη Ρωσική Εκκλησία που είχε εκλείψει στα μέσα
του 15ου αιώνα και την ελπίδα να λάβει από τη Μόσχα βοήθεια, υλική και
πολιτική, για τους Ελληνορθόδοξους υπόδουλους του Σουλτάνου.
Ο Μάξιμος – και
τώρα πια Μαξίμ για τους Ρώσους – έφτασε στη Μόσχα το Μάρτιο του 1518. Εκεί θα
γινόταν ένας πολύπλευρος συγγραφέας. Η πρώτη του
αποστολή αφορούσε τη μετάφραση και το σχολιασμό στο βιβλίο των Ψαλμών, το
Ψαλτήριο, που αποτελούσε και το πρώτο αναγνωστικό κάθε Ρώσου που ήθελε να μάθει
να διαβάζει και να γράφει. Η ανάγκη διόρθωσής του ήταν άμεση, γιατί τα λάθη του
είχαν καταστεί αιτία παρερμηνειών και στήριξης αιρετικών απόψεων. Ο Ηγούμενος
του Βατοπεδίου είχε γράψει στον Τσάρο, ότι ο Μάξιμος δε γνώριζε Ρωσικά. Έτσι με
την άφιξή του, αρχικά στην Κριμαία, ξεκίνησε να μαθαίνει, φθάνοντας μετά από
καιρό να γνωρίζει Ρωσικά, αλλά και Σερβικά, Βουλγαρικά και την Εκκλησιαστική
Σλαβονική. Σύμφωνα με το Ρώσο κορυφαίο Διπλωμάτη και κύριο συνεργάτη του
Μάξιμου Dimitri Gerasimov, ο Μάξιμος μετέφραζε το συγκεκριμένο έργο από τα
Ελληνικά στα Λατινικά και οι Ρώσοι συνεργάτες του απέδιδαν έπειτα στα
Σλαβονικά. Ο Μάξιμος ολοκλήρωσε το έργο αυτό σε δεκαεπτά μήνες. Αυτό ήταν το
πρώτο από τα πολλά λογοτεχνικά του έργα στη Ρωσία. Ο Σοβιετικός μελετητής
Aleksey Ivanov το 1969, κατέγραψε και έδωσε τις περιλήψεις 365 έργων του
Μάξιμου, τα μισά από τα οποία ήταν ανέκδοτα. Καλύπτουν μια μεγάλη ποικιλία
θεμάτων και έχουν χωριστεί από τον Jack Haney, το συγγραφέα του μοναδικού
βιβλίου για το Μάξιμο στα Αγγλικά, σε τέσσερις γενικές κατηγορίες: Θεολογία,
φιλοσοφία, κρατική διοίκηση και κοινωνικά προβλήματα.
Η
κατηγοριοποίηση είναι χρήσιμη παρόλο που αφήνει εκτός δύο σημαντικά είδη έργων:
Μεταφράσεις από τα Ελληνικά (περισσότερες από 100) και έργα Γραμματικής και
Λεξικογραφίας, πεδία στα οποία ο Μάξιμος ήταν πρωτοπόρος στη Ρωσία. Είναι
επιτακτική η ανάγκη μιας κριτικής έκδοσης των γραπτών του Μάξιμου. Η μόνη
υπάρχουσα έκδοση, δημοσιευμένη στο Καζάν από το 1859 ως το 1862, δεν ικανοποιεί
αυτήν την απαίτηση.
Ο Μάξιμος είχε
κάθε λόγο να πιστεύει, ότι με τη συμπλήρωση της μετάφρασης των σχολίων στο
Ψαλτήριο, θα του επιτρεπόταν να επιστρέψει στο Άγιο Όρος. Άλλωστε και ο
Ηγούμενος του Βατοπεδίου είχε ζητήσει ο Μάξιμος και οι δύο άλλοι μοναχοί που
τον συνόδευαν, να επιστρέψουν με καλή υγεία στον Άθωνα. Πάντως οι Μοσχοβίτικες
Αρχές σαφώς και δεν βιάζονταν να του επιτρέψουν να γυρίσει στην πατρίδα του.
Είχαν άλλα σχέδια για τον Μάξιμο. Σύντομα του
ανέθεσαν και άλλες μεταφράσεις και την αναθεώρηση των υπαρχόντων Σλαβονικών
κειμένων των Γραφών και των Λειτουργικών βιβλίων, τα οποία βρήκε ανεπαρκή, αφού
οι προηγούμενοι Ρώσοι μεταφραστές είχαν ελλιπή γνώση της Ελληνικής. Αυτό,
παρατήρησε ο Μάξιμος με συγκαταβατικότητα, δεν τον εξέπληξε. Επειδή η Ελληνική
γλώσσα, σημειώνει, είναι δύσκολη και περίπλοκη και απαιτεί πολλά χρόνια μελέτης
για την πλήρη εκμάθησή της, ειδικά όταν ο σπουδαστής δεν είναι Έλληνας,
οξυδερκής και δεν έχει υψηλό κίνητρο. Έγινε προφανές σε αυτόν, ότι τα χονδροειδή
λάθη που έγιναν από προηγούμενους μεταφραστές, συνδυασμένα με αβλεψίες,
οδήγησαν σε παρανοήσεις που στην καλύτερη περίπτωση ήταν παράλογες και στη
χειρότερη αιρετικές. Κάποιες από τις πιο φανερές, τις διόρθωσε αυτόβουλα, μην
υπολογίζοντας τις μελλοντικές δυσάρεστες συνέπειες. Ο Ηγέτης των «Ακτημόνων» –
δηλαδή αυτών που όπως και ο Μάξιμος πίστευαν ότι τα μοναστήρια δεν έπρεπε να
κατέχουν χωριά και δουλοπάροικους – Βασιανός, σημείωνε: «Τώρα, μέσω του
Μάξιμου, γνωρίσαμε το Θεό».
Δυστυχώς οι
διορθώσεις του, οι απόψεις του για το Μοναχισμό και την ορθή αντιμετώπιση των
αιρετικών, η αντίθεση του σε δεισιδαιμονίες και στην αστρολογία, η προσήλωσή
του στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό και το θάρρος της γνώμης του, οδήγησαν
στην παραπομπή του σε δίκη, με αβάσιμες και ψευδείς κατηγορίες. Εκείνη την εποχή
η Ρωσία από τη μια δεχόταν την επιρροή της Δύσης και τις προσπάθειες του Πάπα
να προσεταιριστεί τον Μεγάλο Ηγεμόνα της Μόσχας. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχαν
εμφανιστεί θαυμαστές της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Από την άλλη, πλήθος
αιρετικών και σκοταδιστικών βιβλίων, προερχόμενα κυρίως από τη Βουλγαρία,
γινόταν άκριτα αποδεκτά ως ιερά από τον αμαθή λαό. Σε πολιτικό επίπεδο, η Ρωσία
δεν επιθυμούσε να ανοίξει μέτωπο με τους Οθωμανούς, έχοντας ήδη προβλήματα στα
δυτικά και ανατολικά της σύνορα. Μοιραία ο Μάξιμος, με μια μικρή ομάδα
μορφωμένων ανθρώπων, συγκρούστηκαν με την καθεστηκυία τάξη.
Το χειμώνα του
1524/1525 ο Μάξιμος συνελήφθη. Την σύλληψη του ακολούθησε το Φεβρουάριο η δίκη
δύο από τους τακτικούς συνομιλητές του. Και οι δύο
αυτοί Ρώσοι συνεργάτες του Μάξιμου βρέθηκαν ένοχοι για εσχάτη προδοσία. Ο ένας
αποκεφαλίστηκε και ο άλλος καταδικάστηκε σε αποκοπή της γλώσσας του. Τον Μάιο
του 1525 ο ίδιος ο Μάξιμος πέρασε από δίκη, όπου προέδρευε ο ίδιος ο Μεγάλος
Ηγεμόνας Βασίλειος ο Γ΄ και ο Μητροπολίτης Δανιήλ της Μόσχας, που
ενεργούσε και ως κύριος κατήγορος. Μετά από μια
καταφανώς προκατειλημμένη δίκη, ο Μάξιμος καταδικάστηκε σε απομόνωση στο
μοναστήρι του Βολοκολάμσκ (προπύργιο αυτών που υποστήριζαν ότι τα μοναστήρια
μπορούν να κατέχουν ολόκληρα χωριά), αλυσοδέθηκε, του επιβλήθηκε ακοινωνησία
και του απαγορεύτηκε να διαβάζει και να γράφει. Η φυλάκιση του θα διαρκούσε
είκοσι τρία χρόνια. Το 1531 ξαναδικάστηκε, εν μέρει λόγω της άρνησής του να
δηλώσει ένοχος στις παλιότερες κατηγορίες, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση σε
μοναστήρι στο Τβερ. Η σκληρή
μεταχείριση του Μάξιμου σιγά-σιγά μειώθηκε την δεκαετία του 1530, χάρη στην
ανθρωπιά του τοπικού Επισκόπου Ακακίου και ιδιαίτερα μετά την απομάκρυνση του
Μητροπολίτη Δανιήλ – κύριου διώκτη του Μάξιμου – από τη θέση του, το 1539. Αν
και ακόμα του απαγορευόταν να κοινωνήσει, του δόθηκαν πίσω τα βιβλία του και
του επιτράπηκε να γράφει. Στα μέσα της δεκαετίας του 1540 οι Πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας έγραψαν στον Ιβάν τον Δ΄ τον Τρομερό,
ζητώντας την απελευθέρωσή του. Ο Μάξιμος επανειλημμένα εκλιπαρούσε τους
δεσμοφύλακές του, να τον αφήσουν να επιστρέψει στο Άγιο Όρος. Οι άκαρδες Ρωσικές
Αρχές αρνήθηκαν όλες τις αιτήσεις του, να του επιτραπεί να επιστρέψει στην
πατρίδα του, επικαλούμενες το γεγονός ότι γνώριζε πολλά για τη χώρα τους.
Στα τελευταία
χρόνια της ζωής του, τα μαρτύρια του έλαβαν τέλος. Απελευθερώθηκε,
πιθανότατα το 1548, όταν ήρθη το επιτίμιο της ακοινωνησίας, και του επιτράπηκε
να διαμείνει στο μοναστήρι του Αγίου Σεργίου - Αγίας Τριάδας κοντά στη Μόσχα
(το σημερινό Ζαγκόρσκ). Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του διαβάζοντας, γράφοντας
και διδάσκοντας. Παρά την εξασθένιση της όρασής του, δίδαξε Ελληνικά σε ένα
Ρώσο μοναχό, ενώ λίγο νωρίτερα, είχε γράψει στον κύριο κατήγορό του Μητροπολίτη
Δανιήλ, παρηγορώντας τον για την απώλεια της θέσης του και απλώνοντάς του χέρι
συμφιλίωσης. Απεβίωσε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, σε ηλικία ενενήντα ετών.
Η μεταθανάτια
μοίρα του Μάξιμου του Γραικού στη Ρωσία, ήταν πολύ παράξενη. Οι απόψεις του για
πολλά ζητήματα μεγάλου ενδιαφέροντος για τη Ρωσική κοινωνία, διέφεραν κατά πολύ
από την επίσημη πολιτική, ώστε να τον καταστήσουν πλήρως αποδεκτό, τουλάχιστον
στις αμέσως επόμενες γενιές. Είναι αλήθεια, ότι η θαυμαστή υπομονή με την οποία
άντεξε είκοσι τρία χρόνια σκληρών μαρτυρίων, προκάλεσε τον σεβασμό του ως Αγίου
και Μάρτυρα, ιδιαίτερα από αυτούς τους Ρώσους που διαφοροποιούνταν από την
επίσημη Εκκλησία. Αυτή την μακραίωνη ευλάβεια και τιμή επικύρωσε η Εκκλησία με
την επίσημη ανακήρυξη του ως Αγίου, τόσο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και
από το Πατριαρχείο Μόσχας, μόλις το 1988!
Ακόμα είχε κατά
τη διάρκεια της ζωής του έναν μικρό κύκλο Ρώσων θαυμαστών, κάποιοι από τους
οποίους ήταν διαπρεπείς προσωπικότητες. Είναι ίσως εκπληκτικό ότι βρίσκουμε
ανάμεσα τους τον Τσάρο Ιβάν τον Τρομερό. Με δική του διαταγή αποφυλακίστηκε.
Αλλά παραμένει το γεγονός, ότι η επιρροή του Μάξιμου ήταν πάντα περιορισμένη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτός ο Βυζαντινός λόγιος, ήταν αξιοσέβαστος περισσότερο
για τις προτάσεις του, για το σωστό τρόπο που γίνεται το σημείο του Σταυρού, ενώ
οι αναφορές του στην Ελληνική Κλασσική λογοτεχνία στην πλειοψηφία τους
αγνοούνταν. Στον πρόλογο των έργων του από την Ακαδημία του Καζάν το 1859
αναφέρεται: « Οι σύγχρονοί του δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν την αξία του
Μάξιμου. Για μας όμως είναι ανεκτίμητα τα έργα του, στα οποία αντανακλά πλήρως
η υψηλή και φωτεινή του προσωπικότητα και τα σκοτεινά γνωρίσματα της εποχής του». Πρέπει αλήθεια
να υπάρχει κάτι συμβολικό στο Ρωσικό πεπρωμένο του Μάξιμου. Η απόρριψη ενός
ανθρώπου που το βάθος της πνευματικότητάς του και της λογιοσύνης του,
αντιπροσώπευε ότι καλύτερο υπήρχε στον πολιτισμό της μεταβυζαντινής
Ελλάδας, σηματοδοτούσε κατά κάποιον τρόπο την απομάκρυνση της Ρωσίας από την
αρχαία κληρονομιά του Βυζαντίου. Είναι αλήθεια, ότι τον καιρό που ήταν στη
Μόσχα, οι Ρωσικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι ανέπτυσσαν την αυθαίρετη θεωρία της
Μόσχας ως Τρίτης Ρώμης, που απέδιδε στην πρωτεύουσα τους το ρόλο της εστίας της
διεθνούς ισχύος και του κεντρικού εγγυητή για την αληθινή Ορθόδοξη πίστη. Αλλά
η στάση του Μάξιμου απέναντι σε αυτή τη θεωρία υπήρξε αμφίσημη. Ως Έλληνας
πατριώτης, δέχτηκε ευχαρίστως την εκδοχή της
Μεγάλης Ιδέας του δέκατου έκτου αιώνα, της προοπτικής για μια νικηφόρα είσοδο
της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, οδηγώντας στην απελευθέρωση του λαού του και
την αναζωογόνηση του, κάτω από το σκήπτρο ενός Ορθόδοξου Τσάρου. Στην εισαγωγή
του στην μετάφραση των σχολίων του Ψαλτηρίου, του πρώτου του έργου που ανέλαβε
στη Ρωσία, ο Μάξιμος απευθυνόταν στο Μεγάλο Ηγεμόνα της Μόσχας, Βασίλειο τον
Γ΄ ως εξής:
«Αφήστε τους
δυστυχείς Χριστιανούς που ζουν εκεί (στην Ελλάδα) να μάθουν από εμάς, ότι ακόμη
έχουν Βασιλέα, που όχι μόνο κυβερνά σε αναρίθμητους ανθρώπους και κατέχει
πλήθος από όλα τα υπόλοιπα που είναι βασιλικά και άξια θαυμασμού, αλλά και που
έχει δοξαστεί πάνω από όλους λόγωτης δικαιοσύνης του και της Ορθοδοξίας του,
τόσο που μπορεί να παρομοιαστεί με τους Κωνσταντίνο και Θεοδόσιο τους Μεγάλους,
που η μεγαλειότητα σας διαδέχεται. Ω, αν μόνο μια μέρα μπορούσαμε να
απελευθερωθούμε χάρη σε σας από την υποταγή στους απίστους και λαμβάνοντας το
δικό μας βασίλειο…Ακόμη και τώρα, μπορεί ο Θεός να ευαρεστηθεί να ελευθερώσει
τη Νέα Ρώμη (την Κωνσταντινούπολη), που βάναυσα βασανίζεται από τους άθεους
Μουσουλμάνους, μέσω της ευσεβούς μεγαλειότητάς σας και να φέρει μπροστά από τον
πατρικό σας θρόνο μια κληρονομιά και μπορεί εμείς οι δύστυχοι να λάβουμε
διαμέσου σας το φως της ελευθερίας…».
Ίσως ο Μάξιμος
πραγματικά πίστευε, ότι αυτή η ρητορική θα προωθούσε την υπόθεση της
απελευθέρωσης του λαού του. Έγραψε αυτά τα λόγια στις πρώτες του μέρες στη
Ρωσία. Η πίστη του ότι η Μόσχα, ως διάδοχος της Κωνσταντινούπολης, ήταν η Τρίτη
και τελευταία Ρώμη, αν ήταν ποτέ ειλικρινής, σύντομα βούλιαξε στην
πραγματικότητα που έβλεπε γύρω του. Ήταν πολύ Βυζαντινός στην καρδιά, ώστε να
δέχεται για πολύ αυτό το ευκαιριακό υποκατάστατο της Ανατολικής Ρωμαϊκής
οικουμενικής ιδέας, που αναπτυσσόταν στη Ρωσία από τους ορκισμένους αντιπάλους
του. Και ήταν πιθανώς πολύ ρεαλιστής, ώστε να μην παρατηρήσει πως, στη Ρωσία του
δέκατου έκτου αιώνα, μέσα από τον περιορισμό των πολιτιστικών οριζόντων και την
αφύπνιση της Realpolitik από τους κυβερνήτες της, η Χριστιανική παγκοσμιότητα
του Βυζαντίου μεταμορφώνονταν και παραμορφώνονταν στα πιο στενά πλαίσια του
Μοσχοβίτικου εθνικισμού. Αυτός ίσως είναι ο λόγος που το όραμα του Μάξιμου για
την Χριστιανική Κοινοπολιτεία κατέληξε τελικά απαισιόδοξο. Σε ένα απόσπασμα
εμφανώς αλληγορικό, γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1540, μας λέει ότι
περπατώντας με κόπο σε έναν σκληρό και δύσβατο δρόμο, συνάντησε μια γυναίκα
ντυμένη στα μαύρα, που καθόταν στην άκρη του δρόμου και έκλαιγε απαρηγόρητη.
Γύρω της υπήρχαν άγρια ζώα, λιοντάρια και αρκούδες, λύκοι και αλεπούδες. «Ο δρόμος» είπε
στο Μάξιμο «είναι ερημωμένος και προεικονίζει αυτούς τους έσχατους και
καταραμένους καιρούς». Το όνομά της, του είπε, ήταν Βασιλεία.
Δεν είναι
εύκολο να εντοπίσουμε ακριβώς τη θέση που πρέπει να καταλάβει ο Μιχαήλ –
Μάξιμος – Μαξίμ στην Ιστορία του Πολιτισμού, καθενός από τους τρεις κόσμους
στους οποίους ανήκε. Έζησε σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον, όπου η Βυζαντινή
κληρονομιά, οι υστερομεσαιωνικές Ιταλό Ελληνικές σχέσεις και οι παραδοσιακοί
δεσμοί μεταξύ της Ρωσίας, του Αγίου Όρους και της Κωνσταντινούπολης, ήταν ακόμα
σε κάποιο βαθμό ζωντανοί. Ήταν μια από τις τελευταίες προσωπικότητες αυτού του
είδους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
D. Obolensky,
Six Byzantine portraits, Oxford 1988.
E. M. Vereshagin - V.G. Kostomarov, Язык и культура (Language and culture),
Moscow 2005.
Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ο Φωτιστής των Ρώσων, 1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου