ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΡΩΣΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ Α' ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
(1589 – 1700)
Πηγή: Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου, "Ρωσική Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία" (ἀνέκδοτο).
Ἡ ἵδρυση τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου (1589).
Οἱ πρῶτες σοβαρές τάσεις ἀνεξαρτητοποιήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως, ὑπῆρξαν συνέπεια τῆς ἐμφανίσεως τῆς θεωρίας τῆς Τρίτης Ρώμης. Ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ Ρῶσος Τσάρος, σάν διάδοχος τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων, ἔπρεπε νά στέφεται ἀπό Πατριάρχη καί ὄχι ἀπό Μητροπολίτη, ὁδήγησε στήν ἀνάγκη ἀνυψώσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας σέ Πατριαρχεῖο. (Παρόμοια ἄποψη ὁδήγησε στήν ἀντικανονική ἀνύψωση τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας σέ Πατριαρχεῖο, ἀπό τόν Σέρβο Τσάρο Στέφανο Δουσάν).
Ἤδη τό 1586 ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωακείμ, ἐνῶ βρισκόταν στή Ρωσία γιά τήν συλλογή ἐλεημοσυνῶν, δέχθηκε σχετική πρόταση τοῦ Τσάρου Θεοδώρου, τήν ὁποία - κατά τήν ἐπιθυμία τοῦ Τσάρου - ἀνέλαβε νά μεταφέρει στούς λοιπούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Τσάρος Θεόδωρος Α' Ἰβάνοβιτς (1584 – 1598), γιός τοῦ Ἰωάννη Δ' τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς πρώτης του συζύγου Ἀναστασίας Ρωμάνοβνας, ἦταν ἀδυνάτου χαρακτῆρα, ἀλλά ἰδιαίτερα εὐσεβής. Κατά τήν βασιλεία του οὐσιαστικά κυβερνοῦσε ὁ ἀδελφός τῆς συζύγου του Βόρις Γκουντουνώφ. Στό Βόριδα, ἐκτός ἄλλων, ἡ Ρωσία ὀφείλει τήν ἵδρυση τοῦ Πατριαρχείου της.
Τό 1588 ἐπισκέφθηκε τήν Ρωσία γιά τούς ἴδιους λόγους ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἱερεμίας Β' ὁ Τρανός. Μετά ἀπό μία ἐντυπωσιακή ὑποδοχή, οἱ Ρῶσοι - παρακάμπτοντας τήν διπλωματία τῆς ἐποχῆς - ζήτησαν ἀπό τόν Ἱερεμία (τοῦ ὁποίου ἡ θέση κάτω ἀπό τόν Σουλτάνο ἦταν ἰδιαίτερα ἐπισφαλής), νά ἀναλάβει Πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἱερεμίας (σύμφωνα πάντα κατά τήν Ρωσική ἄποψη), δέχθηκε μετά ἀπό συνομιλίες μεγάλης διάρκειας, ἀναγνωρίζοντας ἔμπρακτα τό δικαίωμα τῶν Ρώσων νά ἔχουν Πατριάρχη. Αὐτό, ὅπως ἦταν φυσικό, καταγράφτηκε καί ὁποιαδήποτε ἀναίρεσή του ἦταν ἀδύνατη, ἄν ὄχι καί ἐπικίνδυνη. Οἱ Ρῶσοι ἀφοῦ πέτυχαν τόν σκοπό τους, ἄρχισαν ἔντεχνα νά παρουσιάζουν νέους ὅρους, πού ἔκαναν τήν πρόταση λιγώτερο ἐλκυστική. Διευκρίνισαν, ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά ἀφαιρεθεῖ ὁ Θρόνος τῆς Μόσχας ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰώβ καί πρόσφεραν στόν Πατριάρχη τήν ἐπαρχιακή ἕδρα τοῦ Βλαδιμήρ. Ταυτόχρονα ἄλλοι λόγοι - ὅπως ἡ ἰδιομορφία τοῦ κλίματος, ἡ διαφορά στά ἤθη, τά ἔθιμα καί τήν γλῶσσα, ἡ διαφορά στό Τυπικό, οἱ μεγάλες Ἀκολουθίες - ἀνάγκασαν τόν Ἱερεμία νά ὑποδείξει τήν ἀνάγκη ἐκλογῆς Ρώσου Πατριάρχη. Τελικά, τήν 26η Ἰανουαρίου 1589, ὁ Ἱερεμίας ἀνύψωσε τόν Μητροπολίτη Ἰώβ στή θέση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας. Μεταξύ ἄλλων τό ἐγκαθιδρυτικό ἔγγραφο περιεῖχε καί τά ἀκόλουθα:
"Ἐπειδή ἡ παλαιά Ρώμη κατέρρευσε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου καί ἐπειδή ἡ ΚΠόλις, ἡ δεύτερη Ρώμη, εἶναι τώρα ὑπό τήν κατοχή τῶν ἀθέων Τούρκων, τό μεγάλο βασίλειο, ὦ εὐσεβέστατε Τσάρε, εἶναι ἡ τρίτη Ρώμη. Ξεπερνᾶ κάθε ἄλλο στήν εὐλάβεια καί ὅλα τά χρι-στιανικά βασίλεια συνέρχονται τώρα ὑπό τήν ἐξουσία σου. Εἶσαι ὁ μοναδικός Χριστιανός Ἄρχοντας στόν κόσμο, ὁ κύριος ὅλων τῶν πιστῶν Χριστιανῶν"!
Ὅπως γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτό, ὁ Ἱερεμίας ὑπέγραψε τό ἴδιο σχεδόν κείμενο μέ τήν ἐπιστολή τοῦ μ. Φιλοθέου τοῦ Πσκώφ, τήν ὁποία ἀπηύθυνε στόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ' Ἰβάνοβιτς, στήν ὁποία περιέχεται ἡ πρώτη διατύπωση τῆς θεωρίας τῆς τρίτης Ρώμης.
Τήν ἵδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὀνομάζει πολιτική ἐνέργεια.
Ἡ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Πανορθόδοξη Σύνοδο τῆς ΚΠόλεως, τοῦ 1593 (στήν ὁποία συμμετεῖχε καί ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἅγ. Μελέτιος ὁ Πηγᾶς), ἀπό τήν ὁποία δόθηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἡ πέμπτη θέση στήν ἱεραρχία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναδείχθηκε πρῶτος Πατριάρχης Ρωσίας ἀπό Μητροπολίτης Μόσχας, κατά τά διαλαμβανόμενα στήν ἵδρυση τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου, τήν 23. 1. 1589 καί τήν 26. 1. 1589 ἐνθρονίσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Γιά νά τονισθεῖ ἡ Πατριαρχική - πλέον - ἀξία τῆς ἕδρας τῆς Μόσχας, οἱ ἕδρες τοῦ Νόβγκοροντ, τοῦ Ροστώβ, τῆς Κρουτίτσης καί τοῦ Καζάν ἀνυψώθηκαν σέ Μητροπόλεις καί οἱ ἕδρες τοῦ Τβέρ, τοῦ Σούζνταλ, τῆς Βολόγδας, τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ, τοῦ Σμολένσκ καί τοῦ Ριαζάν σέ Ἀρχιεπισκοπές, ἐνῶ ἱδρύθηκαν οἱ Ἐπισκοπές Ἀστραχάν (1602), Πσκώφ καί Καρελίας.
Ὁ ἅγ. Ἰώβ ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς, νηστευτής καί ἐξαιρετικά φιλακόλουθος καί ἱεροπρεπῶς μεγαλοπρεπής. Τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία καθημερινά καί ἀπήγγελε τό Εὐαγγέλιο ἀπό στήθους. Διακήρυξε τήν ἁγιότητα τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Βασιλείου τῆς Μόσχας (1588), τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ (1591), τῶν ἁγίων Γουρία καί Βαρσανουφίου Ἀρχιεπισκόπων Καζάν (1595) καί τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου τοῦ Ρωμαίου (1598) καί μετέφερε στή Μονή Σολόβκι τά Λείψανα τοῦ προκατόχου του ἁγ. Φιλίππου Β’ Μητροπ. Μόσχας, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου θέσπισε τοπική ἑορτή.
Ἀτυχῶς ὁ ἐξαιρετικός αὐτός Ποιμενάρχης ἀναμίχθηκε στήν πολιτική, ὑποστηρίζοντας τόν Βόριδα Γκουντουνώφ, στήν ἄνοδο τοῦ ὁποίου στό Θρόνο τῆς Μόσχας (1598) ἔπαιξε σημαντικό ρόλο. Μετά τόν θάνατο τοῦ Βόριδος καί τήν ἐμφάνιση τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’, ἀντιτάχθηκε στόν σφετεριστή μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθρονισθεῖ καί νά ἐγκλειστεῖ στή μονή τῆς μετανοίας του. Μετά τήν πτώση καί τόν θάνατο τοῦ ψευδο-Δημητρίου καί τήν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου (1605 – 1606), ὁ τους Τσάρος Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σουϊσκυ τοῦ ζήτησε νά ἐπανέλθει στό Θρόνο του, ἀλλά ὁ ἅγ. Ἰώβ - γέρων πλέον καί τυφλός - δέν δέχθηκε, ἀλλά πρότεινε τόν Μητροπ. Καζάν ἅγ. Ἑρμογένη.
Τήν 20. 2. 1607, κατά τήν διάρκεια ἐκκλησιαστικῆς ἐκδηλώσεως στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου, ζήτησε δημόσια συγγνώμη γιά τά σφάλματά του ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ, εὐλόγησε τόν λαό μαζί μέ τόν νέο Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη καί ἀποσύρθηκε στή μονή τῆς μετανοίας του, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνιά τήν 19η Ἰουνίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἀπριλίου. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1989, μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 400 ἐτῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τά Λείψανά του φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Πατριάρχης Ἰγνάτιος ὁ Ἕλληνας (1605 – 1606). Ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Πιθανῶς γεννήθηκε στήν Κύπρο περί τό 1540. Σύμφωνα μέ μία πηγή ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου καί ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τήν ἔδρα του λόγῳ τῶν διώξεων τῶν Τούρκων, ὁπότε κατέφυγε στή Ρωσία τό 1595. Σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή (τόν Ἐπίσκοπο Ἐλασσῶνος ἅγ. Ἀρσένιο), ἦταν Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ, προερχόμενος ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί πῆγε στή Ρωσία γιά τήν στέψη τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Ἰβάνοβιτς, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Φύσει τυχοδιώκτης ὁ Ἰγνάτιος συνδέθηκε μέ τόν τότε ἰσχυρό ἄνδρα καί ἔπειτα Τσάρο Βόριδα Γκουντουνώφ. Ἦταν ὁ μοναδικός τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας πού συντάχθηκε μέ τόν διεκδικητή ψευδο-Δημήτριο, τόν ὁποῖο μάλιστα ὑποδέχθηκε στήν Τοῦλα καί συνόδευσε στή Μόσχα. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη Ἰώβ νά ἀναγνωρίσει τόν ψευδο-Δημήτριο καί τήν ἐκθρόνισή του, ἀναδείχθηκε Πατριάρχης ὁ Ἰγνάτιος. Ἐξαιρετικά Λατινόφρων δέν ἀντέδρασε στό γάμο τοῦ ψευδο-Δημητρίου μέ τήν Ρωμαοκαθολική Πριγκίπισσα Μαρίνα, τήν στιγμή πού ἐπιφανεῖς Ἐπίσκοποι, Κληρικοί κ. ἄ. Παράγοντες ἀντέδρασαν καί διώχθηκαν.
Τήν 17. 5. 1606 ἐκδηλώθηκε κίνημα τῶν Βογιάρων κατά τοῦ ψευδο-Δημητρίου, ὁ ἴδιος φονεύθηκε (καί μαζί του 3 Καρδινάλιοι, 27 Φράγκοι δάσκαλοι καί 3.000 περίπου Πολωνοί καί Ρώσοι τῆς Αὐλῆς του) καί ἀναδείχθηκε Τσάρος ὁ Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σούϊκυ. Τήν ἀμέσως ἑπομένη 18. 5. 1606 ὁ Τσάρος καθαίρεσε τόν Πατριάρχη Ἰγνάτιο καί τόν φυλάκισε στή Μονή Τσουντώφ, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 1611.
Πατριάρχης ἅγ. Ἑρμογένης (1606 – 1612). Ἦταν ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ ἁγ. Νικολάου τοῦ Καζάν, κατά τήν εὕρεση τῆς ὁμωνύμου Εἰκόνος τῆς Παναγίας. Τό 1582 ἀναδείχθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Μεταμ. Σωτῆρος Καζάν καί τό 1589 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ ἕδρα τοῦ Καζάν ἀνυψώθηκε σέ Μητρόπολη. Τό 1594 ἔγραψε τά σχετικά μέ τήν Εὕρεση τῆς Εἰκόνος τῆς Παναγίας καί τό 1591 βάπτισε μέρος τοῦ Μωαμεθανικοῦ Ταταρικοῦ πληθυσμοῦ. Τό 1592 μετέφερε ἀπό τήν Μόσχα στό Καζάν τά Λείψανα τοῦ β’ Ἀρχιεπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Γερμανοῦ καί τά κατέθεσε στόν Ναό Κοιμ. Θεοτόκου, μέ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου ἁγ. Ἰώβ (1589 – 1605). Τό 1595 ἀνακόμισε τά ἀδιάφθορα Λείψανα τοῦ ἁγ. Γουρία α’ Ἀρχιεπισκόπου Καζάν καί τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου Ἐπισκόπου Τβέρ.
Τό 1606 ἐπί πατριαρχείας Ἰγνατίου ὑποχρεώθηκε ἀπό τόν ψευδο-Δημήτριο Α’ νά συμμετάσχει σέ συνεδρίαση τῆς Συγκλήτου, κατά τήν ὁποία ἀνακοινώθηκε ὁ γάμος τοῦ ψευδο-Δημητρίου μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Μαρίνα Mniszech. Στό γάμο αὐτό ὁ Μητροπ. Ἑρμογένης ἀντιτάχθηκε μέ σθένος μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξοριστεῖ ἀπό τήν Μόσχα, μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Ἰωσήφ. Τήν 17. 5. 1606 ἐκδηλώθηκε κίνημα τῶν Βογιάρων κατά τοῦ ψευδο-Δημητρίου, ὁ ἴδιος φονεύθηκε (καί μαζί του 3 Καρδινάλιοι, 27 Φράγκοι δάσκαλοι καί 3.000 περίπου Πολωνοί καί Ρώσοι τῆς Αὐλῆς του) καί ἀναδείχθηκε Τσάρος ὁ Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σούϊκυ.
Τήν ἀμέσως ἑπομένη 18. 5. 1606 ὁ Τσάρος καθαίρεσε τόν Λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰγνάτιο, τόν φυλάκισε στή Μονή Τσουντώφ (ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 1611) καί ἀνέδειξε Πατριάρχη τόν ἅγ. Ἑρμογένη. Γιά νά διδάξει τήν ταπείνωση ὁ Πρωθιεράρχης, μπῆκε στήν Μόσχα «καθήμενος ἐπί ὄνου»!
Ἐπί τῆς πατριαρχίας του ἐμφανίσθηκε ὁ ψευδο-Δημήτριος Β’ (1610 – 1612), ὁ ὁποῖος ἐπικράτησε ὑποστηριζόμενος ἀπό πολλούς δυσαρεστημένους Ρώσους καί Κοζάκους καί ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Τσαρίνα Μαρίνα, τόν Ἡγεμόνα Μίνσεκ καί τούς Ἰησουΐτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ τους σφετεριστής θά ὁδηγοῦσε τήν Ρωσία στόν Παπισμό.
Γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν κατάσταση ὁ Τσάρος Βασίλειος ἀνέθεσε τήν ἡγεσία τοῦ στρατοῦ στόν ἀνηψιό του Σκοπίν καί ἀναγκάστηκε νά ζητήσει τήν βοήθεια τῆς Σουηδίας, ὅμως – παρά τήν ἐξουδετέρωση τοῦ ψευδο-Δημητρίου Β’ - ἡ συμμαχία μέ τήν Σουηδία προκάλεσε Πολωνο-Ρωσικό πόλεμο καί τήν ἀνατροπή τοῦ Τσάρου Βασιλείου (Ἐθνοσυνέλευση τῆς 17. 7. 1610).
Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς κρίσεως ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης τήρησε αὐστηρά Ὀρθόδοξη καί φιλορωσική στάση. Μετά τήν πτώση τοῦ Τσάρου Βασιλείου πρότεινε τήν ἐκλογή τοῦ Βογιάρου Βασιλείου Γκολίτσιν ἤ τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Ρωμανώφ, ἀλλά οἱ Βογιάροι τάχθηκαν ὑπέρ τοῦ Λαδίσλα, γιοῦ τοῦ Πολωνοῦ Βασιλέως Σιγισμοῦνδου, στόν ὁποῖο πρόσφεραν τόν Θρόνο τῆς Μόσχας, πράξη στήν ὁποία ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης ἀντιτάχθηκε μέ σθένος, ἀρνούμενος νά στέψει ἕναν ἀλλοεθνή Ρωμαιοκαθολικό Τσάρο τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας.
Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1610 ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης ἔστειλε ἐπιστολές σέ ὅλες τίς Ρωσικές πόλεις, καλῶντας τούς πολίτες σέ ἀντίσταση κατά τῶν Πολωνῶν. Ὅταν ἕνα στράτευμα ἐθελοντῶν κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ Προκοπίου Λιαπούνωφ ἄρχισε νά πλησιάζει τήν Μόσχα, ὁ Πατριάρχης πιέστηκε νά τόν ἀφορίσει, ἀλλά ἀρνήθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά φυλακιστεῖ στή Μονή Τσουντώφ. Κρατούμενος ἐκεῖ πληροφορήθηκε γιά ἕνα νέο στράτευμα κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ Κοσμά Μίνιν καί τοῦ Πρίγκιπα Ποζάρσκυ, τούς ὁποίους εὐλόγησε νά ἐλευθερώσουν τήν πατρίδα.
Τελειώθηκε μαρτυρικά φυλακισμένος στή Μονή Τσουντώφ, τήν 17η Ἰανουαρίου 1612, ἀπό τήν πεῖνα καί τίς κακουχίες. Τήν 22α Ὀκτωβρίου 1612 ὁ Ποζάρσκυ μπῆκε θριαμβευτικά στό Κρεμλῖνο, κάτω ἀπό τήν σκέπη τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, καί ἀμέσως συγκάλεσε Ἐθνοσυνέλευση μέ δέκα ἐκπροσώπους κάθε πόλεως. Αὐτή ἡ Ἐθνοσυνέλευση ἀνάδειξε τήν 21η Φεβρουαρίου 1613 Τσάρο τῆς Ρωσίας τόν 16ετῆ Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Ρωμανώφ.
Ὁ Πατριάρχης Ἑρμογένης ἀναδείχθηκε «μετά θάνατον» θαυματουργός. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1662 καί κατατέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 12η Μαϊου.
Ἀπό τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχου ἁγ. Ἑρμογένη μέχρι τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου Φιλάρετου, τίς ὑποθέσεις τοῦ Πατριαρχείου διαχειρίσθηκε ὁ Μητροπ. Κρουτίτσης Ἰωνᾶς (Ἀρχαγγέλσκυ, + 1621).
Πατριάρχης Φιλάρετος ὁ Βασιλοπάτωρ (1619 – 1633). Ὁ κατά κόσμον Θεόδωρος Νικίτις Ρωμανώφ , ἦταν πρῶτος ἐξάδελφος τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Ἰβάνοβιτς (1584 - 1598), κατά τήν βασιλεία τοῦ ὁποίου διακρίθηκε σάν στρατιωτικός (στόν πόλεμο κατά τοῦ Βασιλιά τῆς Σουηδίας Ἰωάννη Γ’, 1590) καί διπλωμάτης (στίς διαπραγματεύσεις μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ Αὐτοκράτορα Ροδόλφου Β’ τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, 1593 – 1594). Ἀγαπητός καί ἰσχυρός Βογιάρος (ὀνομάσθηκε τό 1583 ἀπό τόν Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό), ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς ὑποψηφίους γιά τόν Θρόνο, τό 1598, ὅταν τελικά ἐκλέχθηκε ὁ Βόρις Γκουντουνώφ. Λίγο μετά, τό 1601, ὁ Βόρις κατηγόρησε τούς Ρωμανώφ γιά συνωμοσία καί ὑποχρέωσε τόν Θεόδωρο καί τήν σύζυγό του Ξένη Σεστόβα νά γίνουν μοναχοί (μέ τά ὀνόματα τοῦ Φιλαρέτου καί τῆς Μάρθας).
Ὁ Φιλάρετος σάν μοναχός ἔμεινε περιορισμένος στή Μονή Ἀντωνίεφ – στό Ρωσικό Βορρᾶ - μέχρι τό 1605, ὁπότε ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ τόν ἀνέδειξε Μητροπολίτη Ροστώφ. Τό 1609 ὁ ψευδο-Δημήτριος Β’ τόν ὀνόμασε Πατριάρχη Ρωσίας. Κατά τήν περίοδο 1610 – 1618 ἦταν κρατούμενος στήν Αὐλή τοῦ Βασιλιά τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδου, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τόν γιό του Λαδίσλα σάν Τσάρο τῆς Ρωσίας. Τό 1613 μία Ἐθνοσυνέλευση ἀναγόρευσε τόν 16ετή γιό του Μιχαήλ Τσάρο τῆς Ρωσίας. Ἀπελευθερώθηκε μέ τήν Συνθήκη τῆς 13. 2. 1619 καί ἐπέστρεψε στή Ρωσία, ὅπου ἐνθρονίσθηκε Πατριάρχης τήν 2α Ἰουνίου.
Σάν Πατριάρχης ὁ Φιλάρετος ἐνθάρρυνε τήν ἔκδοση θεολογικῶν ἔργων, ἵδρυσε τήν περίφημη Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, ἵδρυσε ἐπίσης Ἱερατική Σχολή στή Μόσχα καί θέσπισε τήν λειτουργία Ἱερατικῶν Σχολῶν σέ κάθε Ἐπισκοπή. Ὅμως τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς Πατριαρχίας του ἦταν ὅτι μέχρι τόν θάνατό του, τό 1633, ὑπῆρξε ὁ οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας, στό πλάϊ τοῦ ἀδυνάτου χαρακτήρος γιοῦ του Τσάρου Μιχαήλ. Ἡ Αὐλή του ἦταν τό ἴδιο μεγαλοπρεπής μέ ἐκείνη τοῦ Τσάρου, στίς δημόσιες ἀκροάσεις κάθοταν σέ θρόνο ὅπως καί ὁ Τσάρος γιός του καί συνυπέγραφε μαζί του τά κρατικά διατάγματα, ἐνῶ ἔφερε τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἄρχοντα.
Κατά τόν Καθηγητή Βλ. Βειδᾶ, «ἡ πατριαρχία τοῦ Φιλαρέτου ὑπῆρξε εὐεργετική τόσον διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας, ὅσον καί διά τάς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὁ Φιλάρετος ἀνέλαβεν οὐσιαστικῶς τήν διοίκησιν καί τοῦ κράτους, τήν ὁποίαν ἤσκησεν μετά μεγίστης ἀποφασιστικότητος καί διορατικότητος. Περιωρίσθησαν οἱ καταχρήσεις τῶν τοπικῶν διοικητῶν, ἐβελτιώθησαν τά ἔσοδα τοῦ Κράτους, ἐνισχύθησαν αἱ βιοτεχνικαί καί βιομηχανικαί δραστηριότητες, εὐνοήθησαν αἱ ἐμπορικαί πρωτοβουλίαι καί γενικώτερον ἐτέθη αὐστηρά τάξις εἰς τόν δημόσιον βίον.
Ἡ εὐρεῖα ἀνάμιξις τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου εἰς τά πολιτικά πράγματα ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ πατρός τοῦ Τσάρου, δέν ἦτο δυνατόν νἀ ἐξαφανίση τήν ἰδιότητα τοῦ Πατριάρχου, διό κατά τήν περίοδον αὐτήν θά ἠδύνατο νά γίνη λόγος διά τήν διαμόρφωσιν ἑνός ἰδιοτύπου Παπο-Καισαρισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπηρέασσε βαθύτατα καί τάς ἀντιλήψεις περί τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος» (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 264 – 265).
Στόν Φιλάρετο ὀφείλεται ἐκτός ἄλλων καί ἡ ἀναδιοργάνωσις τοῦ Ρωσικοῦ Στρατοῦ μέ τήν βοήθεια ξένων ἀξιωματικῶν.
Κατά τόν Νικόλαο Ζέρνωφ, «ἡ ἀσυνήθιστη θέση τοῦ Φιλαρέτου ὕψωσε τό ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχη σέ βαθμό πού ποτέ δέν εἶχε φτάσει προηγουμένως καί ὁ ὀρίζοντας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπιρροῆς ἐπεκτάθηκε εὐρύτατα. Ἀλλά τά ἀποτελέσματα, ὅσον ἀφορᾶ τήν πνευματική πλευρά, ἦταν ἀρνητικά. Ἡ Ἐκκλησία ἔχασε τήν ταυτότητά της. Ὁ Μέγας Ἱεράρχης μιλοῦσε μέ φωνή πολιτικοῦ ἀρχηγοῦ σέ μία ἐποχή πού ἡ Κυβέρνηση ἐπεδίωκε μία ἀντιδραστική πολιτική καί ὅταν τό Ἔθνος εἶχε ἀπελπιστική ἀνάγκη ἀπό τήν καθοδήγηση μιᾶς φωτισμένης καί ἀνεξάρτητης Χριστιανικῆς γνώμης» (Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρώσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 104).
Πατριάρχης Ἰωάσαφ Α’ (1634 – 1640). Ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Σολόβκι καί τό 1621 ἔγινε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ. Τό 1627 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Πσκώφ. Ἐπιλέχθηκε σάν διάδοχος τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου, ζῶντος τοῦ τελευταίου, σάν εὐνοούμενος τοῦ Τσάρου Μιχαήλ Θεοδώροβιτς.
Ἦταν συνετός Ἱεράρχης. Ἐξέδωσε 23 ἐκκλησιαστικά βιβλία καί κατέβαλε προσπάθεια γιά λειτουργική μεταρρύθμιση. Τό 1638 ἀπαγόρευσε τήν πολυφωνική μουσική. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά τό 1640 καί ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Πατριάρχης Ἰωσήφ (1642 – 1652). Ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς καί ἐλλιποῦς μορφώσεως. Ἐξελέγη Πατριάρχης ἀπό Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σιμώνωφ, τήν 27. 3. 1642, μέ κλῆρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξύ ἕξι ὑποψηφίων πού εἶχε ἐπιλέξει ὁ Τσάρος Μιχαήλ Θεοδώροβιτς.
Σάν χαρακτήρας ἦταν ζηλότυπος καί πλεονέκτης καί δέν κατέλειπε ἀγαθή μνήμη. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του (1649) ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς περιόρισε τά δικαστικά, διοικητικά καί οἰκονομικά δικαιώματα τῶν Ἐπισκόπων καί δημιουργήθηκε ἡ «Κίνησις τῶν ζηλωτῶν τῆς εὐσεβείας» (βλ. στή συνέχεια).
Ἀπεβίωσε τήν 15. 3. 1652. Γιά τούς Παλαιοπίστους εἶναι ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος Πατριάρχης Μόσχας καί μόνο τό Ἅγιο Μῦρο πού καθαγίασε εἶναι δεκτό ἀπό αὐτούς.
Πατριάρχης Νίκων (1652 – 1666). Κατά τόν Dean Stanley, Ἄγγλο ἐρευνητή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, εἶναι ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ρωσικῆς Ἱεραρχίας.
Γεννήθηκε τό 1605 σέ οἰκογένεια χωρικῶν, στό χωριό Βαλμάνοβο τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἦταν ἔγγαμος Ἱερεύς. Ὅταν ἔχασε τά τρία του παιδιά κατά τήν διάρκεια ἐπιδημίας, μόνασε μέ τήν σύζυγό του, ἀκολουθῶντας ὁ ἴδιος αὐστηρό βίο στό νησί Ἀνζέρσκυ τῆς Λευκῆς Θάλασσας. Τό 1643 διορίστηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Kozherersky καί τό 1646 γνωρίστηκε μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέδειξε Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Νέου Σωτῆρος (Νοβοσπάσκυ) τῆς Μόσχας.
Τό 1648 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Νόβγκοροντ καί τό 1652 ἀναδείχθηκε Πατριάρχης Μόσχας, σέ διαδοχή τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ (1642 – 1652). Μεταξύ ἄλλων διακήρυξε Συνοδικῶς καί τήν ἁγιότητα τοῦ προκατόχου του Μητροπ. Μόσχας ἁγ. Φιλίππου Β’ (+ 1569), θύματος τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομε-ροῦ, καί μετέφερε τά Λείψανά του στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Τό πλέον σημαντικό γεγονός τῆς πατριαρχείας του ἦταν τό Σχίσμα τοῦ 1653 (ἄλλως Σχίσμα τῶν Παλαιοπίστων).
Ὁ Νίκων ὡς Ἀρχιμανδρίτης συμμετεῖχε στήν «Κίνηση τῶν Ζηλωτῶν τῆς Εὐσεβείας». Σκοπός τῆς Κινήσεως - τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν Κληρικοί μέ παρρησία στή στηλίτευση τῶν κοινωνικῶν πληγῶν - ἦταν ἡ πνευματική ἀναγέννηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ὥστε νά μπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ στή μεγάλη ἀποστολή τῆς Ρωσίας, τήν διάδοση – δηλαδή – τῆς Ὀρθοδοξίας στόν κόσμο. Γύρω ἀπό τόν ἡγέτη τῆς Κινήσεως Πρωθιερέα Στέφανο Βονιφάτιεφ (Πνευματικό τοῦ Τσάρου, Προϊστάμενο τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Εὐαγγ. Θεοτόκου Κρεμλίνου), εἶχαν συσπειρωθεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Κολόμνας Παῦλος, οἱ Πρωθιερεῖς Ἰωάννης Νερόνωφ (Προϊστάμενος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν Μόσχας), Ἀββακούμ, Δανιήλ τῆς Κοστρόμα, Λογγῖνος τοῦ Μούρωμ, Δανιήλ τοῦ Τεμνικώφ, ὁ Ἱερέας Λάζαρος, ὁ Αὐλικός Θεόδωρος Ρτίτσεφ κ.ἄ. προσωπικότητες.
Ὁ Νίκων ὡς Ἀρχιμανδρίτης συμμετεῖχε στήν «Κίνηση τῶν Ζηλωτῶν τῆς Εὐσεβείας». Σκοπός τῆς Κινήσεως - τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν Κληρικοί μέ παρρησία στή στηλίτευση τῶν κοινωνικῶν πληγῶν - ἦταν ἡ πνευματική ἀναγέννηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ὥστε νά μπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ στή μεγάλη ἀποστολή τῆς Ρωσίας, τήν διάδοση – δηλαδή – τῆς Ὀρθοδοξίας στόν κόσμο. Γύρω ἀπό τόν ἡγέτη τῆς Κινήσεως Πρωθιερέα Στέφανο Βονιφάτιεφ (Πνευματικό τοῦ Τσάρου, Προϊστάμενο τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Εὐαγγ. Θεοτόκου Κρεμλίνου), εἶχαν συσπειρωθεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Κολόμνας Παῦλος, οἱ Πρωθιερεῖς Ἰωάννης Νερόνωφ (Προϊστάμενος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν Μόσχας), Ἀββακούμ, Δανιήλ τῆς Κοστρόμα, Λογγῖνος τοῦ Μούρωμ, Δανιήλ τοῦ Τεμνικώφ, ὁ Ἱερέας Λάζαρος, ὁ Αὐλικός Θεόδωρος Ρτίτσεφ κ.ἄ. προσωπικότητες.
Ἡ ἐπιρροή τῆς Κινήσεως στό λαό ἦταν τέτοια, ὥστε πολλοί πίστευαν, ὅτι μετά τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ (+ 1652), ὁ Στέφανος Βονιφάτιεφ θά ἀνέβαινε στόν Πατριαρχικό Θρόνο. Τήν ἐντύπωση αὐτή ἀνέτρεψε ὁ ἴδιος ὁ Τσάρος Ἀλέξιος, ὅταν εὐνόησε γιά τόν Θρόνο τόν Νίκωνα, ἤδη Μητροπολίτη Νόβγκοροντ, μετά ἀπό ὑπόδειξη μάλιστα τοῦ ἴδιου τοῦ Στεφάνου.
Σάν Πατριάρχης ὁ Νίκων ἐπιλήφθηκε καί τοῦ θέματος τῆς διορθώσεως τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, καθώς καί τῆς προσαρμογῆς τῶν Ρωσικῶν λειτουργικῶν ἐθίμων μέ ἐκείνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Νίκων ἀνέθεσε τό ἔργο τῶν διορθώσεων σέ Ἕλληνες Κληρικούς. Τό 1653 ἐπέστρεψε στή Ρωσία ὁ λόγιος Ἀρσένιος Σουχάνωφ. Στό «Προσκυνητάριο» πού ἐξέδωσε περιέγραψε τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι - παρά τόν Ὀθωμανικό ζυγό - εἶχαν πλήρη ὁμοφωνία στή λατρεία, ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ τά τρία δάκτυλα καί ὄχι μέ τά δύο, ἔψαλλαν τρεῖς φορές τό Ἀλληλούϊα (ἤδη ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη Ρωσίας Φωτίου, ὁ Κλῆρος τοῦ Πσκώφ ὑποστήριζε, ὅτι τό «Ἀλληλούϊα» ἔπρεπε νά ψάλλεται δύο φορές), ἔκαναν τίς λιτανείες ἀπό δεξιά πρός τά ἀριστερά (τό θέμα προέκυψε κατά τά ἐγκαίνια τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου), κ.ἄ.
Ἡ θέση τοῦ Νίκωνα πάνω στό θέμα ἦταν ἰδιαίτερα λεπτή. Ἀπό τήν μία πλευρά ὑπῆρχε ἡ προσπάθεια τῶν Ρωμανώφ γιά ἕνωση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, μέ σκοπό τήν ἐκδίωξη τῶν Τούρκων, ἕνωση πού ἐμπόδιζαν ἐκτός τῶν ἄλλων καί οἱ λειτουργικές διαφορές, οἱ ὁποῖες - καί γι’ αὐτό τόν λόγο - ἔπρεπε νά ἐξαλειφθοῦν. «Οἱ ἐκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις - γράφει ὁ Μ. Ἀλεξανδρόπουλος - ἦταν περισσότερο ὑπόθεση κρατική· ἐκφράζαν τήν ἐπιθυμία τῆς Ρωσικῆς Ἡγεσίας νά εὐθυγραμμιστεῖ στούς ἐθιμολατρικούς τύπους καί στά ἱερά βιβλία μέ τήν ὑπόλοιπη Ὀρθοδοξία...
Δέν ἦταν, ἀπό τήν πλευρά τοῦ Τσάρου καί τοῦ Νίκωνα, χειρονομία φιλελληνισμοῦ, ὅπως ἔχουν γράψει κατά καιρούς κι ὅπως τήν ἑρμήνεψαν καί οἱ Παλαιόπιστοι, νιώθοντας νά θίγεται κατ’ αὐτό τόν τρόπο ἡ ἐθνική τους φιλοτιμία. Ὁ Τσάρος καταλάβαινε πώς τό Ρωσικό Κρατός ἦταν τό μοναδικό πολιτικό στήριγμα τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου καί μέ τίς μεταρρυθμίσεις ἤθελε νά παραμερίσει ὅσα ἐμπόδια ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμα νά ὑπάρχουν γιά μία τους ἄρτια ἑνιαιοποίηση ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας μέ κέντρο τήν Ρωσία» («Ὁ Βίος τοῦ Πρωτόπαπα Ἀββακούμ», ἀπόδοση Μ. Ἀλεξανδρόπουλος, ἔκδοσις ΚΕΔΡΟΣ 1976, σελ. 17).
Ἀπό τήν ἄλλη ὑπῆρχε ὁ Ρωσικός σωβινισμός, ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης καί ἡ Κίνηση τοῦ Κλήρου. Ὁ Νίκων, σάν Ἡγέτης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας γνώριζε, ὅτι δέν εἶχε τά μέσα νά πείσει τούς Ἀνατολικούς Ὀρθοδόξους, γι’ αὐτό προσπάθησε νά ἀναγκάσει τούς Ρώσους νά ἐγκαταλείψουν τίς θέσεις τους μέ ἕνα ἁπλό διάταγμα.
Οἱ μεταρρυθμίσεις ἄρχισαν τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ 1653, μέ μία ἐγκύκλιο τοῦ Πατριάρχη σύμφωνα μέ τήν ὁποία στό ἐξῆς στό Λειτουργικό Τυπικό θά ἀκολουθοῦνταν τά ἑλληνικά πρότυπα. Ἔτσι, τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θά ἔπρεπε νά γίνεται μέ τά τρία καί ὄχι τά δύο δάκτυλα, τό «Ἀλληλούϊα» θά ἔπρεπε νά ψάλλεται τρεῖς ἀντί γιά δύο φορές, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου θά ἔπρεπε νά γράφεται καί νά προφέρεται Ἰησοῦς καί ὄχι Ἰσοῦς, κ.ἄ.
Τό 1654 συγκλήθηκε στή Μόσχα Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Νίκωνος, παρουσίᾳ τοῦ Τσάρου Ἀλεξίου, στήν ὁποία συμμετεῖχαν 10 Ἀρχιερεῖς, 11 Ἀρχιμανδρίτες καί Ἡγούμενοι, 13 κρατικοί ἀξιωματοῦχοι καί ἡ Σύγκλητος τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους. Ἡ Σύνοδος τάχθηκε ὑπέρ τῆς διορθώσεως τῶν βιβλίων, μέ τήν ἀντιπαραβολή τῶν ρωσικῶν μεταφράσεων μέ τά ἑλληνικά πρώτυπα (γιά τόν σκοπό αὐτό ἀναπτύχθηκε ἀξιόλογη πρωτοβουλία γιά τήν συλλογή χειρογράφων· ὁ Ἀρσένιος Σουχάνωφ πέτυχε τήν συγκέντρωση 500 χειρογράφων καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας ἔστειλαν στή Μόσχα ἄλλα 200 χειρόγραφα).
Ἀκόμη ἡ Σύνοδος ἀπηύθυνε στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Παϊσιο 26 ἐρωτήσεις γιά τό θέμα τῶν ἰδιαιτέρων ρωσικῶν ἐθίμων. Ὁ Πατριάρχης Παϊσιος συγκάλεσε στά Ἱεροσόλυμα Σύνοδο 28 Ἀρχιερέων κ.ἄ. Κληρικῶν, μέ τήν ὁποία ἐνέκρινε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Μόσχας.
Τό 1654 πῆγε στή Μόσχα ὁ Πατριάρχης Σερβίας Γαβριήλ καί τό 1655 ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος. Καί οἱ δύο ἐργάστηκαν ὑπέρ τῆς διορθώσεως τῶν βιβλίων.
Τό 1655 συγκλήθηκε στή Μόσχα νέα Σύνοδος ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τίς ἀποφάσεις τῶν δύο προηγουμένων, Μόσχας καί Ἱεροσολύμων.
Ἀκόμη, ὁ Νίκων ζήτησε μέ ἐπιστολή του σχετικά μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τήν γνώμη τῶν τότε παρεπιδημούντων στή Ρωσία Ἀνατολικῶν Ἀρχιερέων (τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Μακαρίου καί Σερβίας Γαβριήλ καί τῶν Μητροπολιτῶν Νικαίας καί Μολδοβλαχίας). Οἱ Ἀρχιερεῖς ἀπάντησαν ὁμόφωνα ὅτι γίνεται μέ τά τρία δάκτυλα, ὁ Πατριάρχης Μακάριος μάλιστα, δίδαξε δημόσια τούς πιστούς τόν σωστό τρόπο τελέσεως τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ.
Ἡ ἀντίδραση πρός τήν Πατριαρχική Ἐγκύκλιο καί τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ὑπῆρξε πολύ σοβαρή. Ὁ Νίκων χαρακτηρίστηκε ἀποτυχημένος ποιμένας καί πολλοί στράφηκαν ἐναντίον του.
Πέντε χρόνια ἀργότερα (τό 1658), ὁ Νίκων ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν ἴδιο τόν Τσάρο καί ἐνοχλημένος ἀπό τήν κατάσταση ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφήνοντας γιά ὀκτώ χρόνια τήν Ρωσική Ἐκκλησία χωρίς Πατριάρχη.
Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Νίκωνα ἄφησε στούς ἀντιπάλους του τήν εὐχέρεια τῶν κινήσεων. Ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ ἀπό τήν ἐξορία του ἀποκαλοῦσε τόν Πατριάρχη «Ἀντίχριστον, υἱόν γεέννης, φίλον τοῦ Σατανᾶ καί τόν χείριστον τῶν ἀπ’ αἰῶνος αἱρετικῶν· τό αὐτό ἔπραττον καί οἱ ὁμόφρονες τοῦ Ἀββακούμ, οἱ ὁποῖοι κατηγόρουν τόν Πατριάρχην διά 70 περίπου αἱρετικάς πλάνας» (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 280).
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1666 συγκλήθηκε Σύνοδος στή Μόσχα, ἀποκλειστικά Ρώσων Ἐπισκόπων. Ἀπό τήν Σύνοδο αὐτή ἀποσχηματίσθηκε ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ (ὁ ὁποῖος ἐξορίσθηκε γιά δεύτερη φορά) καί καταδικάσθηκαν οἱ Παλαιόπιστοι ὄχι γιά τίς θέσεις τους, ἀλλά γιά τήν ἀνυπακοή τους πρός τήν Ἐκκλησιαστική Ἀρχή.
Παρά τήν ἐθελούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Νίκωνα, τό πρόβλημα τῶν μεταρρυθμίσεων παρέμενε καί ἔτσι ὁ Τσάρος Ἀλέξιος ζήτησε τήν συνδρομή τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς γιά τήν ἐπίλυσή του. Ἔτσι τό 1666 συγκλήθηκε στή Μόσχα μεγάλη Σύνοδος, στήν ὁποία προήδρευσαν οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Παϊσιος καί Ἀντιοχείας Μακάριος. Κύριος διο-ργανωτής τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ὁ Μητροπ. Γάζης Παϊσιος Λιγαρίδης (1609 – 1678).
Ὁ Παΐσιος χαρακτηρίζεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ σάν «ἀναίσχυντος καιροσκόπος». Εἶχε χειροτονηθεῖ Διάκονος στή Ρώμη ἀπό τόν Οὐνίτη Μητροπ. Κιέβου Ραφαήλ (Κόρσακ, + 1641) καί στή συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου χειροτονήθηκε Μητροπ. Γάζης. Ὀργάνωσε τήν Σύνοδο τοῦ 1666 – 67 χρησιμοποιῶντας πλαστά ἔγγραφα πού τόν παρουσίαζαν σάν ἐκπρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Κπόλεως Διονυσίου, γεγονός πού ἦταν γνωστό στόν Τσάρο Ἀλέξιο, ἀλλά ἀποσιωπήθηκε γιά λόγους σκοπιμότητος.
Ἡ Σύνοδος - πού κράτησε δύο χρόνια, ἀπό τήν 1η Δεκεμβρίου 1666 μέχρι τό καλοκαίρι τοῦ 1667 - οὐσιαστικά κατέστρεψε τά ὄνειρα καί τίς ἐλπίδες τῶν Ρώσων. Κατά τήν διάρκεια μιᾶς σειρᾶς δραματικῶν συνεδριάσεων, οἱ ἀρχηγοί τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ἀλλά καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀποκήρυξαν ἐπίσημα τήν θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης.
Ἡ πρώτη πράξη τῆς Συνόδου ἦταν ὁ ἀναθεματισμός τῶν πιστῶν στή Ρωσική Παράδοση, τόν Μάϊο τοῦ 1667. Ὁ Πρωθιερέας Ἀββακούμ (ἡγέτης τῆς ἀντιδράσεως) καί οἱ ὀπαδοί του, καταδικάστηκαν ἐπίσημα ἀπό τήν Σύνοδο. (Τό Ἀνάθεμα κατά τοῦ Πρωθιερέως Ἀββακούμ ἀνακλήθηκε γιά λόγους ποιμαντικῆς σκοπιμότητας κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγ. Πέτρου τό 1721, ἀπό τόν Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Ριαζάν Στέφανο Ἰαβόρσκυ).
Δεύτερη πράξη τῆς Συνόδου ἦταν ἡ τιμωρία τοῦ δημιουργοῦ τῆς ὅλης καταστάσεως. Ὁ Νίκων, ἄν καί οὐσιαστικά ἔδρασε ὑπέρ τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων, καθαιρέθηκε καί φυλακίστηκε στή Μονή Ferapodov, μέ τήν κατηγορία τῆς «παρανόμου ἐγκαταλείψεως θέσεως» καί τῆς «ἀσεβείας πρός τόν Ἄρχοντα»! Στό Θρόνο τόν διαδέχθηκε ὁ Πατριάρχης Ἰωάσαφ Β’.
Ἡ τρίτη καί σπουδαιότερη πράξη τῆς Συνόδου ἀφωροῦσε τήν ἀναθεώρηση τῆς Συνόδου τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων (1551), ἡ ὁποία εἶχε διακηρύξει τήν ἀνωτερότητα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ πτῶση τοῦ Νίκωνα δέν μπορεῖ σέ καμμία περίπτωση νά θεωρηθεῖ σάν μία πτώση προσωπική. Μαζί του κατέρρευσε καί τό οἰκοδόμημα τῆς Μοσχοβίτικης Τσαροκρατίας, μέ τά ἰδανικά καί τίς ἐλπίδες του γιά ἕναν παγκόσμιο ρόλο τῆς Ρωσίας, τῆς προστασίας καί διαδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Στό ἐξῆς ἡ Ρωσία, ἀπογοητευμένη ἀπό τήν ἀποτυχία τους καί τήν στάση τῶν Ἀνατολικῶν, θά στραφεῖ πρός τήν Δύση καί θά ἀρχίσει νά τήν ἀντιγράφει (κυρίως τήν Προτεσταντική Γερμανία). Τό ἀποκορύφωμα τῆς παράλογης μανίας γιά ὁτιδήποτε Δυτικό, πού ἄρχισε μέ τήν βασιλεία τοῦ Πέτρου Α’ τοῦ Μεγάλου, ὑπῆρξε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917, τό μοιραῖο ἀποτέλεσμα τῆς ἀρνήσεως τῆς Ρωσικῆς διανοήσεως, νά ἀκολουθήσει τήν παράδοση τῆς Ἁγίας Ρωσίας.
Τό 1671 ὁ Νίκων συμφιλιώθηκε μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο καί τοῦ ἐπιτράπηκε νά ἐπιστρέψει στή Μόσχα, ὅμως ἀπεβίωσε τό 1681 χωρίς νά ἐπιστρέψει. Προηγουμένως, τό 1676, εἶχε ἀποβιώσει ὁ Τσάρος Ἀλέξιος. Ἔτσι οἱ δύο παλαιοί φίλοι καί ἔπειτα ἀντίπαλοι, δέν ἀντάλλαξαν τόν ἀσπασμό τῆς συγχωρήσεως.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
A. K. Borozdin, “Protop. Avvakum”, 1898.
B. Crummey, “The Old Believers and the world of Antichrist, the Vyg community and the Russian State, 1694 – 1855”, ἔκδοσις University of Wisconsin Press, 1970.
Πατριάρχης Ἰωάσαφ Β’ (1667 – 1672). Ἦταν ἕνας ἐξαιρετικά φιλειρηνικός καί μετριοπαθής μοναχός, Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου Νόβγκοροντ ἀπό τό 1654 καί ἀπό τό 1656 τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου. Ἐπιλέχθηκε σέ διαδοχή τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ φιλειρηνικοῦ του χαρακτῆρα, τήν 10. 2. 1667. Συμμετεῖχε στή Σύνοδο τοῦ 1666, ἡ ὁποία καταδίκασε τόν Πατριάρχη Νίκωνα, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος προσωπικά ἔκανε δεκτές τίς μεταρρυθμίσεις του.
Ἐπί τῆς πρωθιεραρχίας του συγκλήθηκε ἡ Τοπική Σύνοδος τοῦ 1667, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στή μεταρύθμιση τοῦ καθόλου ἐκκλησιαστικοῦ βίου τῆς Ρωσίας. Ὁ Πατριάρχης Ἰωάσαφ Β’ ἐξέδωσε κανόνες σχετικά μέ τόν μοναχικό βίο, αὔξησε τίς Ἐπισκοπές καί πέτυχε τήν ἄρση τοῦ μοναστηριακοῦ διατάγματος τοῦ 1649, μέ τό ὁποῖο οἱ Ἐπίσκοποι στεροῦνταν συγκεκριμένων διοικητικῶν καί δικαστικῶν δικαιωμάτων. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά τήν 11. 2. 1672 καί ἐνταφιάστηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἀναλήψεως Κρεμλίνου.
Πατριάρχης Πιτιρίμ (1672 – 1673). Ἀπό τήν 6. 8. 1664 ἦταν Μητροπολίτης Νόβγκοροντ. Ἀργότερα σάν Μητροπολίτης Κρουτίτσης διοίκησε τήν Ρωσική Ἐκκλησία κατά τούς χρόνους τῆς ἐθελούσιας ἀπομάκρυνσις τοῦ Πατριάρχη Νίκωνα. Ὑπῆρξε βασικός κατήγορος κατά τοῦ Νίκωνα, κατά τήν Σύνοδο τοῦ 1666, ἔχοντας ἐλπίδα νά ἐκλεγεῖ στή θέση του. Τελικά Πατριάρχης Μόσχας ἀναδείχθηκε τό 1762, σέ διαδοχή τοῦ Ἰωάσαφ Β’. Ἀπεβίωσε ἕνα χρόνο ἀργότερα, τό 1673.
Πατριάρχης Ἰωακείμ (1674 – 1690). Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης Σοβέλωφ, γεννήθηκε τό 1621 στό Μοζάϊσκ, σέ οἰκογένεια μικροευγενῶν, νυμφεύθηκε καί ἀκολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία. Ὅταν χήρευσε σέ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἔγινε μοναχός στή Μονή Μεγιγόριε τοῦ Κιέβου. Τό 1657 ὁ Πατριάρχης Νίκων τόν ἐγκατέστησε στήν Οὐκρανική Μονή τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου τῆς Μόσχας. Ὅταν ὁ Νίκων ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο καί ἀποχώρησε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση, ὁ ἐξαιρετικά φιλόδοξος Ἰωακείμ συντάχθηκε μέ τούς ἐχθρούς του, μέ ἀποτέλεσμα τό 1662 νά γίνει Οἰκονόμος τῆς Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Νέου καί τό 1664 νά δεχθεῖ τήν Ἱερωσύνη καί νά ἀναδειχθεῖ Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς τοῦ Θαύματος.
Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ ἔδρασε περισσότερο σάν στρατιωτικός πού θέλει νά ἐπιβάλει τήν πειθαρχία, παρά σάν ποιμένας μέ ποιμαντικά καί πνευματικά ἐνδιαφέροντα. Ἐκτός ἄλλων ἀποκατέστησε τά δικαστικά καί φορολογικά δικαιώματα τοῦ Κλήρου (Σύνοδος τοῦ 1675), πέτυχε τήν κατάργηση τοῦ Μοναστηρικοῦ Γραφείου τό ὁποῖο διαχειρίζοταν τά ἐκκλησιαστικά κτήματα (1677), ἀντιτάχθηκε στήν αὔξηση τῶν Ἐπισκοπι-κῶν Ἑδρῶν (γιά νά μήν μειωθεῖ τό κύρος τῶν Ἐπισκόπων ἀπό τόν μεγάλο ἀριθμό τους) καί ἀπαγόρευσε τήν σύνταξη Ἀκολουθιῶν χωρίς τήν προσωπική του ἔγκριση.
Σάν πρ. στρατιωτικός ἀντιμετώπιζε τούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς σάν ἐπαναστάτες καί ὄχι σάν πλανωμένους καί ἔτσι κατεδίωξε τούς Παλαιοπίστους μέ ἰδιαίτερη σκληρότητα. Ἠδη σάν Μητροπ. Νόβγκοροντ εἶχε προκαλέσει στρατιωτική ἐπέμβαση κατά τῆς Μονῆς Σολόβκι, προπυργίου τῆς λεγομένης Παλαιᾶς Πίστεως. Σάν Πατριάρχης τό 1677 κατάργησε τήν μνήμη τῆς ἁγ. Ἄννας τοῦ Κασίν, διότι σύμφωνα μέ μία πηγή ἔκανε τόν σταυρό της μέ τά δύο δάκτυλα, τό 1679 θέσπισε τήν ὀρκομωσία τῶν χειροτονουμένων κατά τῆς Παλαιᾶς Πίστεως καί μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1682 ἀπαγόρευσε τά ἐρημητήρια καί τούς ἰδιωτικούς ναούς τῶν Παλαιοπίστων, ζήτησε ἀπό τίς Ἀρχές τήν ἀναζήτηση καί τήν σύλληψή τους καί ἐπέβαλε τήν δωρεάν ἀνταλλαγή παλαιῶν μέ νέα λειτουργικά βιβλία. Τό 1682 διέταξε τόν διά πυρός θάνατο τῶν κρατουμένων στό φρούριο τοῦ Πουστόζερσκ Παλαιοπίστων Ἡγετῶν Πρωθιερέως Ἀββακούμ, Ἱερέως Λαζάρου, Διακόνου Θεοδώρου καί Μοναχοῦ Ἐπιφανίου. Ἀκόμη τό 1685 πέτυχε τήν ἔκδοση διατάγματος πού ἔθετε τούς Παλαιοπίστους ἐκτός νόμου.
Ἀπολύτως ἐχθρικός καί πρός τήν Δύση, πέτυχε τό 1675 τήν ἔκδοση διατάγματος ἀπό τόν Τσάρο Θεόδωρο πού ἀπαγόρευε τήν δυτική ἐνδυμασία καί κόμμωση! Τό ἴδιο ἔτος ἐπέβαλε ἔλεγχο στή εἰκονογραφία, γιά νά ἀποτρέψει τίς δυτικές ἐπιρροές καί τήν εἰσαγωγή τῆς Παπικῆς τεχνοτροπίας.
Τό 1679 προσπάθησε νά ἱδρύσει μία αὐστηρῶς Ὀρθόδοξη Θεολογική Σχολή στή Μόσχα καί γιά τόν λόγο αὐτό ζήτησε τήν ἀποστολή Καθηγητῶν ἀπό τά Ἀνατολικά Πατριαρχεῖα.
Στόν πολιτικό τομέα μετά τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Θεοδώρου (1682), συντάχθηκε μέ τήν Ἀντιβασίλισσα Σοφία, ἐπίτροπο τῶν ἀνηλίκων Πέτρου Α’ καί Ἰωάννη Ε’.
Τό 1690 πέτυχε τήν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπό τήν Ρωσική ἐπικράτεια. Ἀπεβίωσε τό ἴδιο ἔτος.
Πατριάρχης Ἀδριανός (1690 – 1700). Γεννήθηκε τό 1626 στή Μόσχα. Τό 1686 ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Τσουντώφ, ὅταν χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Καζάν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ. Πατριάρχης Μόσχας ἀναδείχθηκε τό 1690, κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγάλου Πέτρου – μέ τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ ὁποίου ἦταν ἀντίθετος - ὑποστηριζόμενος ἀπό τήν Βασιλομήτορα Ναταλία Κυρίλοβνα. Συντηριτικῶν ἀπόψεων, ὑποστήριξε τήν συλλογή ἀντιλατινικῶν ἔργων «Ἀσπίς Πίστεως», τοῦ Ἐπισκόπου Ἀθανασίου τοῦ Χολμογκόρσκ (1682 – 1702). Σέ μία πράξη ἀμφισβητήσεως τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας ὁ Μέγας Πέτρος τοῦ ἀρνήθηκε τό δικαίωμα τῆς ἰκεσίας ὑπέρ τῶν θυμάτων τῆς Ἡγεμονικῆς δυσμένειας. Ἀσθενικῆς κράσεως, ἀπεβίωσε τό 1700. Ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος Πατριάρχης Ρωσίας τῆς Α’ Πατριαρχικῆς Περιόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1589 – 1700).
Ὁ Ἰωακείμ εἶχε βλέψεις στόν Πατριαρχικό Θρόνο τῆς Μόσχας καί γιά τοῦτο ὑπῆρξε ἀπό τούς βασικούς κατηγόρους τοῦ Νίκωνος στή Σύνοδο τοῦ 1666, ἀλλά τελικά ὁ Τσάρος Ἀλέξιος προέκρινε γιά τήν θέση τοῦ Πατριάρχη τόν γηραιό Πιτιρίμ, ἀπό τόν ὁποῖο ὅμως κλήθηκε ὁ Ἰωακείμ νά τόν βοηθήσει στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση. Τό 1672 ὁ Ἰωακείμ χειροτονήθηκε Μητροπ. Νόβγκοροντ καί τελικά τό 1774 ἀναδείχθηκε Πατριάρχης.Πατριάρχης ἅγ. Ἰώβ (1587 – 1598). Ἦταν Ρωσικῆς καταγωγῆς. Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Σταρίτσα, σέ οἰκογένεια μικροευγενῶν. Τό 1553 μόνασε στή Μονή Κοιμ. Θεοτόκου Σταρίτσας. Τό 1556 ἔτυχε τῆς προσοχῆς τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ, ὅταν κατά τήν διάρκεια ἐπισκέψεώς του στή μονή, ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν κατανυκτική φωνή καί τήν ἱεροπρέπειά του. Τό 1571 διορίσθηκε ἀπό τόν Τσάρο Προϊστάμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Συμεών Μόσχας καί τό 1575 Προϊστάμενος τῆς Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Νέου. Τό 1586 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώφ καί τό ἴδιο ἔτος ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας, σέ διαδοχή τοῦ Μητροπ. Διονυσίου, ὁ ὁποῖος ἐκθρονίσθηκε ἀπό τόν Βόριδα Γκουντουνώφ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου