Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ

Παύλου Μοναχού Λαυριώτη


Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ γεννήθηκε στην πρωτεύουσα του Πόντου Τραπεζούντα, μεταξύ των ετών 927-930. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι και ευγενείς. Το όνομα του ήταν Αβραάμιος. Ο πατέρας καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και η μητέρα από την Κολχίδα του Πόντου. Πριν γεννη­θεί, ο πατέρας απέθανε και λίγο μετά τη γέννηση του και η μητέρα απήλθε από τον παρόντα κόσμο.
Ο μικρός Αβραάμιος, ορφανός και από τους δύο γονείς, τέθηκε υπό την προστασία συγγενής του μοναχής, η οποία ανέλαβε την φροντίδα και την παιδαγωγία αυτού. Όλη δε η ζωή και η συμπεριφορά της μοναχής επέδρασε θετικά και καταλυτικά στην μετέπειτα εξέλιξη του Αβρααμίου.
Ο μικρός Αβραάμιος, παρ’ ότι ήταν παιδί, η ζωή και η συμπεριφορά του δεν έμοιαζε με εκείνες των άλλων συνομιλήκων του. Ο χαρακτήρας του δεν ήταν απρεπής, απρόσεκτος και αγενής. Κατα­γινόταν με την προσευχή και τις άλλες θρησκευτικές πράξεις. Μετά την κοίμηση της προστάτιδας του μοναχής και αφού έλαβε την εγκύκλια παιδεία, με την βοήθεια ενός Αυτο­κρατορικού φορολογικού υπαλλήλου που ήλθε στην Τραπεζούντα για την είσπραξη των δημοσίων φόρων, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη, επί Αυτοκράτορος Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού (920-944).
Στην Πόλη φοιτά στη Σχολή του Προέ­δρου των σχολών της Πρωτευούσης, που εκαλείτο Αθανάσιος. Στη σχολή αυτή επιδίδεται με ζήλο και επιμέλεια στην εκμάθηση των γραμμάτων της θύραθεν (κοσμικής) παιδείας. Παράλληλα δεν πα­ρέλειπε τα πνευματικά και θρησκευτικά του καθήκοντα. Στην Κωνσταντινούπολη εγνώρισε τον συγγενή του στρατηγό Ζεφιναζέρ, στο σπίτι του οποίου έκτοτε διέμεινε.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Αβραάμιος κατέστη κάτοχος και διδάσκα­λος πάσης φιλοσοφίας και ρητορικής, ώστε η φήμη του να φτάσει μέχρι και τα βασιλικά Ανάκτορα.
Ο ενάρετος και σοβαρός βίος του, το πράον του ήθους, το γλυκύ της ομιλίας, ο πλούτος της γνώσεως, το έντιμον και το χρηστόν του χαρακτήρος του τον έκαναν αγαπητόν σε όλους. Εξαιτίας των χαρι­σμάτων του, οι μαθητές και διδάσκαλοι της Σχολής, «κοινή ψήφω», εζήτησαν από τον Αυτοκράτορα να εκλεγεί διδάσκαλος αυτής. Έτσι, με αυτοκρατορική υπόδειξη, τιμάται με το αξίωμα του διδασκάλου.
Ο Αβραάμιος σύντομα απέδειξε τις ικανότητες του. Απέκτησε πολλούς μα­θητές και συγχρόνως τη φήμη του σοφού διδασκάλου. Γι’ αυτό, χρόνο με το χρόνο, ο αριθμός των μαθητών ηύξανε. Αλλ’ ο Αβραάμιος ταυτόχρονα ζούσε συνεπή χριστιανική ζωή. Η επιθυμία του ήταν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Την περίοδο αυτή ο συγγενής του Στρατηγός Ζεφιναζέρ αναλαμβάνει την ναυτική διοίκηση στο Αιγαίο και παίρ­νοντας μαζί του τον Αβραάμιο πραγ­ματοποιεί περιοδεία στο Αρχιπέλαγος. Κατέπλευσαν στη νήσο Λήμνο, απ’ όπου διακρινόταν το Άγιον Όρος, όπου έμελλε αργότερα να ιδρύσει τη Λαύρα. Επανερχόμενος στην Πόλη, συναντά­ται με τον όσιο Μιχαήλ Μαλεΐνον, ιδρυτή και Ηγούμενο της Λαύρας του Κυμινά. Του εξομολογείται την επιθυμία να ασπα­στεί τον μοναχικό βίο. Στην Πόλη έγινε και η συνάντηση των Οσίου Μιχαήλ, Νικη­φόρου Φωκά, μετέπειτα Αυτοκράτορος, και του Αβρααμίου. Έτσι, κρίνεται από τον όσιο Μιχαήλ άξιος να ακολουθήσει βίο πιο ησυχαστικό και ασκητικό, και επιλέγει τόπο ερη­μικό, όπου επιδίδεται σε νέους πνευματι­κούς αγώνες. Βλέποντας ο Όσιος Μιχαήλ την μεγά­λη πνευματική άσκηση του Αθανασίου, πρόβλεψε (προείδε) την μετέπειτα εξέλι­ξη του, ότι δηλαδή θα γίνει διάδοχος του στα πνευματικά χαρίσματα.
Στη συνέχεια ο Αβραάμιος παραιτεί­ται από την Σχολή και μεταβαίνει στην Λαύρα του Κυμινά. Γίνεται δεκτός από τον Ηγούμενο όσιο Μιχαήλ και κείρεται μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Μετά την κουρά του ο Αθανάσιος, έχοντας έμπειρο και διακριτικό πνευματικό οδη­γό, επιδίδεται στην άσκηση των μοναχι­κών αρετών. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών, κατέκτησε «πάσαν ασκητικήν πολιτείαν» και συνέλεξε σε βραχύ χρόνο πλούτο αρετών, ώστε να καθάρει την διάνοιαν και να δει «θεία θεωρήματα», όπως ση­μειώνει βιογράφος του.
Αλλά τον Αθανάσιο για άλλα είχε προ­ορίσει ο Θεός. Ως εκ τούτου, από το όρος Κυμινά αναχωρεί και έρχεται στο Άγιον Όρος. Εδώ, φθάνοντας, περιοδεύει πολλά σκηνώματα της αθωνικής χερσονήσου και γνωρίζει πολλούς και εναρέτους μο­ναχούς και ασκητές. Εντυπωσιάζεται από την σκληρή ασκητική ζωή, τον λιτό βίο, τις πολλές στερήσεις. Αρχικά γίνεται υποτακτικός σε ένα απλό γέροντα, χωρίς να αποκαλύψει ποιος ήταν, κοντά στη Μονή Ζυγού.
Δεν εφανέρωσε το πραγματικό του όνομα, αλλά προσποιήθηκε ότι ονομά­ζεται Βαρνάβας, γιατί ήθελε να είναι απαρατήρητος. Επιθυμία του ήταν να γνωρίσει τους μοναχούς του Όρους και να ακολουθήσει ένα υψηλότερο στάδιο μοναχικού βίου, του ερημίτη. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο Τυπικό του, την περίο­δο αυτή οι αρχές του Άθω δεν επέτρεπαν σε κανένα μοναχό να ζήσει ως ερημίτης, εάν δεν είχε παραμείνει στο Όρος δύο ή τρία χρόνια. Με τον τρόπο αυτό υπήρχε ένας έλεγχος δι’ όσους ήθελαν να γίνουν ερημίτες.
Ο Αθανάσιος, έπρεπε, για να μην απο­καλύψει τον εαυτό του να υποταχθεί σε κάποιο αναχωρητή. Έτσι έκρυβε τις γνώ­σεις του και τις πνευματικές του ικανότη­τες από σεβασμό στον Γέροντά του, που ήταν αμόρφωτος.
Υποτάσσεται, λοιπόν, σε σχεδόν αμόρ­φωτο Γέροντα, παρά του οποίου, εκτός της μοναχικής ασκήσεως, «διδάσκεται τα ιερά γράμματα».
Ενώ λοιπόν ο Αθανάσιος δοκιμαζό­ταν στον Άθω ως υποψήφιος ασκητής, ο Δομέστικος των Σχολών της Ανατολής, Νικηφόρος Φωκάς, τον αναζητούσε. Βέ­βαιον είναι ότι έκανε έρευνες σε διάφορα μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας χωρίς αποτέλεσμα.Τέλος θυμήθηκε, λέει ο βιογράφος του, ότι ο Αθανάσιος του είχε μιλήσει για πιθανή αναχώρηση και των δύο στο Άγιον Όρος. Γράφει λοιπόν στον κριτή-έπαρχο της Θεσσαλονίκης και του ζητά να μεταβεί στον Άθω προς αναζήτηση του Αθανα­σίου, περιγράφοντας τα προσωπικά χαρακτηριστικά του.
Ο κριτής μεταβαίνει στο Όρος, συνα­ντάται με τον Πρώτο του Όρους Στέφα­νο (958-962) και διαβιβάζει το αίτημα. Ο Πρώτος υπόσχεται να προβεί στην ανεύρεση του, ενώ επλησίαζαν τα Χρι­στούγεννα και η σύναξη των Γερόντων του Όρους γινόταν τρεις φορές το χρόνο: Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου, εορτή της κοιμήσεως της Πα­ναγίας. Στις συνάξεις, υπό την προεδρία του Πρώτου, συμμετείχαν οι πατέρες οι οποίοι ασκούνταν στην περιοχή της Λαύ­ρας των Καρυών.
Κατά τα Χριστούγεννα λοιπόν του έτους εκείνου, έγινε από τον Πρώτο Στέ­φανος η αναγνώριση του Αθανασίου. Όλοι οι Αθωνίτες ξέρουν πλέον ότι ο Βαρνάβας είναι ένας μορφωμένος μο­ναχός, αλλά δεν γνωρίζουν ποιος είναι στην πραγματικότητα, γιατί ζήτησε από τον Πρώτο να κρατήσει το μυστικό του, διαφορετικά θα έφευγε από τον Άθω. Ο Πρώτος του παραχωρεί ένα αναχωρητικό κελλί κοντά στις Καρυές. Ο Αθα­νάσιος εγκαθίσταται εκεί με ένα μαθητή, ονόματι Λουκίτζη και ασκεί το επάγγελμα του καλλιγράφου. Εκεί ο Αθανάσιος πα­ρέμεινε μέχρι το 959.
Περί το έτος 960 έρχεται στο Όρος ο αδελφός του Νικηφόρου και Δομέστικος των Σχολών της Δύσεως Λέων Φωκάς, μετά την νίκη του κατά των Σκυθών, για να ευχαριστήσει από ευγνωμοσύνη τον Θεό. Επιθυμούσε βέβαια να συναντήσει τον Αθανάσιο, όπερ και έγινε. Τότε λοι­πόν όλοι πληροφορούνται ποιος ήταν πραγματικά ο Βαρνάβας και ποιες οι σχέσεις του με την περιφανή οικογένεια Φωκά. Το ασκητικό περιβάλλον, η όλη προσωπικότητα και η σχέση του με την ένδοξη οικογένεια της αυτοκρατορίας, προκάλεσαν αίσθηση στους Αθωνίτες και πολλοί παρεκινήθησαν να προσέλθουν κοντά του.
Ο Αθανάσιος θέλοντας να αποφύγει την προσέλευση και σύγχυση, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο, που είχε, όταν αφίχθει στο Όρος: να αποσυρθεί στα ενδό­τερα του Όρους, στην ησυχία. Έτσι, με την ευλογία του Πρώτου και της Συνάξεως, αφού έμεινε δυο χρόνια στις Καρυές, έλαβε ένα τόπο εξαιρετικά απρόσιτο και ερημικό, που λεγόταν Μελα­νά, στη θέση όπου έκτισε τη Λαύρα.Εκεί έστησε την ασκητική του καλύβη, σαν άλλο αρετής εργαστήριον, και επι­δόθηκε σε νέους πνευματικούς αγώνες αφοσιωμένος στις κατά Θεόν μελέτες και θείες θεωρίες.
Την ίδια περίοδο ο Νικηφόρος Φωκάς διηύθυνε την εκστρατεία του Βυζαντινού στρατού, περί το 960, για την απελευ­θέρωση της Κρήτης από τους Άραβες. Οι συγκρούσεις ήταν σκληρές και αμφίρροπες. Η Βυζαντινή στρατιά υπέφερε από το κρύο και την έλλειψη τροφών, σε αντίθεση με τον στρατό των Αράβων.
Επιθυμώντας να αναπτερώ­σει το ηθικό των στρατιωτών, ο Φωκάς υπενθύμιζε ότι σκοπός της εκστρατείας ήταν η απελευ­θέρωση εδαφών και πληθυσμού χριστιανικού. Άλλωστε, οι Άρα­βες ή Σαρακηνοί, έχοντες ως ορ­μητήριο την Κρήτη, έκαναν επι­δρομές σε όλο το Αιγαίο, ακόμα και το Άγιον Όρος, από το οποίο πέραν των λαφύρων, είχαν αιχμα­λωτίσει και μοναχούς.
Στην προσπάθειά του να ενι­σχύσει το ηθικό του στρατού, απε­φάσισε να αποστείλει γράμματα σε μοναστήρια της Μ. Ασίας και στο Άγιον Όρος, ζητώντας να στεί­λουν μερικούς μοναχούς κοντά στο στρατό. Μεταξύ των μονα­χών, έγραψε και στον Αθανάσιο και στον Πρώτο του Όρους. Οι Αθωνίτες απάντησαν θετι­κά. Με την ευλογία του Πρώτου και των γερόντων του Όρους, αποφασίζει να με­ταβεί στην Κρήτη ο Αθανάσιος συνοδευό­μενος από ένα μοναχό, το Θεόδοτο.
Η συνάντηση των δύο αντρών ήταν συγκινητική. Ο Αθανάσιος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Η αποστολή και παραμονή του Αθανασίου στην Κρήτη στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Επέτυχε να βοηθήσει στην εκ­δίωξη των Αράβων από την Κρήτη, την απελευθέρωση όσων Αθωνιτών είχαν συλληφθεί και διασωθεί, και την επανασύνδεση του φιλικού του δεσμού με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά.
Εκεί καταστρώθηκε η ιδέα της ιδρύ­σεως ενός μοναστηριού στον Άθω, υπό την ηγουμενία του Αθανασίου, στο οποίο θα εμόναζε και ο Φωκάς. Για τον σκοπό αυτό ο Φωκάς πρότει­νε στον Αθανάσιο να του διαθέσει τα χρήματα που θα απαιτούνταν για την ανέγερση της Μονής. Αφού οι δύο άνδρες έμειναν σύμ­φωνοι περί της Μονής και τα σχετικά με αυτήν, ο μεν Αθανάσιος ανεχώρησε για τον Άθωνα, ο δε Φωκάς επέστρεψε στη Βασιλεύουσα. Επιστρέφοντας ο Αθανάσιος στο Όρος, εσκέπτετο να αρχίσει την ίδρυ­ση της Λαύρας. Στο μεταξύ ο Νικη­φόρος Φωκάς αποστέλλει στον Άθω τον έμπιστο του μοναχό Μεθόδιο, με επιστολή και τα αναγκαία χρήματα για την έναρξη των εργασιών. Ο Μεθόδιος παρέμεινε στο κελλί του Αθανασίου έξι μήνες και δεν ανεχώρησε παρά αφού έπεισε τον Αθανάσιο να αρχίσει την κατασκευή της Λαύρας και αφού είχαν αρχίσει οι οικοδομικές εργασίες.
Πράγματι ο Αθανάσιος άρχισε με την ανέγερση του ησυχαστηρίου, όπου θα εμόναζε ο Νικηφόρος και ναό επ’ ονόμα­τι του Τιμίου Προδρόμου10. Στη συνέχεια προχώρησε στην ανέγερση του καθολι­κού και άλλων κτισμάτων. Ενώ λοιπόν προχωρούσαν οι εργασίες ανεγέρσεως του καθολικού και των κελλίων, έφθασε η είδηση της ανόδου τουΝικηφόρου στον αυτοκρατορικό θρόνο. Η είδηση αυτή επίκρανε τον Αθανάσιο, ο οποίος ανέλαβε την ανοικοδόμηση της Λαύρας μετά από επίμονες παρακλήσεις του Νικηφόρου και την υπόσχεση του να ακολουθήσει το μοναχικό βίο.
Γι’ αυτό απεφάσισε να εγκαταλείψει την ηγουμενία της Λαύρας και να φύγει από το Όρος.
Φεύγει λοιπόν και αποβιβάζεται στην Άβυδο της Μικράς Ασίας. Φθάνοντας εκεί, έστειλε πίσω στον Άθωνα το πλοίο της Λαύρας με τους περισσότερους εκ των συνοδών του. Ένα μοναχό απο­στέλλει στη Βασιλεύουσα με σκοπό να επιδώσει στον αυτοκράτορα επιστολή και ο ίδιος με τρεις εμπίστους μοναχούς επιβιβάζεται σε πλοίο με προορισμό την Κύπρο. Με το γράμμα στον αυτοκρά­τορα τον πληροφορεί ότι παραιτείται από την ηγουμενία, αλλά συγχρόνως του υποδεικνύει το μοναχό Ευθύμιο, να αναλάβει το αξίωμα.
Φθάνοντας στην Κύπρο, διαμένει στη Μονή των Ιερέων και αποστέλλει τον μοναχό Θεόδοτο στη Λαύρα, με απο­στολή να παρακολουθεί την εξέλιξη των υποθέσεων της Μονής. Μόλις η πορεία των πραγμάτων της Μονής πήρε αρνητική τροπή, ο Θεόδοτος επιστρέφει στην Κύπρο και ενημερώ­νει τον Αθανάσιο για την κατάσταση. Ο αυτοκράτωρ, διαβάζοντας την επι­στολή του Αθανασίου, λυπείται, καθιστά τον μοναχό Ευθύμιο ηγούμενο της Λαύ­ρας και πάραυτα, αποστέλλει γράμματα προς αναζήτηση του Αθανασίου, ο οποί­ος κρυβόταν στη Μονή των Ιερέων.
Τα γράμματα έφθασαν και στον ηγού­μενο της Μονής των Ιερέων, ο οποίος εκάλεσε τον Αθανάσιο και τον συνοδό του μοναχό Αντώνιο προς εξακρίβωση. Ο Αθανάσιος απέφυγε να αποκαλύψει τον εαυτό του. Αναχωρεί με τον Αντώνιο και φθάνει στην πόλη Αττάλεια της Μ. Ασίας, όπου φθάνει επίσης και ο μονα­χός Θεόδοτος, ο οποίος πληροφορεί τον Αθανάσιο για την θλιβερή κατάσταση της Λαύρας. Έτσι χωρίς χρονοτριβή, αποφα­σίζει να επιστρέψει στη Μονή. Η επάνοδος του στη Λαύρα έδωσε χαρά και ικανοποίηση στους πατέρες, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν αρκετά κατά το διάστημα της απουσίας του, κατά την οποία διακινδύνεψε και η ίδια η ύπαρξη της Μονής.
Αφού ετακτοποίησε καλώς όλα τα πράγματα της Λαύρας, απεφάσισε να με­ταβεί στη Βασιλεύουσα προς συνάντηση του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά. Η συνάντηση των δύο ανδρών υπήρ­ξε συγκινητική, και ακόμη περισσότερο, σημαντική και χρήσιμη. Δεν έγινε απλώς η διάλυση των παρεξηγήσεων αλλά υπήρ­ξε σταθμός, όχι μόνον για την ιστορία της Λαύρας, αλλά και του Αγίου Όρους.
Ο Αθανάσιος εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Νικηφόρος Φωκάς από τη θέση την οποία πλέον κατείχε θα βοηθούσε αποτελεσματικά τη Λαύρα. Πράγματι, ο αυτοκράτωρ εξέδωσε, χάρη του Αθανασί­ου, υπέρ της Λαύρας τρία χρυσόβουλλα, τα οποία εκτός από τη θεσμική τους διά­σταση, παραχωρούσαν στην νεόδμητη Λαύρα σημαντικές δωρεές. Στο χρυσόβουλλο του, το οποίο είχε χαρακτήρα Τυπικού για τη Λαύρα, ο Φωκάς περιέχει μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: κανείς δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει στη Λαύρα εκτός από τον αυτοκράτορα. Η Λαύρα η οποία από ιδιωτική κατέστη βασιλική αυτοκρα­τορική, με την ανάρρηση του Φωκά στον αυτοκρατορικό θρόνο καθιερούται ελευθέρα και αυτοδέσποτος από κάθε κοσμική ή εκκλησιαστική αρχή.
Ο Νικηφόρος, κτίτωρ της Μονής, έχει την κυριότητά της σε όλη τη διάρ­κεια της ζωής του, και μετά το θάνατο του περιέρχεται στο Αθανάσιο, ο οποί­ος είναι ισόβιος ηγούμενος. Ο Φωκάς με το χρυσόβουλλο του απαγορεύει την παραχώρηση της Λαύ­ρας σε πρόσωπο ξένο προς αυτήν, κοσμικό ή εκκλησιαστικό ή σε άλλη Μονή. Παράλληλα χορηγεί στη Λαύρα χρηματικές παροχές σε ετήσια βάση, αναγκαίες για τη συντήρηση της. Έτσι, η Λαύρα καθίσταται αυτοκρα­τορικό μοναστήρι, με κοινοβιακό χα­ρακτήρα, με πλούτο και ευμάρεια.
Την ίδια περίοδο, λόγω της φή­μης του Αθανασίου και της εντυπω­σιακής εξελίξεως της Λαύρας, μονα­χοί από πολλές περιοχές προσέρχονται να υποταχθούν. Μεταξύ αυτών έρχο­νται από τη Ρώμη, Καλαβρία, Ιταλία, Ιβηρία, Αρμενία κ.λ.π. Όλοι αυτοί βρί­σκουν καταφύγιο τη Λαύρα, η οποία την περίοδο αυτή (964 972) ήταν το μόνο σημαντικό μοναστικό ίδρυμα, εκτός του Πρωτάτου, στον Άθω.
Αυτή η πρωτόγνωρη άνοδος της Λαύ­ρας δημιούργησε ορισμένες αντιδράσεις από πολλούς Αθωνίτες ασκητές, ερημίτες και ηγουμένους μονυδρίων. Η βασική διαμαρτυρία επικεντρώνονταν στο ότι με τη μεγάλη οικονομική δραστηριότη­τα, τις άφθονες χρηματικές δωρεές κ.λπ. αλλοιώνονταν η μοναχική παράδοση του Όρους και ο χαρακτήρας του αγιορείτι­κου ασκητικού πνεύματος, όπως τότε υπήρχε στον Άθω.
Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά, δημιούργησε μία νέα εποχή και τροπή στα Αγιορείτικα πράγματα. Όσοι αντι­δρούσαν ή διαφωνούσαν με τον Αθανά­σιο, θεώρησαν κατάλληλη την ευκαιρία να ανακόψουν την πορεία του. Έτσι, έστειλαν αντιπροσωπεία στο νέο αυτοκράτορα στον οποίο διετύπωσαν τις αιτιάσεις τους.
Ο νέος Αυτοκράτωρ Ιωάννης Τζιμισκής (969-976) προσκάλεσε τον Αθα­νάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη συνάντηση ο Αυτοκράτωρ, παρ’ ότι εγνώριζε το στενό δεσμό του Αθανασίου με το δολοφονηθέντα Αυτοκράτορα Νι­κηφόρο Φωκά (963969), όχι μόνον δεν έδειξε αντιπάθεια ή εχθρότητα προς τον Αθανάσιο, όπως ανέμεναν οι αντιφρονού­ντες, άλλά έδειξε φιλική στάση και πραγ­ματοποίησε όλα του τα αιτήματα. Η στάση αυτή άμβλυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε στη συμφιλίωση των δύο πλευρών. Αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων ήταν να αποσταλεί στον Άθω ο ηγούμενος της Μονής Στουδίου Ευθύμιος, προκειμένουνα λυθεί οριστικά το αγιορειτικό ζήτημα. Με την ευκαιρία εκείνης της συναντήσεως ο Ιωάννης Τζιμισκής εξέδωσε χρυσόβουλλο υπέρ της Λαύρας, και επικύρωσε όλες τις διατάξεις του χρυσοβούλλου του προκατόχου του.
Ο ηγούμενος της Μονής Στουδίου Ευθύμιος ήλθε στον Αθανάσιο. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των αγιορειτών συνετάγη ένα κείμενο, που ενέκριναν όλοι οι ηγούμενοι και το υπέγραψεν ο Πρώτος, 57 ηγούμενοι του Άθω και άλλοι πρόκριτοι αγιορείτες. Το κείμενο αυτό, γνωστό ως Τυπικό του Τζιμισκή, φέρει επίσης και την ονομασία «Τράγος» γιατί είχε γραφεί «επί αιγείου(κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ο «Τράγος», από της καθιερώσεώς του φυλάσσεται στο Σκευοφυλάκιο του Πρωτάτου και της Ι. Κοινότητος.
Μετά την κύρωση και εφαρμογή του Τυπικού του Τσιμιζκή, ο Αθανάσιος απε­ρίσπαστος ασχολήθηκε με την διοίκηση της Λαύρας και τα πνευματικά του κα­θήκοντα. Ιδιαίτερα εμερίμνησε για την διοικητική οργάνωση της Μονής, την ορθή διαχείριση των οικονομικών, την λειτουργική ευταξία και διάφορα άλλα προσωπικά θέματα της καθημερινής ζω­ής και γενικότερα.
Ο Αθανάσιος, συνέταξε το Τυπικό του, το οποίο διακρίνεται σε τρία μέρη: Το Τυπικό, το οποίο αναφέρεται σε θέματα διοικητικά, όπως η εκλογή ηγουμένου, τα καθήκοντα, οι εξουσίες, οι υποχρεώσεις, η διαδοχή, τα καθήκοντα των προκρίτων αδελφών κ.α. Η Διατύπωση, που αποτελεί σύντο­μο κείμενο αναφερόμενο κυρίως στον τρόπο εκλογής του ηγουμένου, τον διο­ρισμό επιτρόπων κ.α. και Η Υποτύπωση, ένα είδος λειτουρ­γικού τυπικού. Αναφέρεται δηλαδή στην τέλεση των Ι. Ακολουθιών όλου του εκ­κλησιαστικού έτους. Ο Αθανάσιος, ανεγνωρίσθη και καθιερώθη ως ο αναμορφωτής αρχηγέτης και πατριάρχης του αθωνικού μοναχισμού. Η συμβολή του στην καθιέρωση και ανα­γνώριση του μοναχικού καθεστώτος της αθωνικής πολιτείας υπήρξε καταλυτική και πανθομολογούμενη.
Έζησε βίον, πέραν των διοικητικών του ικανοτήτων, οσιακόν. Η αρετή τουανεγνωρίσθη από πολλούς. Διεκρίνετο για την σοφία, την ευγένεια, την πραό­τητα, το φιλάνθρωπον προς όλους, την φιλοξενία, την ασκητικότητα.
Υπήρξε κατά τον βιογράφο του: «Αρ­χή πάντων και τέλος … πάσι τύπος και νόμος ην … πολύτροπος και πολυειδής την κυβέρνησιν … Χριστόν τον εαυτού ποιμένα μιμούμενος». Ο Αθανάσιος εκοιμήθη περί το 1000 μ.Χ. Πάνδημος υπήρξε η εκφορά του ιερού σκηνώματος του, οπού παρέστη η του «Όρους Γερουσία». Ανεγνωρίσθη Όσιος και η μνήμη του εορτάζεται την 5ην Ιουλίου.
Εκείνο όμως το οποίο ιδιαίτερα χαρα­κτήριζε τον Όσιον Αθανάσιο, δεν ήταν τόσο η ίδρυση της Λαύρας, η συμβολή του στην διαμόρφωση του αγιορείτικου καθεστώτος, οι σχέσεις του με τους αυτοκράτορες της εποχής του, αλλά η πνευματική συγκρότηση της προσωπικότητάς του. Ο Όσιος υπήρξε κατ’ εξοχήν ένας γνή­σιος μοναχός, ένας αυθεντικός ασκητής. Κέντρο της ζωής του ήταν η πνευματική του κατάρτιση, η κατάκτηση των δωρεών της χάριτος του Θεού. Η προσωπικότης του συγκρίνεται με τις μεγάλες προσωπικότητες του μοναχι­σμού της Ορθόδοξης Ανατολής, όπως του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου, του Θεόδωρου του Στουδίτου κ.α Εβίωσε το Ευαγγέλιο στην αυθεντική του διασταση, κατεκτησε την αρετή και αξιώθηκε θείων χαρισμάτων και δωρεών και όπως σημειώνει ο εγκωμιαστής του «τοις αγγέλοις εφάμιλλος ώφθη»15. Αξιώθηκε του χα­ρίσματος του θαυματουργείν. Ο βιογράφος του ανα­φέρει μερικά από τα θαύ­ματα τα οποία εν ζωή και μετά θάνατον εποίησε.
Μεταξύ αυτών αναφέ­ρουμε:
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Η παράδοσις της Μονής διασώζει το εξής θαυμαστό περιστατικό.
Ο μοναχός Αθανάσιος, ο αποθηκάριος, στην αρ­χή της μοναχικής του ζω­ής, ευρισκόμενος κάποτε στον Μυλοπόταμο, έπαθε υδρωπικία. Βλέποντας την κατάσταση του, ο Όσιος του υπέδειξε να μεταβεί στη Λαύρα για να θεραπευθεί από τον ιατρό της Μονής. Όταν έφθασε εκεί, οι ιατροί που τον εξέτασαν δεν πί­στευαν ότι θα θεραπευθεί. Τότε ο Πατήρ τον λυπήθηκε, για την κατάσταση του και, αφού άγγιξε με το χέρι του την κοιλιά, είπε «Ύπαγε τέκνον, της χάριτος του Θεού. ουδέν κακόν έχεις». Αμέσως με τον λόγο ο μοναχός έγινε υγιής.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ
Κατά το έτος 963, συνέβη λιμός στην του διάσταση, κατάκτησε την αρετή και Αυτοκρατορία, ένεκα του οποίου εδημιουργήθη έλλειψη τροφών και στο Άγιον Όρος. Επειδή είχε αρχίσει η οικοδομή της Λαύρας και να εξαντλούνται τα υλικά και τα τρόφιμα, ο Όσιος απεφάσισεν να μεταβεί στις Κα­ρυές για να συμβουλευθεί τον Πρώτο και τους γέροντες επί του πρακτέου. Ενώ λοιπόν επορεύετο προς τις Καρυές, σε αρκετή απόστα­ση από τη Μονή, συναντά μια σεμνοτάτην και ωραιωτάτην γυναίκα. Από την θέα της εταράχθη. Αλλά πρώτη η γυνή ερώτα τον Αθανάσιον «Πόθεν έρχεσαί, Αθανάσιε, και που πο­ρεύεσαι;».
Έκπληκτος ο Όσιος απάντη­σε «Ποία είσαι εσύ, η οποία μου ομιλείς και γνωρίζεις το όνομά μου;».
«Εγώ είμαι η Μήτηρ του Κυ­ρίου και προστάτις σου» απα­ντά εκείνη, και συνεχίζει «Αλλ’ είπε μοι, διατί εγκατέλιπες την Λαύραν, και που μεταβαίνεις;»
Και ο Όσιος: «Δεν πιστεύω ότι είσαι η Κεχαριτωμένη, εάν δεν ιδώ κάποιο σημείον».
«Δίκαιον έχεις, Αθανάσιε δια να πιστεύσεις, ιδού» απάντησε. «Χτύπησε σταυροειδώς με την ράβδο σου αυτήν την πέτρα επικαλούμενος το όνομα της Παναγίας Τριάδος και θα ιδείς ευθύς να αναβλύζει άφθονον και αστείρευτον ύδωρ».
Πεισθείς ο Όσιος, εκτύπησε την ενώ­πιον του πέτρα και αμέσως ανέβλυσεν ύδωρ, και το σημείον εκείνο έκτοτε ονομάσθηκε ύδωρ του αγιάσματος, έν­θα εκτίσθη ναϋδριον της Ζωοδόχου Πηγής.
Μετά το γεγονός τούτο, προσέπεσε ενώπιον της Παναγίας και εζήτησε συγγνώμη. Τότε η Παναγία υποσχέθηκε στον Όσιο να αναλάβει την τροφοδοσία της Μονής και των άλλων αναγκαίων, και τον προέτρεψε να επιστρέψει στην Λαύρα, και έγινε ευθύς άφαντος.
Ο Αθανάσιος επέστρεψε στη Μονή. Μόλις διέβη την κεντρικήν πύλη και εισήλθεν στην αυλή, βλέπει ενώπιον του και πάλι την Υπεραγίαν θεοτόκον, η οποία τον οδήγησε στην αποθήκη της Μονής, η οποία ήταν πλέον πλήρης τροφίμων. Δεικνύουσα δε η Παναγία την ευλο­γία εκείνη του θεού, λέγει στον Όσιο «θέλω, τέκνον μου Αθανάσιε, εις το εξής να μη ορίσης εσύ και οι διάδοχοί σουΟικονόμον εις την Μονήν, διότι εγώ θα είμαι η Οικονόμισσα της Λαύρας μέχρι της συντέλειας των αιώνων» και έγινε πάλι άφαντος. Πράγματι, ο Όσιος κατόπιν αυτών συνέχισε την ολοκλήρωση της Λαύρας, μέχρι συντελέσεως της οποίας επήρκεσεν η ευλογία εκείνη των τροφίμων. Στο σημείο όπου ενεφανίσθη η Πα­ναγία ανηγέρθη ύστερα, και υπάρχει έως σήμερον το Προσκυνητάριον τηςΠαναγίας της Οικονομίσσης, μετ’ ακοιμήτου κανδήλας.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Αναφέρεται επίσης ότι: «Κατά την ζώσαν και αδιάκοπον παράδοσιν της Μονής λέγεται ότι, ζων ο Όσιος, είχεν αφήσει εντολήν περί μη εκταφής του, η οποία και ετηρέτο επί αιώνες. Αλλά, κατά την παράδοσιν επίσης, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος, ότε το 1575 μετέτρεψε την Μονή από ιδιορρύθμου εις κοινόβιον, ηθέλησεν εξ ευλάβειας ν’ ανοίξει τον τάφον. Αφού λοι­πόν έπεισε τους Πατέρας, επεχείρησε μετ’ αυτών το άνοιγμα του τάφου. Όταν εκτύπησαν δια των σχετικών εργαλείων προς διάνοιξιν, εξήλθον εκείθεν φλόγες πυρός, αι οποίαι κατετρόμαξαν τον Πατριάρχην και τους περί αυτόν, ώστε να σταματήσουν πάραυτα το εγχείρημα. Ούτως ο τάφος του Οσίου παραμένει μέχρι σήμερα άθικτος, κατά την εντολήν του Πατρός».
Τα όρια και το μέγεθος της πνευματι­κής συγκροτήσεως και ακτινοβολίας του Οσίου Αθανασίου παριστά το Απολυτίκιο αυτού, το οποίο έχει ως εξής: «Την εν σαρκί ζωήν, σου κατεπλάγησαν, Αγγέλων τάγματα, πως μετά σώματος, προς αοράτους συμπλοκάς εχωρήσας αοίδημε, και κατετραυματίσας των δαιμόνων τας φάλαγ­γας όθεν Αθανάσιε, ο Χριστός σε ημείψατο, πλουσίαις δωρεαίς διό Πάτερ, πρέσβευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».

Βιβλιογραφία:
Παν. Κ. Χρήστου, "Το Άγιον Όρος", Θεσ/νίκη 1987.
Ν. Σβορώνου, "Η σημασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους", Εκδόσεις Πανσέληνος.
Οδ. Λαμψίδη, "Μία παραλλαγή της βιογραφίας του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου", Περιοδικό Βυζαντινά, Τόμος 6, Θεσ/νίκη 1974.
J. Noret, Leuren University Pres, "Sancti Athanasii Athonitae", α’ και β’.
Μον. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, "Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης", Αθήναι 1975.
Διονυσία Παπαχρυσάνθου, "Ο Αθωνικός Μοναχισμός", Αθήνα 1992.
Παύλου Μον. Λαυριώτου, "Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης", Άγιον Όρος 2007.
G. Schlumberger, "Ο Αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς", Αθήναι 1905.
Ph. Meyer, "Die Hauptur Kunden fur die Geschighte der Athoski Ster", Ληψεία 1894.
Παντελεήμονος Μον. Λαυριώτου, "Εγκώμιον εις τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη", Αθήναι 1937.









Πηγή: Περιοδικό "ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ", φ. Ιουλίου - Αυγούστου 2008.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου