ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη εορτή
της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το Xριστιανικό αυτό Πάσχα συνδέθηκε τυπολογικά με το
αντίστοιχο Iουδαϊκό Πάσχα (Νομικό Φάσκα), αφού αυτό το δεύτερο θεωρήθηκε
προτύπωση της σταυρικής θυσίας του Χριστού, του εσφαγμένου αρνίου της
Αποκάλυψης. Η λέξη Πάσχα προέρχεται από την εβραϊκή λέξη peshah = διάβαση και καθιερώθηκε ως εορτή
αρχικά από του Εβραίους, για να εορτάζεται η ανάμνηση της εξόδου των Εβραίων
από την Αίγυπτο και η διάβαση από την Ερυθρά θάλασσα. Η μεγάλη αυτή εορτή
καθιερώθηκε από τους Αποστόλους, για την ανάμνηση της σταυρικής θυσίας του
Θεανθρώπου, από την οποία πήγασε η σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Η τυπολογική
αυτή σχέση και η χρονική συνάφεια του Iουδαϊκού και του Xριστιανικού Πάσχα,
δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην αρχέγονη Εκκλησία, όχι μόνο για το
περιεχόμενο της εορτής, αλλά και για την ημερομηνία του εορτασμού της. Οι εξ
Ιουδαίων Xριστιανοί τόνιζαν στην εορτή του Πάσχα, το γεγονός της Σταύρωσης του Χριστού και επέμεναν να
την εορτάζουν την 14η του μήνα Νισάν μαζί με τους Εβραίους, που
πάντοτε συμπίπτει με την πρώτη εαρινή πανσέληνο. Αυτοί ονομάστηκαν τεσσαρεσκαιδεκατίτες και περιελάμβαναν
ορισμένες Εκκλησίες της Ανατολής. Αντίθετα, οι εξ εθνικών Χριστιανοί τόνιζαν την
Ανάσταση του Χριστού και συνέδεσαν
τον εορτασμό του Πάσχα με την αναστάσιμη ημέρα της εβδομάδας, την ημέρα του
Κυρίου, την Κυριακή, η οποία ακολουθούσε την 14η του μήνα Νισάν, με
την έννοια ότι το Χριστιανικό Πάσχα δεν ήταν δυνατόν να προηγείται ή και να
συμπίπτει προς το Ιουδαϊκό Πάσχα. Η διαφωνία αυτή για το περιεχόμενο της εορτής
και για την ημέρα εορτασμού προκάλεσε σοβαρές εκκλησιαστικές έριδες κατά τον 2ο
αιώνα, μεταξύ των Εκκλησιών της Δύσης και της Ασίας, χωρίς να ληφθεί οριστική
απόφαση.
Την
διαφωνία κλήθηκε να διευθετήσει η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια το 325.
Αφού έληξε η δογματική συζήτηση, η Σύνοδος επελήφθη του θέματος της ημέρας της
εορτής του Πάσχα, δεδομένου ότι οι Εκκλησίες Ρώμης, Αλεξανδρείας και Ελλάδος
τελούσαν το Πάσχα την Κυριακή μετά την δεκάτη τετάρτη του μήνα Νισάν, ενώ οι
Εκκλησίες Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων τελούσαν το Πάσχα την δεκάτη
τετάρτη του μήνα Νισάν, όπως ακριβώς και οι Εβραίοι.
Σημειώνεται,
ότι λίγο πριν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (4ος αιώνας) διατυπώθηκαν οι
Αποστολικοί Κανόνες, στους οποίους ο 7ος κανόνας αναφέρεται στην
εορτή του Πάσχα με την εντολή να
εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία.
Η εορτή του Πάσχα είναι η μοναδική
εορτή της Χριστιανοσύνης, η οποία:
1.-
εορτάζεται κατόπιν αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου και
2.-
εορτάζεται σε συνάρτηση με αστρονομικά
φαινόμενα, δηλ. με την εαρινή ισημερία και την πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Πληροφορίες
για την διεξαγωγή της συζήτησης δεν υπάρχουν. Απλώς η έκφραση «περί του Πάσχα
ομοφωνήσαντες» εμπεριέχεται σε εγκύκλιο επιστολή της Συνόδου προς την Εκκλησία
της Αλεξάνδρειας, με την εντολή εφαρμογής της απόφασης. Πάλιν σημειώνεται, ότι η
εορτή του Πάσχα δεν εμπεριέχεται σε Κανόνα της Συνόδου (από τους 20 που
εξέδωσε), αλλά σε ξεχωριστή απόφαση, καθότι
το θέμα δεν ήταν δογματικό, δεν ήταν θέμα πίστεως.
Η
Συνοδική απόφαση έχει δύο σκέλη περί της εορτής του Πάσχα, τα οποία
συμπληρώνουν τα άλλα δυο σκέλη, που προϋπήρχαν
από την Παράδοση της Εκκλησίας και έτσι η μεγάλη αυτή εορτή θα έπρεπε να
εορτάζεται:
1.-
πάντοτε μετά την εαρινή ισημερία (που τότε ήταν 21 Μαρτίου με το Ιουλιανό
Ημερολόγιο),
2.-
πάντοτε μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας,
3.-
πάντοτε ημέρα Κυριακή, την επόμενη της πανσελήνου και
4.-
πάντοτε μετά το Πάσχα των Εβραίων
Για την εφαρμογή της απόφασης
εορτασμού του Πάσχα, η Συνοδική απόφαση έδινε εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας (επειδή διέθετε τους καλύτερους
αστρονόμους), να βρει πότε είναι η εαρινή ισημερία, να βρει πότε είναι η πρώτη
πανσέληνος, να ορίσει την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο και εάν κατά την
Κυριακή αυτή εορταζόταν το εβραϊκό Πάσχα, να το μεταθέσει την επόμενη Κυριακή.
Επίσης, έδινε η Σύνοδος εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας να στέλνει
εγκυκλίους στην Εκκλησία της Ρώμης, για κοινοποίηση σ’ όλη τη Δύση και στις
Εκκλησίες Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων για κοινοποίηση σ’ όλη την
Ανατολή. Η αναγγελία της ημερομηνίας της εορτής του Πάσχα γινόταν κάθε χρόνο
από τον άμβωνα την ημέρα των Θεοφανείων.
Αναφέρεται από ορισμένους
λανθασμένα, ότι η Σύνοδος καθόρισε ως εαρινή ισημερία την εαρινή ισημερία του
325, που συνέπιπτε τότε με την 21η Μαρτίου. Αυτό δεν είναι σωστό και
δεν θα το έκανε ποτέ καμιά Σύνοδος και καμιά Εκκλησία, γιατί θα ήταν άκρως
εγωιστικό και υβριστικό για τον αναστάντα Θεάνθρωπο. Αν καθόριζε σταθερή
ημερομηνία ισημερίας, τότε θα καθόριζε
την εαρινή ισημερία του έτους 33, όπου συνέβη το μέγα και ανεπανάληπτο
γεγονός της Σταύρωσης και της Ανάστασης και συνέπιπτε τότε με την 23η
Μαρτίου. Επομένως, η εύρεση της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα βασίζεται κατά
κύριο λόγο στην εύρεση της εαρινής ισημερίας, δηλ. του σημείου εκείνου στον
ουρανό, στο οποίον ο Ήλιος ευρίσκεται ακριβώς στον ουράνιο ισημερινό. Το σημείο
αυτό είναι σταθερό κάθε χρόνο και η αστρονομία το καθορίζει επακριβώς. Την
ημέρα που συμβαίνει να υπάρχει ισημερία, από ανατολής μέχρι δύσεως του ηλίου οι
ώρες είναι 12 και από δύσεως μέχρις ανατολής οι ώρες είναι 12 και ονομάζεται
ισημερία, γιατί οι ώρες της ημέρας είναι οι αυτές με τις ώρες της νύκτας. Για
την εύρεση της ισημερίας υπάρχει και πρακτικός τρόπος: Μπορεί κάποιος μόνον να
παρατηρεί την διεύθυνση των σκιών κατά την ανατολή του Ηλίου και να σημειώσει
την ημέρα, κατά την οποίαν αυτές οι σκιές κατευθύνονται ακριβώς προς την δύση.
Αυτή είναι η ισημερία.
Ωστόσο οι ατέλειες του Ιουλιανού
ημερολογίου, με βάση το οποίο εορτάζεται μέχρι σήμερα το Ορθόδοξο Πάσχα,
οδήγησαν σε υστέρηση στον καθορισμό της εαρινής ισημερίας κατά 13 ολόκληρες
ημέρες και επισυμβαίνει αυτή κατά τον παρόντα 21ο αιώνα στις 3
Απριλίου (αντί στις 21 Μαρτίου), τον 22ο αιώνα θα επισυμβαίνει στις
4 Απριλίου, τον 23ο στις 5 Απριλίου, τον 24ο στις 6, τον
105ο αιώνα στις 21 Ιουνίου κ.ο.κ. Βέβαια η χρησιμοποίηση από
ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες δύο ημερολογίων (του νέου για τις ακίνητες εορτές
και του παλαιού για τις κινητές), δεν μένει και δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες:
Ήδη το 2002 με την αργοπορία της εορτής του Πάσχα (5 Μαΐου), δεν υφίσταται η
νηστεία των Αγίων Αποστόλων, η οποία προϊόντος του χρόνου θα καταργηθεί,
αργότερα δε που η εορτή του Πάσχα θα πραγματοποιείται κατά το θέρος, θα υπάρχει
σύμπτωση Πεντηκοσταρίου και νηστείας του 15Αύγουστου κ.ο.κ. Πιστεύεται, ότι
μελλοντικά η Ορθόδοξη Εκκλησία σε προσεχή Της Σύνοδο θα διορθώσει την ανωμαλία
αυτή και θα εφαρμόσει την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου σύμφωνα με τα σύγχρονα
αστρονομικά δεδομένα, ώστε να μην παρουσιάζεται το οξύμωρο σχήμα, αλλιώς ο
Δημιουργός του Σύμπαντος να τοποθετεί τους αστέρες και αλλιώς να τους
τοποθετούν τα δημιουργήματά Του.
ΙΟΥΔΑΪΚΟ ΠΑΣΧΑ
Οι Εβραίοι γιορτάζουν σήμερα το
Πάσχα τους την 15η Νισάν και όχι την 14η, όπως ορίζεται
από τον Μωσαϊκό Νόμο (Νομικό Φάσκα). Το ημερολόγιό τους ρυθμίζεται έτσι, ώστε η
15η Νισάν να πέφτει σε ημερομηνίες μετά την 27η Μαρτίου
του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Η ρύθμιση αυτή έγινε για δυο λόγους:
1.-
Πιθανώς, επειδή την εποχή του αριθμητικού υπολογισμού του Εβραϊκού Πάσχα, οι
Εβραίοι τοποθετούσαν την εαρινή ισημερία στις 27 Μαρτίου, δηλ. έξη ημέρες
αργότερα από την εαρινή αστρονομική ισημερία (21 Μαρτίου). Π.χ. στα έτη 1997
και 2005, όπου η πρώτη πανσέληνος μετά την 21 Μαρτίου είναι η 25η
Μαρτίου, αυτή δεν λογίζεται, διότι είναι προ της εβραϊκής ισημερίας της 27ης
Μαρτίου.
2.-
Είτε διότι μ’ αυτόν τον τρόπο θέλησαν να εξασφαλίσουν, ο εορτασμός του Πάσχα
τους να μην γίνεται πριν από την εαρινή ισημερία.
Για το λόγο αυτό, το Γρηγοριανό
Πάσχα (Λατίνων Πάσχα) πέφτει ενίοτε πριν από τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα
(π.χ. 1997 και 2005). Είναι γνωστό δε, ότι το Πάσχα των Εβραίων εορτάζεται
ακριβώς με την 1η πανσέληνο
μετά την εαρινή ισημερία της 27ης Μαρτίου.
Η πρώτη λοιπόν γιορτή του Εβραϊκού
ημερολογίου είναι το Πάσχα, κατά το οποίο γιορτάζεται ουσιαστικά η έξοδος από
την Αίγυπτο. Σύμφωνα με την ιερή Εβραϊκή παράδοση, γιορτάζεται με την αφήγηση
της εξόδου από τη δουλεία της Αιγύπτου, που γίνεται σε οικογενειακό κύκλο την
πρώτη βραδιά της γιορτής.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΑΣΧΑ
Όπως ειπώθηκε παραπάνω, η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος ανέθεσε την εφαρμογή της απόφασης εορτασμού του Πάσχα στην
Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, η οποία ήταν ονομαστή για τους περίφημους
αστρονόμους της. Παρενθετικά σημειώνεται, ότι ο Λαοδικείας Ανατόλιος (3ος αιώνας) ήταν ικανότατος αστρονόμος, αλλά και κάτοχος, κατά τον
Ευσέβιο, της σύγχρονης γνώσης. Συνέγραψε διάφορα έργα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα
με το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα. Σ’ αυτόν οφείλεται η χρήση του 19ετούς
κύκλου του Μέτωνα για τον προσδιορισμό της πασχαλινής πανσελήνου.
Ο Χωνών Αχιλλέας Τάτιος (Αλεξανδρινός του 4ου αιώνα και
περίφημος αστρονόμος), ο οποίος
έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ως Επίσκοπος, ανέλαβε να υλοποιήσει την
απόφαση της Συνόδου για την εορτή του Πάσχα και σ’ αυτόν αποδίδεται ο κανόνας
για τον εορτασμό του Χριστιανικού Πάσχα.
Ο ανωτέρω Επίσκοπος Αχιλλέας χρησιμοποίησε τις θέσεις της Αστρονομίας
της εποχής του, η οποία βασιζόταν στις παρατηρήσεις του διάσημου αστρονόμου
Σωσιγένη (1ος αιώνας π.Χ.). Ο Σωσιγένης όμως, αν και φαίνεται ότι
γνώριζε με μεγάλη ακρίβεια τη διάρκεια του τροπικού έτους, χρησιμοποίησε μόνο
μια προσέγγιση δεύτερου δεκαδικού ψηφίου, είτε διότι τα μαθηματικά της εποχής
δεν του επέτρεπαν να εκφράσει και να εκτελέσει πράξεις με περισσότερα δεκαδικά
ψηφία, είτε διότι έτσι έκρινε σκόπιμο. Πράγματι, θεώρησε ότι η διάρκεια του
τροπικού έτους ήταν ίση με 365.25 ημέρες. Δηλαδή κατά: 365.25 – 365.24219879 =
0.00780121 ημέρες ή 0.18722904 ώρες ή 11.2337424 min ή 11 min 14.024544 sec ή συνολικά 674.024544 sec μεγαλύτερη από την πραγματική διάρκειά
του. Συνεπώς η μέτρηση Σωσιγένη δηλώνει, ότι η Γη κινείται περί τον Ήλιο με ταχύτητα μικρότερη από τη πραγματική.
Η διαφορά αυτή, ενώ αρχικά ήταν
ασήμαντη, με το πέρασμα των αιώνων αθροιστικά μεγάλωνε σημαντικά. Η ετήσια
διαφορά των 0.00780121 ημερών σε 400 χρόνια ήταν: 0.00780121 Χ 400 = 3.120484
ημέρες ή μια περίπου ημέρα κάθε 128 χρόνια (128 Χ 0.00780121 = 0.99855488
ημέρες). Δηλαδή η μέση τιμή του πολιτικού Ιουλιανού έτους, ίση με 365.25
ημέρες, μετακινούσε την αρχή του πολιτικού έτους πέρα από τη φυσική αστρονομική
της θέση κατά μια ημέρα σε χρονικό κύκλο 128 ετών.
Τονίζεται πάλι, ότι το πολιτικό έτος
ήταν μεγαλύτερο από το τροπικό έτος και έτσι κάθε 128 έτη, το Ιουλιανό
Ημερολόγιο μετρούσε μια επιπλέον ημέρα, η οποία στην πραγματικότητα δεν είχε
διανυθεί. Κατά συνέπεια, οι αστρονομικές εποχές του έτους μετατοπίζονταν προς
τα εμπρός. Σημειώνεται ενδεικτικά, ότι το 45 π.Χ. που θεσπίστηκε το Ιουλιανό
ημερολόγιο, η εαρινή ισημερία συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 85 μ.Χ. το
ημερολόγιο τη σημείωνε στις 22 Μαρτίου και το 213 μ.Χ. τη μετέφερε μια ακόμη
ημέρα νωρίτερα, δηλ. στις 21 Μαρτίου, ημερομηνία για την εαρινή ισημερία που θα
ίσχυε ως το 341 μ.Χ.
Συνεπώς,
όταν το 325 μ.Χ. συνήλθε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας και
όρισε πότε θα εορτάζεται το Πάσχα για όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες, η εαρινή
ισημερία –σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο- συνέβαινε στις 21 Μαρτίου.
Η
καθυστέρηση βέβαια του ημερολογίου, ως προς τις αστρονομικές εποχές, συνεχιζόταν
και διάφοροι αστρονόμοι, μελετητές του ημερολογίου, οι οποίοι είχαν εντοπίσει
τις ατέλειές του, πρότειναν κατά καιρούς σχετικές μεταρρυθμίσεις του. Ήδη από
το 1324 ο μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, πρότεινε
στον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282-1328) τη μεταρρύθμιση του
ημερολογίου. Η μεταρρύθμιση αυτή δεν έγινε τελικά αποδεκτή, για να μη δημιουργηθεί σύγχυση, τόσο
στον αμαθή λαό, όσο και στο εκκλησιαστικό εορτολόγιο. Ανάλογες μεταρρυθμίσεις
πρότειναν και άλλοι Βυζαντινοί λόγιοι, όπως ο μοναχός Ισαάκιος Αργυρός και ο
κανονολόγος Ματθαίος Βλάσταρις (14ος αιώνας).
Παράλληλα, αστρονόμοι και άλλων λαών
πρόσεξαν το σφάλμα του Ιουλιανού Ημερολογίου και πρότειναν στους Πάπες τη
μεταρρύθμισή του, αφού ήδη από τον 4ο αιώνα ο Αυτοκράτορας Γρατιανός
(367-383), είχε προσφέρει το αξίωμα του Μεγάλου Αρχιερέα (Pontifex Maximus) στους εκάστοτε Πάπες της Ρώμης.
Επίσης, ο Roger
Bacon (1219-1292), αφού
υπολόγισε ότι το συσσωρευμένο σφάλμα του ημερολογίου είχε φτάσει στην εποχή του
τις 8 ημέρες, πρότεινε στον Πάπα Κλήμη Δ΄ (1265-1268) τη σχετική ημερολογιακή
μεταρρύθμιση. Ο θάνατος του Πάπα όμως σταμάτησε τις σχετικές συζητήσεις για τη
μεταρρύθμιση του ημερολογίου.
Τον 15ο αιώνα αστρονόμοι
και κληρικοί ανακίνησαν πάλι το θέμα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης. Η Σύνοδος
της Βασιλείας (1431-1449) προετοίμασε μια σχετική ανακοίνωση, η οποία για
διάφορους λόγους δεν εκδόθηκε ποτέ. Το 1474 ο Πάπας Σίξτος Δ΄ (1471-1484),
πεπεισμένος για την ανάγκη της διόρθωσης του ημερολογίου, ανέθεσε στο σπουδαίο
αστρονόμο Johannes
Muller την ημερολογιακή
μεταρρύθμιση. Καθ' οδόν όμως προς τη Ρώμη ο διάσημος αστρονόμος, μόλις 40 ετών,
πέθανε από πανώλη (1476) και έτσι το θέμα της μεταρρύθμισης για μια ακόμη φορά
σταμάτησε.
Στην συνέχεια, μια από τις 14
Συνόδους του Λατερανού, αυτή του 1524, ασχολήθηκε με το ίδιο θέμα, χωρίς όμως
πρακτικό αποτέλεσμα. Η Δύση όμως είχε έτσι κι’ αλλιώς αποφασίσει την
ημερολογιακή μεταρρύθμιση και ήταν ζήτημα χρόνου η διόρθωση του ισχύοντος
ημερολογίου. Έτσι η Σύνοδος του Τριδέντου, που συνήλθε από το 1545-1563,
ανέθεσε στον Πάπα Παύλο Γ΄ (1534-1549) και στη συνέχεια στον Πίο Ε΄ (1566-1572)
να κάνουν τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, χωρίς όμως ούτε αυτοί να το
κατορθώσουν.
Το 1572, όταν ανέβηκε στον Παπικό
θρόνο ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄, έβαλε σκοπό της ζωής του να πετύχει την
ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Για το λόγο αυτό, το 1576 δημιούργησε μια επιτροπή
αστρονόμων, μαθηματικών και κληρικών, προκειμένου να μελετήσει τις μεθόδους
διόρθωσης του Ιουλιανού ημερολογίου. Τελικά ο Πάπας, με προτροπή του Γερμανού
Ιησουίτη μοναχού και αστρονόμου Christoforo Clavius (1537-1612) και στηριγμένος στην
εισήγηση του φημισμένου καθηγητή της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια
και ονομαστού αστρονόμου Luigi
Lilio από την Καλαβρία,
θέσπισε την ημερολογιακή μεταρρύθμιση το 1582.
Το 1582, το Ιουλιανό ημερολόγιο,
όπως υπολόγισε ο Δομινικανός μοναχός και αστρονόμος Ignatio Danti, έδειχνε ημερολογιακή εαρινή ισημερία
την 11η Μαρτίου, δηλ. 10 ημέρες νωρίτερα σε σύγκριση με την
αστρονομική –άρα ορθή- εαρινή
ισημερία του έτους 325 μ.Χ. (έτος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που είχε γίνει
τότε στις 21 Μαρτίου). Επειδή, όμως, από της αστρονομικής εαρινής ισημερίας
κανονίζεται ο εορτασμός του Πάσχα, το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου
επιδρούσε στον υπολογισμό της ημερομηνίας της μεγάλης γιορτής της
Χριστιανοσύνης.
Επομένως, ήταν απαραίτητη η αλλαγή
του Ιουλιανού ημερολογίου και το
πολιτικό έτος έπρεπε να ελαττωθεί κατά τις 10 αυτές ημέρες που είχαν μετρηθεί,
χωρίς να έχουν πράγματι διανυθεί, αφού το πολιτικό έτος ήταν ελαφρά
μεγαλύτερο από το τροπικό έτος. Αποφασίσθηκε, λοιπόν, να μετατεθούν οι εποχές
του έτους σε σχέση με το τροπικό έτος, ώστε να επανέλθουν στις ίδιες συνθήκες
όπως το έτος 325 μ.Χ. που έγινε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας. Στα 1257
έτη (= 1582-325), το Ιουλιανό ημερολόγιο ως προς τις εποχές παρουσίαζε μια
διαφορά περίπου 10 ημερών. Επιπλέον έγινε αλλαγή του 19ετούς κύκλου του Μέτωνα
με τη Γρηγοριανή Επακτή, οπότε άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού της μεγάλης εορτής
του Πάσχα.
Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν να
δημιουργηθεί το Γρηγοριανό Ημερολόγιο,
που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στη Δύση. Σύμφωνα με αυτό και για να
περιορισθούν τα σφάλματα του Ιουλιανού Ημερολογίου, θεσπίσθηκε κάθε περίοδος 4
αιώνων να περιλαμβάνει 97 δίσεκτα έτη και όχι 100. Η ρύθμιση αυτή ήταν
επιβεβλημένη, εφ’ όσον ανά 4 αιώνες η ετήσια διαφορά των 0.00780121 ημερών
γινόταν ίση με 0.00780121 Χ 400 = 3.120484 ημέρες.
Τελικά εισήχθη ο κανόνας υπολογισμού
των δισέκτων ετών: Από τα δίσεκτα έτη του Ιουλιανού Ημερολογίου που δείχνουν
αιώνες (επαιώνια έτη), όπως το 1600, 1700, 1800, 1900, 2000 κ.ο.κ. δίσεκτα θα
θεωρούνται στο Νέο Ημερολόγιο, μόνον εκείνα των οποίων ο αριθμός των αιώνων (16,
17, 18, 19, 20 κ.ο.κ.) διαιρείται ακριβώς δια του 4 ή ολόκληρος ο αριθμός δια
του 400. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, δίσεκτα θεωρούνται μόνο τα έτη 1600, 2000
κ.ο.κ., ενώ σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, όλα τα «επαιώνια έτη» ήταν
δίσεκτα ως διαιρούμενα δια του 4. Μ’ αυτό τον τρόπο αφαιρούνται οι 3 περίπου
επιπλέον ημέρες της καθυστέρησης του Ιουλιανού Ημερολογίου κάθε 400 έτη.
Με τον Γρηγοριανό, λοιπόν, κύκλο των
400 ετών, αντί να έχουμε απαλοιφή μιας ημέρας εντός 128 ετών, δηλ. 3 ημερών σε
384 έτη, απαλείφουμε 3 ημέρες εντός χρονικού κύκλου 400 ετών. Έτσι υπάρχουν 97
αντί για 100 δίσεκτα έτη στον παραπάνω χρονικό κύκλο. Με τον τρόπο αυτό η μέση
διάρκεια του ημερολογιακού έτους από 365.25 ημέρες στο Ιουλιανό Ημερολόγιο
διορθώθηκε σε 365 + 97/400 = 365.2425 ημέρες. Το πολιτικό έτος διέφερε πλέον
από το τροπικό κατά 365.2425 – 365.24219879 = 0.00030121 ημέρες ή 0.00722904
ώρες ή 0.4337424 min
ή 26.024544 sec.
Δηλαδή το μέσο Γρηγοριανό πολιτικό έτος είναι μεγαλύτερο από το τροπικό μόνο
κατά 26 περίπου sec
ετησίως.
Η ακρίβεια του Γρηγοριανού Ημερολογίου
(σφάλμα 26.024544 sec
ετησίως) είναι ασυγκρίτως καλύτερη από την αντίστοιχη του Ιουλιανού Ημερολογίου
(σφάλμα 674.024544 sec
ετησίως). Το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, όμως, αφαιρεί κάθε 400 χρόνια 3 μόνο ημέρες
αντί 3.120484 ημέρες. Έτσι τα 400 γρηγοριανά έτη υπερβαίνουν σε διάρκεια τα 400
τροπικά έτη κατά 0.120484 ημέρες. Υπάρχει δηλαδή και σ’ αυτό το ημερολόγιο μια
επιβράδυνση της αρχής του έτους, αλλά μόνο μιας ημέρας κάθε 400/0.120484 = 3320
έτη περίπου (για την ακρίβεια 3319.942897 έτη). Συνεπώς, ένας εύκολος τρόπος
διόρθωσης της μικρής αυτής διαφοράς, που παρουσιάζει το μέσο Γρηγοριανό έτος ως
προς το τροπικό έτος είναι να υιοθετηθεί ένα ακόμη δίσεκτο έτος κάθε 3320 έτη,
δηλ. η πρώτη διόρθωση θα πρέπει να γίνει το 4902 (1582 + 3320 = 4902).
Επίσης με τη διόρθωση της επακτής
καθορίζεται επακριβώς η Πασχαλινή πανσέληνος, μετά την οποία ακολουθεί η
Κυριακή του Πάσχα. Με τις μεταβολές αυτές, καθορίζεται αστρονομικά ακριβέστερα
το Δυτικό Πάσχα. Σημειώνεται, ότι η Σύνοδος της Κων/πολης του 1593 απέρριψε με
τον Η΄ Κανόνα της τη μεταρρύθμιση αυτού του ημερολογίου, όχι για λόγους επιστημονικούς, αλλά διότι οι Συνοδικοί κατέληξαν
στο συμπέρασμα, ότι το Γρηγοριανό
ημερολόγιο μεταρρύθμιζε τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου για
τον εορτασμό του Χριστιανικού Πάσχα.
Το 1923 έγινε μια νέα προσπάθεια
διόρθωσης του Ιουλιανού Ημερολογίου από τον Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο, που
συγκάλεσε «Πανορθόδοξο Συνέδριο» με
συμμετοχή αντιπροσώπων έξη Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το Συνέδριο αποφάσισε, ότι η
αλλαγή του Ιουλιανού Ημερολογίου ήταν επιβεβλημένη, αφού αυτή δεν προσέκρουε σε
κανένα κανονικό ή δογματικό κώλυμα.
Το Συνέδριο αυτό υπέδειξε ημερολογιακό κύκλο 900 ετών, που ήταν
ακριβέστερος από τον Γρηγοριανό κύκλο των 400 ετών. Η πρόταση όριζε, ότι από τα
έτη που δείχνουν αιώνες (επαιώνια), δίσεκτα θα θεωρούνται μόνον εκείνα των
οποίων ο αριθμός των εκατοντάδων, διαιρούμενος δια του 9, δίδει υπόλοιπο 2 ή 6.
Για τα υπόλοιπα έτη ισχύει ο Ιουλιανός κανόνας.
Δηλαδή αντί των δισέκτων ετών 400,
800, 1200, 1600, 2000 κ.ο.κ. του Γρηγοριανού, καθιέρωσε ως δίσεκτα τα έτη 200,
600, 1100, 1500, 2000 κ.ο.κ. Μ’ αυτό τον τρόπο, επειδή εντός κύκλου 900 ετών
περιέχονται 218 δίσεκτα, η μέση διάρκεια του προτεινόμενου έτους ήταν: 365 +
218/900 = 365 + 0.24222222 = 365.24222222 ημέρες και έτσι η διαφορά του από το
τροπικό έτος ήταν μόνο: 365.24222222 – 365.24219879 = 0.00002343 ημέρες ή
0.00056232 ώρες ή 0.0337392 min
ή 2.024352 sec,
δηλ. περίπου 2.03 sec
ετησίως, που σημαίνει το ακριβέστερο
από όλα τα προταθέντα μέχρι σήμερα ημερολόγια!
Συνεπώς σε κύκλο 3600 (= 4 Χ 900)
ετών υπήρχαν 872 δίσεκτα έτη (= 4 Χ 218), αντί των 97 Χ 9 = 873 δισέκτων ετών
του Γρηγοριανού Ημερολογίου, με σφάλμα μόνο 0.00002343 Χ 3600 = 0.084348
ημερών, ενώ το αντίστοιχο σφάλμα του Γρηγοριανού Ημερολογίου ήταν: 0.00030121 Χ
3600 = 1.084356 ημέρες, δηλ. κατά μια ημέρα μεγαλύτερο.
Σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο η
21η Μαρτίου σημειώνεται σήμερα 13 ημέρες μετά την αστρονομική εαρινή
ισημερία, ενώ το 325 συνέπιπτε με αυτήν. Κάθε λοιπόν χρονική περίοδο 3320 ετών θα
συμβαίνει 25 ημέρες περίπου αργότερα και μετά 20000 έτη θα συμβαίνει σχεδόν 5
μήνες αργότερα και ενώ θα λέμε ότι έχουμε εαρινή ισημερία στην πραγματικότητα
θα πλησιάζουμε τη φθινοπωρινή ισημερία!!
Ένα άλλο σημείο που χρήζει
ιδιαίτερης προσοχής είναι η εύρεση της πρώτης εαρινής πανσελήνου, η οποία
χρειάζεται για τον καθορισμό της Κυριακής του Πάσχα, σύμφωνα με την απόφαση της
Συνόδου. Η πρώτη εαρινή πανσέληνος υπολογίζεται με τον κύκλο του Μέτωνα, που
προσδιορίζει την ημερομηνία της πανσελήνου με σφάλμα μιας ημέρας σε 307 έτη. Το
ασήμαντο αυτό λάθος συσσωρεύθηκε με την πάροδο των ετών, ώστε σήμερα να γίνεται λάθος 5 ημερών ως προς τον υπολογισμό της
πασχαλινής πανσελήνου, εκτός των 13 ημερών της λανθασμένης αστρονομικά
ιουλιανής εαρινής ισημερίας. Αντίθετα, με τον Γρηγοριανό κύκλο των
πανσελήνων, ο οποίος τις υπολογίζει με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια, το σφάλμα
περιορίζεται σε 1 ημέρα σε χρονικό κύκλο 20000 ετών
Επομένως,
ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα καθορίζεται αστρονομικώς σωστά με το
Γρηγοριανό Ημερολόγιο και αστρονομικώς εσφαλμένα με το Ιουλιανό, το οποίο
στηρίζεται στον εσφαλμένο υπολογισμό της ταχύτητας περιστροφής της Γης περί τον
Ήλιο (μικρότερη της κανονικής) του Σωσιγένη και στον εσφαλμένο υπολογισμό της
περιστροφής της Σελήνης περί την Γη (μεγαλύτερη της κανονικής) του Μέτωνα. Βέβαια
ο υπολογισμός είναι ακόμη ακριβέστερος με το διορθ.ωμένο Ιουλιανό Ημερολόγιο.
ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, η
Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί στον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα το
Ιουλιανό Ημερολόγιο. Ως εκ τούτου θεωρείται, ότι η εαρινή ισημερία έρχεται 13
ημέρες μετά την πραγματική. Έτσι, εάν η πανσέληνος συμβεί κατά τη διάρκεια
αυτών των 13 ημερών, οι Ορθόδοξοι δεν θεωρούν αυτήν ως πασχαλινή πανσέληνο,
αλλά αναμένουν την επόμενη πανσέληνο, ένα μήνα αργότερα, για να βρουν την
ημερομηνία του Πάσχα. Μια άλλη διαφορά οφείλεται στον κανόνα που εφαρμόζεται
για τον υπολογισμό της πανσελήνου. Ο σωστός τρόπος θα ήταν να υπολογισθεί η
πανσέληνος από ακριβείς αστρονομικές παρατηρήσεις. Αντ’ αυτού χρησιμοποιείται ο
προσεγγιστικός κανόνας του αρχαίου Αθηναίου αστρονόμου Μέτωνα (430 π.Χ.).
Ο Μέτωνας παρατήρησε ότι οι φάσεις
της Σελήνης επαναλαμβάνονται κάθε 235 μήνες, δηλ. σχεδόν κάθε 19 έτη. Αυτή η
περίοδος των 19 ετών καλείται «κύκλος του Μέτωνα». Συνεπώς, σε χρονικό κύκλο 19
ετών οι ημερομηνίες της πανσελήνου είναι οι ίδιες. Όμως αυτή η σχέση είναι μόνο
προσεγγιστική. Κάθε 307 έτη το σφάλμα συμποσούται σε 1 ημέρα. Έτσι έχουμε
σήμερα ένα λάθος 5 ημερών στον υπολογισμό της πανσελήνου. Εξ αυτού, εάν ο
υπολογισμός δίνει πανσέληνο 2 ημέρες μετά από μια Κυριακή, περιμένουμε μια
επιπλέον εβδομάδα για την πασχαλινή πανσέληνο. Όμως, η πραγματική πανσέληνος
συμβαίνει 3 ημέρες πριν από την πρώτη Κυριακή. Γι’ αυτό το Πάσχα θα έπρεπε να
εορτάζεται μια εβδομάδα νωρίτερα.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο σημερινός
υπολογισμός του Ορθόδοξου Πάσχα περιέχει δυο σφάλματα:
1.-
Η υπολογισθείσα ημερομηνία της ισημερίας συμβαίνει 13 ημέρες αργότερα από την
πραγματική και
2.-
Η υπολογισθείσα ημερομηνία της πανσελήνου συμβαίνει 5 ημέρες περίπου αργότερα
από την αντίστοιχη πραγματική.
Συνεπακόλουθο
αυτών των δυο λαθών είναι η ημερομηνία του Ορθόδοξου Πάσχα να συμβαίνει
αργότερα από την ημερομηνία του Λατινικού Πάσχα. Μόνο σε λίγες περιπτώσεις οι
δυο ημερομηνίες του Πάσχα συμπίπτουν. Συνήθως το Ορθόδοξο Πάσχα συμβαίνει 1
εβδομάδα ή 4-5 εβδομάδες αργότερα.
Αυτή η διαφορά θα αυξάνει στο
μέλλον. Μετά από κάποιες χιλιάδες χρόνια το Ορθόδοξο Πάσχα, εάν ακόμα
υπολογίζεται με την ίδια λανθασμένη μέθοδο, θα συμβαίνει το καλοκαίρι και
αργότερα το φθινόπωρο κ.ο.κ. Το συμπέρασμα είναι, ότι ο παρών υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα από την Ορθόδοξη Εκκλησία
δεν είναι σε συμφωνία με το γράμμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Δεν
είναι ακόμη σε συμφωνία ούτε με το πνεύμα της, το οποίον είναι όλοι οι
Χριστιανοί να εορτάζουν το Πάσχα την ίδια ημέρα.
Κάποια παραδείγματα καταδεικνύουν
την αλήθεια των ανωτέρω αναφερθέντων. Πράγματι, η Ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει
τώρα το Πάσχα συνήθως την 1η Κυριακή μετά τη 2η εαρινή
πανσέληνο και αρκετές φορές τη 2η Κυριακή, αντί να γιορτάζει την 1η
Κυριακή μετά την 1η πανσέληνο, όπως η απόφαση της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου προβλέπει. Παραδείγματα:
Η πανσέληνος μετά την εαρινή
ισημερία της 21ης Μαρτίου 1992 του Γρηγοριανού Ημερολογίου συνέβη
Παρασκευή 17 Απριλίου. Επομένως, η 1η Κυριακή ήταν η 19η
Απριλίου, κατά την οποία γιορτάστηκε το Πάσχα των Λατίνων. Η δεύτερη Κυριακή
ήταν η 26η Απριλίου, κατά την οποία γιορτάστηκε το Πάσχα των
Ορθοδόξων, κατά παράβαση της απόφασης
της Συνόδου. Τούτο συνέβη, λόγω του λάθους του Μέτωνα στον υπολογισμό της
πανσελήνου, που αντί της πραγματικής της Παρασκευής 17 Απριλίου, συνέβη κατά
Μέτωνα (!) την Τετάρτη 22 Απριλίου.
Επίσης, το 1993, η πανσέληνος μετά
την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου του Γρηγοριανού Ημερολογίου
συνέβη την Τρίτη 6 Απριλίου, κατά την οποίαν γιορτάστηκε και το Εβραϊκό Πάσχα.
Η πρώτη Κυριακή μετά την Τρίτη 6 Απριλίου ήταν η 11η Απριλίου, κατά
την οποία γιορτάστηκε το Λατινικό Πάσχα. Η δεύτερη Κυριακή ήταν η 18η
Απριλίου, κατά την οποίαν γιορτάστηκε το Ορθόδοξο Πάσχα, κατά παράβαση της απόφασης της Συνόδου. Τούτο συνέβη λόγω του
λάθους του Μέτωνα στον υπολογισμό της πανσελήνου, που αντί της πραγματικής της
Τρίτης 6ης Απριλίου, συνέβη κατά Μέτωνα (!) την Κυριακή 11 Απριλίου.
Η ίδια κατάσταση επαναλαμβάνεται αρκετές φορές με τελευταία αυτή του 2006 (όπως
καταδεικνύεται στον κατωτέρω πίνακα).
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η Εκκλησία μας
για τον προσδιορισμό του Πάσχα εμπιστεύεται π.χ. τον αρχαίο ειδωλολάτρη
αστρονόμο Μέτωνα, ο οποίος προσδιορίζει μετά από 2500 χρόνια πότε θα γίνει η
πανσέληνος το 2006 με περιθώριο λάθους 5 ολόκληρες ημέρες, με συνέπεια να καταστρατηγείται η απόφαση
εορτασμού του Πάσχα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και δεν εμπιστεύεται π.χ. τους
Ορθόδοξους Έλληνες αστρονόμους Καθηγητές Πανεπιστημίου Αιγινήτη, Σβολόπουλο,
Κωτσάκη, Κατσή, Χασάπη, Σιμόπουλο, Κοντόπουλο, Θεοδοσίου, Δανέζη κ.ά. οι οποίοι
μπορούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια ενός δισεκατομυριοστού του δευτερολέπτου,
πότε θα συμβεί πανσέληνος κάθε έτος στον 21ο αιώνα!!
Παρακάτω καταγράφεται ενδεικτικά
πίνακας 20 ετών (1990-2009) με τις εαρινές πανσελήνους, το Εβραϊκό, Λατινικό
και Ορθόδοξο Πάσχα, την 1η Κυριακή μετά την εαρινή πανσέληνο, εάν
εφαρμόζεται η απόφαση της Συνόδου ή αυτή καταστρατηγείται και που οφείλεται το
σφάλμα:
ΕΤΗ
|
ΠΡΩ-ΤΗ ΠΑΝ.
|
ΠΡΩΤΗ ΚΥΡ.
|
ΙΟΥΔ ΠΑΣ-ΧΑ
|
ΛΑΤ.
ΠΑΣ-ΧΑ
|
ΟΡΘ.
ΠΑΣ-ΧΑ
|
ΑΠΟΦΑΣΗ
Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝ
|
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
|
1990
|
14.4
|
15.4
|
14.4
|
15.4
|
15.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
1991
|
3.4
|
7.4
|
3.4
|
7.4
|
7.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
1992
|
17.4
|
19.4
|
18.4
|
19.4
|
26.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ. Μέτων.
|
1993
|
6.4
|
11.4
|
7.4
|
11.4
|
18.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ Μέτων.
|
1994
|
27.3
|
3.4
|
27.3
|
3.4
|
1.5
|
Παράβαση
|
2η Πανσ. Σωσιγ.
|
1995
|
15.4
|
16.4
|
16.4
|
16.4
|
23.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
1996
|
5.4
|
7.4
|
5.4
|
7.4
|
14.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ. Μέτων.
|
1997
|
25.3
|
30.3
|
23.4
|
30.3
|
27.4
|
Εφαρμογή
|
2η Πανσ. Σωσιγ.
|
1998
|
12.4
|
19.4
|
12.4
|
12.4
|
19.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
1999
|
1.4
|
4.4
|
1.4
|
4.4
|
11.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ. Μέτωνας
|
2000
|
20.4
|
23.4
|
20.4
|
23.4
|
30.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ. Μέτωνας
|
2001
|
8.4
|
15.4
|
8.4
|
15.4
|
15.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
2002
|
28.3
|
31.3
|
28.3
|
31.3
|
5.5
|
Παράβαση
|
2η Πανσ. Σωσιγ.
|
2003
|
16.4
|
20.4
|
17.4
|
20.4
|
27.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ. Μέτωνας
|
2004
|
5.4
|
11.4
|
5.4
|
11.4
|
11.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
2005
|
25.3
|
27.3
|
24.4
|
27.3
|
1.5
|
Εφαρμογή
|
2η Πανσ. Σωσιγ.
|
2006
|
13.4
|
16.4
|
13.4
|
16.4
|
23.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ. Μέτωνας
|
2007
|
2.4
|
8.4
|
3.4
|
8.4
|
8.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
2008
|
20.4
|
27.4
|
20.4
|
23.3
|
27.4
|
Εφαρμογή
|
-
|
2009
|
9.4
|
12.4
|
9.4
|
12.4
|
19.4
|
Παράβαση
|
2η Κυρ. Μέτωνας
|
Σύμφωνα
με τον ανωτέρω πίνακα, στα 20 χρόνια καταγραφών, στα 10 από αυτά έχουμε παράβαση, συγκεκριμένα:
Στα έτη 1994 και 2002 υπάρχει παράβαση,
λόγω υπολογισμού μετά τη 2η εαρινή πανσέληνο (λάθος Σωσιγένη).
Στα έτη 1992, 1993, 1996, 1999, 2000,
2003, 2006 και 2009 υπάρχει παράβαση, λόγω υπολογισμού μετά τη 2η
πανσέληνο (λάθος Μέτωνα).
Στα έτη 1990, 1991, 1995, 1997, 1998,
2001, 2004, 2005, 2007 και 2008 έχουμε εφαρμογή της απόφασης. Από αυτά το 1997
και 2005 επειδή το Εβραϊκό Πάσχα υπολογίζει εαρινή ισημερία στις 27 Μαρτίου
(αντί της 21 Μαρτίου) εμφανίζουν πρώτη εαρινή πανσέληνο όχι στις 25 Μαρτίου,
αλλά στις 23 και 24 Απριλίου αντίστοιχα, οπότε τότε εορτάζουν το Πάσχα τους.
Αυτό έχει σαν συνέπεια το Ορθόδοξο Πάσχα να εορτασθεί 27.4 και 1.5 αντίστοιχα,
για να πληρωθεί ο 4ος όρος της Συνόδου, περί εορτασμού του Πάσχα
μετά το Εβραϊκό. Ανοικτό βέβαια παραμένει τα θέμα του εορτασμού του Πάσχα, εάν
η Εβραϊκή εαρινή ισημερία μετατεθεί ακόμη περισσότερο προς τον Απρίλιο.
Το
σπουδαιότερο όμως είναι η συνεχής μετατόπιση του εαρινού ισημερινού σημείου, έτσι
ώστε οι 13 ημέρες διαφορά που είναι σήμερα να φθάσει τις 21 ημέρες το έτος
3000, τις 29 το 4000, τις 37 το 5000, τις 44 το 6000 και τις 90 το 10400, οπότε
αντί της εαρινής ισημερίας θα έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο!!! Επί πλέον, η
μετατόπιση της πανσελήνου κατά 5 ημέρες σήμερα, θα φθάσει τις 8 ημέρες το 3000,
τις 11 το 4000, τις 15 το 5000, τις 18 το 6000 και τις 31 ημέρες το 10000, δηλ.
η μετατόπιση θα αφορά έναν ολόκληρο κύκλο της πανσελήνου!!!
Βέβαια
με την ακινησία που επιβάλουμε στην εαρινή ισημερία, καθώς και στον κύκλο της
πανσελήνου, το Πάσχα δεν θα εορτάζεται πλέον την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη
εαρινή πανσέληνο, αλλά θα εορτάζεται την πρώτη, δεύτερη ή τρίτη κλπ. Κυριακή
μετά την δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη κλπ. εαρινή πανσέληνο ή την πρώτη,
δεύτερη κλπ. Κυριακή μετά την πρώτη, δεύτερη κλπ. πανσέληνο του θερινού
ηλιοστασίου κ.ο.κ. Περιττό να ειπωθεί, ότι η καταστρατήγηση της απόφασης της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου θα καταντήσει στη γελοία κατάσταση, να εορτάζεται το Πάσχα
το κατακαλόκαιρο ή όταν πέφτουν τα φύλλα των δένδρων κατά το φθινόπωρο ή όταν
αρχίζει η σπορά ή όταν αρχίζουν τα πρωτοβρόχια ή τα πρώτα χιόνια του χειμώνα
κ.ο.κ.
Συγκεφαλαιώνοντας
τα ανωτέρω, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα σχετικά με τη πραγματοποίηση της
εορτής του Πάσχα και της καταστρατήγησης ή όχι της απόφασης της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου, καθώς και το πιο από τα τρία ημερολόγια εφαρμόζει την απόφαση:
1.- Το Ιουλιανό Ημερολόγιο
καταστρατηγεί την απόφαση της Συνόδου, καθότι δεν εφαρμόζει τον 2ο
και 3ο όρο της απόφασης.
2.-
Το Γρηγοριανό Ημερολόγιο καταστρατηγεί την απόφαση της Συνόδου, καθότι
δεν εφαρμόζει τον 4ο όρο της απόφασης.
3.- Το διορθωμένο Ιουλιανό Ημερολόγιο
δεν καταστρατηγεί την απόφαση της Συνόδου, καθότι εφαρμόζει όλους τους όρους της απόφασης.
ΕΠΙΣΤΗΜΗ
ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Στην
Ελλάδα, αλλά και αλλαχού υπάρχουν έντονες αντιδράσεις στην ημερολογιακή
μεταρρύθμιση, δηλ. τον υπολογισμό της εορτής του Πάσχα σύμφωνα με την απόφαση
της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά όχι με τα νέα δεδομένα της Επιστήμης και
συγκεκριμένα της Αστρονομίας. Υπάρχουν διάφορα επιχειρήματα, όπως ότι το θέμα
είναι δογματικό, ότι ήταν προσχώρηση στο Παπικό Γρηγοριανό, ότι είναι ζήτημα
που αφορά την Εκκλησία και δεν πρέπει να αλλάξει, ότι αποτελεί παράδοση της
Εκκλησίας και τελικά ότι η αλλαγή αποτελεί σχίσμα και άλλα! Δηλώνουν μάλιστα
ότι: «η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν
ενδιαφέρεται δια την χρονικήν ακρίβειαν (διότι ο Θεός και η Αγία του Εκκλησία
υπάρχουν επέκεινα του χρόνου), αλλά δια την ακρίβειαν της πίστεως, την
διακράτησιν των Ι. Παραδόσεων, την τήρησιν των Ι. Κανόνων και διατάξεων των Αγ.
Πατέρων». Είναι όμως έτσι;
Είναι
θέμα δογματικό; Το Ημερολογιακό δεν αναφέρεται σε κανέναν όρο πίστεως, σε καμία
από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους, ούτε σε τοπικές Συνόδους μέχρι σήμερα.
Μάλιστα η τοπική Σύνοδος της Κων/πόλεως του 1593 πολύ σωστά αναφέρει στον Η΄
Κανόνα της, ότι: «Ασάλευτον διαμένειν
βουλόμεθα το τοις Πατράσι διορισθέν περί του Αγίου Σωτηρίου Πάσχα έχειν και
ούτως άπαντας τους τολμώντας παραλύειν τους όρους της Αγίας Οικουμενικής
Συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης….. ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της
Εκκλησίας…..». Πολύ σωστά, η Σύνοδος αυτή αποβάλλει της Εκκλησίας, όποιον
δεν τηρεί τους όρους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και δεν εορτάζει το Πάσχα την
πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία και μετά το Εβραϊκό Πάσχα. Η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος δεν όρισε η ίδια ποια είναι αυτή η Κυριακή και ανέθεσε στην
Επιστήμη να το καθορίσει. Απόβλητος λοιπόν από την Εκκλησία πρέπει να είναι
εκείνος, ο οποίος εορτάζει το Πάσχα την 2η Κυριακή μετά την 1η
εαρινή πανσέληνο ή την 1η Κυριακή μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο
κ.ο.κ., όπως βέβαια η Επιστήμη καθορίζει την εαρινή ισημερία και την πρώτη
πανσέληνο.
Είναι
προσχώρηση στο Παπικό Γρηγοριανό ημερολόγιο; Σαφώς όχι, καθότι σε άλλη βάση κινείται το Γρηγοριανό Ημερολόγιο
και σε άλλη το διορθωμένο Ιουλιανό Ημερολόγιο. Το πρώτο παραβαίνει την απόφαση
της Συνόδου, ενώ το δεύτερο δεν την παραβαίνει και δεν συμφωνεί με το πρώτο,
όπως καταδεικνύεται κατωτέρω στον πίνακα των δισέκτων επαιωνίων ετών:
ΔΙΣΕΚΤΑ ΕΠΑΙΩΝΙΑ ΕΤΗ
ΕΤΗ ΙΟΥΛΙΑΝΟ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟ διορθ.
ΙΟΥΛΙΑΝΟ
2000 Δίσεκτο Δίσεκτο Δίσεκτο
2100 Δίσεκτο - -
2200 Δίσεκτο - -
2200 Δίσεκτο - -
2300 Δίσεκτο - -
2400 Δίσεκτο Δίσεκτο Δίσεκτο
2500 Δίσεκτο - -
2600 Δίσεκτο - -
2700 Δίσεκτο - -
2800 Δίσεκτο Δίσεκτο -
2900 Δίσεκτο - Δίσεκτο
3000 Δίσεκτο - -
3100 Δίσεκτο - -
3200 Δίσεκτο Δίσεκτο -
3300 Δίσεκτο - Δίσεκτο
3400 Δίσεκτο - -
3500 Δίσεκτο - -
3600 Δίσεκτο Δίσεκτο -
3700 Δίσεκτο - -
3800 Δίσεκτο - Δίσεκτο
3900 Δίσεκτο - -
4000 Δίσεκτο Δίσεκτο -
Αποτελεί παράδοση της Εκκλησίας και
δεν πρέπει να αλλάξει; Εδώ θα πρέπει να τεθεί το γενικότερο θέμα Επιστήμης και
Θεολογίας, όπως αυτή λειτούργησε ανά τους αιώνες και προς τούτο θα αναφερθούν
κάποια παραδείγματα:
Στη γένεση των όντων, όπου σύμφωνα με τα Πατερικά κείμενα
και τη συμβολική γλώσσα της Βίβλου, ως προς το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος,
αποδεικνύεται ότι τον κύριο λόγο έχει η Επιστήμη και αυτήν ακολουθεί η
Θεολογία. Αυτό ακολούθησαν και οι βιβλικοί συγγραφείς, αλλά και οι Πατέρες της
Εκκλησίας. Σύμφωνα με τις επικρατούσες αρχέγονες κοσμολογικές αντιλήψεις, το
Σύμπαν θεωρείτο γεωκεντρικό και επίπεδο (δισδιάστατο). Το στερέωμα ήταν μια
υλική κατασκευή με τοξοειδή θόλο, στερεά συμπαγής και στεγανή για να συγκρατεί
δίκην δεξαμενής τα ουράνια ύδατα, τα ύδατα του ανώτερου κοσμικού ωκεανού. Ήταν
κάτι σαν «υπερώον», το οποίον έφερε πόρτες και παράθυρα που άνοιγαν και
έκλειναν κατά βούληση του Θεού και προς αγαλλίασή του, για να πέσει η βροχή ή
το χιόνι στη Γη και να πνεύσει ο άνεμος στη φύση. Η θολωτή αυτή κατασκευή είχε
κίονες («στύλους», Ιώβ 26. 11), οι οποίοι ήταν θεμελιωμένοι στα άκρα της Γης.
Ενώ άλλοι κίονες στερέωναν τη Γη πάνω στα ύδατα της αβύσσου, του κατώτερου
κοσμικού ωκεανού. Οι Πατέρες, σεβόμενοι την αρχέγονη Επιστήμη της εποχής τους
θεωρούσαν ότι η Γη π.χ. αποτελούσε το κέντρο του Σύμπαντος (Μ. Αθανάσιος, Μ.
Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης Δαμασκηνός, Γρηγόριος Παλαμάς, Συμεών
Θεσ/νίκης). Ασφαλώς η Εκκλησία σήμερα –και πολύ σωστά- δεν ακολουθεί τους
Πατέρες αυτούς, που διατύπωσαν την άποψη ότι η Γη είναι στο κέντρο του
Σύμπαντος, αλλά ακολουθεί την Επιστήμη, που απόδειξε το ακριβώς αντίθετο! Σ’
αυτή την περίπτωση δεν ισχύει το: «μη
μέταιρε όρια αιώνια α έθετον οι Πατέρες»; Βεβαίως δεν ισχύει, στην
περίπτωσή αυτή, η ρήση αυτή, καθότι το θέμα της γεωκεντρικότητας ή μη της Γης
άπτεται της Επιστήμης, την οποίαν οφείλει να ακολουθεί η Θεολογία.
Αλλά
και στη δημιουργία των έμψυχων όντων, η Πατερική Θεολογία ακολούθησε την αρχή
της μη δημιουργίας εξ αρχής των όντων με την τωρινή τους μορφή, αλλά αυτά προήλθαν από σπερματικές καταβολές που
έβαλε ο ίδιος ο Δημιουργός. Ο Μ. Βασίλειος, ακολουθώντας την αρχέγονη Επιστήμη
της εποχής του οικειοποιήθηκε τη λαθεμένη αντίληψη, ότι η Γη στο σύνολό της
είναι προικισμένη δυνάμει με ζωογονητικές ιδιότητες, οπότε έχουμε π.χ. γέννηση
βατράχων, όταν η βροχή πέσει στο χώμα κλπ. Βλέπουμε, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας
στα επιστημονικά γεγονότα ακολουθούσαν τη θέση της Επιστήμης –ας ήταν και
λανθασμένη-, κάτι που δυστυχώς δεν πράττουν σήμερα κάποιοι σύγχρονοι «πατέρες»,
αλλά όλα τα θέτουν υπό το πρίσμα της Θεολογίας. Πάντως κανείς σήμερα δεν
παραδέχεται την αυτογέννηση της ζωής, θεωρία που ίσχυσε μέχρι το 1862 και την
οποίαν ακολουθούσε μέχρι τότε και η Εκκλησία. Ασφαλώς και στη περίπτωση αυτή
δεν ισχύει το ανωτέρω ρητό, καθώς το θέμα του πως γεννήθηκε η ζωή είναι θέμα
της Επιστήμης, ενώ το ποιος δημιούργησε τη ζωή είναι θέμα της Θεολογίας.
Τελικά διαπιστώνεται, ότι δεν υπάρχει καμία αντίφαση
μεταξύ Ορθόδοξης Θεολογίας και Επιστήμης και ότι οι Πατέρες ακολούθησαν τις θέσεις της Επιστήμης της εποχής τους. Η
Εκκλησία σεβόμενη τις εκάστοτε επιστημονικές διαπιστώσεις, τις ακολούθησε και
προσάρμοσε τις δικές της θέσεις στα νέα δεδομένα (όπως π.χ. το γεωκεντρικό
Σύμπαν, η αυτογέννηση της ζωής, κ.ά.). Κάτι το οποίο δεν δέχτηκε, τουλάχιστον
μέχρι στιγμής, είναι να αποδεχθεί τις νέες θέσεις της Αστρονομίας σχετικά με
την ταχύτητα της περιστροφής της Γης περί τον Ήλιο, αλλά και της περιστροφής
της Σελήνης περί την Γη. Έτσι, παραδέχεται αυτό, που η προ Χριστού αρχέγονη
Επιστήμη θεωρούσε, δηλ. ότι η ταχύτητα περιστροφής της Γης περί τον Ήλιο είναι μικρότερη αυτής που πράγματι είναι
σήμερα και διαπιστώνεται με τα σύγχρονα αστρονομικά όργανα και ότι η Σελήνη
κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα, από ότι είχε υπολογισθεί, ότι εκινείτο στις
προ Χριστού μετρήσεις της αρχέγονης Αστρονομίας. Συνέπεια αυτών είναι η
Εκκλησία να δέχεται, ότι ο Ήλιος βρίσκεται στον ουράνιο ισημερινό και η
εκλειπτική του τέμνει αυτόν στο εαρινό σημείο 13 μέρες αργότερα, από ότι η
σύγχρονη Αστρονομία καταδεικνύει και ότι η πανσέληνος πραγματοποιείται 5 ημέρες
αργότερα από το κανονικό. Συνέπεια αυτών των εσφαλμένων παραδοχών της Εκκλησίας
είναι να καταστρατηγούνται οι
αποφάσεις της για την εορτή του Πάσχα, που ενώ σύμφωνα με τη σχετική απόφαση
της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου πρέπει το Πάσχα να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή,
μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, εορτάζεται σήμερα την πρώτη
Κυριακή μετά τη δεύτερη πανσέληνο της ισημερίας (π.χ. το 2002 και το 2005) ή τη
δεύτερη Κυριακή μετά τη πρώτη πανσέληνο (π.χ. το 2003 και το 2006), χωρίς οι
μετατοπίσεις αυτές να έχουν σχέση με τον εορτασμό του ιουδαϊκού Πάσχα, αλλά να
οφείλονται στις μη ακριβείς μετρήσεις των αρχαίων αστρονόμων. Αυτές οι
καταστρατηγήσεις της απόφασης της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου περί τον εορτασμό του
Πάσχα είναι απότοκες της μη προσαρμογής
και αποδοχής των επιτεύξεων και ανακαλύψεων της σύγχρονης Αστρονομίας από την
Εκκλησία.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΘΕΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
Η καταστρατήγηση της απόφασης της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου έχει και μια άλλη παράμετρο, ίσως σοβαρότερη.
Γνωρίζουμε, ότι ο θείος νόμος είναι
το θέλημα του Θεού, εφ’ όσον τούτο παρουσιάζεται σαν κανόνας και υπογραμμός και
προς τον οποίον καλούνται να συμμορφωθούν όλα τα δημιουργήματα, για να μην
αστοχήσουν του σκοπού τους. Επίσης γνωρίζουμε, ότι τα δημιουργήματα υπάγονται
σε δύο γενικές κατηγορίες:
α/ την άλογη και ανελεύθερη φύση και
β/ τον λογικό και ελεύθερο άνθρωπο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο θείος νόμος
διακρίνεται σε:
α/ φυσικό νόμο (που αφορά την άλογη
φύση) και
β/ ηθικό νόμο (που αφορά τον λογικό
άνθρωπο).
Όσον
αφορά τον φυσικό νόμο, το πώς π.χ. κανονίζεται
η περί τον Ήλιο και περί τον εαυτό της περιφορά της Γης, το πώς
διαγράφονται οι τροχιές των άστρων, το πότε επισυμβαίνουν οι παλίρροιες, οι
αμπώτιδες και οι εξατμίσεις των νερών, το πότε και πως λαμβάνει χώραν η
βλάστηση και η ωρίμανση των φυτών, το πώς ενεργείται η γέννηση και η ανάπτυξη
των ζώντων οργανισμών, το πώς επισυμβαίνουν η κυκλοφορία του αίματος και η
αναπνοή, όλα αυτά ακολουθούν ένα αναλλοίωτο πρόγραμμα, που έχει τεθεί από τον
ίδιο το Θεό και όλα τα φυσικά φαινόμενα οφείλουν να βαδίζουν αναγκαστικά
σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό (Σοφ. Σολομώντος 7. 15-21).
Βλέπουμε
λοιπόν, ότι ο φυσικός νόμος του Θεού είναι άκαμπτος και αμετάτρεπτος κατ’
ευθείαν βαίνοντας προς την εκπλήρωσή του, εδραζόμενος επί της βίας και της
ανάγκης, μη υποκείμενος σε καμία αλλοίωση από κανένα λογικό ον, όσο ευφυές και
αν είναι.
Τελικά
αιωρείται ένα εύλογο ερώτημα: Μπορεί ένας οιοσδήποτε λαϊκός ή κληρικός ή
μοναχός, επιστήμονας ή Επίσκοπος ή Πατριάρχης ή Σύνοδος, ακόμη και Οικουμενική
να μεταβάλει τον φυσικό νόμο του Θεού, το «Ημερολόγιο
του Θεού», ο Oποίος
έχει θεσπίσει πότε ανατέλλει ή δύει ο Ήλιος, έχει θεσπίσει πότε έχουμε
πανσέληνο ή όχι, έχει οριοθετήσει πότε ο Ήλιος συναντάει τον ουράνιο ισημερινό
και επομένως έχουμε ισημερία, δηλ. 12 ώρες φως και 12 ώρες σκότος; Δεν ισχύει
στην περίπτωση αυτή το αρχαίο ρητό: «πειθαρχείν
δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις»; Μήπως τα λάθη του Σωσιγένη και του Μέτωνα,
τους οποίους χρησιμοποιεί η Αλεξανδρινή Εκκλησία για να καθορίσει τον Πασχάλιο
Πίνακα έχουν δημιουργήσει καταστάσεις τέτοιες, που να καταστρατηγούν τελικά την
απόφαση των Πατέρων της Α΄ Οικ. Συνόδου περί του χρόνου εορτασμού του Πάσχα και
τον νόμο που ο Δημιουργός του Σύμπαντος κόσμου έθεσε και που ουδείς δύναται να
μεταβάλει;
Ειλικρινά πιστεύουμε, ότι είναι ύβρις
και ασέβεια να καθορίζουμε εμείς οι χοϊκοί, ότι το τάδε ή το δείνα ημερολόγιο
είναι πιο σωστό από το ημερολόγιο, που ο ίδιος ο Δημιουργός του Σύμπαντος Κόσμου
και Κύριος των Δυνάμεων έχει θεσπίσει.
ΠΡΟΤΑΣΗ
Το
ερώτημα είναι: υπάρχει λύση που να μπορεί να προταθεί, με την οποία να μην
παραβαίνεται η απόφαση της Συνόδου, ακολουθώντας τα σύγχρονα επιτεύγματα της
Αστρονομίας;
Όσο
και αν φαίνεται παράδοξο, η λύση είναι μία, η επιστροφή στο αρχαίον έθος. Ποια είναι η απόφαση της Συνόδου, για
την εορτή του Πάσχα; Να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή, μετά την πρώτη εαρινή
πανσέληνο και πάντα μετά το εβραϊκό Πάσχα. Με ποιο ημερολόγιο; Με το
ειδωλολατρικό Ιουλιανό, που είχε η Εκκλησία τους τελευταίους 20 αιώνες; Όχι,
γιατί έτσι καταστρατηγείται η απόφαση
της Συνόδου. Μπορεί να χρησιμοποιήσει το Ορθόδοξο διορθωμένο Ιουλιανό Ημερολόγιο, που είναι το ακριβέστερο που
υπάρχει και επινοήθηκε από Ορθόδοξους ερευνητές επιστήμονες και δεν ακολουθεί το παπικό Γρηγοριανό.
Σύμφωνα με το διορθωμένο Ιουλιανό Ημερολόγιο, θα πάψει να καταστρατηγείται η
απόφαση της Συνόδου, όπως καταδεικνύεται παρακάτω, για τα έτη που δεν
εφαρμόζεται η απόφαση της Συνόδου, όπως καταγράφεται στον προηγούμενο πίνακα:
ΕΤΗ
|
ΠΡΩΤΗ ΠΑΝΣ.
|
ΠΡΩΤΗ ΚΥΡ.
|
ΙΟΥΔ.
ΠΑΣΧΑ
|
ΟΡΘΟΔ
ΠΑΣΧΑ
|
ΛΑΘΟΣ
ΠΑΣΧΑ
|
ΑΠΟΦ.
ΣΥΝΟΔ
|
ΠΑΡΑ-
ΤΗΡ.
|
1992
|
17.4
|
19.4
|
18.4
|
19.4
|
26.4
|
Τήρηση
|
-
|
1993
|
6.4
|
11.4
|
7.4
|
11.4
|
18.4
|
«
|
-
|
1994
|
27.3
|
3.4
|
27.3
|
3.4
|
1.5
|
«
|
-
|
1996
|
5.4
|
7.4
|
5.4
|
7.4
|
14.4
|
«
|
-
|
1999
|
1.4
|
4.4
|
1.4
|
4.4
|
11.4
|
«
|
-
|
2000
|
20.4
|
23.4
|
20.4
|
23.4
|
30.4
|
«
|
-
|
2002
|
28.3
|
31.3
|
28.3
|
31.3
|
5.5
|
«
|
-
|
2003
|
16.4
|
20.4
|
17.4
|
20.4
|
27.4
|
«
|
-
|
2006
|
13.4
|
16.4
|
13.4
|
16.4
|
23.4
|
«
|
-
|
2009
|
9.4
|
12.4
|
9.4
|
12.4
|
19.4
|
«
|
-
|
Η Εκκλησία, λοιπόν, οφείλει κάθε
χρόνο να ερωτά την Επιστήμη και συγκεκριμένα την Αστρονομία, να της καθορίσει
πότε υπάρχει εαρινή ισημερία και πότε επισυμβαίνει η πρώτη εαρινή πανσέληνος με
τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, για το επόμενο έτος και σύμφωνα με αυτά τα
δεδομένα να καθορίζει την Κυριακή της εορτής του Πάσχα, πάντα μετά το εβραϊκό Πάσχα.
Η απόφαση της εορτής του Πάσχα θα κοινοποιείται από άμβωνος την ημέρα των
Θεοφανείων, όπως η παράδοση της Εκκλησίας είχε δεχτεί και εφάρμοζε τους πρώτους
αιώνες μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ
Σχετικά με την απόφαση εορτής του
Πάσχα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου έχουμε να κάνουμε τις ακόλουθες επισημάνσεις:
1/
Η απόφαση δεν αναφέρεται σε Όρο πίστεως, ούτε σε Κανόνα από τους 20 που εξέδωσε
η Σύνοδος: «Παυσαμένη τε της περί τα δογματικά συζητήσως, έδοξε τη Συνόδω και
την Πασχάλιον εορτήν…..» (Σωζομενού, Εκκλ. Ιστορία Α΄). (Ο Σωζομενός είναι
εκκλησιαστικός ιστορικός, 400-450, συνέγραψε εκκλησιαστική ιστορία, ειδικά της
περιόδου από την Α΄ Σύνοδο και μετά, η αξιοπιστία του είναι αναμφισβήτητη, το
δε έργο του, Εκκλησιαστική Ιστορία, από εννέα βιβλία ευρίσκεται στην Ελληνική
Πατρολογία). Επισημαίνεται, ότι στην απόφαση αυτή αναφέρεται, ότι η εορτή
εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία. Ουδαμού αναφέρεται η λέξη: Δύστρου κα΄ (21 Μαρτίου) στην απόφαση
των Πατέρων. Όλες οι καταγραφές αναφέρουν, ότι στην εποχή της Α΄ Συνόδου η
εαρινή ισημερία ήταν 21 Μαρτίου, αλλά χωρίς να υπάρχει τέτοιος όρος στην
απόφαση. Και φαίνεται λογικό το ότι οι Πατέρες δεν έθεσαν συγκεκριμένη
ημερομηνία για την ισημερία. Αν έθεταν, θα έθεταν την ημερομηνία της εαρινής ισημερίας
του μεγάλου γεγονότος της Αναστάσεως το 33, δηλ. την 23η Μαρτίου.
Αντίθετα διόρθωσαν την ανωτέρω
ημερομηνία κατά 2 ημέρες, επιπλέον δε, δεν
απαγόρευσαν μελλοντική διόρθωση. Οι μεταγενέστεροι Πατέρες φοβούμενοι
σύγχυση και σκανδαλισμό περισσότερο των «ασθενών τη πίστη αδελφών» δεν
προχώρησαν σε διόρθωση, παρά τις πάμπολλες προσπάθειες ανά τους αιώνες.
2/
Λεπτομερείς πληροφορίες για τη διεξαχθείσα συζήτηση δεν υπάρχουν, το μόνο
γνωστό ότι διεξήχθη με ηρεμία και ομοφωνία: «Περί του Πάσχα ομοφωνήσαντες»
(Σωκράτους Εκκλ. Ιστορία Ε΄). (Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός είναι εκκλησιαστικός
ιστορικός, 380-450, έγραψε αξιόλογη Εκκλησιαστική Ιστορία σε 7 βιβλία, από το
305-439. Το έργο του είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την Ιστορία της
Εκκλησίας του 4-5ου αιώνα, ευρίσκεται δε στην Ελληνική Πατρολογία).
Πληροφορίες για την απόφαση έχουμε από την εγκύκλια επιστολή της Συνόδου, που
κοινοποιήθηκε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και σε όλες τις λοιπές Εκκλησίες
με ειδικούς Συνοδικούς Έξαρχους, αλλά και από την επιστολή του βασιλέως
Κωνσταντίνου προς τους Επισκόπους και τους λαούς (Σωκράτους. Εκκλ. Ιστ. Ε΄).
Επίσης και ο Κύπρου Επιφάνιος το αναφέρει στο βιβλίο του: Περί αιρέσεων, 7).
3/
Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος στον Πασχάλιο Πρόλογό του, προσθέτει: «Η Οικουμενική
Σύνοδος ομοφώνως εψηφίσατο ότι η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ένθα ήσαν έμπειροι
περί τας γνώσεις ταύτης θα ήγγελε τη Ρωμαίων Εκκλησία ετησίως την ημέραν του
Πάσχα, ήτις θα ανεκοινούτο τούτο» (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης, ο
Μεδιολάνων Αμβρόσιος μας πληροφορεί, ότι η εν Νικαία Σύνοδος επί τη βάσει γνωμοδοτήσεως πολλών μαθηματικών
απεδέξατο τον Αλεξανδρινόν κύκλον των 19 ετών Μέτωνος, του Ηλίου (Αμβροσίου,
Επιστολή προς τους Επισκόπους Εμιλίας).
4/
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος άρχισε στις 19 Ιουνίου 325 και έληξε στις 25
Αυγούστου: «Εν υπατεία Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπροτάτων, έτους από Αλεξάνδρου χλς΄, εν μηνί Δεσίω ιθ΄ τη προ ιγ΄ καλανδών Ιουλίων
εν Νικαία τη Μητροπόλει Βιθυνίας» (Μήλια Σπ.
Πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων, Β’
πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου) έληξε δε «Εν μηνί Λώω, προ ζ΄ καλανδών Γορπιαίω». Άραγε, με ποια απόφαση,
ποιάς Οικουμενικής ή άλλης Τοπικής Συνόδου, τα ονόματα των μηνών του Μακεδονικού
ημερολογίου άλλαξαν με εκείνα του Λατινικού ημερολογίου, τα έτη από Αλεξάνδρου,
σε κτίσεως κόσμου και από το 1628 επί Πατριάρχου Κύριλλου Λούκαρι σε έτη από
Χριστού γεννήσεως, ενώ η Δύση το χρησιμοποιούσε ήδη από το 525;
5/
Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας κατ’ επιταγήν της Συνόδου, ανακοίνωνε την απόφαση περί
εορτασμού του Πάσχα από άμβωνος την ημέρα των Θεοφανείων. Στη Ρωμαϊκή Αφρική, η
Τοπική Σύνοδος, που συνερχόταν κάθε χρόνο τον Αύγουστο, ανακοίνωνε την ημέρα
εορτασμού (ΝΑ΄ κανόνας Συνόδου Καρθαγένης).
6/
Ενώ η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθετε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να αναγγέλλει
την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα στις Εκκλησίες της Ανατολής και την
Εκκλησία της Ρώμης για τις Εκκλησίες της Δύσης, η Τοπική Σύνοδος της Σαρδικής
του 347 ανέτρεψε την απόφαση αυτή.
Έτσι, η απόφαση της Συνόδου αυτής δεν ευρίσκεται στους 21 κανόνες που εξέδωσε,
αλλά σε μια από τις πέντε αποφάσεις της: α/ αποκηρύχθηκαν οι παρανόμως
τοποθετηθέντες Επίσκοποι Αλεξανδρείας, Αγκύρας και Γάζας, β/ καταδικάστηκαν οι
προβιβασμοί αρειανών Επισκόπων, γ/αποκαταστάθηκαν οι διωχθέντες από αρειανούς,
δ/ καθαιρέθηκαν οι εκβιαστές αρειανοί και ε/ ενέκρινε περί του Πάσχα: «όπως επί 50 έτη οι Επίσκοποι Ρώμης και
Αλεξανδρείας αγγέλωσιν απανταχού ως έθος την ημέραν της εορτής του Πάσχα»
(εόρτιος επιστολή Αλεξανδρείας Αθανασίου. Προοίμιον) ο μεν Ρώμης εις τας
Εκκλησίας της Δύσεως, ο δε Αλεξανδρείας εις τας της Ανατολής. Με την απόφαση
αυτή ανατρέπεται η προηγούμενη της
Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και εξ αυτού, αλλά και εκ του λόγου του διαφορετικού
υπολογισμού της εαρινής ισημερίας στις 18 Μαρτίου, αντί της 21ης.
7/
Στη Ρώμη, ο Επίσκοπος Ωστίας και μετέπειτα Ρώμης
Ιππόλυτος, μαθηματικός, είχε καθορίσει πολύ πριν από την Α΄ Σύνοδο Πασχάλιο
κανόνα, με ισημερία στις 18 Μαρτίου.
Η Ρώμη ουδέποτε αναγνώρισε τον αλεξανδρινό κανόνα, μέχρις ότου της επεβλήθη
τελικά από τον Καρλομάγνο! Η
ανυπακοή αυτή διήρκεσε επί 5 αιώνες με ένα ελάχιστο διάλυμα 17 ετών, καθότι ο
πάπας Λέων Α΄ το 444 ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και
αποδέχτηκε τον αλεξανδρινό κανόνα, αλλά αυτό μέχρι το 461, οπότε ο νέος πάπας
Ιλάριος και οι μετά αυτόν πάπες επανήλθαν στον κανόνα του Ιππόλυτου. Έκτοτε υπήρξαν προσπάθειες από τον Σεβίλλης
Ισίδωρο, τον Διονύσιο το Μικρό, ηγούμενο μονής της Ρώμης, τον άγγλο μοναχό Βέδα
το Σεβαστό (675-735) και τελικά τον Καρλομάγνο (742-814), ο οποίος και επέβαλε τον Αλεξανδρινό κανόνα στη Δύση
και έτσι επιτεύχθηκε ενότητα στην Εκκλησία στο θέμα αυτό μέχρι το 1582
(Δελικάνη Κ. Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος).
Το
ερώτημα παραμένει: Στις Οικουμενικές Συνόδους Α΄, Β΄, Γ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ (δηλ. σε
όλες πλην της Δ΄), οι Πατέρες Ανατολής και Δύσης παρακάθονταν και
συναποφάσιζαν, ενώ εόρταζαν τη μεγάλη εορτή του Πάσχα σε διαφορετικές
ημερομηνίες. Άραγε, το Άγιο Πνεύμα επευλογούσε
αυτή τη διαφοροποίηση; Πως οι Πατέρες δεν αλληλοκατηγορήθηκαν λόγω αυτής της
διαφοροποίησης και γιατί συμβαίνει σήμερα αυτό μεταξύ παλαιο- και νεο-
ημερολογητών και εκ του ζητήματος τούτου;
8/
Επισημαίνεται, ότι οι Πατέρες της Α΄ Συνόδου διόρθωσαν την ισημερία κατά 2 ημέρες, χωρίς να διατυπώσουν όρο μη μελλοντικής διόρθωσης. Τότε έγινε
χωρίς κραδασμούς (άραγε ήταν λίγοι οι «ασθενείς τη πίστη» ή η διόρθωση αφορούσε
λίγες ημέρες;). Οι επόμενοι Πατέρες δεν διόρθωσαν την απόφαση, όχι γιατί δεν
έπρεπε να διορθωθεί, αλλά γιατί φοβόντουσαν την αναταραχή των απλοϊκών πιστών
(«των ασθενών τη πίστη») και δεν πρόκειται να διορθωθεί ποτέ, όσο δυστυχώς
αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία οι «χρείαν
έχοντες γάλακτος», πράγμα που ο Απόστολος θεωρεί «βραδύτητα στην κατανόηση»
και «κατάντημα» (Εβρ. 5. 12).
9/
Η κανονικότητα της απόφασης κοινοποίησης από την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας της
εορτής του Πάσχα, αναφέρθηκε πολλάκις με παραπομπές άμεσες στη βιβλιογραφία
(π.χ. ΛΘ΄ Πασχάλιος επιστολή Μ. Αθανασίου), αλλά και έμμεσες (π.χ. ΝΑ΄ κανόνας
Καρθαγένης), ώστε να θεωρείται γεγονός άνευ πάσης αμφιβολίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου