Ελληνική Εθνική Θρησκεία σύμφωνα με αυτούς που την ακολουθούν «ορίζεται το σύνολο των αντιλήψεων και λατρευτικών πρακτικών που εξέφρασε και εκφράζει το έθνος των Ελλήνων από τα βάθη της αρχαιότητας έως και σήμερα, συμπεριλαμβανόμενης και της περιόδου που υποχρεώθηκε σε αφάνεια και παρανομία λόγω της επιβολής του Χριστιανισμού». Όπως οι όμοιές της προχριστιανικές ευρωπαϊκές Θρησκείες, έτσι και η συγκεκριμένη δεν αναγνωρίζει δόγματα, ιερά βιβλία, προφήτες, κεντρικά ιερατεία και αυστηρά τυπικά, αλλά αλλάζει την μορφή της ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, νοοτροπία και θεσμούς της κοινότητας (αυτόνομης πόλης κατά την αρχαιότητα) που κάθε φορά την εκδηλώνει. Νομική προσωπικότητα απέκτησε η Ελληνική Εθνική Θρησκεία τον Ιούνιο του 1997 με την ίδρυση του Ύπατου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών (Υ.Σ.Ε.Ε.), μιας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας και γνωστοποίησε επίσημα την ύπαρξη χιλιάδων θρησκευτών της στις πολιτειακές και πολιτικές αρχές της Ελληνικής Πολιτείας με υπόμνημά της που φέρει ημερομηνία 9 Μαϊου 2006.
Καθώς η ΕΕΘ παραδίδεται ως θρησκεία μη συγκεντρωτική και επίσης πολύμορφη και πολυεπίπεδη, στο πιο πάνω υπόμνημα, το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών έχει δηλώσει ότι αποτελεί τον κύριο αλλά όχι μοναδικό φορέα της ΕΕΘ, καθώς στην ίδια Θρησκεία αναφέρονται και μερικές άλλες μικρές ανεξάρτητες ομάδες.
Στην μικρή καταγραφή που ακολουθεί αναφέρονται οι πεποιθήσεις των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων γύρω από την έννοια του Θεού, ως μοναδικής οντότητας, καθώς και του δωδεκαθέου, που μάλλον χρησιμοποιείτο από τους απλούς πολίτες, που δεν μπορούσαν να συλλάβουν τα υψηλά διανοήματα των μεγάλων φιλοσόφων της εποχής, και που έκλιναν περισσότερο στην ύπαρξη ενός και μόνον παντοδυνάμου Θεού.
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν απλώς ιστορικά στοιχεία, καθότι μετά την εμφάνιση του μόνου αληθινού Θεού, έχουν μόνον εγκυκλοπαιδική χρησιμότητα. Βέβαια, πολύ Πατέρες και ιδίως οι Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Θεολόγος χρησιμοποιήσαν στοιχεία της αρχαίας φιλοσοφίας, όπως π.χ. η έννοια του «απολύτου αγαθού» του Πλάτωνα, για να μπορέσουν να περάσουν την Αποκάλυψη του Θεού σε έναν κόσμο που είχε ζυμωθεί με την αρχαία φιλοσοφική σκέψη.
Πάντως, ακόμη και στον Πλάτωνα έχουμε προφητευμένη, πολλές φορές με
λεπτομέρειες, την κάθοδο, αλλά και τα παθήματα του Υιού του Θεού επί της γης:
Πλάτωνας (Πολιτεία Β΄, V, 40 § 4-5): «Θεόν δε και νυν απ’ αρχής των λεγομένων
Σωτήρα, εξ ατόπου και αήθους διηγήσεως προς το των εικότων δόγμα διασώζειν
ημάς, επικαλούμενοι, πάλιν αρχόμεθα λέγειν...». Μτφ: «πάλι επανερχόμαστε στο
θέμα, επικαλούμενοι (τούτο), ότι διασώζουμε μία διδασκαλία από κάποια παράδοξη
και ασυνήθιστη προς τα γενικώς παραδεκτά διήγηση, (κατά την οποία) από την
αρχαιότητα μέχρι τώρα (αναμένουμε) Σωτήρα Θεό».
(Πολιτεία, ως ανωτέρω): «γυμνωτέος δη πάντων πλην δικαιοσύνης..... μηδέν γαρ
αδικών, δόξαν εχέτω την μεγίστης αδικίας, ίνα ή βεβασανισμένος εις
δικαιοσύνην..... αλλ’ ίτω αμετάστατος άχρι θανάτου, δοκών μεν άδικος δια βίου,
ων δε δίκαιος..... Ούτω διακείμενος ο δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται,
δεδήσεται, εκκαυθήσεται τωφθαλμώ, τελευτών πάντα κακά παθών ανασχινδυλευθήσεται».
Μτφ: «θα απογυμνωθεί από όλα εκτός από την δικαιοσύνη..... διότι χωρίς σε
τίποτε να αδικεί, θα δυσφημισθεί πολύ σαν άδικος, ώστε θα βασανισθεί για την
δικαιοσύνη..... αλλά θα μείνει αμετακίνητος μέχρι θανάτου, και ενώ θα είναι
δίκαιος θα θεωρείται άδικος σ’ όλη του την ζωή..... Τέτοιες διαθέσεις έχοντας ο
δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα δεθεί, θα ανάψουν τα μάτια του και στα
τελευταία, αφού πάθει όλα τα κακά, θα προσηλωθεί επάνω σε πάσσαλο (στύλο)».
Βέβαια,
από το σημείο αυτό, μέχρι να προσπαθούμε να εγκαθιδρύσουμε μια θρησκεία των
ειδώλων, που έχει ήδη τελειώσει τον βίο της, είναι μια ματαιόπονη προσπάθεια,
που δεν βγάζει πουθενά, από την στιγμή, που και ιστορικά, έχουμε την
αδιαμφισβήτητη παρουσία του μόνου αληθινού Θεού, του σαρκωθέντα Λόγου, «ο ην απ’ αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν
τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Ιω. Α΄ 1.
1).
Δωδεκαθεϊσμός
είναι η αναφορά στο δωδεκάθεο, στην ενότητα δηλαδή που απαρτίζουν οι δώδεκα
θεοί του Ολύμπου. Η αναφορά αυτή εμπεριέχει την τιμή και τη λατρεία στους
δώδεκα θεούς, οι οποίοι αρχικά τιμώνται στους ιδρυτικούς μύθους, όπως π.χ. από
τον Ερμή στην Ολυμπία με τη θυσία 12 σφαγίων και κρέμασμα των 12 δερμάτων στον
Αλφειό. Από τον Όμηρο και τον Ησίοδο απουσιάζει
κάθε αναφορά στο δωδεκάθεο, ο δε ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα αποτελεί την
αρχαιότερη φιλολογική μαρτυρία για θυσία στους 12 θεούς, όπου εκεί εμφανίζεται
για πρώτη φορά η λέξη δώδεκα.
Ως
πραγματικός ιδρυτής της λατρείας του δωδεκαθέου στην Ολυμπία θεωρείται ο Ηρακλής, ο οποίος, αφού νίκησε τον
Αυγεία, έθεσε τα όρια της Άλτεως στην Ολυμπία και την αφιέρωσε στον πατέρα του
Δία, στη συνέχεια δε καθιέρωσε λατρεία προς τιμή των 12 θεών και του Αλφειού.
Επίσης αναφέρεται, ότι ο Δευκαλίωνας ίδρυσε βωμό των 12 θεών. Στη Θεογονία του
Ησιόδου, παρόλον ότι δεν αναφέρει το δωδεκάθεο, έθεσε πρώτος τη γενεαλογία των θεών.
Η αρχή
της θεωρητικής φιλοσοφίας μεταξύ των Ιώνων φιλοσόφων Αναξίμανδρου, Ηράκλειτου
και Θαλή (5-6ο αιώνα
π.Χ.) οδήγησε σε μια κριτική και σε κάποιο βαθμό ορθολογιστική μεταχείριση των
θεών. Έτσι ο Θαλής και ο Ηράκλειτος θεώρησαν το νερό και τη
φωτιά τη πρώτη ουσία από την οποία προήλθε το παν, ο δε Αναξίμανδρος «το άπειρον» σαν τη πρωταρχική ουσία του παντός. Ο Ηράκλειτος αναφέρεται στον «Λόγο» σαν την εξουσιάζουσα αρχή στον
κόσμο, αν και ο φιλόσοφος και θρησκευτικός μεταμορφωτής Ξενοφάνης (5ος π.Χ. αιώνας) πρόσβαλλε κατευθείαν την
παραδοσιακή μυθολογία σαν ανήθικη, υποστηρίζοντας μια μονοθεϊστική θρησκεία.
Ο Θαλής έριξε ένα κεραυνό κατά του Δία,
όταν ρωτάει το λαό να ζητήσει μια εξήγηση των φυσικών γεγονότων με μια ανάλυση
των σχέσεων μεταξύ των γεγονότων και όχι να ασχολούνται με την εξέταση της
σκέψης του Δία για να δουν ποιες είναι οι προθέσεις του.
Ο Ηράκλειτος δεν αρνήθηκε το Θεό, αλλά
τον ταύτισε με τη κοσμική πορεία. Για τον Ηράκλειτο,
ο σοφώτερος άνθρωπος είναι ένα πίθηκος συγκρινόμενος με το Θεό, ακριβώς όπως ο
ωραιότερος πίθηκος είναι άσχημος, συγκρινόμενος με τον άνθρωπο.
Ο Ξενοφάνης έκανε άμεση επίθεση κατά της
Ομηρικής θρησκείας, έμεινε δε
ανικανοποίητος με τον ανήθικο ουρανό του Ομήρου, με το ανήθικο σύμπαν,
στο οποίον οι θεοί τιμωρούν πολλές φορές τους ανθρώπους, για το λόγο ότι αυτοί
πρόσβαλλαν τα αισθήματα των θεών. Επίσης δεν ήταν ικανοποιημένος με τη
προσπάθεια του Ησιόδου, ο οποίος παρουσίαζε την Ομηρική θρησκεία να παραδέχεται,
ότι το σύμπαν είναι ηθικό και ότι η διοίκηση των Ομηρικών θεών ήταν πράγματι
για το καλό των ανθρώπων.
Οι
τραγικοί ποιητές εταράσσοντο με τις απρέπειες των ίδιων των θεών και με τις
εμφανείς αδικίες που επιτρεπόντουσαν στη γη. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής
προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τους τρόπους των θεών και θεωρούσαν, ότι οι θεοί
ήταν στη πραγματικότητα όλοι τους ένας θεός, που δείχνει έτσι μια σκηνή
μονοθεϊσμού. Επί πλέον δε, και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε θεϊκές επιθυμίες,
αυτοί ήταν οι δυνάμεις της «μοίρας» ή της «νέμεσης», μιας κοσμικής δύναμης, η
οποία τιμωρούσε οποιονδήποτε, ο οποίος επιζητούσε να καταστεί ισχυρότερος από
τους θεούς. Και οι δυο ποιητές προσπαθούσαν να επιδείξουν, ότι το σύμπαν
παρουσιάζει μια δίκαιη ηθική τάξη και ότι η διοίκηση των θεών ή του Θεού πρέπει
να είναι σύμφωνα με το νόμο αυτό. Ο Ευριπίδης
κατείχετο από την ίδια με τους δυο άλλους πίστη, πλην όμως, ήταν πεπεισμένος
ότι η αδικία δεν διηύθυνε τις ανθρώπινες υποθέσεις.
Ο
σοφιστής Πρωταγόρας (481-411)
εκδιώχθηκε από την Αθήνα, λόγω της απιστίας του σε σχέση με την ύπαρξη των
θεών. Ο Πρόδικος (5ος
αιώνας) έδωσε μια ορθολογιστική εξήγηση περί της προελεύσεως των θεών, η οποία
προβλέπει τον Ευημερισμό (δηλ. ότι οι θεοί ήταν θεοποιημένοι άνθρωποι), ενώ ο
σοφιστής Κριτίας (5ος
αιώνας) θεωρούσε, ότι η θρησκεία εφευρέθηκε, για να εκφοβίζει τους ανθρώπους
και να τους προτρέπει προς την ηθικότητα και τη δικαιοσύνη.
Η τάση
για ένα μονοθεϊσμό ήταν ισχυρή μεταξύ των Ελλήνων φιλοσόφων της κλασσικής
εποχής. Και τούτο διότι, καθώς προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν τη δεισιδαιμονία
με την επιστήμη, έτσι προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν την ανώριμη θρησκεία με
την ώριμη.
Ο Πλάτωνας δεν τάχθηκε εναντίον της
δημιουργίας νέων μύθων για την επιτέλεση του θρησκευτικού λειτουργήματος, όπως καταφαίνεται
από την ιδέα του «ευγενούς ψεύδους» (δηλ. την εφεύρεση μύθων για τη προαγωγή
της ηθικότητας και της τάξης), στο έργο του «Πολιτεία». Επίσης υπήρξε μεγάλος
κριτικός των εκθέσεων περί των θεών, των αρχαιότερων εκ των ποιητών, του Ομήρου
και υποκατέστησε μια μορφή πίστης σ’ ένα μόνο Δημιουργό ή ανώτατο τεχνουργό. Ο Πλάτωνας προχώρησε τόσο πολύ στις
προσπάθειές του να καλλιεργήσει τις ώριμες θρησκευτικές αντιλήψεις, ώστε να
διακηρύξει, ότι ο Όμηρος επεξεργάστηκε τα θέματά του για μορφωτικούς σκοπούς. Η
συμβολή του όμως στη προαγωγή της θρησκείας είναι πολύ μεγάλη. Είχε όμως ένα
μυστικιστικό σεβασμό προς τις Ιδέες και ειδικά προς το ιδεώδες της αλήθειας,
της ωραιότητας και της καλοσύνης. Η ιδέα του «καλού» ήταν γι’ αυτόν η υπέρτατη
αντίληψη που κυβερνούσε το βασίλειο της απόλυτης πραγματικότητας, όπως ο ήλιος
κυριαρχεί την ημέρα.
Η μορφή
αυτή της σκέψης αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο από τον Αριστοτέλη, με την αντίληψή του για μια υπέρτατη νοημοσύνη, η οποία είναι «το πρώτο κινούν ακίνητον του
σύμπαντος». Ο Αριστοτέλης συνδύασε
τα στοιχεία της αρχαιότερης διανόησης, στην έκθεσή του περί της γενέσης των
θεών, τα οποία προέρχονταν από τις παρατηρήσεις από τη κοσμική διάταξη και την
αστρική ωραιότητα. Το «Κινούν Ακίνητον», του οποίου η τέλεια ενσωμάτωση του
ιδεώδους συνιστούσε την ενεργητική κίνηση όλων των πραγμάτων, με το σκοπό, όπως
επιζητήσουν τη πραγματοποίηση των ιδικών τους ιδεωδών, μέσα σε ένα σύμπαν των
τύπων. Ο Θεός είναι ο τύπος των τύπων, η καθαρή πραγματικότητα, ο οποίος,
προφανώς, για τον Αριστοτέλη έχει συνείδηση και ακόμη, υπερβαίνει τη συνείδηση.
Οι
νεότεροι διανοούμενοι, στην Ελληνιστική εποχή, έτειναν μεταξύ των διαγραφόμενων
θέσεων στην αρχαιότερη περίοδο. Οι Στωικοί φιλόσοφοι (προσκολλημένοι στη φύση
και την ηθικότητα) προσέβλεπαν σε μια μορφή ενός φυσιόδοξου μονοθεϊσμού, ενώ ο φιλόσοφος Επίκουρος (341-270) ήταν σκεπτικός με τη θρησκεία, καθότι κατανοούσε και πίστευε, αν
και δεν αρνιόταν ότι υπήρχαν θεοί, οι οποίοι δεν είχαν επαφές ή δοσοληψίες με
τους ανθρώπους. Η σωτηρία συνίστατο, για τον Επίκουρο, στην επιτυχία της
πνευματικής ηρεμίας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με τη καθυπόταξη,
φιλοσοφικώς, του φόβου του θανάτου και των θεών. Η σωτηρία μπορεί να επιτευχθεί
χωρίς τη βοήθεια των θεών, οι οποίοι ήταν, κατά τον Επίκουρο, πολύ σοφοί για να
ασχοληθούν με τις ανθρώπινες υποθέσεις. Η επιρροή του Ευήμερου (330-260),
φιλόλογου και θρησκειολόγου, ο οποίος έδωσε το όνομά του στο καλούμενο δόγμα
«Ευημερισμός», ότι οι θεοί είναι
θεοποιημένοι άνθρωποι. Τέτοιο παράδειγμα υπάρχει στον Ηρακλή, πλην όπως η
τάση αυτή θεωρείται γενική. Πάντως οι διάφορες θεωρίες περί της θρησκείας, ως
ένα όλο, στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, ήταν στην έμφασή τους, φυσιόδοξες και
ορθολογιστικές.
Η
θρησκευτική ποιότητα του Στωικισμού διαφαίνεται στον ύμνο προς το Δία, του Κλεάνθη (331-232), ο οποίος έδωσε μια
έκφραση στην αυξανόμενη μονοθεϊστική πεποίθηση των Ελλήνων, ότι οι πολλοί θεοί
ήταν στη πραγματικότητα, ένας και
παντοδύναμος. Ο ίδιος περιγράφει το Θεό σαν καθοδηγητή «του κοσμικού
Λόγου», τη κινητήρια αρχή ολόκληρου του κόσμου.
Ο Επίκτητος (55-135) ήταν πανθεϊστής και
θεωρούσε τον άνθρωπο σαν ένα απόσπασμα του Θεού. Αυτός μιλάει για το Θεό, σαν
δημιουργού του σύμπαντος και του ανθρώπου και το καθήκον του ανθρώπου να ζει
άξια. Οτιδήποτε έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο είναι καλό και όταν αυτός αποσύρει
αυτό από αυτόν, είναι και τούτο καλό. Ο Επίκτητος
περισσότερο από πολλούς Στωϊκούς, μιλάει για ηθικές υποθέσεις και πράγματα των
ανθρώπων, οι οποίοι πρέπει να βρίσκονται κοντά στο Θεό και να ακολουθούν τις
εντολές του. Η θέση του αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με τη διδασκαλία του
αρχαϊκού Χριστιανισμού, γιατί υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι θεωρούν, ότι αυτός
είχε οριστικά επηρεασθεί από τη Χριστιανική σκέψη, αν και δεν υπάρχει απόδειξη
γι’ αυτό. Δεν έχει σημασία πόσο, αλλά είναι αλήθεια, ότι η Ελληνική θρησκευτική
φιλοσοφία είχε κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση, όπως ο μονοθεϊσμός και η
ευσέβεια της χριστιανικής φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου