Πρώτες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη
Τα βιβλία των Αποστόλων –αυτά που στη συνέχεια
αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη– παραδόθηκαν στους Χριστιανούς ήδη από την πρώτη
γενιά, από τους ίδιους τους Αποστόλους. Αν και αρχικά μάλλον οι Χριστιανοί δεν
τα θεωρούσαν ως ένα είδος «Αγίας Γραφής», όμως τα θεωρούσαν βασική πηγή
πληροφόρησης, για την πίστη που είχαν παραλάβει οι κατά τόπους Εκκλησίες από τα
χείλη των ίδιων των Αποστόλων. Η αξία
των βιβλίων αυτών οφειλόταν στο ότι ήταν έργα των Αποστόλων και η
σημασία τους μεγάλωσε όταν οι Απόστολοι, σιγά - σιγά, έφυγαν από αυτή τη ζωή.
Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι γνωστά ως
«κανονικά» («κανόνας» = σειρά στα αρχαία ελληνικά, γι’ αυτό τα ονομάζουμε
«κανονικά», οι δε σειρές των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης
αντίστοιχα ονομάζονται κανόνες της Π.Δ. και της Κ.Δ.) ήδη από τις
αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλ. λίγο μετά το 100 μ.Χ. Εκτός από τα
σπαράγματα παπύρων που σώζονται εδώ κι εκεί, οι βασικότερες μαρτυρίες είναι οι
παρακάτω:
Ο ταπεινός και σεμνός άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος,
όπως φαίνεται από τις 7 σωζόμενες επιστολές του (γραμμένες περίπου το 110
μ.Χ.), ξέρει και αναγνωρίζει ως γνήσια τις Επιστολές του Παύλου και τα Ευαγγέλια
του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.
Ο άγιος Κλήμης
Ρώμης φαίνεται ότι ξέρει τις Επιστολές του Παύλου προς Κορινθίους,
Ρωμαίους και Εβραίους, ίσως δε και τα Ευαγγέλια.
Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης,
στη δική του επιστολή προς Φιλιππησίους (δηλ. τους κατοίκους της πόλης Φίλιπποι
της Μακεδονίας –είχε γράψει και ο Παύλος ανάλογη επιστολή), προδίδει γνώση των Επιστολών
του Παύλου προς Ρωμαίους, Α΄ Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Β΄ προς
Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, άρα έχει στα χέρια του κάποια corpus των κειμένων του Παύλου, προφανώς αντίγραφα, όπως και
ο άγιος Ιγνάτιος, που είπαμε παραπάνω.
Η απόκρυφη Επιστολή
Βαρνάβα, κεφ. 4, στ. 14, παραθέτει το Ματθ. 22. 14, εισάγοντάς το με
το «ως γέγραπται» (=όπως έχει γραφτεί), στερεότυπη φράση, που σημαίνει
ότι το θεωρεί μέρος της Αγίας Γραφής.
Επιπλέον, ο Παπίας
Ιεραπόλεως, που το έργο του δε σώζεται, αλλά μαθαίνουμε γι’ αυτό από την
Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου, Επισκόπου Καισάρειας της Μικράς
Ασίας (4ος αιώνας), γνωρίζει τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του
Ματθαίου, για το δεύτερο μάλιστα παραθέτει την ανεξακρίβωτη πληροφορία, ότι ο
Ματθαίος το είχε γράψει αρχικά σε «εβραϊκή διάλεκτο» και κατόπιν το
μεταγλώττισε στα ελληνικά, όπως το ξέρουμε. Ο Παπίας, κατά τον άγιο Ειρηναίο
της Λυών (μικρασιατικής καταγωγής, επίσης του 2ου αιώνα), ήταν
μαθητής του Αποστόλου Ιωάννη και φίλος του Πολύκαρπου Σμύρνης, αν και είχε
επηρεαστεί από διάφορες δοξασίες που εντοπίζονταν στη Μικρά Ασία και
παρέκκλιναν από την Ορθόδοξη παράδοση.
Ο ίδιος ο άγιος
Ειρηναίος γνωρίζει πλέον την Καινή Διαθήκη σχεδόν όπως έχει φτάσει ως
εμάς. Λέμε «σχεδόν», γιατί μερικά βιβλία δεν τα αναφέρει, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει
ότι οπωσδήποτε δεν τα γνώριζε. Την εποχή του (γύρω στο 170 μ.Χ.) ο «κανόνας»
είχε συγκροτηθεί, με βάση την παράδοση των κατά τόπους Εκκλησιών, που διέσωζαν
αποστολικά συγγράμματα και τα διαχώριζαν από άλλα, Ορθόδοξα, που επίσης τα
διάβαζαν, αλλά δεν τα θεωρούσαν αποστολικά ή τουλάχιστον όχι με βεβαιότητα,
όπως η Επιστολή Βαρνάβα, η Διδαχή των Αποστόλων, η Β΄
Κλήμεντος προς Κορινθίους, η Επιστολή προς Διόγνητον, ο Ποιμήν
κ.λπ., ή και άλλα, όπως η απόκρυφη Αποκάλυψη Πέτρου, η απόκρυφη Γ΄
προς Κορινθίους, δήθεν του Παύλου κ.λπ.
Σημειωτέον ότι τα ίδια τα απόκρυφα βιβλία συνιστούν
μια σοβαρή μαρτυρία για την παλαιότητα των κανονικών, καθώς περιέχουν πλήθος αυτούσιων στίχων από τα βιβλία
της Καινής Διαθήκης, αποκομμένους από το περιβάλλον τους, και απηχούν πολλούς
άλλους. (Λεπτομέρειες για τη δημιουργία της Καινής Διαθήκης βλ., μεταξύ άλλων,
στις «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη των Καθηγητών Σάββα Αγουρίδη κ.ά. –από την Εισαγωγή
εις την Καινήν Διαθήκην του Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Γρηγόρη, προέρχονται τα
ανωτέρω στοιχεία).
Το κριτήριο γνησιότητας: η
Αποστολικότητα
Η πρώτη μαρτυρία που έχουμε όμως, ότι οι Χριστιανοί
συγκέντρωσαν όλα αυτά τα βιβλία σε ένα σώμα, που το θεώρησαν μέρος της Αγίας
Γραφής, είναι η μαρτυρία του αγίου Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνων (Λυών) γύρω
στο 170 μ.Χ. Φαίνεται ότι η αναφορά αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας στον
«κανόνα» του αιρετικού διδασκάλου Μαρκίωνος, που είχε συγκροτήσει «κανόνα
Καινής Διαθήκης» γύρω στο 160 μ.Χ., βάζοντας μέσα μόνο το κατά Λουκάν
ευαγγέλιο (κολοβωμένο, για να μην αναφέρεται η γέννηση του Χριστού, που ο
Μαρκίων, ως Γνωστικός, θεωρούσε ότι κατέβηκε στη Γη ενήλικας) και τις Επιστολές
του Παύλου προς Γαλάτας, Α΄ και Β΄ προς Κορινθίους, Ρωμαίους,
Α΄ και Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Εφεσίους (την οποία ονόμαζε προς
Λαοδικείς), Κολοσσαείς, Φιλιππισίους και προς Φιλήμονα.
Έκοψε δηλαδή ό,τι φανέρωνε πως ο Χριστός ήταν και κανονικός άνθρωπος, γιατί οι Γνωστικοί
Τον θεωρούσαν μόνον αιώνιο ουράνιο πνεύμα. Η Εκκλησία απάντησε καταρτίζοντας το
δικό Της κανόνα, που περιλαμβάνει τα τέσσερα Ευαγγέλια, τις 14 Επιστολές του
Παύλου, τις 7 λεγόμενες Καθολικές Επιστολές (τρεις του Ιωάννη, δύο του
Πέτρου, μία του Ιακώβου και μία του Ιούδα –όχι φυσικά του Ισκαριώτη) και την Αποκάλυψη
του Ιωάννη.
Το μόνο κριτήριο, με το οποίο ένα βιβλίο μπήκε στην
Καινή Διαθήκη ήταν το ποιος το έγραψε. Μπήκαν δηλαδή μόνον έργα των Αποστόλων.
Τα Ευαγγέλια κατά Μάρκον και Λουκάν είναι επίσης αποστολικά έργα, γιατί ο
Μάρκος έγραψε κατά την αφήγηση του Πέτρου («ερμηνευτής Πέτρου» κατά τον
Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα) και ο Λουκάς κατά την αφήγηση του Παύλου, ο οποίος
είχε διδαχθεί εν οράματι όλη την επίγεια ζωή του Ιησού, όπως και οι άλλοι Απόστολοι.
Γι’ αυτό πολλά βιβλία που θεωρήθηκαν κανονικά, επειδή
θεωρήθηκαν έργα Αποστόλων της πρώτης ή δεύτερης γενιάς, περιέχουν αποσπάσματα
δυσερμήνευτα, που συχνά φαίνεται να στηρίζουν απόψεις που τις θεωρούμε
αιρετικές –κι όμως αυτά τα αποσπάσματα δεν εξοβελίστηκαν, αλλά παρέμειναν στα
έργα, γιατί θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στο συγγραφέα! Επίσης ολόκληρη η Αποκάλυψη
του Ιωάννη θα μπορούσε να στηρίζει τη μεγάλη αίρεση του Μοντανισμού, που
προερχόταν από τη Μικρά Ασία (όπως και η Αποκάλυψη) και βασιζόταν στις
προφητείες, μία από τις οποίες ήταν και η Αποκάλυψη! Κι όμως η Αποκάλυψη
μπήκε στην Κανόνα, παρά τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί ως στήριγμα των αιρετικών
(μόνο τον 4ο αιώνα σημειώθηκε προσωρινά κάποια επιφύλαξη).
Άλλα βιβλία είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από αιρετικούς,
πριν καν συσταθεί επίσημα ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης. Μετά τον κανόνα του
Μαρκίωνα, τα κείμενα του Αποστόλου Παύλου έγιναν λάβαρο του Μαρκιωνιτισμού. Κι
όμως όλα αυτά τα βιβλία, που είχαν βεβαρημένο παρελθόν λόγω χρήσης από μία
ισχυρότατη αίρεση, μπήκαν χωρίς συζήτηση στον εκκλησιαστικό κανόνα, ενώ η
αίρεση αυτή ζούσε ακόμα! Ο λόγος; Θεωρήθηκαν γνήσια έργα του Λουκά και του
Παύλου, και αυτό ήταν αρκετό.
Τέλος, κάποια βιβλία μπήκαν στον κανόνα επειδή
θεωρήθηκαν, όπως είπαμε, γνήσια έργα εκείνων που αναφέρονταν ως συγγραφείς
τους, ενώ κατά βάθος τίποτα καινούργιο δεν πρόσθεταν στη θεολογία ή την ηθική
του Χριστιανισμού. Τέτοια βιβλία είναι η επιστολή του Ιούδα, οι Β΄
και Γ΄ επιστολές του Ιωάννη, η επιστολή του Παύλου προς Φιλήμονα,
αλλά και το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, που φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από
το Ματθαίο και το Λουκά ως βάση για τη συγγραφή των δικών τους Ευαγγελίων, ώστε
τίποτα ιδιαίτερο δεν του έχει απομείνει: Από τους 661 στίχους του, μόνο 35 δεν
έχουν περιληφθεί στα δύο άλλα Ευαγγέλια. Κι όμως μπήκε στον κανόνα, γιατί
θεωρήθηκε γνήσιο έργο του Μάρκου.
Παράλληλα με τα έργα των Αποστόλων υπήρχαν στις
Εκκλησίες και άλλα βιβλία, γραμμένα από διάφορους Χριστιανούς, Ορθόδοξα, όχι
αιρετικά, που τα τιτλοφορούσαν με το όνομα κάποιων Αποστόλων για να τους δώσουν
κύρος και τα οποία περιείχαν αληθινές ή φανταστικές λεπτομέρειες για τα παιδικά
χρόνια του Ιησού ή για το πάθος και την ανάστασή Του, καθώς και για τη ζωή και
την κοίμηση της Θεοτόκου και για τη δράση και τα μαρτύρια των Αποστόλων. Τα βιβλία αυτά η Εκκλησία τα αποδέχτηκε και
τα διάβασε (πολλά απ’ αυτά άλλωστε περιελάμβαναν γνήσιες ιστορικές
μαρτυρίες), τα αξιοποίησε στο εορτολόγιο και στην εικονογραφία, αλλά δεν τα
συμπεριέλαβε στην Καινή Διαθήκη, όχι γιατί δίδασκαν κάτι κακό, αλλά γιατί δεν
ήταν γραμμένα από Αποστόλους. Θα δούμε παρακάτω ποια είναι αυτά.
Ο Γνωστικισμός: το New Age της αρχαιότητας
Ο Γνωστικισμός ήταν ένα πολύμορφο θρησκευτικό κίνημα
των δύο πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, ένα μωσαϊκό Ιουδαϊκών, Χριστιανικών, Ιρανικών,
Ελληνικών και Αιγυπτιακών αντιλήψεων και δοξασιών ντυμένων με μια
«φιλοσοφικότητα» λαϊκού τύπου, στα πλαίσια του φιλοσοφικού συγκρητισμού που
είχε διαμορφωθεί με την επίδραση του Στωικισμού, του Νεοπλατωνισμού και του Πυθαγορισμού,
δηλαδή σχολών που είχαν επίσης λιγότερο ή περισσότερο μεταφυσικές και
μυστικιστικές προεκτάσεις. Ήταν, θα λέγαμε, κάτι ανάλογο με το σημερινό New Age και
το συνονθύλευμα Βουδδιστικών και Ινδουϊστικών αντιλήψεων, που επαγγέλλεται τη
λύτρωση στο σημερινό δυτικό κόσμο.
Κάθε Γνωστικός δάσκαλος είχε το δικό του σύστημα
δοξασιών, τη δική του «Γνώση», που μετέφερε στους ανθρώπους με την
υπόσχεση ότι, όποιος τη γνωρίσει, σώζεται. Σωτηρία γι’ αυτούς βέβαια ήταν η
λύτρωση της ψυχής από τα δεσμά του σώματος, γιατί πίστευαν ότι Καλό είναι το
πνεύμα, ενώ Κακό και έδρα του Κακού η ύλη.
Οι Γνωστικοί διδάσκαλοι ήταν πάρα πολλοί, με «σχολές»
πολύ διαδεδομένες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο του 1ου και 2ου
αιώνα μ.Χ., κυρίως βέβαια στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου έτσι κι αλλιώς είχε
γίνει ανακάτεμα θρησκειών, από τους φοβισμένους κοσμοπολίτες που είχαν
χάσει την ταυτότητά τους στην αχανή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ένιωθαν έρμαια της
Μοίρας και των διαφόρων σκοτεινών δυνάμεων, αναζητώντας τη λύτρωση όπου την
έβρισκαν. Οι σημαντικότεροι Γνωστικοί ωστόσο ήταν ο Μένανδρος και ο μαθητής του Σατορνείλος, ο Κήρινθος,
ο Βασιλείδης, ο Καρποκράτης, ο Ουαλεντίνος και ο Μαρκίων,
ενώ στις παρυφές του Γνωστικισμού κινήθηκε η θρησκεία του Μανιχαϊσμού, Περσικής προελεύσεως. Από
τους προδρόμους του Γνωστικισμού φαίνεται ότι ήταν ο Σαμαρείτης Σίμων ο Μάγος, με δράση στη Ρώμη, ενώ
προδρομικές Γνωστικές τάσεις αντιμετωπίζουν ήδη οι συγγραφείς της Καινής
Διαθήκης στις επιστολές τους.
Το περίφημο χωρίο του Παύλου στην προς Κολοσσαείς 2.
8: «Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής
απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου
κατά Χριστόν», δεν αναφέρεται στην ελληνική φιλοσοφία ως διανοητική
ανησυχία και επιστημονική αναζήτηση, αλλά σε μια «θρησκεία των αγγέλων»
(στο ίδιο, 2. 18), που προφανώς αυτοχαρακτηριζόταν «φιλοσοφία» ενώ, στην
πραγματικότητα, ανήκε στα κινήματα σωτηρίας της εποχής εκείνης, δηλ. τα
προδρομικά Γνωστικά κινήματα, με κύριο χαρακτηριστικό τη λατρεία των «στοιχείων
του κόσμου τούτου», δηλ. των πνευμάτων ή Αγγέλων που «κυβερνούν τον
κόσμο», και μια Ιουδαϊκού τύπου άσκηση, συνδεόμενη κατά κάποιο τρόπο προς
τις κοσμικές αυτές Αγγελικές δυνάμεις (πρβ. στο ίδιο, 2. 16: μη σας κρίνει
κανείς «εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων»).
Γενικά, όπως και σήμερα, τη μπερδεμένη εκείνη εποχή φιλοσοφία και θρησκεία δεν
ήταν πάντα σαφώς διακεκριμένες, επομένως ανάλογες αναφορές πρέπει να
εξετάζονται με προσοχή από τους ερμηνευτές.
Ομοίως, στην Α΄ Επιστολή προς το μαθητή του
Τιμόθεο, πρώτο Επίσκοπο Εφέσου της Μικράς Ασίας, ο Παύλος αντιμετωπίζει Γνωστικά
ρεύματα με «γενεαλογίας απεράντους», «βεβήλους κενοφωνίας και
αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως». Στη Β΄ Επιστολή Πέτρου, κεφ. 2.
1-22, στην Α΄ Ιωάννου, κεφ. 5. 22, και αλλού, μέσα στην Καινή Διαθήκη,
υπάρχουν επίσης σαφείς αναφορές σε Γνωστικά ρεύματα ή τάσεις, που επαγγέλλονταν
τη σωτηρία μέσω της Γνώσης που θα αποκάλυπταν στους ανθρώπους.
Εν πάση περιπτώσει, τα βασικά δόγματα του Γνωστικισμού
ήταν κοινά σ’ όλα τα συστήματα, αλλά διέφεραν στις λεπτομέρειες και τις μυθικές
γενεαλογίες των πνευμάτων. Όλα ήταν ασυμβίβαστα με το Χριστιανισμό, παρά το ότι
θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν όχημα για την εξάπλωσή τους, γι’ αυτό και
έγραψαν «απόκρυφα ιερά βιβλία», κατά
μίμησιν των κανονικών, ή χρησιμοποίησαν τα κανονικά δίνοντας Γνωστικές
ερμηνείες, όπου μπορούσαν. Τα δόγματα αυτά ήταν τα εξής:
Υπάρχει ένας ανώτατος, άγνωστος και καλός Θεός, από
τον οποίο προήλθε με εκδίπλωση ή απορροή («στάξιμο»)
μια ολόκληρη ιεραρχημένη γενεαλογία πνευματικών όντων, που τα ονόμαζαν Αιώνες.
Οι Αιώνες κάλυπταν το χάσμα μεταξύ Θεού και κόσμου, περισώζοντας τη μονοθεΐα
και παρακάμπτοντας το ακατανόητο για τους Γνωστικούς δόγμα της Αγίας Τριάδας.
Ένας Αιώνας, συνήθως ο τελευταίος στην ιεραρχική
κλίμακα, ξεπέφτει από την αρχική λαμπρή ή αγαθή του θέση και, στα πλαίσια της
έκπτωσής του, δημιουργεί τον υλικό κόσμο, στον οποίο ζούμε εμείς και ο οποίος,
συνεπώς, είναι δημιούργημα του Κακού και έδρα του Κακού. Έτσι δημιουργούνται τα
ανθρώπινα σώματα, στα οποία, κατά κάποιους Γνωστικούς, φυλακίζονται τα πνεύματα
Αγγέλων που ξέπεσαν και είναι οι ανθρώπινες ψυχές. Ο έκπτωτος αυτός Αιώνας
ταυτίζεται από τους Γνωστικούς με το Γιαχβέ, το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον
οποίο θεωρούσαν δίκαιο, αλλά απάνθρωπο.
Ο μεγάλος άγνωστος Θεός στέλνει στη Γη έναν άλλο
Αιώνα, τον Ιησού ή Χριστό ή Ιησού Χριστό, για να λυτρώσει τα πνεύματα από τη
φυλακή της ύλης και να τα επιστρέψει στον ουράνιο κόσμο του μεγάλου Θεού.
Εννοείται, ότι για τους Γνωστικούς ο Χριστός είναι ένα
ανώτερο πνεύμα (Αιώνας), που φάνηκε σαν άνθρωπος, χωρίς να πάρει στ’
αλήθεια ανθρώπινο σώμα, κατέβηκε στη Γη ενήλικος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε
φαινομενικά –γιατί πίστευαν ότι το σώμα και κάθε τι υλικό είναι Κακό, επομένως
δεν είναι δυνατόν ένα αγαθό πνεύμα να γίνει υλικός άνθρωπος! Επίσης, θεωρούσαν
το γάμο αμαρτία και τον απαγόρευαν στους οπαδούς τους, γι’ αυτό και οι οπαδοί
διαφόρων ρευμάτων παρέμεναν συνήθως στην τάξη των απλών κατηχούμενων, για τους
οποίους ο γάμος ήταν ανεκτός. Βασικά υπήρχαν δύο τάσεις: οι ακραία ασκητικοί
(που προσπαθούσαν να εξοντώσουν το σώμα μέσω των στερήσεων και έτσι να απελευθερώσουν
το φυλακισμένο στο σώμα πνεύμα τους) και οι λεγόμενοι Νικολαΐτες ή Βαλααμιστές,
που επιδίδονταν σε σεξουαλικά όργια και καταχρήσεις κάθε μορφής, προσπαθώντας
πάλι να εξοντώσουν το σώμα μέσω των καταχρήσεων και να απελευθερώσουν το
φυλακισμένο πνεύμα τους. Οι τελευταίοι αναφέρονται ονομαστικά ήδη μέσα στην
Καινή Διαθήκη, στο 2ο κεφάλαιο της Β΄ Επιστολής του Αποστόλου
Πέτρου και στο 2ο κεφ. της Αποκάλυψης, στίχ. 6 και 14-15. Μια
άλλη ομάδα, οι Οφίτες ή Ναασινοί, που λάτρευαν τον όφη (εβραϊκά νάας) και
διακλαδίζονταν σε Αδαμιανούς, Καϊνίτες, Σηθιανούς, Βαρβηλίτες, Αρχοντικούς, Κοεδιανούς,
Φιβιωνίτες κ.λπ., πήγαιναν απ’ αλλού: μεταλάβαιναν ανθρώπινο σπέρμα και αίμα
από πλακούντα ή έκαναν εκτρώσεις και έτρωγαν τα νεκρά έμβρυα!
Αυτές οι τρεις βασικές διδασκαλίες του Γνωστικισμού
«προσβάλλουν» τη ρίζα της Χριστιανικής διδασκαλίας: η θεωρία περί Αιώνων, η
ιδέα ότι ο υλικός κόσμος είναι Κακός και έδρα του Κακού και η ιδέα ότι ο
Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι πραγματικά.
Η αποστροφή τους προς την ύλη φαίνεται και από τον
τρόπο που μιμήθηκαν τη θεία Μετάληψη διάφορα Γνωστικά ρεύματα. Όχι με ψωμί και
κρασί (το κρασί το θεωρούσαν απαγορευμένο, ως φορέα υλικής ηδονής), αλλά με
ψωμί και τυρί (Αρτοτυρίτες) ή με ψωμί και νερό, όπως περιγράφεται στις απόκρυφες
Πράξεις διαφόρων Αποστόλων (π.χ. Πέτρου, Ανδρέα, Θωμά κ.λπ.), που ήταν
γραμμένες ή επεξεργασμένες από γνωστικούς.
Τα απόκρυφα έργα
Όπως είπαμε, οι Γνωστικοί χρησιμοποίησαν Χριστιανικό
ένδυμα για να εδραιώσουν τις διδασκαλίες τους. Έδωσαν σε πολλούς Αιώνες ονόματα
παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη (π.χ. Σοφία, Σαβαώθ, Αδονάι, Ελοχίμ κ.λπ.) ή και
από την Καινή Διαθήκη (Λόγος, Μονογενής, Παράκλητος, Ιησούς κ.λπ.) – οπότε
προσφέρουν έτσι και μια επιπλέον μαρτυρία, ότι η Καινή Διαθήκη υπήρχε πριν από
τα δικά τους βιβλία, γιατί αυτά τα ονόματα στην Καινή Διαθήκη έχουν νόημα, ενώ
στα Γνωστικά συστήματα όχι. Η τακτική της ψεύτικης απόδοσης ενός βιβλίου σε
κάποιον διάσημο παλαιότερο συγγραφέα είναι ευρύτερα γνωστή από την εποχή εκείνη
και ονομάζεται στη φιλολογική γλώσσα με το λατινικό τεχνικό όρο vaticinium ex eventu. Χρησιμοποιήθηκε και από Ορθόδοξους
συγγραφείς, αλλά και από Ιουδαίους, καθώς και από Έλληνες των ελληνιστικών
χρόνων, που χάλκευσαν σιβυλλικούς χρησμούς, ύμνους του Ερμή του Τρισμέγιστου
κ.ά.
Από τους Γνωστικούς, πολλοί ερμήνευσαν τα Ευαγγέλια με
τρόπο ταιριαστό προς τις διδασκαλίες τους, όπως ο Βασιλείδης και ο Μαρκίων, ή
έγραψαν και οι ίδιοι «ευαγγέλια»,
κατά μίμησιν των κανονικών Ευαγγελίων, όπως το Ευαγγέλιο της Αληθείας
του Ουαλεντίνου και τα περισσότερα απόκρυφα. Έγραψαν επίσης Πράξεις και
Αποκαλύψεις, επηρεασμένες τόσο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όσο και από την
Παλαιά Διαθήκη, που έχει κι αυτή τα δικά της Απόκρυφα (π.χ. Ανάληψις Μωυσέως,
Ανάληψις Ησαΐα, Αποκάλυψις Ηλία, Ε΄ και Στ΄ Έσδρα, Ενώχ,
Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών κ.π.ά.). Τα ιερά τους αυτά βιβλία τα χαρακτήρισαν οι ίδιοι «απόκρυφες βίβλους», ισχυριζόμενοι ότι, μέσω αυτών,
αποκαλύπτουν στους μύστες της δικής
τους θρησκείας μυστικές διδασκαλίες, που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο παραμένουν
απόκρυφες.
Ο όρος απόκρυφα Ευαγγέλια, λοιπόν, δεν
οφείλεται στο ότι δήθεν η Εκκλησία «απέκρυψε»
αυτά τα βιβλία από τα μάτια των Χριστιανών (ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο, ούτε
υπήρξε καταστροφή ή απαγόρευσή τους), αλλά στους ίδιους τους συντάκτες τους,
που ήθελαν έτσι να εξηγήσουν πώς ήρθαν στα χέρια τους αυτά τα βιβλία, τα οποία
είχαν γράψει οι ίδιοι και τα είχαν αποδώσει ψευδώς σε διάφορα πρόσωπα της
Καινής Διαθήκης.
Ας έχουμε υπόψη, ότι στο Χριστιανισμό δεν υπάρχει απόκρυφη γνώση, ούτε απόκρυφα βιβλία.
Η γνώση του Θεού, όπως τι διδάσκει ο Χριστιανισμός (μέσω της τήρησης της
εντολής της αγάπης και της ένταξης στο ευχαριστιακό σώμα του Χριστού, την
Εκκλησία), προορίζεται για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο, την
ηλικία ή την κοινωνική τάξη, και όχι για κάποιους εκλεκτούς «μύστες». Επίσης, δεν υπήρξε ποτέ
πολιτική καταστροφής και εξαφάνισης βιβλίων, παρά μόνο συμβολικό κάψιμο βιβλίων
Χριστιανών αιρετικών, που είχαν προκαλέσει ταραχές (και αιματοχυσίες με την
εμπλοκή πολιτικών προσώπων) στις Χριστιανικές κοινότητες. Ακόμη και τα βιβλία
που θεωρήθηκαν απαράδεκτα, αιρετικά, διαστροφικά κ.λπ., κυκλοφορούσαν ελεύθερα
και όποιος ήθελε μπορούσε να τα διαβάσει. Αναφέρεται φυσικά στη θρησκευτική και
πολιτισμική παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας (παρατίθεται ο όρος με
την ιστορική του έννοια), που δεν ταυτίζεται με την παράδοση της δυτικής
Ευρώπης. Δεν έχουμε Ιερά Εξέταση. Η Ιερά Εξέταση υπήρξε εκεί όπου
διαστρεβλώθηκε ο Χριστιανισμός. Παντού, δυστυχώς, υπήρξαν φανατικοί που
κατέστρεψαν, έκαψαν ή και σκότωσαν ακόμη για να επιβάλουν τις απόψεις τους,
αλλά αυτοί δεν είναι οι Άγιοι, ούτε εκφράζουν τη γνησιότητα του Χριστιανικού
μηνύματος. Οι Άγιοι αγάπησαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Σύνοδος της Καρθαγένης
(Καρχηδόνας), που αποφάνθηκε για τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης το 419 μ.Χ.,
ζήτησε –όπως και όφειλε– να μη διαβάζονται άλλα βιβλία «επ’ ονόματι Θείων Γραφών» (=ως βιβλία της Αγίας Γραφής), όχι να μη
διαβάζονται καθόλου.
Είναι αξιόπιστα τα απόκρυφα έργα;
Τα Γνωστικά «ιερά»
κείμενα είναι πάρα πολλά. Δεν έχουν όλα Χριστιανικό ένδυμα, αλλά απηχούν όλες
τις παραδόσεις, από τις οποίες ανθολόγησαν στοιχεία οι Γνωστικοί. Π.χ. Υπόστασις
των Αρχόντων, Βροντή: Νους τέλειος, Η παράφρασις του Σηέμ, Εξήγησις
περί της ψυχής, Περί Ογδοάδος και Εννεάδος (εννοεί ογδοάδα και
εννεάδα Αιώνων), Ασκληπιός (αποκάλυψη, όχι επιστημονικό έργο), Λόγοι
Αληθείας Ζωστριανού: Θεός αληθείας: Λόγοι Ζωροάστρου, Πρωτοέννοια
τρίμορφος κ.ά.
Όλα τα παραπάνω προέρχονται από την περίφημη ανακάλυψη
Κοπτικών χειρογράφων του 1945/46 στο Nag Hammadi, κοντά στο αρχαίο
Χηνοβόσκιο της Άνω Αιγύπτου, που ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη απόκρυφων και Γνωστικών
έργων του 20ού αιώνα (13 κώδικες, 53 έργα). Όταν δημοσιοποιήθηκαν, κάποιοι
έσπευσαν να προαναγγείλουν την κατάρρευση του Χριστιανισμού, επειδή δήθεν
ανακαλύφθηκαν οι αληθινές ρίζες του, που, κατ’ αυτούς, είναι Γνωστικές ή δεν
ξέρουμε τι άλλο… Όμως πρέπει να έχουν υπόψη τα εξής:
α) Αν θεωρούν ιστορικώς αξιόπιστα τα Γνωστικά Ευαγγέλια
(για τα οποία δεν έχουμε μιλήσει ακόμη), και μάλιστα πιο αξιόπιστα από τα
κανονικά, εκτός του ότι πρέπει να καθορίσουν το κριτήριο, με το οποίο τα
αξιολογούν, θα πρέπει να θεωρήσουν αξιόπιστα και τα άλλα παράλληλα προς την
Καινή Διαθήκη βιβλία (σήμερα τα ονομάζουμε «Ορθόδοξα
απόκρυφα», αν και δεν υπήρξαν ποτέ απόκρυφα, δηλαδή κρυμμένα), που δεν
είναι Γνωστικά, αλλά καλύπτουν τα κενά της ιστορίας του Ιησού (παιδικά χρόνια)
και των πρώτων χριστιανικών χρόνων (βίος της Παναγίας, δράση των Αποστόλων
κ.τ.λ.) Κοντολογίς, υπάρχουν «απόκρυφα»
από τα οποία τεκμηριώνεται η αξιοπιστία του Χριστιανικού κηρύγματος όπως το
ξέρουμε, χωρίς θεωρίες συνομωσίας. Από αυτά, κάποια στοιχεία έγιναν δεκτά από
την εκκλησιαστική συνείδηση, γιατί προφανώς βασίζονταν σε παραδόσεις
παλαιότερες από τα ίδια τα έργα, τις οποίες οι συγγραφείς των απόκρυφων συγκέντρωσαν και περιέλαβαν στα βιβλία τους, που είναι
ορθόδοξα, αλλά δε μπήκαν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, γιατί δεν ήταν
αληθινά έργα των αποστόλων. Πώς λοιπόν κάποιοι αποδέχονται ή συζητούν σοβαρά
την αξιοπιστία των γνωστικών απόκρυφων και δε συζητούν καθόλου την αξιοπιστία
των ορθόδοξων, όπως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή το Κατά Θωμάν
ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου;
β) Η Γνωστική θεολογία είναι 100 φορές πιο υπερβατική
από τη Χριστιανική. Ενδιαφέρεται κυρίως για τις αποκαλύψεις «υπερβατικών αληθειών» σε διάφορα πρόσωπα
(Αποκάλυψις Μωυσέως, Αποκάλυψις Ιωάννου –όχι η κανονική– Αποκάλυψις
Ασκληπιού, Ιακώβου, Παύλου, Αδάμ κ.λπ.), και οι
αποκαλύψεις αυτές αφορούν στην αρχή του κόσμου, τη μέλλουσα κρίση κ.τ.λ.
–αντίθετα, η Καινή Διαθήκη έχει μόνο μία αποκάλυψη (το πρότυπο όλων αυτών), η
οποία κλιμακώνεται σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία και περιγράφει απείρως πιο
αφαιρετικά τα έσχατα, τον παράδεισο και την «κρίση των εθνών».
Επιπλέον, τα απόκρυφα περιλαμβάνουν θαύματα ασυγκρίτως
πιο εξωπραγματικά από τα θαύματα των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Π.χ., στις Πράξεις Παύλου ο Παύλος βαφτίζει ένα λιοντάρι, που του ζητάει
με ανθρώπινη φωνή να βαφτιστεί, και αργότερα, όταν τον ρίχνουν στην αρένα,
εξαπολύουν εναντίον του το ίδιο λιοντάρι, το οποίο όχι μόνο δεν τον τρώει, αλλά
και τον προστατεύει. Στις Πράξεις του Αποστόλου Ιούδα Θωμά (αρκετά
αξιόλογο ως μυθοπλασία, αλλά δύσκολο να αξιολογηθεί ιστορικά), ο Απόστολος,
στις Ινδίες, θανατώνει έναν οφιοειδή δράκοντα, που είναι, υποτίθεται, ο γιος
του διαβόλου που εξαπάτησε, ως φίδι, την Εύα, και αργότερα καλεί άγρια
γαϊδούρια, που ζεύονται στο αμάξι του και τον μεταφέρουν, μιλώντας ενίοτε με
ανθρώπινη φωνή. Σε όλες τις απόκρυφες Πράξεις οι Απόστολοι συνεχώς
ανασταίνουν νεκρούς, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς ανάστησε μόνον τρεις (την κόρη του
Ιάειρου, το γιο της χήρας στη Ναΐν και το Λάζαρο), ενώ στις κανονικές Πράξεις
των Αποστόλων, ο Πέτρος ανασταίνει την Ταββιθά, μια σημαντική προσωπικότητα
της Εκκλησίας της Ιόππης (για όσους νομίζουν ότι η γυναίκα ήταν υποβαθμισμένη
στην αρχαία Εκκλησία), και ο Παύλος ένα νέο που σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα
παράθυρο στο χώρο όπου κήρυττε.
γ) Τα Γνωστικά απόκρυφα έργα δεν παρουσιάζουν τον
Ιησού με ανθρώπινο πρόσωπο και δεν
αναφέρουν καθόλου επεισόδια από τη ζωή Του, αλλά μόνον «λόγους» και «διδασκαλίες» Του, γιατί πρεσβεύουν την αντίθετη προς τον υλικό
κόσμο, το σώμα κ.λπ. διδασκαλία των Γνωστικών. Αν κάποιος την επιλέγει ως
προτιμότερη γι’ αυτόν από τη Χριστιανική (με την προϋπόθεση βέβαια ότι γνωρίζει
τη Χριστιανική στην αυθεντική μορφή της, και όχι σε διάφορα κακέκτυπα ιστορικά
της μορφώματα που νομίζει για αυθεντικά), είναι δικαίωμά του, αλλά είναι πάλι
θέμα πεποιθήσεων.
Για να είμαστε ακριβείς, υπάρχει εσωτεριστική ερμηνεία
της διδασκαλίας και των υποτυπωδών αφηγήσεων των Γνωστικών κειμένων, δηλαδή
ερμηνεία, που προσπαθεί να ανακαλύψει κάποιο μίτο εκλαμβάνοντάς τα ως
αλληγορίες γεγονότων, που συμβαίνουν μέσα στο νου και συμβολίζουν στάδια μιας
πνευματικής/διανοητικής ανάτασης. Το πνεύμα της ερμηνείας αυτής διαφέρει από το
Χριστιανικό πνεύμα κυρίως σε δύο θεμελιώδη σημεία.
1/ Συνδέει τη σωτηρία του ανθρώπου με την κατανόηση
πραγμάτων, δηλαδή περίπλοκων υπερβατικών ουράνιων αληθειών. Η κατανόηση αυτή
από μόνη της οδηγεί το νου σε ανάταση και τελικά ο άνθρωπος αναβαθμίζεται και
περνάει, μέσα από στάδια υπερβατικής γνώσης, σε ουράνιες σφαίρες. Αντίθετα, στο
Χριστιανισμό, καθαρά και ξάστερα και χωρίς γρίφους, η σωτηρία είναι φυσική
απόληξη της ανταπόκρισης του ανθρώπου στην αγάπη του Τριαδικού Θεού, που ένα
από τα συμπτώματά της (το πιο αναγνωρίσιμο για το μέσο άνθρωπο) είναι η
απόλυτη, χωρίς όρους, ανιδιοτελής αγάπη του ανθρώπου για τους συνανθρώπους του:
«Γνώση του Θεού είναι η αγάπη» κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄
επιστολή Ιωάννου, 4. 7-21) και «όποιος λέει ότι αγαπά το Θεό, κι όμως
μισεί τον αδελφό του (δηλαδή το συνάνθρωπό του), είναι ψεύτης».
Φυσικά αυτή η αγάπη επιτυγχάνεται από λίγους, γιατί και η ανταπόκριση στην
αγάπη του Θεού είναι επιλογή λίγων, πράγμα που, κατά το Χριστιανισμό φυσικά,
συνιστά και την κοσμική τραγωδία του ανθρώπου μέσα στην ιστορία.
2/ Οι κατ’ αποκάλυψιν αλήθειες, που επαγγέλλεται η Γνωστική
ερμηνεία, απευθύνονται σε λίγους μυημένους, ενώ το Χριστιανικό μήνυμα
απευθύνεται σε όλους. Η Γνώση προορίζεται για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο», τον «Γνωστικό»,
ενώ το Χριστιανικό μήνυμα απευθύνεται σε όποιον έχει αφτιά να τ’ ακούσει. Είναι
αλήθεια, ότι στην κατανόησή του υστερούν οι «σοφοί και συνετοί» και υπερτερούν οι «νήπιοι» (Λουκ. 10. 21), δηλαδή εκείνοι που διαθέτουν ταπεινή
και αθώα ψυχή και δε φενακίζονται με την αυταπάτη της υποτιθέμενης αυτάρκειάς
τους. Όμως κι αυτό παρερμηνεύεται και κάποιοι, ορμώμενοι από μη Χριστιανικές
αφετηρίες, αναζητούν γριφώδεις αλληγορίες στο Χριστιανικό μήνυμα της θέωσης,
δηλαδή της ένωσης του ανθρώπου με τον προσωπικό Τριαδικό Θεό, μέσω της αγάπης. Ερμηνεύουν
δηλαδή συνειδητά τα Ευαγγέλια σα Γνωστικά κείμενα, νομίζοντας, ότι αποκαλύπτουν
κάποιο κρυμμένο νόημα που, κατά τη γνώμη τους, θα ’πρεπε να ’χουν.
Και στο Χριστιανισμό, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα
της τέλειας γνώσης, γι’ αυτό και συγγραφείς, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας,
θεωρούν «αληθινούς Γνωστικούς» τους Χριστιανούς.
Όμως η γνώση, ως καθαρά διανοητική διαδικασία, θεωρείται εξωτερική και ως εκ
τούτου ατελής. Τέλεια γνώση (η οποία σώζει) είναι εκείνη που προϋποθέτει την
αγάπη. Γνωρίζω αληθινά μόνο ό,τι ή όποιον αγαπώ. Τότε ενώνομαι μαζί του –και η
σωτηρία κατά το Χριστιανισμό είναι ένωση, όχι η εκμάθηση. Όσα κι αν μάθω για το
Θεό, αν δεν πυρποληθώ από αγάπη δεν ενώνομαι μαζί Του, επομένως δεν γίνομαι
θεός.
Βασικές πηγές για το Γνωστικισμό και τα Γνωστικά
απόκρυφα, εκτός των χειρογράφων του Nag Hammadi, είναι: Οι Κοπτικοί
κώδικες Askevianus και Brucianus (είναι
του 4ου και 5ου αιώνα και βρέθηκαν στην Αγγλία το β΄
ήμισυ του 18ου αιώνα), ο Κοπτικός πάπυρος Berolinensis 8502 (του 5ου αι. μ.Χ.), ο πάπυρος Oxyrhynchus 1081, Χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου
αιώνα, όπως ο άγιος Ειρηναίος (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως),
ο Ωριγένης, ο Τερτυλλιανός, ο Ιππόλυτος Ρώμης, ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου (Πανάριον)
κ.ά., που βέβαια επιχειρούν αναίρεση του Γνωστικισμού, αλλά μας δίνουν και
πολύτιμες πληροφορίες (γνωστές την εποχή τους, αλλά άγνωστες για μας).
Ορισμένα χαρακτηριστικά απόκρυφα έργα
1. Γνωστικά απόκρυφα
(Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, σχετικοί κατάλογοι για
τους πρώτους 4 αιώνες).
Κατά Φίλιππον ευαγγέλιον. Καταγράφει, υποτίθεται, αποφθέγματα του Χριστού, με
καταγραφέα τον Απόστολο Φίλιππο. Η συγγραφή του τοποθετείται στο β΄ μισό του 2ου
αιώνα (150-200 μ.Χ.) και ανήκει στο Γνωστικό σύστημα του Ουαλεντίνου, για το
οποίο και προσφέρει αρκετό υλικό, που επιβεβαιώνει τις αρχαίες αναφορές. Όπως
όλα τα Γνωστικά κείμενα, αναλώνεται σε μυθοπλασίες, χωρίς ηθικές ή θεολογικές
προεκτάσεις, που υποτίθεται ότι συνιστούν μια απόκρυφη γνώση των ουράνιων
αληθειών, που προσφέρεται στους μυημένους για να τους «σώσει». Βασικοί άξονες: Ο Ιησούς δεν έγινε άνθρωπος, αλλά «φάνηκε σαν άνθρωπος», για να γίνει
ορατός από τους ανθρώπους, στην κοινή ανάσταση των νεκρών οι άνθρωποι δε θα
έχουν σώμα και στη θεία Μετάληψη το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν είναι
αληθινά (όπως πιστεύουν οι Χριστιανοί), αλλά ο λόγος και το πνεύμα.
Στο κατά Φίλιππον Ευαγγέλιο περιλαμβάνεται η περίφημη
αναφορά στη Μαρία τη Μαγδαληνή ως «σύντροφο»
του Ιησού, που χρησιμοποιήθηκε εσχάτως και ως συγγραφικό πυροτέχνημα και
απέδωσε εκατομμύρια δολάρια, προκαλώντας όμως σύγχυση στους αναγνώστες, που
εξέλαβαν τις πληροφορίες τους ως –ακριβώς– απόκρυφες και ιστορικές, αγνοώντας
ότι το Ευαγγέλιο του Φιλίππου είναι ανιστορικό, και ότι τόσο ο Ιησούς, όσο και
η Μαγδαληνή μέσα σ’ αυτό δεν είναι ιστορικά πρόσωπα, ούτε καν άνθρωποι, αλλά
Αιώνες που εμφανίστηκαν σαν άνθρωποι στην υπερβατική πάλη για τη σωτηρία του
έκπτωτου Αιώνα Σοφία, που συμβολίζεται με τη Μαγδαληνή. Οι άνθρωποι εκεί είναι
απλώς υποπροϊόντα της κοσμικής αγωνίας, πιόνια μιας σκακιέρας, που για τον
εαυτό τους είναι σημαντικοί (και αγωνιούν για τη σωτηρία τους), για τους Αιώνες
όμως είναι εντελώς ασήμαντοι.
Ο Ουαλεντίνος δίδασκε (Ειρηναίος: «Έλεγχος και…..»), ότι από
την αρχική Μονάδα του Πατρός, ο οποίος είχε σύζυγο τη Σιγή, προβλήθηκε μια
πρώτη δυάδα Αιώνων (Νους + Αλήθεια), από αυτή μια δεύτερη (Λόγος + Ζωή) και από
αυτή μια Τρίτη (Άνθρωπος + Εκκλησία), κι έτσι σχηματίστηκε η πρώτη «Ογδοάδα»
Αιώνων. Από το πρώτο ζεύγος (Νους + Αλήθεια) προβλήθηκε πάλι κατά ζεύγη
αρσενικού και θηλυκού η δεύτερη σειρά Αιώνων, η Δεκάδα: Βύθιος + Μείξις,
Αγήρατος + Ένωσις, Αυτοφυής + Ηδονή, Ακίνητος + Σύγκρασις, Μονογενής + Μακαρία.
Από το δεύτερο ζεύγος (Λόγος + Ζωή) προβλήθηκε η Δωδεκάδα: Παράκλητος + Πίστις,
Πατρικός + Ελπίς, Μητρικός + Αγάπη, Αείνους + Σύνεσις, Εκκλησιαστικός +
Μακαριότης, Θελητός + Σοφία ή Αχαμώθ. Όλοι αυτοί οι Αιώνες συγκροτούσαν το
Πλήρωμα –όμως όλοι, εκτός από το Νου, αγνοούσαν τον Πατέρα και επιθυμούσαν να
τον γνωρίσουν, και αυτή η αναζήτηση εισήγαγε την κρίση στο Πλήρωμα.
Ο τελευταίος Αιώνας, η Σοφία (το όνομα το πήρε από τις
Παροιμίες, τη Σοφία Σολομώντος και τη Σοφία Σειράχ, βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης),
ξέπεσε και η δημιουργική της επιθυμία πρόβαλε το Έκτρωμα, με συνέπεια η πρώτη
δυάδα (Νους + Αλήθεια) να προβάλει ένα άλλο ζεύγος (Χριστός + Πνεύμα), το οποίο
απέκοψε το Έκτρωμα από τους Αιώνες. Ο ανώτατος Πατήρ πρόβαλε έναν ακόμα Αιώνα,
το Σταυρό ή Όρο ή Μετοχέα, για να περιφρουρήσει τους Αιώνες και να τους
διαχωρίσει από το Υστέρημα. Όμως, για τη λύτρωση της Σοφίας, που είχε μείνει
εξόριστη έξω από το Πλήρωμα, στάλθηκε ως σύζυγός της ο Αιώνας Ιησούς, ο οποίος
μετέβαλε τα πάθη της σε ενυπόστατες δημιουργικές ουσίες. Έτσι, από το φόβο της προήλθε
η «ψυχική» ουσία, από τη λύπη η «υλική» και από την απορία ή την
έκπληξη η «δαιμονική» ουσία. Από τις ενυπόστατες αυτές ουσίες
μορφοποιήθηκε αυτός εδώ ο κόσμος και προέκυψε ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι λοιπόν,
κατά τον Ουαλεντίνο, χωρίζονται σε «πνευματικούς» (προορισμένους για τη
σωτηρία), «ψυχικούς» (που μπορεί να σωθούν ή να καταστραφούν) και «υλικούς»
(προορισμένους για την απώλεια).
Παρεμπιπτόντως, η έννοια του Πληρώματος στον
Ουαλεντίνο και η διάκριση των ανθρώπων σε ψυχικούς, πνευματικούς και σωματικούς
δεν προέρχονται από τον Πλάτωνα ή άλλο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά από τον Παύλο,
και συνιστούν μια έμμεση μαρτυρία, πρώτον, ότι τα κανονικά κείμενα της Καινής
Διαθήκης (ή τουλάχιστον κάποια απ’ αυτά) είναι παλαιότερα από τα γνωστικά (ή
έστω από το συγκεκριμένο γνωστικό) και, δεύτερον, ότι, παρά την εκμετάλλευσή
τους από τους γνωστικούς και το ότι είναι δυσερμήνευτα εν γένει, η Εκκλησία τα
δέχτηκε γιατί ήταν γνήσια.
Στο Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος
σωματικώς», προς Κολοσσαείς κεφ. 2. 9 – «εν αυτώ ευδόκησε παν το
πλήρωμα κατοικήσαι», στο ίδιο, κεφ. 1. 19 – σ’ αυτόν είναι «πάντες οι
θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι», στο ίδιο, κεφ. 2. 3. Για
την πλατωνικής προελεύσεως τριμερή διάκριση του ανθρώπου σε σώμα, ψυχή και
πνεύμα στον Παύλο, βλ. επιστολή Α΄ προς Θεσσαλονικείς, κεφ. 5. 23, και
αντίστοιχα των ανθρώπων σε σαρκικούς, ψυχικούς και πνευματικούς Α΄ προς
Κορινθίους, κεφ. 2. 13 έως κεφ. 3. 4, ομοίως κεφ. 15. 44-46 κ.α., όπου όμως
ποτέ δεν αναφέρεται η (μη χριστιανική) ιδέα, ότι ο Θεός «προορίζει» τους
ανθρώπους για σωτηρία ή απώλεια, σφάλμα που έκανε αργότερα ο Αυγουστίνος.
Ο Παύλος αντικαθιστά το πνεύμα των Ελλήνων με
την ψυχήν και τον νουν με το πνεύμα. πρώτος το
έκανε αυτό λίγο νωρίτερα στην Αλεξάνδρεια ο ελληνιστής φιλόσοφος Φίλων ο
Ιουδαίος, βασισμένος στο Γενέσεως 2. 7, «και ενεφύσησεν ο Θεός εις
τους μυκτήρας του ανθρώπου πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».
Ομοίως, το όνομα Σοφία προέρχεται από τη «σοφιολογική
γραμματεία» της Παλαιάς Διαθήκης, που εκφράζεται κυρίως στα βιβλία Παροιμίες,
Σοφία Σολομώντος και Σοφία Σειράχ (τα δυο τελευταία ανήκουν στην
ελληνόφωνη Βίβλο, τη μετάφραση των 70, και είναι απ’ αυτά που γράφτηκαν
πρωτότυπα στα ελληνικά, χαρακτηρίζονται δευτεροκανονικά δεν
χρησιμοποιούνται δε πια από τους Εβραίους). Εκεί, αναφέρεται η «Σοφία του
Θεού», ένα ξεκάθαρα θεϊκό ον, το Οποίο δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο.
Είναι «η μήτηρ της αγαπήσεως της καλής και της οσίας ελπίδος, του φόβου» (=
του αισθήματος σεμνότητας, της αιδημοσύνης) «και της γνώσεως» (Σοφία
Σειράχ, κεφ. 24). Κατά τους χριστιανούς, ταυτίζεται με τον Υιό. «Χριστός,
Θεού δύναμις και Θεού σοφία» κατά τον απόστολο Παύλο και την ελληνική
υμνογραφία: «Νους, Λόγος, Σοφία, Υιός του Πατρός, και απόρροια, ως φως από
Πυρός, το Πνεύμα» γράφει ο απολογητής Αθηναγόρας ο Αθηναίος (2ος
αι.).
Το όνομα Σοφία για το Χριστό είναι τόσο βασικό, που η
κολοσσιαία, πανέμορφη και γεμάτη θεολογικούς συμβολισμούς (μικρογραφία του σύμπαντος)
καθεδρική εκκλησία των Βυζαντινών, η αφιερωμένη σ’ Αυτόν (που βρίσκεται, εγκαταλελειμμένη
δυστυχώς, στην Κωνσταντινούπολη), καθώς και ο σπουδαίος αντίστοιχος Ρωσικός
ναός του Κιέβου (11ος αιώνας), ονομάζεται Ναός της του Θεού Σοφίας,
Αγία Σοφία.
Εξυπακούεται ότι, κατά τη Χριστιανική θεολογία, ο
Θεός, ως Πνεύμα και εντελώς Άλλος στους όρους ύπαρξης από μας (με
θεμελιώδες όμως κοινό μας χαρακτηριστικό την Αγάπη ως ελεύθερη επιλογή) δεν
έχει φύλο. Γλωσσικά στην Αγία Τριάδα συμπυκνώνονται και τα τρία γένη: εκτός από
το Άγιο Πνεύμα, που Το προσαγορεύουμε στο ουδέτερο, βλέπουμε πως και το Δεύτερο
Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός, ονομάζεται με ένα θηλυκό όνομα ιδιαίτερης
βαρύτητας: Σοφία. Ο χριστιανικός
Θεός λοιπόν δεν είναι αρσενικός, ούτε φυσικά …ανδρόγυνος (αυτό θα έλεγε μια
θρησκεία της Θεάς Φύσης) αλλά πάνω από φύλο. Το γένος των ονομάτων Του υπακούει
στις σχέσεις που θέλουμε να προσδιορίσουμε κάθε φορά εμείς, οι άνθρωποι.
Κατά Θωμάν ευαγγέλιον. Είναι κι αυτό, όπως και του Φιλίππου, συλλογή
«αποφθεγμάτων του Ιησού», που κατέγραψε υποθετικά ο Θωμάς και τα οποία είναι
γνωστικής προελεύσεως. Ο Θωμάς χαρακτηρίζεται «Δίδυμος» βάσει του Ιωάνν.
20. 24, γιατί έτσι ερμηνεύεται το όνομά του στα εβραϊκά. Η απόκρυφη γραμματεία
τον θεωρεί δίδυμο του Χριστού, άνθρωπο όμως (όχι Αιώνα), και υπαινίσσεται ότι, λόγω
αυτής της ιδιότυπης συγγένειας, που είναι φαινομενική γιατί ο Χριστός, για τους
γνωστικούς, δεν είναι άνθρωπος, ο Θωμάς κατέχει ιδιαίτερες αποκαλύψεις.
Εδώ όμως υπάρχει κάτι ιδιαίτερο, που προκαλεί το
ενδιαφέρον: στο βιβλίο περιλαμβάνονται και αποφθέγματα ξένα προς το κλίμα του
γνωστικισμού, που προϋποθέτουν όμως παράδοση διαφορετική από τα κανονικά
ευαγγέλια. Έτσι, έχουμε είτε μια παράδοση παράλληλη προς την κανονική, είτε μια
διπλή επεξεργασία του κειμένου, τη μια από ορθόδοξο συντάκτη και την άλλη από
γνωστικό. Γεγονός είναι, ότι το ευαγγέλιο αυτό το χρησιμοποιούσαν οι μανιχαϊκοί
κύκλοι τον 3ο αιώνα (γνωστικού τύπου θρησκεία περσικής προελεύσεως,
με βασικό της δόγμα την ύπαρξη δύο ισοδύναμων θεών, που ο ένας, ο Καλός,
δημιούργησε τα πνεύματα και ο άλλος, ο Κακός, την ύλη). Η σύνταξη του
τοποθετείται από τους ερευνητές γύρω στο 140 μ.Χ. και πατρίδα του θεωρείται η
Έδεσσα της Συρίας.
Σοφία Ιησού Χριστού. Έργο του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα ή των αρχών του 3ου,
με χαλαρό χριστιανικό ένδυμα, κατά το οποίο οι απόστολοι και εφτά γυναίκες
συναντούν σ’ ένα βουνό το Χριστό, που έχει ήδη αναστηθεί, και δέχονται απ’
Αυτόν αποκαλύψεις εξαιρετικά σπουδαίες, λύσεις σε όλα τα προβλήματα και
εξηγήσεις όλων των μυστηρίων. Είναι ένα έργο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που
ανακατεύει ελληνικές, γνωστικές και ανατολικές θρησκευτικές αντιλήψεις στα
πλαίσια των συνηθισμένων γνωστικών αποκαλύψεων, αλλά δεν προσθέτει κάτι σε
θεολογικό επίπεδο.
Διάλογος του Σωτήρος, όπου ο Χριστός απαντάει σε διάφορα κοσμολογικά, ανθρωπολογικά και
εσχατολογικά ερωτήματα των μαθητών του, ανάκατα με οράματα κ.τ.λ., ενώ
συναντάμε κι εδώ απηχήσεις των κανονικών ευαγγελίων, που είναι προγενέστερα
φυσικά, καθώς και κάποιων παλαιότερων απόκρυφων, όπως το Ευαγγέλιον κατ’
Αιγυπτίους (ένα απόκρυφο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα με
ασκητικές και γνωστικές τάσεις, που σώζεται μόνον αποσπασματικά).
Ευαγγέλιον των Αιγυπτίων («Το ιερόν βιβλίον του μεγάλου αοράτου Πνεύματος»),
δεν ταυτίζεται με το προαναφερόμενο Ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίους, αλλά
γράφτηκε από τους λεγόμενους σηθιανούς (που αναγνώριζαν ιδιαίτερη αποκάλυψη του
Θεού μέσω του Σηθ, τρίτου γιου του Αδάμ, που αναφέρεται στη Γένεση και
τιμάται και από εμάς ως άγιος και πρόγονος του Ιησού κατά το Λουκ. 3.
38), αν και υπάρχουν θεαματικές επιρροές από τον Παύλο και τον Ιωάννη.
Διακρίνεται σε τέσσερα κύρια μέρη και περιλαμβάνει 50 μυθικά ονόματα και 20
κρυπτογράμματα. Διηγείται τη δημιουργία του κόσμου, του φωτός και του
σύμπαντος. Ο Ιησούς θεωρείται …ενσάρκωση του Σηθ, που εμφανίζεται στους
πλανεμένους απογόνους του για να τους σώσει μέσω της απόκρυφης γνώσης, του
βαφτίσματος και της λατρείας.
Βιβλίο του Θωμά του αθλητού αρχίζει με μια αποκάλυψη του «Σωτήρος» προς το Θωμά,
την οποίο υποτίθεται ότι καταγράφει ο Ματθαίος, και τελειώνει με μια μακρά
ομιλία του Σωτήρος πριν την ανάληψή του, όπου διατυπώνονται εγκρατιτικές τάσεις
(δηλαδή τάσεις που έχουν υψώσει τον ασκητισμό σε δόγμα, θεωρώντας γενικά το
γάμο απαράδεκτο, επειδή θεωρούν την ύλη και το σώμα έδρα του Κακού –βασικό
στοιχείο, όπως είπαμε, του γνωστικισμού).
Ευαγγέλιον της τελειώσεως, που το γνωρίζουμε μόνο από αναφορές, ήταν ένα έργο
που απευθυνόταν στους τελείους και υποσχόταν την τελείωση της θεϊκής
αποκάλυψης. Γενικά η μεταφυσική αυτών των έργων είναι εξαιρετικά υπερβατική και
πετάει από αποκάλυψη σε αποκάλυψη «απόκρυφων αληθειών», που η γνώση τους θα
οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία από τα δεσμά του κόσμου τούτου…
Μυστικό ευαγγέλιο του Μάρκου προέρχεται από τον κύκλο του γνωστικού Καρποκράτη και
φαίνεται ότι γράφτηκε για… βαριά μύηση, που περιελάμβανε και ομοφυλοφιλικές
διαβατήριες τελετουργίες. Σώζονται μόλις δυο μικρά αποσπάσματα σε παραθέματα
του Κλήμη του Αλεξανδρέα (2ος-3ος αιώνας), όπου ένα
νεαρός, τον οποίο ο Ιησούς ανάστησε στη Βηθανία (το χωριό του Λάζαρου), «Τον
αγάπησε μόλις Τον είδε» και αργότερα συζήτησε μαζί Του αποκαλύψεις για τη
βασιλεία του Θεού σε μια ολονύκτια συνάντηση, στην οποία ο νέος προσήλθε
γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα λινό χιτώνα (έτσι προφανώς έρχονταν για τις τελετές
μύησης οι προσήλυτοι του Καρποκράτη).
Κατά το κανονικό κατά Μάρκον, 14. 51-52, τη
σύλληψη του Ιησού στη Γεθσημανή παρακολούθησε ένας άγνωστος νέος, τυλιγμένος μ’
ένα σεντόνι. Οι στρατιώτες προσπάθησαν να τον συλλάβουν, αλλά εκείνος
εγκατέλειψε το σεντόνι και το ’σκασε γυμνός. Πουθενά δε γίνεται ξανά λόγος γι’
αυτόν. Πιθανότατα ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής Μάρκος, η μητέρα του οποίου ήταν
μαθήτρια του Ιησού και στο σπίτι της έγινε, κατά την παράδοση, το γεγονός της
Πεντηκοστής και πιθανόν ο Μυστικός Δείπνος. Ο νεαρός Μάρκος λοιπόν (πόσο
μικρός; δεκαπέντε; δώδεκα; δεκατριών;), αντί να πέσει για ύπνο, έφυγε απ’ το
κρεβάτι, ακολούθησε με το σεντόνι τον Ιησού και τους αποστόλους στη Γεθσημανή
και παρακολούθησε τα τεκταινόμενα. Σ’ αυτό το σημείο βασίζεται η διήγηση του
Καρποκράτη.
Βιβλίο του Ελκεσάι, ιουδαϊκού χαρακτήρα με ανεπιτυχείς προσμίξεις γνωστικών και
επιφανειακών στοιχείων, προέρχεται από την αίρεση των Ελκεσαϊτών και
αφιερώνεται στους sobiai, δηλαδή τους βαφτισμένους.
Συνδέεται με κάποιον Αλκιβιάδη από την Απάμεια, που πήγε στη Ρώμη το 220 μ.Χ.
και μίλησε με κάποιον υποθετικό Ελκεσάι, τον οποίο τοποθετεί στα χρόνια του
αυτοκράτορα Τραϊανού, γύρω στο 100 μ.Χ., και ο οποίος είχε δεχτεί αποκάλυψη
απευθείας από το Χριστό. Ο Χριστός θεωρείται υιός του Θεού και μέγας βασιλέας,
έχει ανάστημα 96 μίλια, γεννήθηκε πολλές φορές και θα ξαναγεννηθεί
(μετενσάρκωση που θυμίζει τις αβατάρα του ινδικού Βίσνου, δόγμα από το οποίο
πιθανόν να επηρεάστηκε).
Ευαγγέλιο κατά Μαριάμ σώζεται τμηματικά στο ελληνικό πρωτότυπο και σε
κοπτική μετάφραση (πολλά απόκρυφα σώζονται σε μεταφράσεις, κυρίως κοπτικές από
το Nag Hammadi)
και τοποθετείται γενικά στο 2ο αιώνα. Στο πρώτο μέρος του έχουμε και
πάλι το αγαπημένο μοτίβο της συζήτησης του αναστημένου Χριστού με τους μαθητές
του, ενώ το δεύτερο αρχίζει με παράκληση του Πέτρου προς τη Θεοτόκο, για να κοινοποιήσει
αποκαλύψεις, που είναι στην πραγματικότητα οράματα. Το έργο δεν έχει βάθος ούτε
για τους γνωστικούς, αλλά είναι προφανές ότι συντάχτηκε από τέτοιους κύκλους.
Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου, που σχετίζεται άμεσα με το προηγούμενο, οι
απόστολοι, μέσω του Βαρθολομαίου (που παρουσιάζεται ως ο πιο θαρραλέος απ’
αυτούς), ζητούν από την Παναγία να μεσιτεύσει στον αναστημένο Χριστό για να
τους παράσχει τις τρομερές αποκαλύψεις Του. Αυτό συμβαίνει σε διάφορα βουνά, με
αποκορύφωμα τη θέα της αβύσσου κάτω απ’ τη γη, που τυλίχτηκε σαν ένας πάπυρος,
και τον εκτενή διάλογο του Βαρθολομαίου με το Βελίαλ (το διάβολο), που «εμφανίστηκε
απ’ την άβυσσο μαζί με 660 αγγέλους δεμένους με πυρωμένες αλυσίδες». Το πιο
ενδιαφέρον στοιχείο του ευαγγελίου είναι ο εντυπωσιακός εγκωμιασμός της
Θεοτόκου, που χαρακτηρίζεται κιβωτός του Υψίστου, ακηλίδωτη, σκεύος
εκλεκτό, μήτρα μεγαλύτερη από όλη τη δημιουργία κ.τ.λ. Οι χαρακτηρισμοί
αυτοί είναι σύμφωνοι με το ορθόδοξο πνεύμα και απηχούν την τιμή που αποδόθηκε
στην Παναγία ήδη από την αρχή του χριστιανισμού.
Ευαγγέλιον της Μαρίας ή της Μαγδαληνής Με πρότυπο το Ευαγγέλιον
του Βαρθολομαίου ή το κατά Μαριάμ, αντικαθιστώντας απλώς την Παναγία
με τη Μαγδαληνή, συντάχτηκε και αυτό, σε κοπτική γλώσσα (δηλαδή αιγυπτιακή
διάλεκτο), που περιλαμβάνεται στον Κώδικα του Βερολίνου και ανάγεται στον 5ο
αιώνα μ.Χ., αν και ένα ελληνικό απόσπασμα τοποθετείται στις αρχές του 3ου.
Ο τίτλος δεν υπονοεί ότι γράφτηκε από τη Μαγδαληνή (τότε θα έπρεπε να είναι το
κατά Μαγδαληνήν ευαγγέλιο, δηλ. το ευαγγέλιο του Χριστού κατά τη Μαγδαληνή,
από τη σκοπιά της Μαγδαληνής –αυτό σημαίνει κατά Μάρκον, κατά Ματθαίον κ.τ.λ.)
αντίστοιχα, το Eυαγγέλιο του Βαρθολομαίου δεν εμφανίζεται να γράφτηκε από το Βαρθολομαίο, ενώ
το απόκρυφο του Θωμά του αθλητού π.χ. γράφτηκε, υποτίθεται, από το Ματθαίο.
Σημαίνει απλώς, ότι η Μαγδαληνή είναι το κέντρο της συζήτησης, που καταγράφεται
σ’ αυτό και αφορά σε, τι άλλο, υπερβατικές αποκαλύψεις. Είναι γραμμένο με
πρότυπο το προγενέστερο ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου, αντικαθιστώντας απλώς την
Παναγία με τη Μαγδαληνή.
Εκεί οι απόστολοι, μετά την ανάληψη του Ιησού, ρωτούν
τη Μαγδαληνή για λόγια που είχε εμπιστευτεί μόνο σ’ εκείνη. Η Μαγδαληνή
αποδίδεται σ’ ένα περίπου μονόλογο αποκρυφιστικού χαρακτήρα περί ύλης, ψυχής
κ.λπ., χωρίς θεολογικό ή ηθικό μήνυμα, και τελικά ο Πέτρος αμφισβητεί τα λόγια
της από… ζήλια, επειδή «ο Κύριος την αγαπούσε περισσότερο από τους
αποστόλους» (ο σεβασμός του Πέτρου στις γυναίκες και η εμπιστοσύνη του στον
πολύτιμο και άφθαρτο «κρυπτόν της καρδίας» εαυτό τους είναι φανερά στην Α΄
επιστολή Πέτρου, κεφ. 3). Άλλη μια
έμμεση πιθανή αναφορά στην υποτιθέμενη ερωτική σχέση του Ιησού με τη Μαγδαληνή,
χωρίς όμως ιστορικές αξιώσεις.
Σημειωτέον ότι, από θεολογική άποψη, στο πρόσωπο του
Χριστού συντελείται ένας υπερκόσμιος γάμος Θεού και ανθρωπότητας: ο Θεός, από
θεϊκό έρωτα για τον άνθρωπο (μέγας Εραστής μανικότατος του ανθρώπου),
ενώνεται μαζί του –όλη η θεότητα και όλη η ανθρωπότητα συγκεφαλαιώνονται και
ανακεφαλαιώνονται στο μέγιστο πρόσωπο του Θεού και Ανθρώπου Ιησού, του Χριστού,
που είναι «υιός του ανθρώπου» (=άνθρωπος, όρος που αναφέρεται σε όραμα του
προφήτη Δανιήλ), αλλά και «ο Κύριος της δόξης» (Α΄ Κορινθ. 2. 8: «ει
γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν») και Θεός: Α΄ προς
Τιμόθεον, 3. 16: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη
αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη».
Γι’ αυτό το λόγο είναι άτοπο να υποθέσουμε, ότι ο
Χριστός θα μπορούσε να παντρευτεί με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, αφού ο Ίδιος
είναι «ο Νυμφίος της Εκκλησίας», δηλαδή όλης της Ανθρωπότητας, και έδωσε
το αίμα Του υπέρ της «νύμφης» Του –βλ. και το τέλος της Αποκάλυψης, όπου
περιγράφεται ο πανηγυρικός γάμος της Νύμφης (=ανθρωπότητας) με το «Αρνίον
το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου, που κάθεται στο θρόνο του Θεού», που
καταλήγει στην «ουράνια Ιερουσαλήμ», δηλαδή την ανακαινισμένη Γη, όλο το
Σύμπαν.
Ερωτήσεις Μαρίας. Από
τον άγιο Επιφάνιο, αναφέρονται στο Πανάριον, που δε σώζονται και ανήκουν
στους ναασινούς. Εντάσσονται στον τύπο των γνωστικών ευαγγελίων και ξεκινούν με
το γνωστό μοτίβο: ο Ιησούς ανεβαίνει σ’ ένα βουνό και προβαίνει σε αποκαλύψεις…
Οι ναασινοί όμως προχωράνε πιο πέρα: ο Ιησούς έχει ανεβεί εκεί πάνω με τη
«Μαρία» (δεν προσδιορίζεται η ταυτότητά της, πρόκειται μάλλον για ένα
ανιστορικό συμβολικό πρόσωπο, που χρησιμοποιεί ο συντάκτης υιοθετώντας απλά ένα
γνωστό όνομα από την Καινή Διαθήκη) και, κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων, της
ζητάει να… θηλάσει το σπέρμα Του, ενώ βγάζει κι από την πλευρά Του μια γυναίκα
κι αρχίζει να κάνει έρωτα μαζί της (μίμηση της δημιουργίας της Εύας). Όταν η
Μαρία σκανδαλίζεται από την προτροπή, ο Ιησούς της λέει «ολιγόπιστη, γιατί
δίστασες;», μιμούμενος το Ματθ. 14. 31, όπου απευθύνεται με τα ίδια
λόγια στον Πέτρο.
Eυαγγέλιον της Εύας Από τον άγιο Επιφάνιο αναφέρεται και ένα (που τοποθετείται στο είδος
που ανακατεύει Παλαιά και Καινή Διαθήκη), ενώ υπήρχε και το Eυαγγέλιον του Ιούδα, που σωζόταν αποσπασματικά, αλλά ανακαλύφθηκε σ’ έναν φθαρμένο πάπυρο
τη δεκαετία του 1970 και δημοσιεύθηκε το 2006, αφού διαβάστηκε με την τελευταία
λέξη της τεχνολογίας. Προερχόταν από τους λεγόμενους καϊνίτες, που θεωρούσαν
ότι είναι απόγονοι του Κάιν (του γιου του Αδάμ) και τιμούσαν τον Ιούδα ως άγιο,
κι επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο. Μόνο που τώρα η αποκάλυψη των γνωστών
«ουράνιων μυστηρίων» δίνεται στον Ιούδα, που θεωρείται ο ωριμότερος μαθητής,
και ο νεφελώδης, σχεδόν χωρίς ιστορική υπόσταση και ανθρώπινη μορφή «Ιησούς»,
τον καλεί να Τον προδώσει για να Τον βοηθήσει ν’ απαλλαγεί από το φαινομενικό
ανθρώπινο σώμα Του («τον άνθρωπο, με τον οποίο είναι ντυμένος»).
Υπάρχουν αρκετά απόκρυφα ακόμα στον τύπο των ευαγγελίων,
αλλά δεν προσθέτει τίποτα η μνημόνευσή τους. Μπορείτε να βρείτε σοβαρές
επιστημονικές εκδόσεις στις βιβλιοθήκες και τα σπουδαστήρια των πανεπιστημιακών
τμημάτων θεολογίας, θρησκειολογίας, φιλολογίας και πιθανόν φιλοσοφίας και
ιστορίας ή σε εκδοτικούς οίκους που ασχολούνται με τη φιλολογική κριτική της
Καινής Διαθήκης ή της Βίβλου γενικά. Βέβαια, υπάρχουν και εκδόσεις τους με
αποκρυφιστικό χαρακτήρα, που απλώς έχουν αντικαταστήσει την εμπιστοσύνη στην
Καινή Διαθήκη με καχυποψία απέναντι σε κάθε τι χριστιανικό και με εμπιστοσύνη
σε κάθε τι απόκρυφο. Αν θέλετε να επιλέξετε αυτά, αξιολογήστε τα κατά τις
προϋποθέσεις σας.
Εκτός από ευαγγέλια, όπως έχουμε ήδη πει, η απόκρυφη
γραμματεία περιλαμβάνει πράξεις, κηρύγματα, επιστολές και αποκαλύψεις που
αποδίδονται από τους συντάκτες τους σε διάφορους αποστόλους.
Τα κυριότερα είναι:
Επιστολή των Αποστόλων, ένα σημαντικό κείμενο του πρώτου μισού του 2ου
αιώνα, που γράφτηκε από χριστιανό και επιχειρεί να αναιρέσει το γνωστικισμό και
ιδίως το δοκητισμό του γνωστικού Κήρινθου (δοκητισμός = το δόγμα ότι ο Χριστός
έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι αληθινά). Όμως ο συντάκτης του έχει
επηρεαστεί από το γνωστικισμό και εκφράζεται σε γνωστικό κλίμα, ενώ αντλεί και
από ιουδαϊκές πηγές, από τα ελληνιστικά έργα του Ερμή του Τρισμέγιστου κ.λπ.,
χωρίς να είναι άσχετος και με τους Εσσαίους. Περιγράφει κι αυτό συνομιλίες των
αποστόλων με τον Ιησού, τις οποίες εκείνοι απευθύνουν με επιστολή σε όλο τον
κόσμο. Θεωρεί ότι ο Λόγος (όνομα του Χριστού από το κατά Ιωάννην, αλλά εδώ
ταυτιζόμενος μάλλον με το Άγιο Πνεύμα) έρχεται με τη μορφή του Γαβριήλ από τον
ουρανό, όπως οι Αιώνες, και γίνεται άνθρωπος κ.τ.λ. Αναφέρεται στη δευτέρα
παρουσία του Χριστού, στην κάθοδο στον Άδη, στην ανάσταση των σωμάτων κ.λπ.,
τονίζει την ιστορικότητα της ανάστασης του Χριστού, αλλά δίνει υπερβολική
έμφαση στην ενότητα του Θεού Πατέρα και του Υιού, σε σημείο που να μοιάζει σαν
να Τους ταυτίζει. Είναι χρήσιμο από ιστορική άποψη, γιατί δίνει πληροφορίες για
τη ζωή των χριστιανών και μάλιστα συγκεκριμένων ιουδαιοχριστιανικών κύκλων.
Απόκρυφον του Ιακώβου Στο Nag Hammadi βρέθηκε κι ένα ακέφαλο έργο (λείπει, δηλαδή, η αρχή
του) με μορφή επιστολής προς άγνωστο παραλήπτη, που περιγράφει ένα είδος
εσωτερικής αποκάλυψης κάποιου Ιακώβου, πιθανόν του Αδελφόθεου, ενός από τους
αδελφούς του Ιησού, που είναι κι αυτοί απόστολοι και θεωρούνται από μας
σπουδαίοι άγιοι της πρώτης Εκκλησίας. Ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, που
αναφέρεται συχνά στην Καινή Διαθήκη, είναι και ένας από τους συγγραφείς της,
έχει γράψει την κανονική επιστολή Ιακώβου, ένα από τα σημαντικότερα
χριστιανικά κείμενα. Το όνομά του χρησιμοποιείται και σε άλλα απόκρυφα. Το συγκεκριμένο
έχει σαφώς γνωστικό χαρακτήρα, προέρχεται μάλλον από τη σχολή του Κήρινθου και
το ονομάζουμε συμβατικά με το ανωτέρω όνομα.
Επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (που πιο πολύ ταιριάζει στον τύπο των ευαγγελίων), η επιστολή
Παύλου προς Λαοδικείς (ο Μαρκίων την ανέφερε αλλά η σωζόμενη δεν πρέπει να
είναι τόσο παλιά, γράφτηκε μάλλον προς τον 3ο ή τον 4ο
αιώνα και βασίζεται σε μια αναφορά του Παύλου στην προς Κολοσσαείς, κεφ.
4. 16, όπου αναφέρει μια επιστολή του προς τη Λαοδίκεια, η οποία όμως δε
σώζεται, όπως δε σώζεται και μια Γ΄ προς Κορινθίους και ίσως κι άλλες)
κ.ά., συμπληρώνουν τον κυκεώνα των απόκρυφων επιστολών, χωρίς όμως ιδιαίτερες
αξιώσεις σε κανένα επίπεδο.
Αποκάλυψη Πέτρου, η Αποκάλυψη Παύλου, το Αναβατικό Παύλου (Καϊνίτες), δύο
κείμενα με τον τίτλο Αποκάλυψη Ιακώβου (του Αδελφόθεου) κ.λπ.
σχηματίζουν μια ογκώδη αποκαλυπτική γραμματεία, με χαρακτήρα όμως εντελώς
διαφορετικό από την κανονική Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η μεγάλη διαφορά
έγκειται όχι τόσο στις γνωστικές διδασκαλίες που περιέχουν (έτσι κι αλλιώς η
κανονική Αποκάλυψη είναι εξαιρετικά δυσνόητη και μπορεί να ερμηνευτεί
όπως θέλεις), αλλά στο ότι ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για την τύχη των
νεκρών μετά το θάνατο, αφηγούνται την υποτιθέμενη πορεία τους στον άλλο κόσμο,
τον παράδεισο και την κόλαση, όπου
περιγράφονται απίστευτα βασανιστήρια των αμαρτωλών (η Θεία Κωμωδία
του Δάντη βασίζεται σ’ αυτά τα κείμενα) κ.λπ. Η πρώτη Αποκάλυψη Ιακώβου
ανήκει στον Ουαλεντίνο και μιλάει για τον Αιώνα Σοφία, τους 12 Άρχοντες-Αιώνες,
τους 72 ουρανούς κ.λπ. Γενικά πρόκειται για ουράνιες μυθοπλασίες.
Απόκρυφον του Ιωάννου. Εκφράζει την κοσμολογία και την ανθρωπολογία του
πρώιμου γνωστικισμού μέσα από μια υποτιθέμενη αποκάλυψη του Ιησού στον
ευαγγελιστή Ιωάννη, όμως γνώρισε πολλές διασκευές, επεξεργασίες και
μεταφράσεις, ώστε να εξυπηρετεί τους σκοπούς διαφόρων γνωστικών σχολών.
2. Ιουδαιοχριστιανικά απόκρυφα
Πάμε τώρα σε μιαν άλλη ομάδα απόκρυφων έργων, αυτά που
ανήκουν στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, δηλαδή στην παράδοση χριστιανών
εβραϊκής καταγωγής, πρώην Ιουδαίων στο θρήσκευμα, που χωρίστηκαν σε δυο
ρεύματα:
Ένα που παρέμεινε ορθόδοξο και συνυπήρξε αρμονικά με
τους χριστιανούς από άλλα έθνη, πρώην ειδωλολάτρες (ή, αν προτιμάτε, πρώην
εθνικούς), αποδεχόμενο τις αποφάσεις της αποστολικής συνόδου, που διαχώρισε το
χριστιανισμό από τον ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. Οι χριστιανοί αυτοί είχαν πνευματικό
πατέρα τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ως απόστολο και επίσκοπο των Ιεροσολύμων.
Και ένα δεύτερο ρεύμα, που αρνήθηκε το δικαίωμα στους
εθνικούς να γίνονται χριστιανοί, εκτός κι αν έκαναν περιτομή και τηρούσαν όλες
τις διατάξεις της ιουδαϊκής θρησκείας, δηλαδή του μωσαϊκού Νόμου. Αυτοί
ουσιαστικά αρνήθηκαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν απ’ αυτήν. Προσπάθησαν να
διαλύσουν τις ελληνικές και τις ρωμαϊκές Εκκλησίες, όπου ταξίδευαν και έλεγαν,
ότι το ευαγγέλιο που κήρυττε ο Παύλος ήταν ψεύτικο, επειδή δεν υποχρέωνε τους
ανθρώπους να κάνουν περιτομή και να τηρούν το μωσαϊκό Νόμο. Ο Παύλος
αντιμετωπίζει τέτοιους «ψευδάδελφους», όπως τους χαρακτηρίζει, στις
επιστολές προς Ρωμαίους, προς Γαλάτας, τις δύο προς Κορινθίους
κ.α., ενώ η επιστολή προς Εβραίους απευθύνεται σε ιουδαιοχριστιανούς,
μάλλον της Ρώμης, που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ορθοδοξία και τις αντιλήψεις
των «ψευδαδέλφων»…
Οι ιουδαιοχριστιανοί αυτοί, που κινήθηκαν στο
περιθώριο του χριστιανισμού, αναγνώριζαν επίσης κύρος αγίου και αποστόλου στον
άγιο Ιάκωβο και χρησιμοποίησαν δικά τους ευαγγέλια, όπως το Ευαγγέλιον των
Ναζαρηνών, που συγγενεύει με το κανονικό ευαγγέλιο του Ματθαίου και η
συγγραφή του, στα αραμαϊκά ή τα συριακά, τοποθετείται πολύ πρώιμα, μεταξύ 70
και 150 μ.Χ. Επίσης το Ευαγγέλιον των Εβιωναίων, συγγενές επίσης με το κατά
Ματθαίον, που το χρησιμοποιούσε μια κοινότητα της ανατολικής όχθης του
Ιορδάνη (γράφτηκε ελληνικά τις αρχές του 2ου αιώνα και σώζεται
αποσπασματικά), ή το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιον, πρώτο μισό του 2ου
αιώνα στα αραμαϊκά, που εκφράζει συγκρητιστικές και γνωστικές τάσεις (π.χ. η
Μαρία, μητέρα του Ιησού, θεωρείται υλοποίηση της «μεγάλης ουράνιας δύναμης που
ονομάζεται Μιχαήλ») και τονίζει τον πρωτεύοντα ρόλο του αγίου Ιακώβου.
Γιατί, θα ρωτήσετε, απορρίφθηκαν αυτά τα κείμενα; Η
απάντηση είναι ότι η συνείδηση της Εκκλησίας, η παράδοση των χριστιανών όλης
της χριστιανικής οικουμένης και η πίστη των αγίων δεν τα θεώρησε γνήσια
αποστολικά έργα, αλλά δεν εκφράζουν και τη γνήσια χριστιανική διδασκαλία, αφού
περιορίζουν το χριστιανικό μήνυμα στο λαό της Παλαιάς Διαθήκης.
3. Ορθόδοξα απόκρυφα («ψυχωφελείς
διηγήσεις» – ψευδεπίγραφα)
Ιδιαίτερη σημασία όμως έχει η επόμενη ομάδα απόκρυφων.
Πρόκειται για έργα ορθόδοξα (κάποια από τα οποία γνώρισαν μεταγενέστερη
γνωστική επεξεργασία ή είχαν λίγες γνωστικές επιρροές), τα οποία: είτε
ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις για τη ζωή των προσώπων της Καινής Διαθήκης
(της Θεοτόκου, των αποστόλων κ.λπ.) είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, τις
περισσότερες φορές αφελείς, και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός
υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν ψυχικά» τους χριστιανούς
αναγνώστες τους. Είναι δηλαδή «ψυχωφελείς διηγήσεις», γραμμένες κυρίως από το 2ο
ως και τον 4ο αιώνα κατά μίμησιν των ευαγγελίων, των επιστολών, των
αποκαλύψεων και των πράξεων των αποστόλων. Εφαρμόζουν, όπως είπαμε, την τακτική
του vaticinium ex eventu, δηλαδή της ψεύτικης
απόδοσης ενός βιβλίου σε κάποιο διάσημο συγγραφέα παλιότερης εποχής, που
θεωρείται έγκυρος. Τα βιβλία αυτά, επαναλαμβάνουμε, συμβατικά τα ονομάζουμε
«απόκρυφα», επειδή ο όρος έχει γίνει πλέον τεχνικός. Στην πραγματικότητα είναι χριστιανικά
ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα. Τέτοια είναι:
Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου ή Γέννησις Μαρίας – Αποκάλυψις Ιακώβου. Το πιο
σημαντικό από τα απόκρυφα αυτού του είδους είναι το ανωτέρω. Ο συγγραφέας του
το αποδίδει στον Αδελφόθεο Ιάκωβο και το περιεχόμενό του έχει γίνει δεκτό από
τη συνείδηση της Εκκλησίας και μάλιστα καθορίζει την παράδοσή μας για τη
γέννηση και τα παιδικά χρόνια της Παναγίας, τα ονόματα των γονιών της (Ιωακείμ
και Άννα), την αφιέρωσή της στο Ναό της Ιερουσαλήμ σε ηλικία τριών ετών,
λεπτομέρειες για τη γέννηση του Χριστού, όπως ότι γεννήθηκε σε σπήλαιο κ.λπ.
Αναφέρει επίσης το παράδοξο επεισόδιο της μαίας Σαλώμης (άσχετης με τη Σαλώμη,
την κόρη της Ηρωδιάδας, που φυσικά δεν είχε γεννηθεί ακόμη τότε), η οποία
θέλησε να διαπιστώσει με το δάχτυλό της, ότι η Παναγία έμεινε παρθένος και μετά
τη γέννηση του παιδιού της –το χέρι της, μετά τη διαπίστωση, παράλυσε και
θεραπεύτηκε μετά την ομολογία της πίστης της. Το επεισόδιο αυτό, παρόλο που η
μαία τοιχογραφήθηκε σε ναούς να λούζει το νεογέννητο Ιησού, δεν έγινε πιστευτό
από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Όμως, παρόλο που το περιεχόμενο του βιβλίου έγινε
δεκτό από την Εκκλησία, ζωγραφίστηκε στους ναούς, γέννησε βασικές χριστιανικές
εορτές της Παναγίας κ.λπ., δηλαδή θεωρήθηκε ότι απηχεί έγκυρες παραδόσεις των
πρώτων χριστιανικών χρόνων (φαίνεται ότι γράφτηκε γύρω στα μέσα του 2ου
αιώνα), το ίδιο το βιβλίο δε μπήκε στον κανόνα, γιατί δε θεωρήθηκε γνήσιο έργο
του αγίου Ιακώβου, αλλά κάποιου άλλου ορθόδοξου χριστιανού, γνώστη των
παραδόσεων, που το απέδωσε στον άγιο Ιάκωβο.
Δεδομένου ότι το έργο φαίνεται αρκετά πρώιμο (μέσα του
2ου αιώνα) δίνει στοιχεία για την άποψη που κυκλοφορούσε την εποχή
εκείνη σχετικά με τη ζωή της Παναγίας, την ύψιστη θέση της ανάμεσα στους αγίους
και την ιδιότυπη παρθενία της.
Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου. Αξιοσημείωτο είναι και αυτό, που υποτίθεται ότι
ανακαλύφθηκε ανάμεσα στα βιβλία «του Ιωσήφ του αρχιερέα, που κάποιοι τον
ονομάζουν Καϊάφα». Περιγράφει την ιστορία της αγίας οικογένειας από τη γέννηση
του Ιησού μέχρι την επιστροφή από την Αίγυπτο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη
φυγή στην Αίγυπτο, όπου εξιστορούνται συναρπαστικά και συχνά συγκινητικά
επεισόδια και πλήθος θαυμάτων, που τελούνται από την Παναγία και το μικρό
Ιησού. Ο σεβασμός του συγγραφέα προς την Παναγία είναι απεριόριστος. Το βιβλίο αυτό
διαβάστηκε πολύ από τους χριστιανούς και αξιοποιήθηκε από τον άγιο Ρωμανό το
Μελωδό στους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, ιδιαίτερα στον Οίκο «Λάμψας εν
τη Αιγύπτω…».
Ευαγγέλιο του Θωμά ή Τα παιδικά χρόνια του Κυρίου. Ένα άλλο απόκρυφο με κάποιο
ενδιαφέρον είναι το λεγόμενο, που ο παλιός του τίτλος είναι Θωμά του
Ισραηλίτου φιλοσόφου ρητά εις τα παιδικά του Κυρίου ή Σύγγραμμα του
αγίου αποστόλου Θωμά περί της παιδικής ανατροφής του Κυρίου. Είναι
ενδιαφέρον, γιατί αποκλείστηκε από τον κανόνα (ως ψευδεπίγραφο και ιστορικά
αναξιόπιστο), ενώ η αποδοχή του θα κάλυπτε ένα κενό των κανονικών ευαγγελίων,
το οποίο τώρα, όπως και τότε, επικαλούνται πολλοί ως επιχείρημα κατά της
αξιοπιστίας τους: τα «κρυμμένα χρόνια» του Ιησού, από δώδεκα έως
τριάντα.
Αφηγείται φανταστικά επεισόδια από την καθημερινή ζωή
του μικρού Ιησού, από πέντε μέχρι δώδεκα χρόνων. Δεν έχει θεολογικό βάθος ούτε
καμιά ιδιαίτερη σοβαρότητα. Ο μικρός Ιησούς κάνει θαύματα για παιχνίδι ή ακόμα
και για εκδίκηση, εξευτελίζει τους δασκάλους του με τις γνώσεις του, προκαλεί
το θάνατο ή την ανάσταση ανθρώπων που προσπάθησαν να τον βλάψουν και τα
τοιαύτα, μέσα σ’ ένα παιδικό κλίμα, όπως η γνωστή ιστοριούλα με τα 12 πουλιά
από πηλό που έπλασε και μετά, επειδή ήταν Σάββατο και ο Ιωσήφ τον μάλωσε, τους
έδωσε ζωή κι έφυγαν πετώντας (αυτό είναι και το μόνο επεισόδιο αυτού του
βιβλίου που παρέμεινε στην παράδοση). Το βιβλίο αυτό, αν και δεν περιέχει
αιρετικές διδασκαλίες (παρ’ όλα αυτά το διάβαζαν οι οπαδοί του γνωστικού Μάρκου
μετά τα μέσα του 2ου αιώνα), παρόλο που είχε διαδοθεί πολύ, γιατί
σώζονται μεταφράσεις και διασκευές του στα λατινικά, τα σλαβικά, τα αραβικά και
τα συριακά (γράφτηκε ελληνικά), και παρόλο που θα βόλευε τους υποτιθέμενους
«σκοτεινούς κύκλους» που φαντάζονται κάποιοι, ότι μαγείρεψαν τη χριστιανική
θεολογία κατά το συμφέρον τους, αποκλείστηκε από τον κανόνα και καμιά
αξιοπιστία δεν του αποδόθηκε.
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της
αγίας Θεοτόκου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν
οι διηγήσεις της ζωής και, ιδιαίτερα, της κοίμησης της Παναγίας, από τις οποίες
σώζονται 67 χειρόγραφα με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές γλώσσες: συριακή,
κοπτική, αραβική, αιθιοπική, αρμενική, σλαβική κ.λπ. Το κυριότερο είναι το
ανωτέρω, που τοποθετείται στον 5ο ή 6ο αιώνα και επηρέασε
ιδιαίτερα την παράδοσή μας για τα γεγονότα της Κοίμησης της Παναγίας, την οποία
γιορτάζουμε, όπως γνωρίζετε, στις 15 Αυγούστου. Το περιεχόμενο του βιβλίου
αυτού έγινε δεκτό από τους χριστιανούς και εκεί αναφέρεται η περίφημη μεταφορά
των αποστόλων «επί νεφελών» για να παραστούν στην ταφή της Θεοτόκου, η απόπειρα
κάποιων μεθυσμένων Ιουδαίων να βεβηλώσουν το άγιο σώμα Της κ.ά. Από τα κείμενα
αυτά ξέρουμε και για την ανάληψη της Θεοτόκου, καθώς και για την παράδοση της
ζώνης Της (της Αγίας Ζώνης), κατά την ώρα της ανάληψής Της, στα χέρια του αγίου
αποστόλου Θωμά.
Ευαγγέλια των Παθών και το Χαμένο ευαγγέλιο του Πέτρου. Υπάρχουν αυτά και
θεωρούνται επίσης ορθόδοξα, που επικεντρώνουν αποκλειστικά στο θάνατο και την
ανάσταση του Ιησού και αφηγούνται λεπτομέρειες που υποτίθεται, ότι λείπουν από
τα κανονικά, ή παρέχουν τεκμήρια για την αξιοπιστία της χριστιανικής πίστης. Σ’
αυτά ανήκει το δεύτερο, που ανάγεται μάλλον στο 2ο αιώνα, γιατί
μνημονεύεται από το Σεραπίωνα Αντιοχείας το 190 μ.Χ., και βρέθηκε το 1886 στην
Αίγυπτο, στην περιοχή της αρχαίας Πανόπολης. Δεν προσφέρει όμως τίποτα
καινούργιο, απλά επαναλαμβάνει τις διηγήσεις του πάθους, όπως τις ξέρουμε από
τα κανονικά ευαγγέλια, προσθέτοντας μερικές ευφάνταστες λεπτομέρειες, όπως την
υποτιθέμενη σκηνή της ανάστασης του Ιησού, που οι φρουροί του τάφου Τον βλέπουν
να βγαίνει κρατώντας ένα σταυρό, με το κεφάλι Του να φτάνει στον ουρανό και
συνοδευόμενος από δυο αγγέλους.
Ευαγγέλιον του Νικοδήμου. Το κάπως πιο ενδιαφέρον από τα ευαγγέλια των
Παθών είναι το παραπάνω. Πρόκειται για μια διήγηση των παθών του Χριστού
που καταγράφηκε, υποτίθεται, από τον «κρυφό μαθητή» Του, τον άγιο Νικόδημο, που
ήταν φαρισαίος και μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου που καταδίκασε τον Ιησού (βλ.
γι’ αυτόν στο κατά Ιωάννην, κεφ. 3, κεφ. 7. 50-53, και 19. 39), αν και ο
ίδιος νωρίτερα είχε προσπαθήσει να Τον υπερασπίσει. Τα τελευταία κεφάλαιά του
όμως αναλώνονται σ’ ένα τυπικό μοτίβο, στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, τη
μάχη Του με το διάβολο και την απελευθέρωση των πρωτοπλάστων (τα οποία
αφηγούνται κάποιοι από τους δίκαιους άνδρες που αναστήθηκαν όταν πέθανε ο
Κύριος, κατά την αναφορά του Ματθ. 27. 52-53). Φαίνεται ότι το βιβλίο
αυτό προέρχεται από κάποιο υποτιθέμενο γραπτό του ίδιου του Πιλάτου που κυκλοφορούσε
ήδη το 2ο αιώνα, τα λεγόμενα acta Pilati, δηλαδή Πράξεις Πιλάτου, το οποίο γνώριζαν ο
άγιος Ιουστίνος γύρω στο 150 μ.Χ. (Α΄ Απολογία, 35. 9 και 48. 3) και ο
Τερτυλλιανός (Apologeticum), ο οποίος μιλάει
για αλληλογραφία του Πιλάτου με τον αυτοκράτορα Τιβέριο. Με το Νικόδημο
φαίνεται να συνδέθηκε αργότερα, κατά τον 4ο αιώνα. Το Ευαγγέλιον
του Νικοδήμου αξιοποιήθηκε από τους χριστιανούς στην εικόνα «Εις Άδου
κάθοδος», δηλαδή την ορθόδοξη εικόνα της ανάστασης του Χριστού, όπου στα βάθη
του Άδη ανασύρει από τον τάφο τον Αδάμ και την Εύα, με τους διάφορους νεκρούς
να παρακολουθούν, μεταξύ των οποίων ο δίκαιος Άβελ, διάφοροι προφήτες και ο
άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος που δείχνει τον Κύριο με το δάχτυλό του.
Απόκρυφες πράξεις Αποστόλων
Περνάμε στο άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο, τις απόκρυφες Πράξεις
διαφόρων αποστόλων, που περιλαμβάνουν ανεξάρτητα έργα ή μπερδεμένα αποσπάσματα,
που έχουν συρραφεί πότε έτσι, πότε αλλιώς, δίνοντας κείμενα όλων των κατηγοριών
που προαναφέραμε..
Από το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα αξιομνημόνευτες
είναι οι διάφορες απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, Πράξεις Παύλου, Πράξεις Ανδρέου
και Πράξεις Ιωάννου, που περιλαμβάνουν διάφορες εκδοχές: τις Πράξεις
Πέτρου μετά Σίμωνος (δημόσια μάχη …θαυμάτων ανάμεσα στον Πέτρο και το
Σίμωνα το Μάγο στη Ρώμη), το Μαρτύριο του αγίου αποστόλου Πέτρου, τη Διήγηση
περί των θυγατέρων του Πέτρου (με ένα φρικτό επεισόδιο, όπου ο Πέτρος δήθεν
αφήνει με κυνισμό την κόρη του παράλυτη, ενώ μπορεί να τη θεραπεύσει, για να
εξαγνιστεί, επειδή πήγε με κάποιον άντρα) κ.λπ., τις Πράξεις Παύλου και
Θέκλας (απ’ όπου ξέρουμε τα σχετικά με το βίο της αγίας ισαποστόλου Θέκλας
από την Κύπρο), το Μαρτύριον του Παύλου, αφηγήσεις ταξιδιών του Παύλου
σε διάφορους τόπους κ.λπ., δράση του Ιωάννη στην Έφεσο και αλλού, του Ανδρέα
στην Πάτρα, αφήγηση της σταύρωσης του Ανδρέα, του θανάτου του Ιωάννη στην Έφεσο, της εξαφάνισης του σώματός του από
τον τάφο και διάφορα άλλα.
Τα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι εν πολλοίς
αφελή, ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για θαύματα (οι νεκροί ανασταίνονται
κατά ριπάς…) και, το κυριότερο, είναι γραμμένα από εγκρατιτικούς κύκλους ή
πειραγμένα από εγκρατιτικό χέρι: ο γάμος θεωρείται ασυμβίβαστος με την ιδιότητα
του χριστιανού, όλοι οι χριστιανοί που παρουσιάζονται σ’ αυτές είναι άγαμοι ή
αρνούνται το γάμο τους και ορκίζονται ολοκληρωτική και αποκλειστική αφοσίωση
στο Χριστό (ακόμη κι ένα λιοντάρι που …βαφτίζει ο Παύλος κάποια στιγμή,
αποφεύγει τη λιονταρίνα του και το σκάει στα βουνά) και η θεία Μετάληψη
τελείται με ψωμί και νερό, όχι με ψωμί και κρασί, γιατί το κρασί το θεωρούσαν
σύμβολο της υλικής ηδονής, άρα απαράδεκτο!
Στις Πράξεις Ιωάννου, που τοποθετούνται κατά
προσέγγιση στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία
που αποκλίνουν από το χριστιανισμό: η υποτιθέμενη αποκάλυψη που κάνει ο Ιησούς
στον αγαπημένο Του μαθητή, σε μια σπηλιά του Όρους των Ελαιών, την ώρα που Τον
έχουν σταυρώσει. Εκεί του «αποκαλύπτει» ότι ποτέ δεν έγινε αληθινός άνθρωπος,
αλλά φαινομενικά γεννήθηκε και φαινομενικά σταυρώθηκε (αναγνωρίζετε το
δοκητισμό, τη γνωστική δοξασία που είχαμε αναφέρει νωρίτερα) – ένας ύμνος που
απευθύνει εν χορώ προς το Θεό, ο Χριστός με τους αποστόλους (με τεχνοτροπία του
3ου και των αρχών του 4ου αιώνα), με σαφές γνωστικό
περιεχόμενο (Ογδοάδα, δωδέκατος αριθμός κ.λπ.) – η απόρριψη από
τον Ιωάννη της προσωπογραφίας του, την οποία χαρακτηρίζει «νεκρή εικόνα ενός
νεκρού», απηχώντας μάλλον τη νεοπλατωνική ιδέα, ότι το σώμα είναι σήμα
(=τάφος) και φυλακή της ψυχής (ανάλογο επεισόδιο καταγράφει ο Πορφύριος για την
άρνηση του μεγάλου νεοπλατωνικού φιλοσόφου του 3ου αιώνα μ.Χ.
Πλωτίνου να τον ζωγραφίσουν).
Ωστόσο, όλες αυτές οι Πράξεις περιλαμβάνουν και
πράγματα αποδεκτά, στοιχεία από την παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή από τη μνήμη
των πρώτων γενεών των χριστιανών. Μεταξύ αυτών, το μαρτύριο του Πέτρου και του
Παύλου στη Ρώμη και του Ανδρέα στην Πάτρα, ο τρόπος του θανάτου τους (σταύρωση
για τον Πέτρο, που ζήτησε να σταυρωθεί ανάποδα, γιατί θεωρούσε ότι δεν του
αξίζει να πεθάνει ακριβώς όπως ο Χριστός, σταύρωση για τον Ανδρέα,
αποκεφαλισμός για το Ρωμαίο πολίτη Παύλο), ο θάνατος του Ιωάννη στην Έφεσο και
η εξαφάνιση του σώματός του, που θεωρείται ενσώματη μετάσταση στον ουρανό, η
καθ’ υπαγόρευση γραφή της Αποκάλυψης από το μαθητή του Ιωάννη Πρόχορο, ο
βίος της αγίας Θέκλας, μαθήτριας του Παύλου, που τιμάται ως ισαπόστολος και
προστάτιδα της Κύπρου, μαζί με τρεις από τους 70 αποστόλους (το Λάζαρο, το
Βαρνάβα και τον αδερφό του, τον άγιο Αριστόβουλο, πεθερό του Πέτρου, ιδρυτή της
πρώτης Εκκλησίας της Βρετανίας), και άλλα.
Οι πιο συναρπαστικές απόκρυφες Πράξεις θα λέγαμε πως
είναι του Θωμά, δηλαδή οι Πράξεις του αποστόλου Ιούδα Θωμά, του και Διδύμου.
Πρόκειται για ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, μάλλον του 3ου αιώνα, με
αρκετά ενδιαφέροντα επεισόδια, που απηχεί όμως σαφείς εγκρατιτικές και
γνωστικές τάσεις και εξιστορεί τις περιπέτειες του αποστόλου Θωμά (που έχει
ξεπεράσει το στιγμιαίο δισταγμό του προς την ανάσταση του Χριστού και είναι
πλέον μέγας και θαυματουργός απόστολος) στις βορειοδυτικές Ινδίες, όπου αρχικά
πουλιέται ως δούλος και τελικά, μετά από πολλά γεγονότα, θανατώνεται από
κάποιον τοπικό βασιλιά, επειδή έχει στρέψει τις αρχόντισσες του βασιλείου του
στην εγκράτεια.
Οι Πράξεις του Θωμά απηχούν κάπως πρόχειρα την
άποψη ότι ο Θωμάς είναι «δίδυμος του Χριστού», δεν της δίνουν όμως έκταση, ούτε
αναφέρουν πουθενά, ότι ήταν αδελφός Του. Μάλλον υπονοούν κάποιου είδους
«πνευματική εγγύτητα», που θα μπορούσε να στηρίξει τη χαρακτηριστική γνωστική
άποψη, ότι οι αναγνώστες τους έχουν τις προϋποθέσεις για μια βαθύτερη μύηση από
τους άλλους.
Η ιστορική βάση του έργου είναι δύσκολο να
εξακριβωθεί, όμως ξέρουμε από την παράδοση, ότι ο Θωμάς κήρυξε το ευαγγέλιο
(δηλαδή το χριστιανικό μήνυμα) στη νότια Ινδία, στο Μαλαμπάρ, όπου βρίσκεται η
Εκκλησία του Αγίου Θωμά, μια από τις τέσσερις αρχαίες Εκκλησίες που αρνήθηκαν
το δόγμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.), αποδεχόμενες το
μονοφυσιτισμό (αντιχαλκηδόνιες).
Εκτός από τα παραπάνω, σώζονται αρκετές δεκάδες
απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων, κείμενα που αφηγούνται υποτιθέμενα
κηρύγματα αποστόλων, μαρτύρια κ.λπ., που τα περισσότερα τοποθετούνται στον 4ο
αιώνα ή και μεταγενέστερα, μέχρι και τον 6ο αιώνα. Οι Πράξεις
Φιλίππου, το Μαρτύριο του Βαρθολομαίου, το Μαρτύριο του Ματθαίου, το Μαρτύριο
του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Μάρκου, οι Πράξεις Βαρνάβα (υπάρχει και
Επιστολή Βαρνάβα από τον 1ο ή τις αρχές του 2ου
αιώνα, όπως είπαμε στην αρχή), οι Πράξεις Θαδδαίου (με τη διήγηση για
τον βασιλιά της Έδεσσας της Συρίας Άβγαρο, που ζήτησε από το Χριστό να πάει να
τον θεραπεύσει, αλλά Εκείνος πλύθηκε και του έστειλε το μαντήλι πάνω στο οποίο
είχε αποτυπωθεί η μορφή Του, όταν σκουπίστηκε σ’ αυτό –το περίφημο «ιερό
μανδήλιο» των Βυζαντινών, η «αχειροποίητος εικών» του Κυρίου), οι Πράξεις
Ανδρέου και Ματθία στη χώρα των ανθρωποφάγων (ο Ματθίας πήρε τη θέση του
Ιούδα για να συμπληρωθεί ο αριθμός 12, κατά τις κανονικές Πράξεις των
αποστόλων, 1. 15-26) και πολλές άλλες. Κάποιες απ’ αυτές έχουν μεταφραστεί
σε διάφορες γλώσσες, άρα είχαν διαβαστεί αρκετά.
Αν και γενικά δεν είναι αξιομνημόνευτες, φαίνεται ότι
απηχούν αρκετές ιστορικές παραδόσεις για τη δράση των αποστόλων μετά την
Πεντηκοστή. Στην ιστορικότητα του πυρήνα τους συνηγορεί η αστραπιαία διάδοση
του χριστιανισμού σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη, αλλά και σε βορειότερες
περιοχές της Ευρώπης, όπου, ήδη το 2ο αιώνα και παρά τους απηνείς
διωγμούς, ήταν κατάσπαρτη από χριστιανικές Εκκλησίες. Σύμφωνα με τις παραδόσεις
που περιλαμβάνονται στις απόκρυφες Πράξεις, ο Πέτρος έδρασε κυρίως στην
Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Μ. Ασία, τη Ρώμη κ.α. και σταυρώθηκε ανάποδα στη Ρώμη.
Ο Ανδρέας, αδερφός του Πέτρου, έφτασε ως την Αχαΐα και σταυρώθηκε σε σταυρό
σχήματος Χ στην Πάτρα. Ο Ιωάννης, ο ευαγγελιστής της αγάπης, έδρασε κυρίως στη
Μ. Ασία και πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία στην Έφεσο της Μ. Ασίας. Ο
Ιάκωβος, αδερφός του Ιωάννη, ξέρουμε από τις κανονικές Πράξεις ότι
σκοτώθηκε στα Ιεροσόλυμα από τον Ηρώδη Αγρίππα. Ο Φίλιππος, με δράση στη Μικρά
Ασία μαζί με την αδελφή του, την αγία ισαπόστολο Μαριάμνη, σταυρώθηκε στην Ιεράπολη
της Φρυγίας. Ο Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίος έδρασε στην Αραβία, την Περσία και την
Ινδία, για να θανατωθεί τελικά στην Αρμενία. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος ή Λευί,
μετά από πολλές περιπέτειες, κάηκε ζωντανός. Ο Θωμάς, όπως είπαμε, ταξίδεψε
στην Ινδία, όπου και θανατώθηκε. Ο Ιάκωβος του Αλφαίου κήρυξε «εις πολλά
έθνη» και τελικά σταυρώθηκε. Ο Θαδδαίος εντοπίζεται στην Έδεσσα της Συρίας
και στη Μεσοποταμία, όπου και μαρτύρησε. Τέλος, ο Σίμων ο Κανανίτης κήρυξε στη
Βόρεια Αφρική, όπου και μαρτύρησε.
Όπως και τα απόκρυφα ευαγγέλια και οι απόκρυφες
Πράξεις των πρώτων αιώνων δίνουν μια επιπλέον μαρτυρία για τα κανονικά
ευαγγέλια, γιατί περιέχουν αυτούσιους ή απηχούν πάρα πολλούς στίχους απ’ αυτά.
Στην απόκρυφη γραμματεία περιλαμβάνονται και
επιστολές, όπως η υποτιθέμενη αλληλογραφία Σενέκα και Παύλου, η προς
Λαοδικείς του Παύλου (μιλήσαμε γι’ αυτήν νωρίτερα) ή η Επιστολή
Λεντούλου, του υποθετικού ανθύπατου της Ιουδαίας Πόπλιου Λεντούλου, που
περιγράφει τη μορφή του Χριστού, όπως την ξέρουμε από τη ζωγραφική –μάλλον αυτό
το κείμενο επηρέασε τους ζωγράφους, κυρίως της Ευρώπης, γιατί τοποθετείται πολύ
όψιμα, στο 13ο αιώνα. Όλα αυτά τα κείμενα είναι ορθόδοξα, αλλά
απλοϊκά και κανένα ενδιαφέρον δεν παρουσιάζουν.
Τέλος, υπάρχουν τα ψευδο-Κλημέντια, μια
μυθιστορία που αποδίδεται στον άγιο Κλήμη Ρώμης και αφηγείται, υποτίθεται, τις
περιπέτειές του στο πλευρό του αποστόλου Πέτρου. Θεολογικά δεν έχει μεγάλη
σπουδαιότητα. Φιλολογικά ενδιαφέρει περισσότερο, γιατί διαβάστηκε πάρα πολύ
μέχρι και το Μεσαίωνα και σε κάποιο επεισόδιό του οφείλεται ο μύθος του δόκτορα
Φάουστ του Γκαίτε, του επιστήμονα που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να
γίνει νέος, πέφτοντας έτσι σε μια παγίδα με ολέθρια αποτελέσματα.
Αν κάποιος ενδιαφέρεται για την επιστημονική βιβλιογραφία,
που είναι ογκωδέστατη, ας αναζητήσει τα σχετικά έργα και άρθρα των C. Tischendorf, W. Baur, M. Bonnet, R. Lipsius, R. Wilson, J. K. Elliot, F. Lapham, Th. Zahn, Dodd και πολλών
άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός. Υπάρχουν επίσης άφθονες εκδόσεις των αποκρύφων,
όπως είπαμε και νωρίτερα, που φυσικά κυκλοφορούν ελεύθερα παρά τον… «απόκρυφο»
χαρακτηρισμό τους.
Βασική πηγή: ΟΟΔΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου