Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ (+ 1803)

 Ο Πολύδωρος καταγόταν από την Κύπρο και μάλιστα από την Λευκωσία. Ο πατέρας του ωνομαζόταν Λουκάς και η μητέρα του Λουρδανώ. Αφού έμαθε γράμματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και έκανε πολλά ταξίδια. Ιδίως στην Αίγυπτο. Το 1793 ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο έτυχε να προσκληθή από ένα αρνησίχριστο Κιεσίφη Ζακύνθιο και να γίνη γραμματικός του. Κάποια μέρα ήταν σε γλέντι μαζί με τον Κιεσίφη και παρασυρόμενος μέθυσε. Αποτέλεσμα ήταν να αρνηθή την πίστι του και να δεχθή τον Μωαμεθανισμό.

Ο Πολύδωρος όμως ήταν άνθρωπος με αγαθή διάθεσι, γι' αυτό, όταν κατάλαβε το σφάλμα του, μετανόησε και μόλις βρήκε ευκαιρία πήγε στην Βηρυττό στον Αρχιερέα και εξωμολογήθηκε την αμαρτία του. Ο Αρχιερέας τον συγχώρησε και τον έστειλε σ' ένα μοναστήρι στον Λίβανο, για να μείνη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή και μετά το Πάσχα να τον μυρώση. Αλλά επειδή κινδύνευσε εξ αιτίας του ο Αρχιερέας, ο Πολύδωρος έφυγε και πήγε στο Άκρα (Πτολεμαΐδα) για να κάνη την ομολογία του. Εκεί βρήκε τα πράγματα αντίθετα και σαν άκουσε ότι πρέπει να κάμη την ομολογία πίστεως εκεί όπου έκαμε την άρνησι, έφυγε πάλι για την Αίγυπτο. Αλλά στο δρόμο εμποδίστηκε από τρικυμία και βγήκε στη Γιάφα, από εκεί με ένα Σάμιο πλοίο έφτασε στη Χίο, αλλά και εδώ εμποδίσθηκε να κάμη ομολογία. Έπειτα από μερικές μέρες πήγε στη Σμύρνη. Οι εκεί Χριστιανοί όμως του είπαν να φύγη, γιατί οι Τούρκοι της περιοχής ήταν εξαγριωμένοι κατά των Χριστιανών, γιατί είχε αρνηθή εκείνες τις ημέρες τον Μωαμεθανισμό και είχε μαρτυρήσει κάποιος Δερβίσης, έτσι μια νέα άρνησι θα ήταν κίνδυνος για τους Χριστιανούς.
Ο Πολύδωρος έπειτα από όλες αυτές τις άκαρπες προσπάθειες γύρισε πάλι στη Χίο. Εκεί συνάντησε κάποιο Πνευματικό Πατέρα, που του έδωσε μια σοβαρή συμβουλή. Τον συμβούλευσε να οπλισθή με πνευματικά όπλα, διότι επρόκειτο για την πίστι του ν' αντιμετωπίση την εξουσία. Άρχισε, λοιπόν, ν' αγωνίζεται με νηστείες, προσευχές και παρακλήσεις στην Θεοτόκο. Είχε πλέον πλήρως συναισθανθή το σφάλμα του και με δάκρυα ζητούσε την θεία άφεσι. Έπειτα από σαράντα μέρες άσκησι έκαμε την ομολογία του και χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο κοινωνώντας και των Αχράντων Μυστηρίων.
Συνοδευόμενος από ένα άλλο ζηλωτή της πίστεως ήλθε στην Νέα Έφεσο, με μοναδικό σκοπό να δώση τη ζωή του στο Χριστό με μαρτύριο. Ο διάβολος φυσικά με πολλές σκέψεις προσπαθούσε να τον αποτρέψη, αλλά ο Πολύδωρος με πολλή προσπάθεια και προσευχή νικούσε.  Ήταν η πρώτη Σεπτεμβρίου όταν πήγε στον Μουφτή  και του λέγει:
"Εγώ, Αφέντη, αγόρασα δυο πιστόλες. Η μια είναι πολύ καλή και στέρεα, η δε άλλη είναι ελαττωματική και τα στολίδια που έχει απ' έξω, για να φαίνεται ωραία, τα δοκίμασα και είναι κίβδηλα. Γι' αυτό δεν την θέλω, αλλά νομίζω ότι είναι νόμιμο να την δώσω πίσω. Εσύ τί λες, Αφέντη";
"Ναι, είναι νόμιμο", απάντησε ο Μουφτής.
"Δος μου φετφά" , του λέγει ο Πολύδωρος.
Ο Μουφτής του δίνει τον φετφά και ο Άγιος φεύγει για να συναντήση τον Κριτή.
"Έχω μια υπόθεσι", του λέγει.
"Ποιά υπόθεσι"; ρωτά ο Κριτής.
Ο Πολύδωρος του διηγείται τότε την υπόθεσι της πιστόλας. Ο Κριτής τον ξαναρωτά:
"Ποιός είναι ο αντίδικός σου";
"Εσύ είσαι ο αντίδικός μου", του λέγει ο Πολύδωρος.
"Τί σου έκαμα;" ρωτά έκπληκτος ο Κριτής. "Εγώ άλλη φορά δεν σε είδα".
"Σήμερα, είναι δέκα χρόνια, που με γέλασες και με έκανες ν' αρνηθώ την πίστι μου και μου έδωσες την δική σου, κάνοντάς με Τούρκο. Εγώ έφυγα από 'δω μακριά και άνοιξαν τα μάτια μου και είδα ότι έσφαλα αφήνοντας την πίστι μου. Τώρα ήλθα να σου δώσω πίσω την σφραγίδα που μου έδωσες και να πεθάνω Χριστιανός".
"Εγώ δεν σε γνωρίζω, ούτε σε είδα άλλη φορά", απάντησε ο Κριτής. "Πώς λες, ότι εγώ σε έκανα Τούρκο";
Ο Μάρτυρας τότε αποκρίθηκε:
"Ναι, δεν με είδες άλλη φορά, αλλά εδώ που τώρα κάθεσαι συ, καθόταν άλλος προηγουμένως, ίδιος στο αξίωμα με σένα, γι' αυτό θεωρώ ότι συ με έκανες τέτοιον".
Του λέγει τότε ο Κριτής:  "Παιδί μου, αφού θέλης να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις και ζήσε όπως θέλεις. Γίνε Φράγκος, Αρμένιος, ό,τι σ' αρέσει. Κράτησε όποια θρησκεία είχες".
"Χριστιανός θέλω να είμαι", αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.
"Καλά, κάμε ό,τι θέλεις", του λέγει ο Κριτής.
Και ο Μάρτυρας: "Τούτο το σημείο, που έβαλες πάνω μου δεν μπορώ να το βλέπω και ήρθα να σου το επιστρέφω".
Λέγοντας σημείο ο Πολύδωρος εννοούσε την περιτομή.
Ο Κριτής έκπληκτος απαντά:
"Μήπως έχασες το νου σου";
"Όχι, εγώ το νου μου τον έχω και ξέρω τι ζητώ".
Άρχισε έπειτα από τον διάλογο ο Κριτής να τον έρωτα για την καταγωγή του, για τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο, που αρνήθηκε την πίστι του και έγινε Μωαμεθανός. Κατά την συνομιλία άλλοτε τον κολάκευε και άλλοτε τον απειλούσε με βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι έτσι θα τον μεταπείση. Αλλά ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού μιλούσε με παρρησία και τόνιζε την απόφασί του, ότι αρνείται τον Μωαμεθανισμό και ότι τα βασανιστήρια καθόλου δεν τον τρομάζουν. Ο Κριτής σκληρύνθηκε από την στάσι του Πολυδώρου και διέταξε να τον φυλακίσουν. Στο μεταξύ ο Κριτής παρήγγειλε στο Μουφτή ότι δεν έπρεπε να δώση τέτοιο φετφά, γιατί τους ντρόπιαζε και τους ταπείνωνε.
Στη φυλακή του Μάρτυρα ήταν κι ένας νέος, που επρόκειτο να αποφυλακισθή. Σ' αυτόν έδωσε ο Μάρτυρας το Σταυρό του, για να μην τον καταπατήσουν οι αλλόπιστοι και λίγα χρήματα, που είχε πάνω του, λέγοντας:
"Δος τα αυτά στους Ιερείς και πες τους να παρακαλούν τον Θεό να με στηρίξη".
Την άλλη μέρα τον έβγαλαν και τον έστησαν εμπρός σ' όλους τους εκπροσώπους της εξουσίας, Μουφτή, Εμίρ Εφέντη, Βοϊθόδα κι άλλους. Τον ρωτούν, λοιπόν, πρώτα αν σκέφθηκε σοβαρά και μετανόησε, κι ο Μάρτυρας απαντά: "Εγώ και καλά σκέφτηκα και τον νου μου τον έχω. Ζητώ και διψώ τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό και δεν τον αρνούμαι ποτέ πια".
Όλοι μαζί οι Τούρκοι επίσημοι τότε του είπαν: "Αφού θέλης να είσαι άπιστος, φύγε και πήγαινε όπου θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς". Αλλά ο Μάρτυρας ζητούσα να επιστρέψη την σφραγίδα. Εκείνοι του έλεγαν να σκεφθή καλά, αλλά ο Άγιος ετόνιζε ότι δεν φοβάται τον θάνατο και θέλει να μάχεται για την ευσέβεια και όχι για την ασέβεια (αυτά δε τα λόγια τα είπε σε Αραβική γλώσσα). Οι Τούρκοι απόρησαν και του επρότειναν να τον νυμφεύσουν και να του δώσουν χρήματα πολλά, αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι τον Ιησού θέλει και είναι πρόθυμος να πεθάνη γι' Αυτόν.
Και πάλι οι Κριτές προσπάθησαν να τον δελεάσουν υποσχόμενοι δώρα ή απειλώντας με θάνατο, μάταια όμως. Τέλος τον έρριξαν πάλι στη φυλακή και έδωσαν την άδεια στο πλήθος να τον βασανίση, όπως ήθελε. Η θηριωδία και η βαρβαρότητά τους βρήκε πολλούς τρόπους μαρτυρίων. Άλλοι του έβαζαν στους ώμους και στις μασχάλες πυρακτωμένα κεραμίδια, άλλοι του φορούσαν στο κεφάλι πυρακτωμένο στεφάνι και άλλοι τον κτυπούσαν και τον πλήγωναν. Την άλλη ημέρα ήταν Κυριακή, πάλι βγάζουν τον Άγιο από την φυλακή και τον φέρνουν στους Δικαστές. Εκείνοι τον ρωτούν: "Ήλθες στον εαυτό σου; Μετανόησες;"
"Εγώ σας είπα - λέγει ο Μάρτυρας -  στον εαυτό μου είμαι, τον νου μου τον έχω. Τί με πειράζετε;"
Τότε του λένε: "Άλλο περιθώριο δεν έχεις για να σκεφθής. Έφθασε το τέλος σου".
"Εγώ τον Ιησού μου δεν αρνούμαι. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω".
Και πάλι οι Κριτές: "Παιδί μου, να η αγχόνη, στοχάσου τι έχεις να χάσης".
Κι ο Μάρτυρας τους λέει: "Αυτό ζητώ κι εγώ".
Πεισμωμένοι οι δικαστές έλεγαν μεταξύ τους: "Αυτοί οι Χριστιανοί, όταν πουν τον λόγο δεν τον παίρνουν πίσω".
Ένας φανατικός Τούρκος πείραζε τον Μάρτυρα λέγοντάς του: "Δέκα χρόνια που ήσουν Τούρκος, δεν προσκύνησες στο προσκύνημά μας;"
"Όχι, όχι" απάντησε ο Άγιος.
"Αλλά του Μπαϊραμίου το προσκύνημα δεν το έκαμες";
Ο Πολύδωρος έβλεπε ότι είναι ανώφελο να συζητά μαζί του και να αποσπάται από την προσευχή, γι' αυτό του λέγει: "Τί με πειράζεις, άνθρωπέ μου;"
"Δεν βλέπεις την αγχόνη;" ρωτά ο Τούρκος.
"Αυτή ζητώ κι εγώ, ας πάμε όσο γίνεται γρηγορώτερα".
Τον άρπαξαν τότε με αγριότητα, του έβγαλαν τα ενδύματα, του έδεσαν πίσω τα χέρια και τον παρέδωσαν για να κρεμασθή. Με εξευτελιστικά λόγια και με έργα θηριωδίας τον έφεραν στον τόπο των καταδίκων. Τον ρώτησαν πάλι μήπως μετάνοιωσε και πήραν την απάντησι: "Ταλαίπωροι, η πίστι σας είναι πλάνη, είναι ματαιότητα. Η πίστι των Χριστιανών είναι αλήθεια. Με όσα μου κάνετε θα πάω πιο νωρίς στον Παράδεισο. Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι".
Τότε εξαγριωμένοι οι Τούρκοι τράβηξαν το σχοινί της αγχόνης και ο Πολύδωρος βρήκε μαρτυρικό τέλος. Εκείνη τη νύχτα έμεινε στην αγχόνη και οι άπιστοι του αφαίρεσαν τα ενδύματα και τον άφησαν γυμνό. Έμεινε το άγιο Λείψανό του τρεις μέρες στην αγχόνη. Τέλος διέταξαν ένα Χριστιανό να τον κατεβάση και τον έθαψαν πάνω από τα μνήματα των Αρμενίων. Ο Μάρτυς έγινε στήριγμα ευσεβείας για τους Χριστιανούς και εντροπή για τους Μωαμεθανούς.
Η  μνήμη  του  τιμάται  την  3η  Σεπτεμβρίου.



ΑΠΟΛΥΤIΚION
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μετανοίας τοις δάκρυσι προεκάθηρας είτα στίγμασι, Μάκαρ, του μαρτυρίου σαυτόν, ως εν ακτίσι φαειναίς κατελάμπρυνας, όθεν ως Μάρτυρα στερρόν και παθημάτων κοινωνόν, Χριστού του Θεού εν ύμνοις, Πολύδωρε Αθλοφόρε, σε ευφημούντες μεγαλύνομεν.


ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος πλ. δ'. Τη υπερμάχω.
Της ημετέρας γενεάς το ακροθίνιον, δεύτε συμφώνως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, τον πανένδοξον Πολύδωρον τον εκ Κύπρου, εν Εφέσω δε τη Νέα εναθλήσαντα και τους Άγαρ απογόνους καταισχύναντα και δοξάσαντα, το Χριστού θείον όνομα.

Πηγή: Ιστοσελίδα  Ιεράς  Μονής  Παντοκράτορος  Μελισσοχωρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου