ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΡΩΣΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΟΣΧΟΒΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (1250 - 1589)
Πηγή: Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου, "Ρωσική Ἐθνική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία" (τύποις ἀνέκδοτο).
Κατά τήν περίοδο ἀπό τῆς καταστροφῆς τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Τατάρους (1240), μέχρι τήν ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (1449), Μητροπολίτες Ρωσίας διετέλεσαν ὁ ἅγ. Κύριλλος Β’ (1242 – 1281), ὁ ἅγ. Μάξιμος (1283 – 1305), ὁ ἅγ. Πέτρος (1305 – 1326), ὁ ἅγ. Θεόγνωστος (1328 – 1353), ὁ ἅγ. Ἀλέξιος (1354 – 1378), ὁ Μιχαήλ Γ’ (1378 – 1379), ὁ Ποιμήν (1379 – 1381, 1382 – 1384), ὁ Διονύσιος Α’ (1384 – 1385), ὁ ἅγ. Κυπριανός (1390 – 1406), ὁ ἅγ. Φώτιος (1408 – 1431), ὁ Ἰσίδωρος (1437 – 1441) καί ὁ ἅγ. Ἰωνᾶς (1441 - 1449), πρῶτος Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.
Παρά τό γεγονός ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Ρωσίας ἔχει μετακινηθεῖ ἀπό τό κατεστραμένο Κίεβο, ἀρχικά στό Βλαδιμήρ καί τελικά στή Μόσχα, οἱ Προκαθήμενοι συνεχίζουν νά φέρουν τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου καί πάσης Ρωσίας. Κύριο χαρακτηριστικό τῆς περιόδου ἡ παρουσία ἁγίων μορφῶν στήν Ἱεραρχία.
Α. Μητροπολίτες Κιέβου καί πάσης Ρωσίας (1250 – 1449).
Μητροπολίτης Κύριλλος Β’ (1242 – 1281). Μέ τήν κατάληψη τοῦ Κιέβου ἀπό τούς Τατάρους (1240), ὁ Βυζαντινός Μητροπολίτης Ἰωσήφ ἐξαφανίσθηκε (σύμφωνα μέ μία πηγή διέφυγε στήν ΚΠολη τό 1237, ἀμέσως μετά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων). Χάρις στό ἐνδιαφέρον καί τήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Δανιήλ Ρωμανόβιτς, ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης ὁ Ρωσικῆς καταγωγῆς ἅγ. Κύριλλος Β’, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἐκλογή του πῆγε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας (τότε πολιτικό – θρησκευτική ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας) γιά νά χειροτονηθεῖ. Μετά τήν ἐπιστροφή του, τό 1249, λόγῳ τῶν φιλοδυτικῶν φρονημάτων τοῦ Ἡγεμόνα Δανιήλ, ἐγκαταστάθηκε στό Βλαδιμήρ – νέα πρωτεύουσα τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας – τό ὁποῖο ὑπαγόταν στή δικαιοδοσία τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι (+ 1263). Μάλιστα δέν χειροτόνησε διάδοχο τοῦ φονευθέντος ἀπό τούς Τατάρους Ἐπισκόπου Βλαδιμήρ Μητροφάνη, παρά μόνο τό 1274 τόν ἐπ. Σεραπίωνα.
Ὁ Μητροπ. Κύριλλος ἦταν ἰσχυρή προσωπικότητα. Συγκάλεσε Σύνοδο στό Βλαδιμήρ τό 1274, μέ τήν ὁποία ἐπιλήφθηκε πολλῶν σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ὅπως τῶν σιμωνιακῶν χειροτονιῶν, τῆς μέθης τῶν Κληρικῶν, κάποιων γαμικῶν ἐθίμων τοῦ Νόβγκοροντ, τῶν καταχρήσεων περί τό Βάπτισμα καί τῆς λειτουργικῆς εὐταξίας.
Ἐπί πρωθιεραρχίας του ὁ Τάταρος Χάν Μένγκου Τεμούρ ὑπέγραψε Διάταγμα μέ τό ὁποῖο ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀπαλλάχθηκε ἀπό κάθε φορολογική ὑποχρέωση πρός τούς κατακτητές. (Ἀργότερα, ἐπί πρωθιεραρχίας τοῦ ἁγ. Πέτρου, ὁ Χάν Οὐζμπέκ μέ ἄλλο Διάταγμα ἀποδέσμευσε τήν Ρωσική Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους Τους ἀπό τήν δικαστική δικαιοδοσία τοῦ Μογγόλου Χάν καί ἀνέδειξε τήν δικαστική ἐξουσία τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας).
Μητροπολίτης ἅγ. Μάξιμος (1283 – 1305). Ἦταν Βυζαντινῆς καταγωγῆς. Ἐπί τῆς πρωθιεραρχίας του μεταφέρθηκε ἡ Μητροπολιτική Ἕδρα στό Βλαδιμήρ, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξει ὁ τίτλος τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας. Ἡ μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας διατάραξε τήν ἰσορροπία μεταξύ τῶν διαφόρων Ἡγεμόνων, μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία τῆς Μητροπόλεως Γαλικίας, μέ πρῶτο Μητροπολίτη τόν Νήφωνα. Σάν διάδοχος τοῦ Νήφωνα στάλθηκε στήν Κπολη ὁ μοναχός Πέτρος, ὁ ὁποῖος ὅμως χειροτονήθηκε Μητροπολίτης ὁλόκληρης τῆς Ρωσίας ἀπό Πατριάρχη Κπόλεως Ἀθανάσιο, τήν στιγμή πού ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς (1304 – 1319), ὑποστήριξε τόν μοναχό Γερόντιο. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 6η Δεκεμβρίου.
Μητροπολίτης ἅγ. Πέτρος (1308 – 1326). Γεννήθηκε στή Βολυνία καί μόνασε σέ ἡλικία 20 ἐτῶν. Ἵδρυσε βόρεια τοῦ Λβώφ τήν Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἀνεδείχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ καί χειροτονήθηκε στήν Κπολη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθανάσιο Α’.
Ἡ Πρωθιεραρχεία του σημαδεύθηκε ἀπό τήν μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς ἕδρας ἀπό τό Κίεβο στή Μόσχα, χωρίς καί πάλι νά ἀλλάξει ὁ τίτλος τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας, γεγονός πού ἐνίσχυσε τήν θέση τῆς τους Ἡγεμονίας ἀπέναντι στίς ἄλλες. Ἐξόχως ὀξυδερκής, κατά τήν ἐμφύλια διαμάχη μεταξύ τῶν Ἡγεμόνων Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς τοῦ Τβέρ καί Γεωργίου Ντανίλοβιτς τῆς Μόσχας, ὑποστήριξε ἀνοικτά τόν δεύτερο, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρῶν Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό μία πολιτική ἕδρα καί ἕνα Ἡγεμόνα. Τελικά ὁ τίτλος τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα κατακτήθηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη Α’ Ντανίλοβιτς Καλιτά (1326), ἀπό τόν ὁποῖο ὁ Μητροπ. Πέτρος ζήτησε τήν ἀνέγερση τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου (Οὐσπένσκυ Σομπόρ), στόν ὁποῖο καί ἐνταφιάσθηκε.
Ἐπισκέφθηκε μέ ἐπιτυχία τόν Τάταρο Χάν Οὐζμπέκ στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς καί πέτυχε τήν ἔκδοση εὐνοϊκοῦ γιά τήν Ἐκκλησία διατάγματος. Τήν 8η Αὐγούστου 1314 βρῆκε τήν θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τόλγας. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1326. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Ἡ Κοίμησή του τιμᾶται τήν 21η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 24η Αὐγούστου. Τιμᾶται ἀκόμη καί κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας, τήν 5η Ὀκτωβρίου.
Μητροπολίτης ἅγ. Θεόγνωστος (1328 – 1353). Ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Γιά νά ἐνισχύσει τήν πολιτική σταθερότητα στή Ρωσία, μετέφερε ὁριστικά τήν Μητροπολιτική ἕδρα στή Μόσχα καί ὑποστήριξε τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Α’ Ντανίλοβιτς Καλίτα (1328 – 1341). Γιά τόν λόγο αὐτό ἀντιμετώπισε τήν προσφυγή τοῦ διαδόχου τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ τοῦ Τβέρ Ἡγεμόνα Ἀλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τήν κατηγορία τῆς μονομεροῦς ὑποστηρίξεως τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας, σέ βάρος τῶν λοιπῶν Ἡγεμόνων, γεγονός πού ἀνάγκασε τόν Πατριάρχη Κπόλεως ἅγ. Κάλλιστο νά στείλει σχετική ἐπιστολή.
Τίμησε ἰδιαιτέρως τόν προκάτοχό του Μητροπολίτη ἅγ. Πέτρο, προσθέτοντας Παρεκκλήσιο στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου, ὅπου κατέθεσε τό Λείψανό του (καί ἀργότερα ἐνταφιάσθηκε καί ὁ ἴδιος) καί ἐπιτυγχάνοντας τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητός ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κπόλεως (1339). Ἔκτισε ἀκόμη καί τόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος μέσα στό Κρεμλίνο (1329) καί τό ὑψηλότατο κωδωνοστάσιό του (σήμερα Κωδωνοστάσιο Μεγάλος Ἰβάν, 1505). Τό 1344 κάλεσε Ἕλληνες ἁγιογράφους γιά τήν ἱστόριση τοῦ Κάθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμ. Θεοτόκου. Προετοιμάζοντας τήν διαδοχή του ἀνέδειξε σέ Ἐπίσκοπο Βλαδιμήρ τόν διάδοχό του Μητροπ. ἅγ. Ἀλέξιο. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 14η Μαρτίου. Τά Λείψανά του φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Μητροπολίτης ἅγ. Ἀλέξιος (1354 – 1378). Κατά κόσμον Ἐλευθέριος Μπιάνκοτ, γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1293 καί 1298, ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς καταγόμενους ἀπό τήν νότια Ρωσία, πού εἶχαν ἔρθει στή Μόσχα γιά νά ὑπηρετήσουν ὑπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα. Ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας καί ὑπῆρξε ἀναδεκτός τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα Ἰωάννη Α’ Καλιτά (1328 – 1341). Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἔγινε μοναχός στή Μονή τῶν Θεοφανείων, στή Μόσχα, ὅπου ὑπῆρξε συμμοναστής τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ ὁσ. Στεφάνου καί μαθητής τοῦ Στάρετς Γεροντίου. Λόγῳ τῶν προσόντων του ἔτυχε τῆς προσοχῆς τοῦ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Θεογνώστου (1328 – 1353), ὁ ὁποῖος τό 1340 τόν διόρισε ἀντιπρόσωπό του στό Βλαδιμήρ (μέ δικαστικές ἁρμοδιότητες). Τό 1352 χειροτονήθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Θεόγνωστο Ἐπίσκοπος Βλαδιμήρ καί προτάθηκε στό Πατριαρχεῖο γιά τήν θέση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας. Ἐνῶ πήγαινε στήν Κπολη, βρῆκε ἐκεῖ τόν Ρωμανό πού εἶχε ὑποδειχθεῖ γιά Μητροπ. Ρωσίας ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Ὄλγκερντ (1341 – 1380). Τελικά ἀναδείχθηκε Μητροπ. Ρωσίας τό 1354 ἀπό τόν Πατριάρχη Κπόλεως ἅγ. Φιλόθεο τόν Κόκκινο, ὑποστηριζόμενος ἀπό τούς Παλαμιστές, ἐνῶ ὁ Ρωμανός χειροτονήθηκε Μητροπ. Λιθουανίας. Ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του ἐγκαταστάθηκε στή Μόσχα.
Μετά τήν ἐπικράτηση στήν Κπολη τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου καί τήν ἔκπτωση τοῦ Πατριάρχη ἁγ. Φιλόθεου, ἡ ἐκλογή τοῦ ’Αλεξίου ἀμφισβητήθηκε καί ἔτσι ὑποχρεώθηκε νά ταξιδέψει καί πάλι στή Βασιλεύουσα (1356), ὅπου ἡ θέση του ἀναγνωρίστηκε ἀπό τόν νέο Πατριάρχη ἅγ. Κάλλιστο.
Πίσω στή Ρωσία ὁ Μητροπ. Ρωμανός, μή δεχόμενος τήν κατάσταση, ἐγκαταστάθηκε αὐθαίρετα στό Κίεβο καί ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τόν θάνατό του (1361). Τελικά τό 1364 ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος κατά τήν νέα πατριαρχεία του, ἑνοποίησε τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση στή Ρωσία ὑπό τόν Μητροπ. Ἀλέξιο, μέ ἕδρα τήν Μόσχα.
Τό 1353 ἀπεβίωσε κατά τήν διάρκεια λοιμοῦ ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Συμεών ὁ Ὑπερήφανος (1341 – 1353) καί τόν διαδέχθηκε ὁ ἄβουλος ἀδελφός του Ἰωάννης Β’ ὁ Ἀγαθός (1353 – 1358). Κατά τήν ἡγεμονεία του ὁ πολιτικός ρόλος τοῦ Μητροπ. Ἀλεξίου ἐνισχύθηκε καί μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰωάννη ἀνέλαβε καθήκοντα ἀντιβασιλέως καί ἐπιτρόπου τοῦ ἀνηλίκου διαδόχου Δημητρίου Ἰβάνοβιτς Ντόνσκοϊ.
Ἡ Πρωθιεραρχική διακονία τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου (παρά τήν ὕπαρξη δύο διεκδικητῶν τοῦ Θρόνου του, τῶν Μητροπολιτῶν Λιθουανίας Ρωμανοῦ καί Κιέβου Κυπριανοῦ), ὑπῆρξε εὐεργετική γιά τήν Ρωσία. Ἐπισκέφθηκε δύο φορές τόν Τάταρο ἐπικυρίαρχο τῆς Ρωσίας Χάν Τσανιμπέκ (+ 1357) στό στρατόπεδο τῆς Χρυςῆς Ὀρδῆς καί πέτυχε τήν ἔκδοση εὐνοϊκῶν γιά τήν Ρωσία διαταγμάτων (σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις αὐτές, θεράπευσε θαυματουργικά τήν σύζυγο τοῦ Χάν Ταϊντουλα ἀπό τύφλωση). Στόν πνευματικό τομέα διατήρησε στενές σχέσεις μέ τόν ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ (τόν ὁποῖο πίεσε νά τόν διαδεχθεῖ, ἀλλά ὁ Ὅσιος δέν δέχτηκε) καί στήριξε τόν Μοναχισμό καί τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἵδρυσε ἕξη μονές, τρεῖς στή Μόσχα καί τρεῖς στήν περιφέρεια. Στή Μόσχα τίς Μονές τοῦ Σωτῆρος (ὅπου ἡγουμένευσε ὁ μαθητής τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ ὅσ. Ἀνδρόνικος), τήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ (γυναικεία) καί ἐκείνη τοῦ ἐν Χώναις Θαύματος τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Μόσχα, τό 1378, καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή τοῦ Θαύματος. Τό 1431 - ἐπί Μητροπο. Ρωσίας ἁγ. Φωτίου (1408 – 1431) - τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1448, ἐπί Πρωθιεραρχίας τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἰωνᾶ (1448 – 1461). Ὁ πρῶτος Βίος του συντάχθηκε τό 1459 ἀπό τόν ἅγ. Πιτιρίμ Ἐπίσκοπο Πέρμ.
Τό Λείψανό του εἶναι σήμερα κατατεθημένο στόν Πατριαρχικό Ναό τῶν Ἐπιφανείων, στή Μόσχα. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου καί τήν 5η Ὀκτωβρίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας.
Μητροπολίτης Μιχαήλ Β’ (1378 – 1379). Ἦταν Ρωσικῆς καταγωγῆς καί ὑποστηρίχθηκε ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα ἅγ. Δημήτριο Ντόνσκοϊ. Ἀνῆκε στόν ἔγγαμο Κλῆρο καί ἦταν σφραγιδοφύλακας τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα καί ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἀλεξίου. Στάλθηκε στήν Κπολη γιά νά χειροτονηθεῖ Μητροπ. Ρωσίας, συνοδευόμενος ἀπό τόν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Γκορίτσκυ τοῦ Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ Ποιμένα (ἔπειτα Μητροπολίτη, 1379 – 1381, 1382 – 1384), ἀλλά ἀπεβίωσε ἐνῶ ἦταν στή Βασιλεύουσα καί ἐνταφιάστηκε στό Γαλατά. Στήν ΚΠολη ὅμως εἶχε πάει γιά τόν ἴδιο σκοπό καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σούζνταλ Διονύσιος, ἀλλά τελικά Μητροπολίτης Ρωσίας ἀναδείχθηκε ὁ Ἡγούμενος Ποιμήν.
Μητροπολίτης Ποιμένας (1379 – 1381, 1382 – 1384). Ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γκορίτσκυ τοῦ Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ, ὅταν ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσκοϊ τοῦ ἀνέθεσε νά συνοδεύσει στήν Κπολη τόν ὑποψήφιό του γιά τόν Μητροπολιτικό Θρόνο Ἱερέα Μιχαήλ (1378 – 1379). Μετά τήν χειροτονία καί τόν θάνατο τοῦ Μιχαήλ, ὁ Ποιμήν παγίδευσε τόν Πατριάρχη Νεῖλο Κεραμέα καί πέτυχε νά χειροτονηθεῖ ὁ ἴδιος Μητροπ. Ρωσίας, χωρίς τήν γνώμη τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα, μέ τρόπο σιμωνιακό. Ὅταν ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Δημήτριος ἔμαθε γιά τήν χειροτονία του ἐξεμάνη καί ἀπό ἀντίδραση δέχθηκε τό 1381 στό Μητροπολιτικό Θρόνο τόν Μητροπ. Κιέβου Κυπριανό Τσάμπλακ. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἔστειλε στό Κίεβο γιά νά συνοδεύσει τόν Κυπριανό, τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Σιμώνωφ Θεόδωρο καί ὁ Μητροπ. Κυπριανός ἔφθασε στή Μόσχα τόν Μάϊο τοῦ ἰδίου ἔτους.
Ὅταν ὁ Ποιμένας ἔφτασε στή Ρωσία, συνελήφθη μέ διαταγή τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα καί ἐκτοπίστηκε στό Chukholm τῆς Κοστρόμας. Μόλις ὁ Πατριάρχης Νεῖλος πληροφορήθηκε τό γεγονός, ἀφόρισε τόν Μεγ. Ἡγεμόνα καί ὁ Δημήτριος ὑποχρεώθηκε νά ἐκθρονίσει τόν Μητροπ. Κυπριανό (Ὀκτώβριος 1382) - ὁ ὁποῖος ἀποσύρθηκε στό Κίεβο - καί νά δεχθεῖ τόν Μητροπ. Ποιμένα. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1384 ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Δημήτριος ἔστειλε τόν Μητροπ. Ποιμένα στήν Κπολη γιά νά διευκρινισθοῦν οἱ συνθῆκες ἐκλογῆς του, καθώς καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σούζνταλ Διονύσιο, γιά νά ὑποστηρίξει τήν καθαιρεσή του. Τότε ὁ Πατριάρχης Νεῖλος ἀποφάσισε τήν ἀποστολή στή Ρωσία δύο Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου γιά τήν διεξαγωγή ἀνακρίσεων καί ἀνέδειξε τόν Ἀρχιεπ. Διονύσιο Μητροπ. Ρωσίας.
Ὁ Μητροπ. Ποιμένας καθαιρέθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο μέ τήν κατηγορία τους σιμωνίας τόν χειμῶνα τοῦ 1385 καί ὁ Μητροπ. Διονύσιος συνελήφθη στό Κίεβο, κατά τήν ἐπιστροφή του στή Ρωσία, μέ διαταγή τοῦ Μητροπ. Κυπριανοῦ καί ἀπεβίωσε κρατούμενος, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1385.
Τόν Μάϊο τοῦ 1385 ὁ Μητροπ. Ποιμένας πῆγε στήν ΚΠολη γιά νά ὑποστηρίξει τήν ὑπόθεσή του, ἀλλά ἀμέσως τόν ἀκολούθησε ὁ Μητροπ. Κυπριανός. Τελικά τό Πατριαρχεῖο συγκάλεσε Σύνοδο γιά τήν ἐπίλυση τοῦ ζητήματος, τίς ὁποίας οἱ ἐργασίες κράτησαν γιά τρία περίπου χρόνια, λόγῳ τῆς ἀρνήσεως τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Δημητρίου νά δεχθεῖ Ἕλληνα Μητροπολίτη καί τῆς ἐπιμονῆς του στήν ὑποψηφιότητα τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Σιμώνωφ Θεοδώρου. Ὁ Μητροπ. Ποιμένας ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1388, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί ἔτσι ὑποχρεώθηκε νά ἐπιστρέψει ὁριστικά στήν ΚΠολη τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1389, ὅπου καί ἀπεβίωσε ἐγκατεστημένος στήν Χαλκηδώνα, τήν 11. 9. 1389 καί ἐνταφιάσθηκε στό Ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Πίσω στή Ρωσία ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Δημήτριος εἶχε ἀποβιώσει τόν Μάϊο τοῦ ἰδίου ἔτους καί ὁ γιός καί διάδοχός του Βασίλειος Α’ δέχθηκε στόν Μητροπολιτικό Θρόνο τόν Μητροπ. Ποιμένα.
Μητροπολίτης Διονύσιος Α’ (1384 – 1385). Πέρασε τά νεανικά του χρόνια ἀγωνιζόμενος μέσα σέ ἕνα σπήλαιο πού ἔσκαψε ὁ ἴδιος στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, ὄχι μακριά ἀπό τό Νίζνι Νόβγκοροντ. Ἀργότερα ὁ Διονύσιος ἵδρυσε ἐκεῖ τήν Μονή τῶν Σπηλαίων καί τό 1364 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σούζνταλ. Τό 1378, μετά τήν κοίμηση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Ἀλεξίου, προτάθηκε γιά τόν Μητροπολιτικό Θρόνο ἀπό τόν ὅσ. Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ἀλλά ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσοϊ εἶχε τόν δικό του ὑποψήφιο, τόν Ἱερέα Μιχαήλ.
Μεταξύ τοῦ Διονυσίου καί τοῦ Μιχαήλ ὑπῆρχε μία οὐσιαστική διαφορά: Ὁ Διονύσιος ἐπιθυμοῦσε τήν συνέχιση τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κπόλεως, ἐνῶ ὁ Μιχαήλ πίστευε στήν ἀνάγκη χειραφετήσεώς τους. Γιά νά προλάβει τίς ἐξελίξεις ὁ Διονύσιος πῆγε στήν Κπολη τό 1379, ἀλλά ὁ Μιχαήλ εἶχε ἤδη πεθάνει καί Μητροπ. Ρωσίας εἶχε χειροτονηθεῖ ὁ συνοδός του Ἡγούμενος Ποιμήν. Τό 1383 ὁ Διονύσιος ἐπέστρεψε ἀπό τήν Κπολη καί πέτυχε νά στρέψει τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Δημήτριο κατά τοῦ Μητροπ. Ποιμένος.
Τό 1384 ὁ Διονύσιος στάλθηκε ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα στήν Κπολη, γιά νά πετύχει τήν καθαίρεση τοῦ Μητροπ. Ποιμένος καί ὁ Πατριάρχης Νεῖλος ὀνόμασε τόν Διονύσιο Μητροπ. Ρωσίας καί ἀποφάσισε τήν ἀποστολή στή Ρωσία δύο Μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου γιά τήν διεξαγωγή ἀνακρίσεων. Κατά τήν ἐπιστροφή του στή Ρωσία ὁ Μητροπ. Διονύσιος σταμάτησε στό Κίεβο, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Ἡγεμόνα Βλαδιμήρου Ὀλγκέρντοβιτς, ἀλλά συνελήφθη μέ διαταγή τοῦ Μητροπ. Κυπριανοῦ καί ἀπεβίωσε κρατούμενος, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1385.
Μητροπολίτης ἅγ. Κυπριανός (Τσάμπλακ, 1390 – 1406). Ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, καταγόμενος ἀπό τό Τύρνοβο, Κληρικός τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κπόλεως. Ἐξαιρετικά καλλιεργημένος ἀναδείχθηκε γόνιμος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας.
Γιά πρώτη φορά ἐπισκέφθηκε τήν Ρωσία τό 1373 ἤ 1374, σάν Ἀποκρισάριος τοῦ Πατριαρχείου, μετά ἀπό αἴτημα τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Ὄλεγκ γιά ἵδρυση ἀνεξάρτητης Μητροπόλεως. Τό 1376 ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος δέχθηκε τό αἴτημα καί χειροτόνησε τόν Κυπριανό Μητροπ. Λιθουανίας, ἐνῶ στή Μόσχα ἀρχιεράτευε ὁ ἅγ. Ἀλέξιος. Ἀκόμη καί μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου, ὁ Κυπριανός δέν ἔγινε δεκτός στή Μόσχα, διότι ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσκοϊ βρισκόταν σέ ἀντίθεση μέ τήν Λιθουανία καί γιά τόν λόγο αὐτό ὑποστήριξε τούς Μητροπολίτες Μιχαήλ Γ’ καί Ποιμένα. Ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση στή Ρωσία ἑνοποιήθηκε καί ὁμαλοποιήθηκε μετά τόν θάνατο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Δημητρίου καί τοῦ Μητροπολίτη Ποιμένα, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ Μητροπολίτου Κυπριανοῦ, τό 1390.
Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα ἐπέδρασε στίς σχέσεις Ρωσίας καί Λιθουανίας, ὥστε ὄχι μόνο δέν ἔγινε πόλεμος μεταξύ τους, ἀλλά οὔτε κἄν διπλωματική ρήξη.
Ὁ Μητροπ. Κυπριανός ἐπελήφθη τοῦ σοβαροῦ θέματος τῆς Λευιτουργικῆς μεταρρυθμίσεως – προσαρμογῆς τῶν Ρωσικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων πρός ἐκεῖνα τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας καί ἔκανε σημαντικά βήματα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή. Σ’ αὐτά περιλαμβάνονται μία νέα σλαβονική μετάφραση τοῦ Πηδαλίου, ἡ μετάφραση ἀπό τόν ἴδιο λειτουργικῶν κειμένων καί τοῦ Εὐχολόγιου, ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου πού ἴσχυε μέχρι τότε (ἀπό τίς ἡμέρες τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου τοῦ Κιέβου), μέ τό Τυπικό τῆς Μονῆς ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων καί ἡ προσπάθεια μεταφορᾶς στή Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Λειτουργικῆς Θεολογίας τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως ἁγ. Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου (1354 – 1355, 1364 – 1376), ἐνῶ μᾶλλον ἐπί τῶν ἡμερῶν του καθιερώθηκε καί στή Ρωσία ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἀκόμη κατέβαλε προσπάθεια νά περιορίσει τήν μοναστηριακή πλεονεξία – τάση συγκεντρώσεως περιουσίας, μέ πρόσχημα τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1406. Τό Λείψανό του φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Σεπτεμβρίου.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
Ι. Mansvetov, “Mitrop. Kiprian v ego Liturgiceskoi de jatelnosti”, 1882.
Τοῦ ἰδίου, «O Irudah Mitropolita Kipriana po casti bogoslyzenije”. Pribavlenija Izdanija Tvorenii Sviatych Otcov, 1882, τόμος 2ος, σελ.152 - 205 καί 413 – 495 καί τόμος 3ος, σελ. 71 - 175.
N. Glubokovskij, “Sv. Kiprian Mitropolit Moskovskij”. Pravoslavnaja Bogoslavskaja Enciklopedia, X.
Ἀντωνίου – Αἰμιλίου Ταχιάου, «Ὁ Μητροπ. Ρωσίας Κυπριανός Τσάμπλακ», 1961.
Τοῦ ἰδίου, «Ἐπιδράσεις τοῦ Ἡσυχασμοῦ εἰς τήν Ἐκκλησιαστικήν Πολιτικήν ἐν Ρωσίᾳ, 1328 - 1406», 1962.
Πρωτ. Νικ. Χ. Ἰωαννίδη, «Λειτουργική ἀνανέωση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας». Πρακτικά Β’ Πανελλ. Λειτουργικοῦ Συμποσίου 2000, σελ. 307 – 326.
Μητροπολίτης ἅγ. Φώτιος (1408 – 1431). Ἦταν Ἕλληνας, Πελοποννησιακῆς καταγωγῆς. Τό 1407 ἀναδείχθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μητροπ. Κιέβου καί Βλαδιμήρ καί τό 1408 Μητροπ. Μόσχας. Βρῆκε τήν Μητροπολιτική του περιφέρεια νά μαστίζεται ἀπό ταραχές, πεῖνα καί ἀσθένειες, τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση σέ κατάρρευση καί τό ἐκκλησιαστικό ταμεῖο ἀδειο. Κατέλειπε μνήμη ἀγαθοῦ καί ἐλεήμονα Ἱεράρχη, προστάτη τῶν πτωχῶν καί τῶν ἐνδεῶν. Ἐκτός ἄλλων ἵδρυσε ἕνα ἐρημητήριο στή Λίμνη Σένγκο κοντά στό Βλαδιμήρ, ὅπου κατέγευγε γιά περισυλλογή καί προσευχή. Τό 1430 καί ἐνῶ ἦταν στό Βλαδιμήρ, οἱ Τατάροι κατέλαβαν τήν πόλη, ἀλλά αὐτός πέτυχε νά διαφύγει στό ἐρημητήριο τῆς λίμνης, ὅπου παρέμεινε τρεῖς μῆνες. Κατά τήν ἐπιστροφή του στή Μόσχα ἕνας Ἄγγελος τόν πληροφόρησε γιά τήν ἐπικείμενη ἀναχώρησή του, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε 7 ἡμέρες ἀργότερα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1431 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν. Κατά τήν ἀνακομιδή του τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Μαϊου, τήν 2α Ἰουλίου καί τήν 27η Αὐγούστου.
Ὁ Μητροπ. Φώτιος ἀγωνίστηκε γιά τήν διατήρηση τῆς διοικητικῆς ἑνότητας, ἀλλά καί τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κπόλεως, ἡ ἐξάρτηση - ὅμως - χάθηκε κατά τούς ἀμέσους διαδόχους του, Μητροπολίτες Ἰσίδωρο καί Ἰωνᾶ. Στό ἐξῆς οἱ Προκαθήμενοι τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, Μητροπολίτες καί Πατριάρχες, θά εἶναι – πλήν ἑνός - Ρωσικῆς καταγωγῆς καί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία αὐτοκέφαλη καί ἀνεξάρτητη ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κπόλεως.
Μητροπολίτης Ἰσίδωρος (1385 – 1463). Ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, καταγόμενος ἀπό τήν Πελοπόννησο. Μέ ἐξαιρετική θεολογική καί φιλοσοφική κατάρτηση, ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν Οὐμανιστῶν Βησσαρίωνος Μητροπ. Νικαίας καί Γεωργίου Γεμιστοῦ Πλήθωνος, ἔτσι τά κριτήριά του δέν ἦσαν αὐστηρῶς ἐκκλησιαστικά. Τό 1433 τοῦ ἀνατέθηκε ἀπό τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα ἡ προπαρασκευή Ἑνωτικῆς Συνόδου καί τό 1434 τόν ἐκπροσώπησε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Βασιλεία, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κιέβου καί στάλθηκε στή Ρωσία, ἐνῶ εἶχε ἤδη ἐκλεγεῖ Μητροπ. Ρωσίας ὁ Ἐπίσκοπος Ριαζάν Ἰωνᾶς, ἀπό Σύνοδο τήν ὁποία συγκάλεσε ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Γ’.
Ὁ Μητροπ. Ἰσίδωρος συμμετεῖχε στή Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1339) καί ὑπέγραψε τόν Τόμο τῆς Ἑνώσεως, τόν ὁποῖο ὑποστήριξε μέ μεγάλο ζῆλο, σέ ἀντίθεση μέ τούς συνοδούς του Ἐπίσκοπο Ἀβράμιο τοῦ Σούζνταλ, Πρεσβύτερο Συμεών καί τούς Βογιάρους Θωμᾶ καί Συμεών, οἱ ὁποῖοι συντάχθηκαν μέ τήν ἀνθενωτική πλευρά καί τόν ἅγ. Μάρκο τόν Εὐγενικό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Ἰσίδωρος ὑπέγραψε τόν Τόμο τῆς Ἑνώσεως ὡς «στέργων καί συναινῶν», κατά δέ τόν Πρεσβύτερο Συμεών «ὁ Πάπας οὐδένα Μητροπολίτην ἀγαποῦσε τόσο ὅσο τόν Ἰσίδωρο». Μετά τήν Σύνοδο ὁ Ἰσίδωρος ὀνομάσθηκε Παπικός Λεγάτος (Ἀποστολικός Ἐπίτροπος) Λιθουανίας, Λετονίας, Πολωνίας καί Ρωσίας.
Ὁ Ἰσίδωρος ἔφυγε ἀπό τήν Φλωρεντία τήν 6η Σεπτεμβρίου 1439 καί ἔφθασε στή Μόσχα τήν 13η Μαρτίου 1441, μέσῳ ΚΠόλεως, Οὐγγαρίας, Πολωνίας καί Λιθουανίας (μέ σκοπό τήν προώθηση τῆς ἑνώσεως). Μετά τήν ἑνωτική Λειτουργία τῆς 5ης Ἰουλίου 1439, κατά τήν ὁποία μνημονεύθηκε ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’, ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Β’ συγκάλεσε Σύνοδο μέ τήν ὁποία καταδικάσθηκε ὁ Ἰσίδωρος καί φυλακίστηκε στή Μονή τοῦ Τσουντώφ, ὁ δέ Ἰωνᾶς ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης. Τήν 15η Σεπτεμβρίου 1441 ὁ Ἰσίδωρος κατάφερε νά δραπετεύσει, ἀλλά συνελήφθη στό Τβέρ καί φυλακίσθηκε. Δραπέτευσε καί πάλι τήν 4η Μαρτίου 1442 καί πέτυχε νά καταφύγει στή Δύση. Ἐπιστρέφοντας στήν Κπολη συμμετεῖχε στήν ἄμυνά τους, πληγώθηκε, ἀλλά κατάφερε νά διαφύγει στή Ρώμη, ὅπου περιέγραψε τήν καταστροφή τῆς Πόλεως ἀπό τούς Τούρκους στή Θλιβερή Ἐπιστολή του (Epistula Lugubris) καί τιμήθηκε ἀπό τόν Πάπα Πίο Β’ μέ τόν ψηλό τίτλο τοῦ Πατριάρχη Κπόλεως. Ἀπεβίωσε στή Ρώμη τό 1464 καί ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική τοῦ ἁγ. Πέτρου.
Στό πρόσωπο τοῦ Μητροπ. Ἰσιδώρου ἡ αὐθεντία τοῦ Πατριαρχείου Κπόλεως στά μάτια τῶν Ρώσων κατέρρευσε καί τό αὐτοκέφαλο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἔγινε γεγονός.
Β. Μητροπολίτες Μόσχας καί πάσης Ρωσίας (1449 - 1589).
Κύριο χαρακτηριστικό τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι ἡ ἐμφάνισις τῆς θεωρίας τῆς Τρίτης Ρώμης, τά μοναχικά ρεύματα τῶν Κατόχων καί τῶν Ἀκτημόνων, ἡ μεγάλη ἀνάπτυξις τοῦ Μοναχισμοῦ καί ἡ παρουσία στήν Ἱεραρχία Ἁγίων μορφῶν.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
R. Ridolfi, "Vita di Girolamo", 1939.
Γρηγ. Παπαμιχαήλ, "Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ πρῶτος Φωτιστής τῶν Ρώσων", 1951.
Nina Sinicena, “Μάξιμος ὁ Γραικός καί ἡ Ρωσία», 1977.
Μητροπολίτης Ἀθανάσιος (1564 – 1566). Ἦταν γόνιμος συγγραφέας (ἐκτός ἄλλων ἔγραψε τόν Βίο τοῦ ἁγ. Δανιήλ τοῦ Περεγιασλάβλ) καί εἰκονογράφος. Κατά τήν δεκαετία 1530 – 1540 ἦταν Ἱερεύς στό Περεγιασλάβλ Ζαλέσκυ. Τό 1549 διορίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό Προϊστάμενος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί ἐπιλέχθηκε γιά ἐξομολόγος του. Τό 1552 συνόδευσε τόν Τσάρο στό Καζάν καί θεμελίωσε ἐκεῖ τόν Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Συμμετεῖχε στίς Συνόδους τοῦ 1553 καί τοῦ 1554. Τό 1562 μετατέθηκε στή Μονή Τσουντώφ. Τό 1564 διαδέχθηκε τόν ἅγ. Μακάριο στόν Μητροπολιτικό Θρόνο τῆς Μόσχας. Παραιτήθηκε τό τό 1566, ἐπίσημα λόγῳ ἀσθενείας, στήν πραγματικότητα ὅμως λόγῳ διαφωνίας του μέ τήν παρανοϊκή προσωπικότητα τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’. Ἐφησύχασε στή Μονή Τσουντώφ μέχρι τόν θάνατό του, τό 1570.
Μητροπολίτης ἅγ. Ἰωνᾶς (1448 – 1461). Ρωσικῆς καταγωγῆς, ἦταν Ἐπίσκοπος Ριαζάν ὅταν ἐξελέγη Μητροπ. Ρωσίας ἀπό Σύνοδο πού συγκάλεσε ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος Γ’, ἀλλά χάριν τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν σχέσεων μέ τό Πατριαρχεῖο, ἀποδέχθηκε τήν ἐκλογή τοῦ Ἰσιδώρου, τόν ὁποῖο συνάντησε ἤδη Μητροπολίτη Ρωσίας, ὅταν πῆγε στήν Κπολη γιά νά λάβει τήν Πατριαρχική εὐλογία. Μετά τήν ἔκπτωση τοῦ Ἰσιδώρου, τό 1449 Σύνοδος στή Μόσχα ἀποφάσισε ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας νά ἐκλέγεται ἀπό τούς Ρώσους Ἐπισκόπους, ὁ τίτλος του τροποποιήθηκε ἀπό «Μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Ρωσίας» σέ «Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας» καί Μητροπολίτης ἀναδείχθηκε ὁ ἅγ. Ἰωνᾶς.
Ὁ ἅγ. Ἰωνᾶς προσπάθησε – χωρίς ὅμως ἐπιτυχία - νά ἀποκαταστήσει τήν δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν ἐκτός Ρωσίας Ἐπισκοπῶν, τῶν ἐντός τοῦ Πολωνο-Λιθουανικοῦ Βασιλείου. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1461, ἀφοῦ ὑπέδειξε γιά διάδοχό του τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ροστώφ Θεοδόσιο. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1547 ἀπό τόν Μητροπολίτη ἅγ. Μακάριο, ὁ ὁποῖος καί ἀνέθεσε τήν συγγραφή τοῦ βίου του. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τετράκις τοῦ ἔτους (31η Μαρτίου, 27η Μαϊου, 27η Αὐγούστου καί 16η Σεπτεμβρίου).
Μητροπολίτης Θεοδόσιος (1461 – 1464). Ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Τσουντώφ καί τό 1454 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ροστώφ. Τό 1461 διαδέχθηκε τόν Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Ἰωνᾶ, μετά ἀπό ὑπόδειξή του. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του διατρανώθηκε ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κπόλεως. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες γιά τήν ἐξυγείανση τοῦ Κλήρου καί τήν ἐκπαίδευσή του καί καθαίρεσε τούς Κληρικούς ἐκείνους πού δέν μποροῦσαν νά κηρύξουν τόν θεῖο λόγο, μέ ἀποτέλεσμα τήν δυσφορεία τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία τόν ὑποχρέωσε σέ παραίτηση καί ἐφυσηχασμό στή Μονή Τσουντώφ, τό 1464.
Μητροπολίτης ἅγ. Φίλιππος Α’ (1464 – 1473). Γίνεται γνωστός τό 1455, ὅταν χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Σούζνταλ. Τό 1464 διαδέχθηκε στό Θρόνο τόν παραιτηθέντα Μητροπ. Ρωσίας Θεοδόσιο. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες νά περιορίσει τήν Λιθουανο-Πολωνική ἐπιρροή στό Νόβγκοροντ καί ἀντέδρασε στήν ἐπίσκεψη τοῦ Παπικοῦ Λεγάτου πού συνόδευε τήν Ζωή Παλαιολογίνα στή Μόσχα, γιά τόν γάμο τους μέ τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’. Προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀνακαινίσει τόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1473 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 9η Ἰανουαρίου.
Μητροπολίτης Γερόντιος (1473 – 1489). Προηγουμένως ἦταν Ἐπίσκοπος Κολόμνας καί τό 1473 διαδέχθηκε τόν Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Φίλιππο Α’. Ἦρθε σέ ρήξη μέ τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’ σχετικά μέ τό θέμα τῆς λιτανεύσεως κατά τά ἐγκαίνια τῶν νέων ναῶν καί τό 1482 ἐγκατέλειψε τήν θέση του, γιά νά ἐπιστρέψει ἀργότερα μετά ἀπό παράκληση τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα. Κατέλειπε ἔργα ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἦταν μετριοπαθής ἀπέναντι στούς αἱρετικούς πού στίς ἡμέρες του ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται στό Νόβγκοροντ καί στή Μόσχα.
Μητροπολίτης Ζωσιμᾶς (1490 – 1494). Ἦταν ὁ πρῶτος στή Ρωσική Ἱστορία πού ἐκλέχθηκε ἀπό Σύνοδο Ρώσων Ἐπισκόπων πού συγκλήθηκε μετά ἀπό διαταγή τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’. Εἶναι γνωστός γιά ἕνα κατάλογο ἀπαγορευμένων βιβλίων πού συνέταξε καί γιά μία ἐγκύκλιό του κατά τῶν αἱρετικῶν. Ἀπεβίωσε τό 1494.
Μητροπολίτης Σίμων (1494 – 1511). Ἦταν Ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου καί ἔχαιρε τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ’. Μητροπολίτης Ρωσίας ἀναδείχθηκε τό 1494. Τό 1501 ἔγραψε μία ἐπιστολή πρός τόν Κλῆρο τοῦ Πέρμ, καταδικάζοντας τήν ὕπαρξη παγανιστικῶν ἐθίμων μεταξύ τοῦ πληθυσμοῦ. Συγκάλεσε τίς Συνόδους τοῦ 1503 καί τοῦ 1504. Μέ τήν τελευταῖα καταδίκασε τήν αἵρεση τῶν Ἰουδαϊζόντων τοῦ Νόβγκοροντ. Ἀτυχῶς ἡ Σύνοδος αὐτή υἱοθέτησε τίς μεθόδους τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως (διωγμός, φυλάκιση καί διά πυρός θάνατος τῶν αἱρετικῶν), κάτι ἐντελῶς ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Μητροπολίτης Βαρλαάμ (1511 – 1521). Ἀπό τό 1506 ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Σιμώνωφ. Μητροπολίτης Μόσχας ἐκλέχθηκε τήν 27η Ἰουλίου 1511 ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ’ καί χειροτονήθηκε τήν 3η Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηρός μοναχός καί λέγεται ὅτι ποτέ δέν ἔπραξε κάτι ἀντίθετο πρός τήν συνείδησή του. Ἦταν ἀπό τούς βασικούς ἐκπροσώπους τῶν Ἀκτημόνων καί ἀντίθετος πρός τόν πλουτισμό τῶν μονῶν καί τήν μεγάλη ἐκκλησιαστική περιουσία. Τό 1515 ἐγκαινίασε τήν Μονή Χουτίνσκ ἔξω ἀπό τό Νόβγκοροντ (τοῦ ὁποίου ἡ ἕδρα ἦταν κενή ἀπό τό 1509), καθώς καί τήν Μονή τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν στήν ἴδια περιοχή.
Ἐκθρονίσθηκε τήν 17η Δεκεμβρίου 1511 ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ’, ἐπειδή δέν συμφώνησε στήν ἀποπομπή τῆς ἄτεκνης συζύγου του καί στόν βίαιο ἐκγλεισμό τους σέ μονή. Ἀρχικά ἐφησύχασε στή Μονή τοῦ ἁγ. Κυρίλου τῆς Λευκῆς Λίμνης καί στή συνέχεια στή Μονή Σπάσο Καμένσκυ τῆς Βολόγδας, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1522.
Μητροπολίτης Δανιήλ (1521 – 1539). Κύριος ἐκπρόσωπος τοῦ μοναστικοῦ ρεύματος τῶν Κατόχων, ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Βολοκολάμσκ καί μαθητής τοῦ ὁσ. Ἰωσήφ. Τό 1515 ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία εἶχε τεθεῖ κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ’, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας, μετά τήν ἐκθρόνιση τοῦ Μητροπ. Βαρλαάμ, μέ ἀφορμή τήν ἀντίδραση τοῦ τελευταίου στήν ἀποπομπή τῆς ἄτεκνης συζύγου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα καί τοῦ γάμου του μέ τήν Λιθουανή Πριγκίπισσα Ἑλένη Γκλίνσκαγια.
Ὑπῆρξε ὁ κύριος ἀντίπαλος τοῦ Φωτιστοῦ τῶν Ρώσων ἁγ. Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ, τόν ὁποῖο ἐδίωξε καί φυλάκισε. Συγκάλεσε Συνόδους μεταξύ τῶν ἐτῶν 1525 καί 1531 μέ τίς ὁποίες καταδίκασε τόν ὅσ. Μάξιμο, τίς μεταφράσεις του, ἀλλά καί τίς θέσεις τῶν Ἀκτημόνων γενικά.
Ὁ Βασίλειος Γ’ τοῦ ζήτησε στήν ἐπιθανάτια κλήνη του νά προστατεύσει τήν σύζυγο καί τόν γιό του Ἰωάννη Δ’ καί ὁ Μητροπ. Δανιήλ εὐλόγησε δημόσια τόν μικρό Πρίγκιπα στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμ. Θεοτόκου. Κατά τήν διάρκεια τῆς διαμάχης μεταξύ τῶν Ἡγεμονικῶν Οἶκων τῶν Μπέλσκυ καί τῶν Σουϊσκυ γιά τόν ἔλεγχο τῆς ἐξουσίας, ὁ Μητροπ. Δανιήλ τάχθηκε μέ τό μέρος τοῦ Ἰωάννη Μπέλσκυ (1538), μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκθρονισθεῖ τό ἑπόμενο ἔτος 1539 ἀπό τούς Σουϊσκυ. Ἀπεβίωσε κάτω ἀπό περιορισμό στή Μονή Βολοκολάμσκ, τήν 22α Μαϊου 1547, ἔτος ἐνθρονίσεως τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ.
Κατέλειπε μία σειρά ἐκκλησιαστικῶν ἔργων καί γιά ὁρισμένους ἱστορικούς εἶναι ἕνας ἀπό τούς συντάκτες τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Νίκωνος.
Μητροπολίτης ἅγ. Ἰωάσαφ (1539 – 1542). Ἦταν Ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης ἀπό τόν ἰσχυρό Βογιάρο Βασίλειο Βασίλιεβιτς Σουϊσκυ, μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Μητροπ. Δανιήλ (1521 – 1539), κατά τήν διαμάχη τῶν Οἶκων Σουϊσκυ καί Μπλέλσκυ γιά τήν νομή τῆς ἐξουσίας, κατά τήν παιδική ἡλικία τοῦ ἔπειτα Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ. Ὅταν ὁ Ἰωάσαφ ζήτησε τήν ἀποφυλάκιση τοῦ ἠττημένου Βογιάρου Ἰωάννη Θεοδώροβιτς Μπέλσκυ, ἐκθρονίσθηκε ἀπό φανατισμένους ὀπαδούς τοῦ Βασιλείου καί ἔσωσε τήν ζωή του καταφεύγοντας στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐκεῖ ὅμως τόν συνέλαβαν καί τόν ἐξόρισαν στή Μονή τοῦ ἀγ. Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης. Τελικά ὅταν βασίλευσε ὁ Ἰωάννης Δ’ ἐπέστρεψε στή Λαύρα (1547), ὅπου ἀπεβίωσε τό 1555 ἤ 1556.
Μητροπολίτης ἅγ. Μακάριος (1542 – 1563). Μία τῶν μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν καί ἐθνικῶν προσωπικοτήτων τῆς Ρωσίας. Γεννήθηκε τό 1481 (ἤ 1482) καί τους ἔγινε μοναχός στή Μονή τοῦ ἁγ. Παφνουτίου. Ἀργότερα ἀναδείχθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Μονῆς Λούζεσκυ, κοντά στή Μόσχα. Ἐκεῖ ἔγινε γνωστός γιά τήν μόρφωσή του, θεολογική καί φιλοσοφική. Τό 1526 ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Στήν προσπάθειά του νά ὀργανώσει τήν Ἐπίσκοπή του, ἵδρυσε 18 νέα μοναστήρια, κατάργησε τά μικτά καί ἐπανέφερε τό κοινοβιακό σύστημα στά ὑπόλοιπα 24 (ἀπό τά ὁποῖα μόνον τά 4 ἦσαν κοινοβιακά).
Τό 1543, μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Μητροπ. Ἰωάσαφ (1539 – 1542), ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμονικό Οἶκο τῶν Σούϊσκυ. Παρά τά ἀναμενόμενα ὑποστήριξε τόν ἀνήλικο Ἰβάν Δ’, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία μόλις 16 ἐτῶν ἀνέλαβε τόν Θρόνο (τό 1546) καί τό ἑπόμενο ἔτος 1547 στέφθηκε Τσάρος παςῶν τῶν Ρωσιῶν ἀπό τόν Μητροπ. Μακάριο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἔκτοτε ὁ βασικός τῶν συμβούλων του, μαζί μέ τόν Πρωθιερέα Σύλβεστρο.
Στόν τομέα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Γραμμάτων ὁ γλωσσομαθής Δημ. Γερασίμωφ, μέ ἐντολή τοῦ Μακαρίου, μεταγλώττισε ἀπό τά Λατινικά τήν ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν τοῦ Ἐπισκόπου Bruno. Ὁ ἴδιος ὁ Μακάριος ἀσχολήθηκε μέ τήν συλλογή Βίων Ἁγίων καί μετά ἀπό ἐργασία 20 ἐτῶν (12 στό Νόβγκοροντ καί 8 στήν Μόσχα), τό 1552, ἐκδόθηκαν στή Μόσχα τά «Μηναῖα» του (ἀπό τήν ἔκδοση αὐτή ἔχουν διασωθεῖ μόνον τρία ἀντίτυπα).
Ὁ Μητροπ. Μακάριος ἵδρυσε τό πρώτο τυπογραφεῖο στή Ρωσία. Ἀκόμη, μέ δύο Συνόδους (τό 1547 καί τό 1549), διακήρυξε τήν ἁγιότητα 39 νέων Ἁγίων (μέχρι τότε εἶχαν διακηρυχθεῖ μόνον 22).
Τό σπουδαιότερο ἔργο τοῦ Μητροπ. Μακαρίου ἦταν ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ 1551, ἡ ὁποῖα ὀνομάσθηκε «τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων». «Σκοπός τῆς Συνόδου - γράφει ὁ Βλ. Φειδᾶς - ἦταν ἡ πλήρης ἀνανέωσις τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ἀνακαθάρσεως αὐτῆς ἀπό παςῶν τῶν ἐλλείψεων καί τῶν ἀτόπων, τῶν ἐκδηλουμένων εἰς πάντας τούς τομεῖς τῆς τε δημόσιας καί τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ» (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 194).
Κατά τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσων ὅσ. Μάξιμος ὁ Γραικός, ἦταν φυλακισμένος, λόγῳ τοῦ διωγμοῦ πού ὑπέστη ἀπό τόν προκάτοχο τοῦ ἁγ. Μακαρίου Μητροπολίτη Δανιήλ (1521 – 1539), ὅμως ὅλα τά κεφάλαια τῆς Συνόδου ἀποπνέουν τούς ἀγώνες καί τό συγγραφικό ἔργο του.
Ὁ ἅγ. Μακάριος μέ τήν Σύνοδο τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων (1551) θέσπισε τήν ἵδρυση σχολῶν γιά τόν Κλῆρο, περιώρισε τήν αὐθαιρεσία τῶν Ἐπισκόπων, καταδίκασε τήν σιμωνία, στιγμάτισε τήν διαφθορά (μέθη, δωροληψία, τοκογλυφία, κ.λ.π.) καί προχώρησε στή μερική διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων καί σέ ἄλλες μεταρρυθμίσεις τοῦ λειτουργικοῦ καί κοινωνικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως ὅμως διακήρυξε τήν ἀνωτερότητα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν τοπικῶν ἐθίμων τους, ἔναντι τῶν γενικῶς ἀποδεκτῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή.
Ἦταν ὁ πρῶτος τῶν Ρώσων Πρωθιεραρχῶν πού υἱοθέτησε τό λευκό ἐπανωκαλύμαυχο, τό ὁποῖο ἐπί τοῦ διαδόχου του Μητροπ. Ἀθανασίου (1564), ἔγινε ἀποκλειστικό δικαίωμα τῶν Μητροπολιτῶν – καί ἀργότερα τῶν Πατριαρχῶν – Μόσχας. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1563. Τά Λείψανά του φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30η Δεκεμβρίου.
Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Γραικός (+ 1556). Ἡ παρουσία τοῦ ἅγ. Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ στή Ρωσία (1518 – 1556), συνέπεσε μέ τήν βασιλεία τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ’ (1505 – 1533) καί τοῦ γιοῦ του Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (1533 – 1584) καί τήν ἀρχιερατεία τῶν Μητροπ. Ρωσίας Βαρλαάμ (1511 – 1521), Δανιήλ (1521 – 1539), ἁγ. Ἰωάσαφ (1539 – 1542) καί ἁγ. Μακαρίου (1542 – 1563).
Ὁ κατά κόσμον Μιχαήλ Τριβώλης ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς Βυζαντινῆς οἰκογενείας, συγγενικῆς τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Οἴκου τῶν Παλαιολόγων. Γεννήθηκε στήν Ἄρτα πρίν τό 1470. Ἡ οἰκονομική εὐχέρεια τῆς οἰκογενείας του τοῦ ἐπέτρεψε νά σπουδάσει στήν Κέρκυρα καί στήν Ἰταλία, ὅπου πῆγε τό 1489 καί εἶχε δασκάλους τόν Ἰανό Λάσκαρη καί ἄλλους Ἕλληνες λογίους. Στή Φλωρεντία τῶν Μεδίκων συνδέθηκε μέ τόν μαθητή τοῦ Πολιτσιάνο Σκιπίωνα Φορτιγκουέρρι (ἤ Καρτερομάχο) καί παρακολούθησε τά φλογερά κηρύγματα τοῦ Ἱερωνύμου Σαβαναρόλα, Ἡγουμένου τῆς Καρτουσιανῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Μάρκου.
Τό 1495 πῆγε στή Μπολόνια, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν Οὑμανιστή καί Ἑλληνιστή Ἀντώνιο Οὐρτσέο Κόντρο, καί τό 1496 στή Βενετία, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν Κρητικό λόγιο Μᾶρκο Μασοῦρο καί ἄλλους λογίους πού ἐργάζονταν στά ἑλληνικά τυπογραφεῖα τῶν Κρητῶν Ζαχαρία Καλλιέργη καί Νικολάου Βλαστοῦ. Στή Βενετία ἐντάχθηκε στήν Καρτουσιανή Μονή τοῦ ἁγ. Μάρκου (τῆς ὁποίας οἱ μοναχοί τηροῦσαν αὐστηρή σιωπή καί ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἀντιγραφή χειρογράφων καί τήν ἔκδοση Πατερικῶν ἔργων), μέ σκοπό νά μελετήσει τήν περίφημη βιβλιοθήκη της.
Εἶναι ἐνδιαφέρουσα μία ἀναφορά σέ δύο πρόσωπα καί ἕνα χῶρο πού ἐπηρέασαν τόν νεαρό Μιχαήλ.
Ὁ Ἰανός (Ἰωάννης ) Λάσκαρης (1445 - 1535), ἦταν Ἕλληνας λόγιος καί διπλωμάτης. Σάν βιβλιοθηκάριος τοῦ Λαυρεντίου τῶν Μεδίκων, τοπικοῦ Ἡγεμόνα τῆς Φλωρεντίας, ταξίδεψε σ' ὅλη τήν Ἀνατολή, συγκεντρώνοντας καί ἐκδίδοντας χειρόγραφα. Μετά τήν πτώση τῶν Μεδίκων ὑπηρέτησε στή Γαλλική Αὐλή σάν διπλωμάτης, ὅπου συνέβαλλε στή γέννηση τῆς Γαλλικῆς Ἀναγέννησης. Ἦταν ἐκεῖνος πού συμβούλευσε τόν Πάπα Λέοντα Ι' νά ἱδρύσει γιά τούς Ἕλληνες τό Βασιλικό Κολλέγιο.
Ὁ Ἱερώνυμος Σαβαναρόλα (1452 - 1498), ἦταν ἕνας δυναμικός Δομηνικανός ἡγούμενος καί δεινός Ἱεροκήρυκας στή Φλωρεντία. Οἱ λόγοι του γιά τήν ἀνάγκη ἐσωτερικῆς μεταρρυθμίσεως στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, τόν ἔφεραν ἀντιμέτωπο μέ τόν Πάπα Ἀλέξανδρο Στ' (1492 - 1593), ὁ ὁποῖος τόν ἀφόρισε (1497). Μέ τήν ἔγκριση τοῦ Πάπα ὁ Σαβαναρόλα συνελήφθη, δικάστηκε, βασανίστηκε κρεμασμένος ἀνάποδα καί τελικά κάηκε ζωντανός (1498), στήν Πλατεία della Signoria τῆς Φλωρεντίας!
Τό Τάγμα τῶν Καρθουσιανῶν (O. Cart.), ἱδρύθηκε τό 1084 ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικό Μπροῦνο τῆς Κολωνίας, στήν κοιλάδα Chartreuse (Cartusia), ἀπό ὅπου πῆρε τό ὄνομά του. Οἱ Καρθουσιανοί ἔχουν σάν κύριο χαρακτηριστικό τους τήν ἐξωτερική καί ἐσωτερική σιωπή καί περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο Δυτικό μοναστικό τάγμα, πλησιάζουν τήν Ὀρθόδοξη μοναστική πνευματικότητα.
Ὁ Μιχαήλ ἔμεινε καί ἐργάστηκε στή Βενετία ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦ 1502 μέχρι τόν Δεκέμβριο τοῦ 1504 καί πρός τό τέλος τοῦ 1505 ἔγινε μοναχός στό Ἅγιο Ὄρος, σέ ἡλικία 35 ἐτῶν. Στή Μονή Βατοπεδίου ὅπου ἐντάχθηκε, τήν ἐποχή ἐκείνη ἐγκαταβιοῦσε ὁ ἐξόριστος Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγ. Νήφων (1486 - 1489, 1497 - 1498), ὁ ὁποῖος διατηροῦσε σχέσεις μέ Ἕλληνες λογίους τῆς Δύσεως. Οἱ σχέσεις του μέ τόν μ. Μάξιμο ὑπῆρξαν καθοριστικές γιά τήν μετέπειτα πορεία τοῦ δευτέρου.
Στά δέκα περίπου χρόνια πού ἀσκήθηκε στόν Ἄθωνα, ὁ μ. Μάξιμος σπούδασε τήν Ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση, τήν νοερά προσευχή καί τόν κοινοβιακό μοναχισμό καί ἀξιοποιώντας τήν κλασική του παιδεία, ἀναδείχθηκε μία τῶν Ἁγιορειτικῶν πνευματικῶν προσωπικοτήτων τῆς ἐποχῆς του.
Ἡ προσωπικότητά του ἀναδείχθηκε ὅταν ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας τῆς Ρωσίας Βασίλειος Γ' ζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Θεόληπτο Α' (1513 - 1522), ἀφ' ἑνός μέν τήν εὐλογία γιά τήν διόρθωση τῶν λανθασμένων μεταφράσεων τῶν Ρωσικῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ἀφ' ἑτέρου δέ τήν ἀποστολή γιά τόν σκοπό αὐτό τοῦ περίφημου μεταφραστή Μοναχοῦ Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ. Ἡ ἀδυναμία τοῦ μ. Σάββα νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀποστολή αὐτή ὡδήγησε στήν ὑπόδειξη ἀπό τήν Μονή Βατοπεδίου τοῦ μ. Μαξίμου, τήν ὁποία ἐνέκρινε ὁ Πατριάρχης.
Ἡ Ἁγιορειτική ἀντιπροσωπεία ἀναχώρησε γιά τήν Ρωσία μέσῳ ΚΠόλεως τόν Ἰούλιο τοῦ 1516 καί ἔφτασε στή Μόσχα τήν Ἄνοιξη τοῦ 1518 (στήν ΚΠολη ὁ Πατριάρχης πρόσθεσε στήν ἀντιπροσωπεία τόν Μητροπολίτη Ζιχνῶν Γρηγόριο καί τόν Διάκονο Διονύσιο). Ἡ ὑποδοχή τῆς ἀντιπροσωπείας στή Μόσχα ὑπῆρξε ἐντυπωσιακή. Ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Βασίλειος καί ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας Βαρλαάμ τήν ὑποδέχτηκαν μέ μεγάλες τιμές καί τῆς παραχώρησαν γιά διαμονή τήν Μονή Τσουντώφ.
Ὁ μ. Μάξιμος ἀσχολήθηκε ἀρχικά μέ τήν μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου καί στή συνέχεια μέ τήν μετάφραση τῶν Πράξεων, τῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων ἀπό τό Σύνταγμα τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη, ὁμιλιῶν τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἁγιολογικῶν ἔργων τοῦ Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, κ.ἄ., καθώς καί μέ τήν διόρθωση λειτουργικῶν κειμένων. Οἱ μεταφράσεις συνοδεύονταν ἀπό τόν ἀντίστοιχο σχολιασμό Ἑλλήνων Πατέρων.
Ὅταν ἡ μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου ὁλοκληρώθηκε, ὁ Ἡγεμόνας Βασίλειος ἐπέτρεψε στή συνοδεία τοῦ μ. Μαξίμου νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιο Ὄρος, τόν ἴδιο ὅμως κράτησε στή Μόσχα γιά νά συνεχίσει τό ἔργο του. Ἡ παραμονή αὐτή ὁδήγησε τόν Ἕλληνα μοναχό σέ σύγκρουση μέ τό νοσηρό ἐκκλησιαστικό κατεστημένο τῆς Ρωσίας καί κυρίως μέ τό μοναστικό ρεύμα τῶν Κατόχων ἤ Ἰωσηφιτῶν (ἀπό τόν ἀρχιμ. ἅγ. Ἰωσήφ τοῦ Βολοκολάμσκ, 1440 - 1515), τοῦ ὁποίου ὁ ἐκπρόσωπος Μητροπολίτης Ρωσίας Δανιήλ ἐξελίχθηκε σέ μεγάλο ἐχθρό καί διώκτη τοῦ μ. Μαξίμου. Αἰτία τῆς ἐχθρότητας ἦταν: Ἡ ἀρνητική στάση τοῦ μ. Μαξίμου ἀπέναντι στήν ἀποπομπή ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς συζύγου του (μέ τό αἰτιολογικό, ὅτι δέν εἶχε παιδιά)· ἡ κριτική τῆς τυπολατρείας Κλήρου καί λαοῦ, σέ βάρος τῆς οὐσίας τῆς Πίστεως· καί ἡ ἀντίδραση κατά τοῦ πλουτισμοῦ τῶν Κατόχων καί τῶν μονῶν τους, σέ βάρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς οὐσίας τοῦ Μοναχισμοῦ.
Ὁ μ. Μάξιμος ἀρχικά συκοφαντήθηκε, ὅτι διατηροῦσε ἐπαφές μέ τόν Τοῦρκο Πρεσβευτή στή Μόσχα καί στή συνέχεια, ὅτι συνωμοτοῦσε κατά τοῦ Ἡγεμόνα, ὅτι ἦταν ἐναντίον τῆς διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ὅτι εἶχε εἰσαγάγει ἐσφαλμένες μεταφράσεις στά ἱερά βιβλία, ὅτι εἶχε ὑποπέσει σέ αἱρέσεις, κ.ἄ. Τό 1525 Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μητροπ. Δανιήλ καταδίκασε τόν Ἕλληνα μοναχό σέ ἰσόβια κάθειρξη στή Μονή Βολοκολάμσκ καί σέ ἐπίσης ἰσόβια στέρηση τῆς Θείας Κοινωνίας!
Στή Μονή Βολοκολάμσκ ὁ μ. Μάξιμος "ἐτηρεῖτο ἐγκάθειρκτος ἐν δεσμοῖς καί ἐθανατοῦτο διά τοῦ ψύχους, τοῦ καπνοῦ καί τῆς πείνης"! (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 221). Παρά τήν στέρηση καί αὐτῆς τῆς γραφικῆς ὕλης ὅμως, ἔγραψε Κανόνα στό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ κάρβουνο στόν τοῖχο τοῦ κελλιοῦ του!
Τό 1531 τό θέμα τοῦ μ. Μαξίμου ἀπασχόλησε νέα Σύνοδο, ἀλλά ὁ Ὅσιος καταδικάστηκε καί πάλι, μεταφέρθηκε ὅμως στή Μονή Ὄτροτσυ τῆς Ἐπισκοπῆς Τβέρ, ὅπου ἀρχιεράτευε ὁ μετριοπαθής Ἰωσηφίτης ἐπ. Ἀκάκιος. Ὁ Ἀκάκιος, ὅπως σημειώνει ὁ Βλ. Φειδᾶς, "ἐφήρμοσε τήν συνοδικήν ποινήν μέ μετριοπάθειαν, διότι ἐξετίμησε τήν προσωπικότητα, τήν μόρφωσιν καί τήν καρτερίαν εἰς τά δεινά τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ. Περιώρισε τόν χρόνον ἐπιβολῆς τῶν σιδηρῶν δεσμῶν, ἀπηγόρευσε τήν ἐφαρμογή σκληρῶν βασανιστηρίων ὑπό τῶν φρουρῶν μοναχῶν, ἐπέτρεψε τήν παροχήν βιβλίων καί γραφικῆς ὕλης, διηυκόλυνε τήν ἀλληλογραφίαν μέ τούς φίλους του καί τόν ἐπεσκέπτετο τακτικῶς διά νά συζητήση διάφορα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα" (αὐτ. σελ. 223 - 224).
Ὁ μ. Μάξιμος ἔμεινε στή Μονή Ὄτροτσυ 20 χρόνια (1531 - 1551). Μεταξύ ἄλλων ἔγραψε τότε τήν "Ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως", ἀπολογητικούς λόγους γιά τήν διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, ἑρμηνευτικές πραγματίες, ἐπιστολές πάνω σέ διάφορα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, κ.ἄ.
Ὅταν ἀνέβηκε στό Θρόνο ὁ Ἰωάννης Δ' ὁ Τρομερός καί ἐκθρονίστηκε ὁ Δανιήλ, οἱ διάδοχοί του Μητροπολίτες ἅγ. Ἰωάσαφ (1539 - 1542) καί ἅγ. Μακάριος (1542 - 1563), δέν ἦσαν τῶν ἀπόψεων τῶν Κατόχων (ὁ Ἰωάσαφ κατά τήν ἐνθρόνισή του ἀναφέρθηκε μέ εὐγνωμοσύνη στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί ὁ Μακάριος ἐπέτρεψε στόν μ. Μάξιμο τήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων). Τότε ὁ Μάξιμος ζήτησε ἀπό τόν Τσάρο νά τοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἐπιστροφή του στή μονή τῆς μετανοίας του, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα, ἔτσι ἀναγκάστηκε νά ἀπευθυνθεῖ στό Πατριαρχεῖο. Γιά τό θέμα αὐτό ἀπευθύνθηκαν στόν Τσάρο ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Διονύσιος Β' (ἐκ μέρους καί τοῦ Ἱεροσολύμων Γερμανοῦ), ὁ Ἀλεξανδρείας Ἰωακείμ ὁ Πάνυ καί ἡ Μονή Βατοπεδίου, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπελευθερωθεῖ μέν ὁ Μάξιμος, ἀλλά νά μήν τοῦ ἐπιτρεπεῖ ἡ ἔξοδος ἀπό τήν Ρωσία.
Εἶναι χαρκτηριστικό τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πατριάρχη Ἰωακείμ πρός τόν Ἰωάννη Δ’. «Ὑψηλότατε, ἐκλαμπρότατε καί ἀξιοτιμότατε Κύριε καί υἱέ τῆς μετριοτητάς μας Ἰβάν Βασίλιεβιτς, Μεγάλε Ρῆγα τῆς Μεγάλης Ρωσίας – γράφει - …Θέλω νά κάνω μία μικρή παράκληση στή βασιλεία σου καί παρακαλῶ νά μέ ἀκούσεις μέ εὐμένεια. Στό βασίλειό σου βρίσκεται ἕνας μοναχός ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος Ἄθω, δάσκαλος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, πού ὀνομάζεται Μάξιμος. Αὐτός μέ τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου καί ἀπό συκοφαντίες κακῶν ἀνθρώπων, ἔπεσε σέ φοβερή δυσμένεια τῆς Μεγαλειότητάς σου, γι’ αὐτό καταδικάσθηκε σέ εἰρκτή καί ἄλυτα δεσμά καί ἔτσι δέν μπορεῖ καθόλου νά κινηθεῖ καί νά διδάσκει τόν θεῖο λόγο, σύμφωνα μέ τήν δωρέα πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό. Γι’αὐτόν πληροφορηθήκαμε ἀπό πολλούς καί ἀξιόλογους ἀνθρώπους τῆς Ρωσίας καί ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος λάβαμε γράμματα γι’ αὐτόν, ὅτι συλλήφθηκε ἄδικα ἀπό τήν ἐξουσία σου…
Δέν φέρονται ἔτσι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί σέ πτωχό καί μάλιστα μοναχό, πολύ λιγώτερο δέ Ἡγεμόνες πού ἔχουν ἀξιωθεῖ μέ μεγάλη κατανόηση καί ἔχουν κατασταθεῖ ἀπό τόν Θεό σάν δίκαιοι κριτές…
Γι’ αὐτό παρακαλοῦμε τήν Μεγαλειότητά σου, μόλις λάβει τήν ἐπιστολή αὐτή, νά δώσει τήν ἐλευθερία στόν περί οὗ μοναχό τοῦ Ἁγίου Ὄρους Μάξιμο, νά πάει ὅπου θέλει καί μάλιστα στόν τόπο τῆς κουρᾶς του, τό Ἅγιο Ὄρος» (Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Μητροπ. Καρθαγένης, «Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς στό χρόνο - Ἀπό τόν ἅγ. Μάρκο στή γ’ Χιλιετία», 2000, σελ. 148 – 150).
Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Μάρτυρας Μοναχός τά πέρασε στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου, τιμημένος ἀπό ὅλους. Γύρω του δημιουργήθηκε ἕνας κύκλος πνευματικῶν ἀνθρώπων (ὁ πρ. Μητροπολίτης Ἰωάσαφ, ὁ μοναχός Νεῖλος Κουρλιάτεφ - πρ. Πρίγκιπας - ὁ Πρίγκιπας Ἀνδρέας Κούρμπσκυ, κ.ἄ.), πολεμίων τῶν Κατοχικῶν ἀπόψεων.
Ὁ ὅσ. Μάξιμος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 21η Ἰανουαρίου 1556. Πρῶτος βιογράφος του ὑπῆρξε ὁ Πρίγκιπας Κούρμπσκυ, ὁ ὁποῖος τόν χαρακτηρίζει Ὁμολογητή. Οἱ ἀπόψεις του γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή προκάλεσαν πνευματική ἀφύπνιση καί ἀναγέννηση στή Ρωσική Ἐκκλησία, κάτι πού φαίνεται σαφῶς στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῶν Ἑκατό Κεφαλαίων (1551).
Ὁ μακάριος Μάξιμος τιμήθηκε ὡς Ἅγιος ἀμέσως μετά τήν κοίμησή του ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Ρωσικό λαό, μέ τήν ἁγιογράφηση εἰκόνων του, τήν σύνταξη Ἀκολουθιῶν πρός τιμή του καί τήν περιγραφή θαυμάτων των, κατά τόν ἑορτασμό δέ τῆς Χιλιετηρίδας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας (1988), ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἐπίσημα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 21η Ἰανουαρίου καί τά Λείψανά του φυλάσσονται στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
R. Ridolfi, "Vita di Girolamo", 1939.
Γρηγ. Παπαμιχαήλ, "Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ πρῶτος Φωτιστής τῶν Ρώσων", 1951.
Γρηγ. Παπαμιχαήλ, «Ἡ ἀνθελληνική μονορθοδοξία τῶν Ρώσων τοῦ ΙΕ’ αἰ. καί ὁ Μάξιμος ὁ Γραικός», 1947.
Βλασίου Φειδᾶ, «Μάξιμος ὁ Γραικός». Θ.Η.Ε. τ. 8ος, σελ. 627 - 632. Nina Sinicena, “Μάξιμος ὁ Γραικός καί ἡ Ρωσία», 1977.
Πρωτ. Εὐαγγέλου Ματζουνέα, "Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Γραικός...", Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια", φ. 16/7, 16/10, 1/11 καί 1/12. 1988).
Ἱ. Μ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, "Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Γραικός...", 1991. Μητροπολίτης ἅγ. Γερμανός (1566 – 1568). Ἦταν μοναχός τῆς Μονῆς Βολοκολάμσκ ὑπό τόν Ἡγούμενο ἅγ. Γουρία (ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Καζάν), μέ διακόνημα τήν βιβλιοδεσία. Ὑπηρέτησε σάν Προϊστάμενος τῆς Μονῆς Bogoroditsky τοῦ Sviyazhsk καί τό 1564 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Καζάν. Μητροπολίτης Μόσχας ἀναδείχθηκε τό 1566, ἀλλά ἐκδιώχθηκε ἀπό τόν Ἰβάν Δ’ τόν Τρομερό, λόγῳ τῆς ἀντιδράσεώς του στήν παρανοϊκή συμπεριφορά του. Ἀπεβίωσε τό 1568 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μόσχα. Ἀργότερα τά Λείψανά του μεταφέρθηκαν στή Μονή Bogoroditsky τοῦ Sviyazhsk, ὅπου σήμερα φυλάσσονται. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Ἰουνίου, τήν 23η Ἰουλίου (ἡ μεταφορά τῶν Λειψάνων του), τήν 25η Σεπτεμβρίου καί τήν 6η Νοεμβρίου.
Μητροπολίτης ἅγ. Φίλιππος Β’ (1566 – 1568, + 1569). Γεννήθηκε τό 1507 σέ οἰκογένεια Βογιάρων, μέ ὑψηλή θέση στή Ρωσική Αὐλή (ὁ πατέρας του ἦταν ὑπασπιστής τοῦ διανοητικά καθυστερημένου Μεγάλου Δοῦκα Γεωργίου, γιοῦ τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ’ καί ἀδελφοῦ τοῦ Τσάρου Ἰβάν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ). Δέν ἀκολούθησε πολιτική ἤ στρατιωτική σταδιοδρομία, ἀλλά κοινοβίασε (τό 1537) στήν ἀκριτική Μονή Σολόβκι, στό Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό. Ἀρχικά ὑποτάχθηκε στόν Ἡγούμενο Ἀλέξιο καί στή συνέχεια στό διακριτικό Στάρετς Ἰωνᾶ, ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε τόν Ἡσυχασμό καί τήν νοερά προσευχή. Ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί διοίκησε μέ σύνεση τούς 200 περίπου μοναχούς τους γιά 18 χρόνια, συνδέοντας τό ὄνομά του μέ μεγάλα κτηριακά καί φιλανθρωπικά ἔργα.
Τό 1551 πῆρε μέρος στήν τοπική Σύνοδο τῆς Μόσχας (τήν γνωστή μέ τό ὄνομα «100 Κεφάλαια») καί ἔκανε ζωηρή ἐντύπωση γιά τήν θεολογική του κατάρτιση, στό νεαρό Τσάρο Ἰβάν Δ’. Τό 1566 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας. Κατά τήν σύντομη πρωθιεραρχεία του χειροτόνησε Ἐπισκόπους, συγκάλεσε Συνόδους, ὀργάνωσε τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση καί τόνωσε τήν πνευματική ζωή. Ὅταν τό 1567 ὁ Τσάρος ἄρχισε τήν λεγόμενη «Ἐπανάσταση τῆς Ὀπρίτσινα», ὁ Μητροπ. Φίλιππος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τήν ἡγεμονική αὐθαιρεσία καί ὕψωσε τήν φωνή τοῦ Χριστιανοῦ Ἐπισκόπου κατά τῆς ἀδικίας καί τοῦ καθημερινοῦ λουτροῦ αἵματος, μέ ἀποτέλεσμα νά φυλακισθεῖ σέ κάποια μονή καί τελικά νά στραγγαλισθεῖ, ἀπό ἔμπιστο τοῦ Τσάρου, τήν 23η Δεκεμβρίου 1569.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1590 (21 χρόνια μετά τό μαρτύριό του) καί μεταφέρθηκε στή μονή τῆς μετανοίας του, τό Σολόβκι. Τό 1652 ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς Ρωμανώφ, μετέφερε τό ἀδιάφθορο Λείψανό του στή Μόσχα καί τό κατέθεσε στόν περίφημο Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στό Κρεμλίνο, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου του φυλάσσεται ἀκόμη καί στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
«Ὁ Φίλιππος - γράφει ὁ N. Zernov - ὑπῆρξε Μάρτυρας πού πέθανε, ὄχι σάν τούς περισσοτέρους Μάρτυρες, ὑπερασπίζοντας τήν Πίστη, ἀλλά ὑπερασπίζοντας τό χριστιανικό ἔλεος πού τόσο στυγερά παραβίασε ὁ Τσάρος. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τήν σφαγή ἀθώων ἀνθρώπων, ἀλλά μίλησε σάν Χριστιανός Ποιμένας πρός μαρτυρίαν τῆς δεσμευτικῆς δύναμης τοῦ ἐντολῆς τοῦ Ὑψίστου, ἐπί κυβερνήτου καί κυβερνωμένου» (N. Zernov αὐτ. σελ. 70). Ἀντίθετα οἱ διάδοχοί του Μητροπολίτες Κύριλλος (1568 – 1572) καί Ἀντώνιος (1572 – 1581), «ὑπῆρξαν σιγῶντες θεαταί τῶν βιοπραγιῶν τοῦ Τσάρου» (Βλ. Φειδᾶ αὐτ. σελ. 196).
Μητροπολίτης Κύριλλος Δ’ (1568 – 1572). Ἦταν Ἀρχιμανδρίτης τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος πρίν τήν ἐκλογή του, σέ διαδοχή τοῦ δολοφονηθέντος Μητροπολίτου ἁγ. Φιλίππου Β’ , κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ. Ἡ πρωθιεραρχεία του ὑπῆρξε πτωχή σέ ἔργο. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του (1571), οἱ Τάταροι τοῦ Χάν τῆς Κριμαίας Ντεβλέτ Γκιρέϊ λεηλάτησαν καί ἔκαψαν τήν Μόσχας, πλήν τοῦ Κρεμλίνου, μέ περίπου 500.000 θύματα. Ἀντιτάχθηκε στήν παρανοϊκή συμπεριφορά τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ , ἀπό τόν ὁποῖο ζήτησε νά μήν ἐκτελεστεῖ ὁ Βογιάρος Ἰωάννης Μστισλάβσκυ. Ἀπεβίωσε τήν 8. 2. 1572 καί ἐνταφιάστηκε στή Μονή Νοβίνσκυ.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος (1572 – 1581). Ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Πολότσκ ἀπό τό 1568 καί τό 1572 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας ἀπό τόν Τσάρο Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1573 καί 1580 συγκάλεσε Συνόδους γιά νά ρυθμίσει θέματα μοναστηριακῆς περιουσίας, ἕνα θέμα πού ἀπασχόλησε σοβαρά τόν Ἰωάννη Δ’ ἤδη ἀπό τήν Σύνοδο τῶν 100 Κεφαλαίων (1551).
Τό 1575 ὁ Ἰωάννης Δ’ ἐκτέλεσε στήν Κόκκινη Πλατεία τῆς Μόσχας πολλούς ἐπιφανεῖς Βογιάρους, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, ὅπως τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ Ποιμένα καί τόν Ἀρχιμανδρίτη τῆς Μονῆς Τσουντώφ Εὐστάθιο. Μάλιστα τά κομμένα κεφάλια τῶν προηγουμένων, καθώς καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, πετάχθηκαν στήν αὐλή τοῦ Μητροπολιτικοῦ Μεγάρου, σάν μία προειδοποίηση πρός τόν Μητροπ. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε τό 1581, σέ καθεστώς φόβου καί τρομοκρατίας.
Μητροπολίτης Διονύσιος Β’ (1581 – 1587). Ἦταν λόγιος καί συγγραφέας πολλῶν ἔργων (τά ὁποῖα ἔχουν χαθεῖ) καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀποκλήθηκε Γραμματικός. Ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης τό 1581 ἀπό τόν Τσάρο Ἰωάννη Δ’ τόν Τρομερό. Τό 1585 προσπάθησε νά συμφιλιώσει τούς ἀντιμαχόμενους Ἡγεμονικούς Οἶκους τῶν Σουϊσκυ καί τῶν Γκουντουνώφ, χωρίς ὅμως ἐπιτυχία. Ἐκθρονίστηκε τό 1587 ἀπό τόν ἰσχυρό ἄνδρα Βόριδα Γκουντουνώφ, ἐπειδή στράφηκε ἐναντίον του, ὑποστηριζόμενος καί ὑποστηρίζοντας τόν Οἶκο τῶν Σούϊσκυ (προσπάθησε νά πείσει τόν Τσάρο Θεόδωρο Ἰβάνοβιτς νά διαζευχθεῖ τήν σύζυγό του Εἰρήνη Γκουντούνοβα, ὥστε νά περιοριστεῖ ἡ ἐπιρροή τοῦ ἀδελφοῦ τους Βόριδος πάνω του). Ἀπεβίωσε τό 1591, ἐξόριστος στή Μονή Χουτίνσκ τοῦ Νόβγκοροντ.
Κατά τόν Γάλλο Ἀκαδημαϊκό Ἀνρί Τρουαγιά πρόκειται γιά τόν Μητροπολίτη πού προχώρησε στό ἀνοσιούργημα τῆς κουρᾶς τοῦ νεκροῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ σέ μεγαλόσχημο μοναχό Ἰωνᾶ, ἐπειδή ἔτσι ζήτησε τό διαταραγμένο μυαλό τοῦ παρανοϊκοῦ Τσάρου! (Βλ. Ἀνρύ Τρουαγιά, «Ἰβάν ὁ Τρομερός», σελ. 262 ).
Ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιτεύξεως τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ρωσίας (μέ τήν σταδιακή ἀποτίνακη τοῦ Ταταρικοῦ ζυγοῦ) καί τῆς ὑποταγῆς τῶν περισσοτέρων Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν στήν Ἡγεμονία τῆς Μόσχας. Ἀτυχῶς οἱ ἐξελίξεις αὐτές ὑπέθαλψαν - ὡς μή ὤφειλε - τόν σωβινισμό τῶν Ρώσων, ἐκκλησιαστικό καί πολιτικό.
Μέχρι τόν 15ο αἰ. οἱ Ρῶσοι θεωροῦσαν τήν ΚΠόλη σάν παγκόσμιο κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ προδοσία, ὅμως, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπό τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα καί τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1439), προκάλεσε σοβαρή ἀναταραχή στή Ρωσία, ἡ ὁποία - ἐκτός ἀπό τήν ἀποκήρυξη τοῦ Λατινόφρονος Μητροπ. Ρωσίας Ἰσιδώρου - εἶχε καί ἄλλες σοβαρές συνέπειες. Ἀκόμη, ἡ Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453), θεωρήθηκε ἀπό τούς Ρώσους σάν θεία τιμωρία καί ἡ Μόσχα - μόνη πλέον ἐλεύθερη Χριστιανική πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή - θεωρήθηκε διάδοχος τῆς ΚΠόλεως. Μάλιστα, μετά τόν γάμο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ' μέ τήν ἀνηψιά τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Ζωή - Σοφία Παλαιολογίνα (1472), οἱ Ρῶσοι Ἡγεμόνες θεωροῦνταν νόμιμοι κληρονόμοι - διάδοχοι τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων. Ἐπικράτησε - λοιπόν - ἡ ἰδέα, ὅτι ἡ Μόσχα ἦταν διάδοχος τῆς ΚΠόλεως καί εἶχε ὁρισθεῖ ἀπό τόν Θεό συνεχιστής τοῦ ἔργου της, τῆς διατηρήσεως - δηλαδή - προστασίας καί διαδώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας Ζωσιμᾶς (1490 - 1494), ἀποκαλοῦσε τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰωάννη Γ' "νέο Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τῆς Νέας Κωνσταντινουπόλεως"!
Ἡ θεωρία τῆς Μόσχας - Τρίτης Ρώμης διατυπώθηκε ἀπό τόν μοναχό Φιλόθεο, ἕνα τῶν λογίων Γερόντων τῆς Μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ, σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ' Ἰβάνοβιτς, τό 1510 -11. "Ἡ Ἐκκλησία τῆς παλαιᾶς Ρώμης - ἔγραφε - ἔπεσε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεώς της, οἱ πύλες τῆς δεύτερης Ρώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης, πελεκήθηκαν ἀπό τά τσεκούρια τῶν ἀπίστων Τούρκων, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ἡ Ἐκκλησία τῆς νέας Ρώμης, φωτίζει λαμπρότερα ἀπό τόν ἥλιο ὁλόκληρο τό σύμπαν. Εἶσαι ὁ παγκόσμιος Ἡγέτης ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Νά κρατᾶς τά ἡνία μέ δέος πρός τόν Θεό. Φοβοῦ Αὐτόν πού σοῦ τά ἐμπιστεύθηκε. Δύο Ρῶμες ἔχουν πέσει, ἀλλά ἡ τρίτη στέκει σταθερά. Τέταρτη δέν πρόκειται νά ὑπάρξει. Τό Χριστιανικό σου βασίλειο δέν θά δοθεῖ σέ ἄλλον" (Nικ. Ζέρνωφ, "Οἱ Ρώσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους", σελ. 58).
Γιά τήν ἐνίσχυση τῆς θεωρίας αὐτῆς κυκλοφόρησαν παραδόσεις ἀναλόγου πνεύματος. Μία ἀφορᾶ τήν Εὕρεση τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν. Ἡ Εἰκόνα αὐτή κατά τήν παράδοση ἦταν ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί διασώθηκε στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ τό Βιβλίο τῶν Πράξεων, ἀπ' ὅπου μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη - τόν 5ο αἰ. - καί κατατέθηκε στόν περίφημο Ναό τῶν Βλαχερνῶν. Τό 1383 μέ τρόπο παράδοξο "χάθηκε" ἀπό τήν Βασιλεύουσσα καί βρέθηκε στή Ρωσία - στίς ὄχθες τῆς Λίμνης Λαντόγκας, κοντά στό χωριό Τιχβίν - ὅπου κτίσθηκε Ναός καί δημιουργήθηκε Μονή. (Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Εἰκόνα διαφυλάχθηκε ἀπό πιστούς, μαζί μέ τά πολύτιμα ἀφιερώματά Της· τό 1943 φυγαδεύθηκε στίς Η.Π.Α. ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ρίγας Ἰωάννη Garkilavs καί κατατέθηκε στό Ρωσικό Ναό τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος Argo Σικάγου· τό 2004 ἐπιστράφηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς (Metropolia) στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί κατατέθηκε στή Μονή τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ἐπαναλειτούργησε).
Ἄλλη παράδοση ἀφορᾶ τήν λευκή μίτρα (belui klobuk, μᾶλλον ἐπανωκαλύμμαυχου), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σλαβική ἐκδοχή τῆς λεγόμενης ψευδο - Κωνσταντίνιου δωρεᾶς. Σύμφωνα με ἕνα ἔργο τοῦ 1495 μέ τόν τίτλο «Ἱστορία τοῦ λευκοῦ ράσου», ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔστειλε ἕνα λευκό ράσο στον Πάπα Ρώμης ἅγ. Σίλβεστρο (+ 335). Ἀργότερα ἕνας ἄλλος Πάπας το ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη, ἀπό ὅπου ὁ Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος τό δώρησε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Βασίλειο, τόν 14ο αἰ. Ἡ παράδοση αὐτή προέρχεται ἀπό την γνωστή ἱστορική πλαστογραφία τοῦ 8ου αἰ. πού εἶναι γνωστή σάν «Κωνσταντίνεια Δωρεά», κατά τήν ὁποία ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μεταφέροντας τήν Ρωμαϊκή πρωτεύουσα στήν Ἀνατολή, ἄφησε στόν Πάπα τήν πολιτική διακυβέρνηση τῆς Δύσεως, ἐνδεικτική τῆς ὁποίας ἦταν τό λευκό ράσο!
Ὁ πρῶτος πού χρησμοποίησε τήν λευκή μίτρα ἦταν ὁ Μητροπ. Ρωσίας ἅγ. Μακάριος. Ἡ λευκή μίτρα - ἐπανωκαλύμμαυχο, σέ καμπύλη μορφή, ἀποτελεῖ σήμερα διακριτικό τοῦ Πατριάρχη Μόσχας· ἴδιου σχήματος, ἀλλά μαύρου χρώματος, εἶναι τό διακριτικό κάλυμμα τοῦ Καθολικοῦ - Πατριάρχη τῆς Γεωργίας· λευκό ἐπανωκαλύμμαυχο φέρουν ἐπίσης ὅλοι οἱ Μητροπολίτες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Προκαθήμενοι τῶν Σλαβικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν· στήν περίπτωση τοῦ Πατριάρχη Ρουμανίας, τό λευκό ἐπανωκαλύμμαυχο ἐπεκτάθηκε καί ἔγινε λευκή στολή.
Ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης κορυφώθηκε μέ τήν στέψη - τό 1547 - τοῦ Ἰωάννη Δ' τοῦ Τρομεροῦ σέ Τσάρο (παραφθορά τῆς λέξεως "Καίσαρ"), ἀπό τόν Μητροπολίτη Ρωσίας ἅγ. Μακάριο (τήν πράξη αὐτή ἀναγνώρισε - σιμωνιακά, κατά τόν Γάλλο Ἀκαδημαϊκό Ἀνρί Τρουαγιά - τό 1561 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἰωάσαφ) καί μέ τήν ἀνακήρυξη τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου (1589).
Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς θεωρίας αὐτῆς στή γενικώτερη ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Ἀνατολῆς ὑπῆρξαν σημαντικές. "Στό ὄνομα αὐτῆς τῆς θεωρίας ἡ Ρωσική Ἐκκλησία σέ πολλές περιπτώσεις ὑπῆρξε ὄργανο στήν ὑπηρεσία τῆς κρατικῆς πολιτικῆς" (Κ. Σαρδελῆ, "Θεοφάνης ὁ Ἕλληνας", σελ. 80). Ἡ θεωρία αὐτή, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ρῶσος διανοούμενος Παῦλος Evdokimov, "μετέβαλε τόν οἰκουμενικό μεσσιανισμό τοῦ Βυζαντίου σέ ἐθνικό μεσσιανισμό καί ἔπνιξε τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας στά ὕδατα τοῦ Ρωσικοῦ σωβινισμοῦ" (P. Evdokimov, "Ἡ Ὀρθοδοξία", μετάφραση Τ. Μουρτζόπουλου, σελ. 57), ὁ δέ Ρώσος Μυστικός Θεολόγος, Ποιητής και Φιλόσοφος Βλαδίμηρος Σολόβιεφ (1853 – 1900) τήν χαρακτηρίζει σάν «ἕνα Προτεσταντισμό ἐθνικῆς παράδοσης».
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
V. Malinin, "Starets Eleazarova Monastyria Filofei i ego poslaniia", Κίεβο 1901.
H. Schaeder, "Moskav das Dritte Rom", 1929.
N. Zernov, “Moscow, the Trird Rome”, 1937.
K. Medlin, "Moscow and East Rome", 1952.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου