Η Εκκλησία πέρα από τον Αναστάντα
Χριστό, τον Οποίον δέχεται ως «το άχρονον
φως (το οποίον) εκ τάφου σωματικώς
πάσιν επέλαμψεν» (Ι. Δαμασκηνός)
δεν γνωρίζει κανένα άλλο ειδικότερα φως, που μάλιστα να κατέρχεται
θαυματουργικώς άνωθεν, να το παίρνουν στις λαμπάδες τους οι πάντες, να το
φωτογραφίζουν και να το βιντεοσκοπούν!... Για ένα τέτοιο φως ούτε νύξη δεν
κάνουν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιω. Χρυσόστομος,
Γρηγόριος Νύσσης, M.
Αθανάσιος, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μάξιμος Ομολογητής, Ι.
Δαμασκηνός, Μ. Φώτιος, Συμεών Θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά.).
Ειδικότερα, για ό,τι λέμε «άγιον
φως» πρέπει να διακρίνουμε δυο έννοιες που περιέχει η ονομασία. Η μια έννοια
αφορά:
α/ το κατά κυριολεξίαν άγιον φως, που δεν είναι φυσικό (αλλά
υπερφυσικό στην υπόσταση και θείο) και ως εκ τούτου άκτιστο και
β/ το φως που είναι στην ουσία του φυσικό και γίνεται κατά χάριν άγιο και ως εκ τούτου κτιστό.
Το
άκτιστο φως αποτελεί ενέργεια του Θεού και γίνεται αισθητό μόνο σε
ελάχιστους που έχουν τις προϋποθέσεις. Το
κτιστό φως είναι φυσικό φως, το οποίον ανάβεται από ανθρώπους σε λαμπάδες
και που καθίσταται φως άγιο, αφού αγιασθεί, είτε από τον ιερό χώρο του ναού
(όπως οι εικόνες), είτε από σχετική ευχή του ιερέα (όπως το φως της Αναστάσεως,
το νερό του Αγιασμού, το λάδι του Ευχελαίου, του αγίου Μύρου κ.λπ.) και φυσικά
γίνεται αισθητό και δεκτικό από όλους.
Το
πρώτο, το άκτιστο, το άυλο και
ουράνιο φως εμφανίζεται μόνο σε ιερά και καταξιωμένα πρόσωπα, τα οποία
αποδείχτηκαν τέτοια με την όλη βιωτή και πνευματική προετοιμασία τους. Ως εκ
τούτου είναι πολύ εγωιστικά ανθρωποκεντρική, επιπόλαιη και αθεολόγητη η
πρακτική εκείνων που νομίζουν, ότι αυτό το θείο φως έρχεται ορισμένη μέρα και
ώρα σε ένα πανίερο χώρο γίνεται αισθητό από όλους αδιακρίτως, δικαίους και
αδίκους, αμαρτωλούς και εξαγνισμένους, πιστούς ή απίστους, αδιάφορους
τουρίστες, παντοειδείς περίεργους, Ορθόδοξους και ετερόδοξους, είρωνες της
Πίστης και φανατικούς αλλόθρησκους! Σαν να είναι δηλαδή, κάτι που έρχεται να
εντυπωσιάσει και έτσι να επιβάλλει, θέλουμε δεν θέλουμε την Πίστη, άσχετα
βέβαια και αδιάφορα από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου κι’ από το, ηθικά,
δεκτικό του περιεχόμενο. Τότε όμως ποια αξία θα είχε αυτή η αναγκαστική Πίστη
που θα είχαμε όλοι μας; Θα οδηγούσε όχι βέβαια σε ευσέβεια, αλλά σε
-υποτιμητική, της χριστιανικής προσωπικότητας- αποδοχή εκείνου που, χωρίς τη
θέλησή μας, μας επιβλήθηκε άνωθεν ως προαποφασισμένη μοίρα μας!
Η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι
τελείως αντίθετη με την άκριτη θέαση του
ακτίστου φωτός. Τούτο το φως δεν είναι για τα μάτια του οιουδήποτε, αλλά
για τα μάτια τα προετοιμασμένα για τη θέασή του και απαιτεί προϋποθέσεις: ακλόνητη
και ελευθερόβουλη εμπιστοσύνη στο Θεό, αγώνας για εξαγνισμό, στόχευση αγιότητας
του βίου, καθημερινά έμπρακτη βίωση της ανιδιοτελούς αγάπης και ό,τι γενικεύει
η Γραφή στην έννοια «καθαρότητα της καρδίας». Είναι φως υπερφυσικό, έλλαμψη
άκτιστης ενέργειας του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άξιο να τη δεχτεί, «την του φωτός θέαν ορατήν τοις Χριστοειδέσιν»
(Διονύσιος Αρεοπαγίτης). Εξ άλλου μόνον «οι
καθαροί τη καρδία όψονται» του ακτίστου φωτός, «καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως.
Χριστόν εξαστράπτοντα…» (Ι. Δαμασκηνός). Αλλά και ο Γρηγόριος Παλαμάς
επεξηγεί, ότι πρόκειται για «απλανή
φωτοφάνεια» που έρχεται ως δώρο «τοις
φωτιζομένοις θείως» και αλλαχού: «τοις
θεοειδέσι μόνοις γενομένοις καθοράται». Αλλά και ο Γρηγόριος Θεολόγος είναι
κατηγορηματικός: «ολίγοις όσον εστίν
θεωρούμενον. οίμαι δε ουδέ ολίγοις». Δηλ. ούτε ολίγοι είναι
άξιοι της θέας του ακτίστου φωτός, ει μη μόνον ελάχιστοι !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου