ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
Φιλοκαλικά Θέματα Ερημικής Εσωτερικότητος
Ιω. Κορναράκη, Ομ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου Θεσσαλονίκης.
Όταν πεισθή ο «κοινωνικός» ή «εγκόσμιος» Χριστιανός για την περίοπτη και πολυδύναμη θέση της ερήμου μέσα στο βιβλίο του λυτρωτικού δράματος του ανθρώπου, ενδέχεται να προσκρούση στη προβληματική της βιώσεως της ερημικής ζωής. Δηλαδή αν πράγματι η έρημος, σαν πνευματική παρουσία και μάλιστα σαν πνευματική «λειτουργία» του Χριστιανικού βιώματος, έχει ένα νόημα υποχρεωτικό για κάθε Χριστιανό, τότε πώς ημπορεί ο εγκόσμιος Χριστιανός να βιώση την πολυδύναμη αυτή «λειτουργία» της έρημου μέσα στον πολυθόρυβο και πολυτάραχο κοινωνικό βίο; Είναι αλήθεια πως η έρημος, σαν χώρος της απουσίας της ζωής, είναι πάντοτε μια έννοια αντίθετη προς την έννοια της κοινωνικής ζωής. Κι ίσως μάλιστα αυτή η κτυπητή αντίθεση να είναι κυρίως η βασική δομή της προβληματικής της βιώσεως της ερημικής ζωής μέσα στον πολυθόρυβο κοινωνικό βίο. Όταν προτείνη κανείς στον εγκόσμιο Χριστιανό να βιώση την ερημική ζωή μέσα στα καθημερινά του προβλήματα, στις σκοτούρες του και στο αγχωτικό του τρεχαλητό, φαίνεται πως του προτείνει κάτι αδύνατο.
Εν τούτοις η έρημος, ακριβώς σαν πολυδύναμη πνευματική παρουσία, σαν «λειτουργία» του Χριστιανικού βιώματος, ευρίσκει τον εαυτό της πρώτα - πρώτα μέσα στον πολυθόρυβο κοινωνικό βίο. Μάλιστα θα πρέπει κανείς να κατανοήση επαρκώς πως η έρημος με την έννοια αυτή έχει την αφετηρία της μόνο μέσα στον κοινωνικό χώρο.
Ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, γράφοντας «προς Κάστορα Επίσκοπον» (1) λέγει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Έως τοίνυν της ημετέρας ασθενείας τας αιτίας άλλοις επιγράφομεν (αποδίδομεν), αδύνατον ημάς προς τελείωσιν της μακροθυμίας φθάσαι. Το κεφάλαιον τοίνυν της ημετέρας διορθώσεως και ειρήνης, ουκ εκ της πλησίον μακροθυμίας της προς ημάς γινομένης κατορθούται. αλλ’ εκ της ημετέρας προς τον πλησίον ανεξικακίας. Όταν δε τον της μακροθυμίας αγώνα διαφεύγοντες, την έρημον μεταδιώκωμεν και την μόνωσιν. όσα δ’ αν των ημετέρων παθών αθεράπευτα εκείσε απενέγκωμεν, επικεκρυμμένα, ουκ εξηλειμμένα τυγχάνουσι. Και γαρ η ερημία και η αναχώρησις τοις μη πάθεσιν απηλλαγμένοις, ου μόνον φυλλάτειν ταύτα επίσταται, αλλά και επικαλύπτειν ταύτα οίδε. και ουδέ επαισθάνεσθαι εαυτούς λοιπόν συγχωρεί ποίω πάθει ηττώνται. το εναντίον δε, φαντασίαν αυτοίς αρετής υποβάλλει και κατορθωκέναι αυτούς πείθει την τε μακροθυμίαν και την ταπείνωσιν, έως μη πάρεστιν ο τούτους ερεθίζων και δοκιμάζων. Όταν δε συμβή πρόφασίς τις, τούτους συγκινούσα και γυμνάζουσα, ευθέως τα εναποκείμενα πάθη και τα πριν λανθάνοντα, ώσπερ ίπποι αχαλίνωτοι εκ των ιδίων αφετηρίων εκπηδήσαντες και τη μακρά ησυχία και σχολή τραφέντες, σφοδρότερον και αγριώτερον προς όλεθρον επισύρουσι τον ίδιον επιβάτην. Πλέον γαρ εν ημίν αγριούνται τα πάθη, αργούντα της εκ των ανθρώπων γυμνασίας» (2).
Έτσι, κατά τον Άγιο Κασσιανό, αυτός που επιδιώκει να βιώση την πνευματική εμπειρία της ερήμου, πρέπει να έχη ήδη ερημωθή από τα πάθη του πριν κατοικήση τον σκηνικό της χώρο. Γιατί ο χώρος αυτός δεν ενεργεί μαγικά. Η έρημος, σαν «σιωπηλόν μυστήριον», προσφέρει πολυδύναμες εμπειρίες μόνο σ’ εκείνους που έχουν απαλλαγή από τα πάθη τους. Σε εναντία περίπτωση ο ρόλος της ερήμου είναι αρνητικός. «Και γαρ η ερημία και η αναχώρησις τοις μη πάθεσιν απηλλαγμένοις, ου μόνον φυλάττειν ταύτα επίσταται, αλλά και επικαλύπτειν ταύτα οίδε». Και όχι μόνον τούτο αλλά τα πάθη γίνονται αγριώτερα και τυραννικώτερα με την απουσία «της εκ των ανθρώπων γυμνασίας». Η λειτουργία της απωθήσεως και μάλιστα της συμπλεγματικής λειτουργίας των απωθουμένων ψυχικών περιεχομένων είναι λοιπόν πολύ γνωστή και οικεία στον άγιο Πατέρα. Η εικόνα των ίππων αποκαλύπτει όχι μόνον τη βαθειά ψυχολογική γνώση του Αγίου Κασσιανού, αλλά και τον αρνητικό ρόλο της ησυχίας και της ερήμου, στην περίπτωση που ακολουθεί κανείς την μόνωση στην έρημο, χωρίς να έχη απαλλαγή από τα πάθη του. Φορτωμένος με τα πάθη του, παγιδευμένος στις συμπλεγματικές του αντιδράσεις, δεν ημπορεί να εύρη κανείς τον εαυτό του μέσα στην ερημική μόνωση μόνο και μόνο χάρη στα... σκηνικά της μονώσεως αυτής. Επομένως η δυναμική αφετηρία της λυτρωτικής εμπειρίας της ερήμου πρέπει να αναζητηθή στις διατομικές σχέσεις. Μέσα στο σύστημα των σχέσεων αυτών το νηπτικό πνεύμα του εγκοσμίου Χριστιανού ημπορεί να ανακαλύψη το κοινωνικό νόημα της ζωής της ερήμου.
Πράγματι! Ο Νικήτας ο Στηθάτος εκφράζει την έκπληξή του για τον ισχυρισμό ότι μόνο στην έρημο, με το τοπικό της νόημα, ημπορεί κανείς να επιτύχη την αρετή. «Ακήκοα λεγόντων μη δύνασθαί τινα εις έξιν ελθείν αρετής, άνευ παραχωρήσεως μακράς και της εις ερημίαν φυγής. και τεθαύμακα, πώς το απεριόριστον έδοξεν αυτοίς εν τόπω περιορίζεσθαι. Ει γαρ η έξις της αρετής η αποκατάστασίς εστι των δυνάμεων της ψυχής εις την παλαιάν ευγένειαν και η επί το αυτό σύνοδος των γενικών αρετών εις την κατά φύσιν ενέργειαν. ταύτα δε ουκ έξωθεν, ως επείσακτα, ημίν επιγίνονται, αλλά συμπεφύκασιν ημίν εκ δημιουργίας, κατά θείαν και νεοεράν αίσθησιν, δι’ ων και μεθ’ ων κατά φύσιν κινούμενοι, εισαγόμεθα εις την Βασιλείαν των Ουρανών. η δε εντός ημών εστί, κατά την του Κυρίου φωνήν. άρα περιττόν η ερημία, εισερχομένων ημών εις αυτήν και ταύτης χωρίς, διά μετανοίας και πάσης φυλακής των του Θεού εντολών. ήτις και εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού» (3). Σε κάθε λοιπόν περιοχή της δεσποτείας του Θεού ημπορεί να πραγματοποιήση κανείς το έργο της αρετής που είναι κυρίως η αναμόρφωση της ψυχής στο αρχαίο της κάλλος. «Άρα περιττόν η ερημία» με την τοπική της έννοια! Ο σκηνικός χώρος της ερήμου καθαυτός δεν θα είχε τίποτε το ιδιαίτερο να προσφέρη στο έργο αυτό. Εξ άλλου το έργο αυτό της ανακαινήσεως της ψυχής, «η αποκατάστασις των δυνάμεων της ψυχής εις την παλαιάν ευγένειαν», είναι αδιανόητο χωρίς την συνεργία της ερήμου, με το πολυδύναμο όμως πνευματικό της νόημα.
Γι’ αυτό και ο Στηθάτος υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Ει θέλεις ιδείν τα αγαθά, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν, εν τη ερημία γενού της αρνήσεως του ιδίου θελήματος και φύγε τον κόσμον. Ποίον δη τούτον; την επιθυμίαν των οφθαλμών της σαρκός, την αλαζονείαν των λογισμών και την απάτην των ορωμένων. Τούτον γαρ εάν φύγης τον κόσμον, πρώιμον επανατελεί σοι το φως, όψει της ενθέου ζωής, και τα ιάματα της ψυχής σου, φημί δη τα δάκρυα, ταχύ ανατελεί... και ούτω, μέσον κόσμου και λαού διατρίβων, έση ως εν ερημία διάγων και άνθρωπον μη ορών. Ει δε μη τούτον ούτω φύγης τον κόσμον, ουδέν σοι από της φυγής μόνης του ορωμένου κόσμου προς τελείωσιν των αρετών και συνάφειαν Θεού προσγενήσεται».
Η «ερημική» αυτή προτροπή του Νικήτα Στηθάτου είναι προτροπή για μία ζωή μονώσεως με το πιο θετικό της νόημα. Γιατί η μόνωση κι η ερημία έχουν επίσης ένα αρνητικό νόημα που το συναντά κανείς κατ’ εξοχήν στο σύγχρονο τεχνολογικό άνθρωπο. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση πρόκειται για ένα εξουθενωτικό διχασμό της προσωπικότητος, για μια «αποξένωση» της προσωπικότητος από τον ίδιο τον εαυτό της. Η μόνωση και η ερημία που βιώνει πληθωρικά ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος φθείρει εξαντλητικά την ψυχοσωματική του υπόσταση και τον οδηγεί σε μια αγχωτική περιπέτεια που το αναπόφευκτο τέλος της είναι η καταστροφή.
Στην περίπτωση της ερημικής ασκητικής μονώσεως πρόκειται επίσης για τη βίωση μιας «φθοράς» που χαρακτηρίζεται μάλιστα και «νέκρωσις», αλλά πρόκειται εξάπαντος για μια «ζωοποιόν νέκρωσιν». Έτσι ο Νικήτας Στηθάτος διευκρινίζει, ότι «αρχή του κατά Θεόν βίου η καθόλου του κόσμου φυγή. Αύτη δε εστιν η των θελημάτων άρνησις της ψυχής και του χοϊκού φρονήματος η μετάθεσις. δι’ ης επί το θείον ανατρέχοντες φρόνημα, πνευματικοί εκ σαρκικών γινόμεθα. νεκρούμενοι μεν τη σαρκί και τω κόσμω, ζωοποιούμενοι δε τη ψυχή, εν Χριστώ και Πνεύματι» (4). Τα βιώματα της ερημίας και της μονώσεως είναι εδώ βιώματα νεκρώσεως της σαρκός και των «αισθητικών» εντυπώσεων του «κόσμου». Αλλά είναι συγχρόνως και βιώματα ζωοποιήσεως «εν Χριστώ και Πνεύματι».
Η εμπειρία λοιπόν της «εγκοσμίου» ερήμου, σαν αυταπάρνηση, είναι μια αμφιδυναμική και διπολική εμπειρία. Δηλαδή συγχρόνως εμπειρία νεκρώσεως και ζωής. φυγής και ασκήσεως. αρνήσεως και καταφάσεως.
Στο σημείο τούτο συναντούμε ίσως το πιο βαθύ και πιο ανεξερεύνητο νόημα της εγκοσμίου ερημίας, αλλά και γενικά της ερημικής εσωτερικότητος που βιώνεται σ’ οποιοδήποτε σκηνικό περιβάλλον. Την εμπειρία της ερήμου βιώνει σε πλήρη μέτρα ο πνευματικός αγωνιστής που γεύεται «φωτιστικώς» την ζωοποιόν νέκρωσιν. Πρόκειται εδώ για μια «ξένην και υπέρ λόγον αλλοίωσιν» που προσφέρεται από το Άγιον Πνεύμα στον αυθεντικό πνευματικό αγωνιστή. Γι’ αυτό την αλλοίωση αυτή την χαρακτηρίζει ο Στηθάτος ως «Θεού επιδημίαν» προς τον γνήσιο εγκόσμιο ασκητή. «Όταν πρακτικώς κοπιών τις περί την εργασίαν των εντολών, αίφνης εν ανεκλαλήτω και αρρήτω χαρά γένηται, ως αλλοιωθήναι αυτόν ξένην και υπέρ λόγον αλλοίωσιν, και το μεν βάρος αποθέσθαι του σώματος, επιλαθέσθαι δε βρώσεως, ύπνου και των άλλων της φύσεως αναγκών, γινωσκέτω ταύτην είναι Θεού επιδημίαν προς αυτόν, την ποιούσαν εν τοις αγωνιζομένοις την ζωοποιόν νέκρωσιν και δωρουμένην αυτοίς εντεύθεν ήδη την των ασωμάτων κατάστασιν» (5). Εδώ αποκορυφώνεται «θεωτικώς» η βίωση της ανεκλάλητης εμπειρίας της ερημικής εσωτερικότητος και βεβαιώνεται κανείς έγκυρα για το απόλυτα θετικό νόημα της «εγκοσμίου ερημικής ασκήσεως».
Φαίνεται πως ένας μόνο δρόμος οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Κι αυτός είναι ο δρόμος της ερήμου με το πολυδύναμο νόημά της που κρύβεται, θα έλεγε κανείς, τόσο ασφυκτικά συμπυκνωμένο, μέσα στους θεμελιακούς λόγους του Κυρίου, «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν» (Ματθ. 16, 24). Πράγματι, «το γενέσθαι Μοναχόν (με την έννοια του Χριστιανικού ανθρώπου), ου το έξω των ανθρώπων και του κόσμου γενέσθαι εστίν, αλλά το καταλιπείν εαυτόν έξω των της σαρκός θελημάτων γενέσθαι και απελθείν εις ερημίαν παθών» (6). Έτσι η βίωση της αρνήσεως των θελημάτων της σαρκός, με την ευρεία έννοια των ψυχοσωματικών αρνητικών παρορμήσεων και εφέσεων, είναι πράγματι η συνεπής πραγμάτωση του βασικού όρου που ο ίδιος ο Κύριος έθεσε. του «απαρνησάσθω εαυτόν». Εξ άλλου η συνεπής υπαρξιακή πραγμάτωση και πλήρωση του όρου αυτού είναι η βίωση της ερημίας με όλο το πολυδύναμο πνευματικό κοινωνικό της περιεχόμενο.
1. "Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών". Τόμος Α’, σελ. 61 εξ.
2. Ένθ’ ανωτ. σελ. 72 εξ.
3. "Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών". Τόμος Γ’, σελ. 289 εξ.
4. Ένθ’ ανωτ. Τόμος Γ’, σελ. 274.
5. Ένθ’ ανωτ. Τόμος Γ’, σελ. 308.
6. Ένθ’ ανωτ. Τόμος Γ’, σελ. 291.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου