ΠΡΟΕΔΡΟΙ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (1721 – 1917)
Πηγή: Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου, "Ρωσική Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία" (ἀνέκδοτο).
Κατά τήν περίοδο ἀπό τοῦ θανάτου τοῦ Πατριάρχη Ἀδριανοῦ (1700), μέχρι τήν θεσμοθέτηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (1721), Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου ἦταν ὁ Μητροπ. Ριαζάν Στέφανος Ἰαβόρσκυ, διορισμένος ἀπό τόν Μεγ. Πέτρο. Ἀπό τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου καί τήν θεσμοθέτηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (1721), μέχρι τήν ἐπανίδρυση τοῦ Πατριαρχείου (1917), μέ ἕνα κενό κατά τήν περίοδο 1722 – 1742, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου προήδρευσαν ὁ Μητροπ. Ριαζάν Στέφανος (1721 – 1722), οἱ Μητροπ. Μόσχας Ἰωσήφ ( 1742 – 1745) καί Πλάτων Α’ (1745 – 1754), ὁ Μητροπ. Κρουτίτσης Ἰλαρίων (1754 – 1757), οἱ Μητροπ. Μόσχας Τιμόθεος (1757 – 1767) καί Ἀμβρόσιος (1768 – 1771), ὁ Μητροπ. Κρουτίτσης Σαμουήλ (1771 – 1775) καί οἱ Μητροπ. Μόσχας Πλάτων Β’ (1775 – 1812), Αὐγουστῖνος (1812 – 1819), Σεραφείμ (1819 – 1821), ἅγ. Φιλάρετος (1821 – 1867), ἅγ. Ἰννοκέντιος (1868 – 1879), Μακάριος Α’ (1879 – 1882), Ἰωαννίκιος (1882 – 1891), Λεόντιος (1891 – 1893), Σέργιος (1893 – 1898), ἅγ. Βλαδίμηρος (1898 – 1912, Ἱερομάρτυρας ὡς Μητροπ. Κιέβου), Μακάριος Β’ (1912 – 1917) καί ἅγ. Τύχων (1917, ὁ ἔπειτα Πατριάρχης). Στή συνέχεια δημοσιεύονται τά βιογραφικά κάποιων Προέδρων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Μητροπολίτης Ριαζάν Στέφανος (Javorsky, 1700 – 1722). Ἦταν Οὐκρανικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στή Γαλικία τό 1658 καί σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί σέ διάφορες σχολές τῆς Πολωνίας. Δίδαξε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καί ὅταν ἔγινε μοναχός διορίστηκε Προϊστάμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἔτυχε τῆς προσοχῆς τοῦ Μεγ. Πέτρου κατά τόν ἐπικήδειο λόγο πού ἐκφώνησε στήν ταφή τοῦ Βογιάρου Ἀλεξίου Shein. Τό 1700 χειροτονήθηκε Μητροπ. Ριαζάν ἀπό τόν Πατριάρχη Ρωσίας Ἀδριανό, μέ ἐντολή τοῦ Μεγ. Πέτρου. Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀδριανοῦ διορίστηκε ἀπό τόν Πέτρο Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου καί τό 1721 πρῶτος Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά ἀπεβίωσε τό ἑπόμενο ἔτος 1722. Διακρίθηκε σάν ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί συγγραφέας.
Μητροπολίτης Μόσχας Ἀμβρόσιος (1768 – 1771). Ὁ κατά κόσμον Ἀνδρέας Στεπάνοβιτς – Ζέρτις – Καμένσκυ, γεννήθηκε τό 1708. Ὅταν ἔχασε τόν πατέρα του τέθηκε κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ θείου του Στάρετς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου Βλαδιμήρου Καμένσκυ. Σπούδασε στό Λβώφ, στό Ἰησουϊτικό Κολλέγιο καί στήν Ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Ἔγινε μοναχός στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Πετρουπόλεως, ὅπου τό 1748 χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης. Τό 1753 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Περεγιασλάβλ, τό 1761 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ποντόλσκ καί τό 1768 Μητροπ. Μόσχας καί Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἦταν γνώστης ἀρχαίων γλωσσῶν καί μετέφρασε πολλά Λειτουργικά βιβλία καί Πατερικά ἔργα. Δολοφονήθηκε τό 1771 ἀπό τόν ἐξαγριωμένο ὄχλο, ὅταν κατά τήν διάρκεια ἐπιδημείας πανώλης, διέταξε νά ἀφαιρεθεῖ ἡ θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θεαρέστου, γιά νά περιοριστεῖ ἡ μόλυνση.
Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων Α’ (1745 – 1754). Γεννήθηκε τό 1737 στό Σασνίκοβο τῆς Μόσχας, σέ οἰκογένεια ψάλτη τῆς Ἐκκλησίας, καί σπούδασε στό Σεμινάριο καί τήν Ἀκαδημία τῆς πόλεως. Τό 1757 διορίστηκε Καθηγητής τῶν Ἑλληνικῶν καί τῆς Ρητορικῆς στήν Ἀκαδημία, καθώς καί στό Σεμινάριο τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου, ὅπου ἔγινε μοναχός τό 1761. Τό 1762 ἔτυχε τῆς προσοχῆς τῆς Αἰκατερίνης Β’ τῆς Μεγάλης, κατά τήν διάρκεια ἑνός κηρύγματος, μέ ἀποτέλεσμα νά προσκληθεῖ στήν Αὐλή γιά νά ἀναλάβει τήν πνευματική διαπαιδαγώγηση τοῦ Διαδόχου Παύλου Πέτροβιτς. Τότε συνδέθηκε μέ τόν Βολταῖρο καί τούς Γάλλους Ἐγκυκλοπαιδιστές, χωρίς ὅμως αὐτό νά ἐπιρρεάσει τήν πίστη ἤ τόν χαρακτῆρα του.
Ὁ Πλάτων ἔμεινε στή Ρωσική Αὐλή μέχρι τόν γάμο τοῦ Διαδόχου Παύλου μέ τήν Μαρία Θεοδώροβνα (1773). Κατά τήν περίοδο αὐτή (1762 – 1773) κυκλοφόρησε τήν Ὀρθόδοξη Δογματική του, ἕνα ἔργο μέ σαφεῖς Ρωμαιοκαθολικές ἐπιρροές. Προηγουμένως, τό 1770, εἶχε χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος Τβέρ καί εἶχε διοριστεῖ Μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά παρέμεινε στήν Ἁγία Πετρούπολη σάν πνευματικός καθοδηγητής τῆς νεαρῆς Μεγ. Δούκισσας Μαρίας Θεοδώροβνας. Τό 1775 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καί τό 1887 Μητροπολίτης.
Τό 1775 κυκλοφόρησε μία Κατήχηση γιά τόν Κλῆρο καί τό 1776 μία σύντομη Κατήχηση γιά παιδιά. Ἡ "Σύντομη Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας" (1777), εἶναι τό πρῶτο τέτοιου εἴδους ἔργο στή Ρωσική γλῶσσα. Τά ἔργα του ἐκδόθηκαν σέ 20 τόμους κατά τήν περίοδο 1779 – 1807 (τό μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτεται ἀπό 500 περίπου ὁμιλίες).
Σάν Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔστεψε τούς Αὐτοκράτορες Παύλο Α’ (1796) καί Ἀλέξανδρο Α’ (1801), ἀλλά παρά τήν στενή του σχέση μέ τήν Αὐλή δέν ὑπέστειλε ποτέ τήν μαχητικότητά του σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας. Ἐξαιρετικά μετριοπαθής, ἐπέτρεψε στούς Παλαιοπίστους νά δημιουργήσουν τό πρῶτο κέντρο τους στή Μόσχα (πιθανῶς τό Κοιμητήριο Πρεομπαζένσκυ).
Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Φιλάρετος (Drosdov, 1821 – 1867). Γεννήθηκε στήν Κολόμνα. Φοίτησε στό Σεμινάριο τῆς Κολόμνας καί στή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Μόσχας, ὅπου μετά τήν ἀποφοίτησή του δίδαξε σάν Καθηγητής. Τό 1806 ἀνέλαβε καθήκοντα Ἱεροκήρυκος καί τό 1910 καθηγητική θέση στή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως. Τό 1811 χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης καί τό 1812 ἀνέλαβε τήν διεύθυνση τῆς Ἀκαδημίας. Διακεκριμένος Ἱεροκήρυκας, τό 1813 ἐκφώνησε τόν ἐπικήδειο τοῦ ἐθνικοῦ ἥρωα τῆς Ρωσίας Στρατηγοῦ Κουτούζωφ, νικητή τοῦ Ναπολέοντα. Τό 1817 δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ρεβάλ, βοηθός τῆς Μητροπόλεως Πετρουπόλεως. Τό 1819 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος καί μετατέθηκε στό Τβέρ, τό 1820 στό Γιαροσλάβ καί τό 1821 στή Μόσχα. Τό 1826 ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης. Ἀπό τό 1819 ἦταν μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά δέν πῆρε ποτέ μέρος στίς ἐργασίες της κατά τήν βασιλεία τοῦ Νικολάου Α', ἐπειδή πίστευε στήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας.
Σάν Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πῆρε σκληρές ἀποφάσεις κατά τῶν Παλαιοπίστων, οἱ ὁποῖοι ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἀπέκτησαν Ἱεραρχία (Ὁμάδα Μπελοκρινίτσυ), σφραγίζοντας τούς ναούς τοῦ Κοιμητηρίου Rogozhskoye τῆς Μόσχας (πνευματικοῦ καί διοικητικοῦ κέντρου τῶν Παλαιοπίστων), ἀπαγορεύοντας τήν διακίνηση τῶν βιβλίων τους καί φυλακίζοντας Ἐπισκόπους καί μοναχούς.
Ὑπῆρξε ἀκόμη ὁ συντάκτης τῆς Πράξεως Ἐνθρονίσεως τοῦ Νικολάου Α', τοῦ Μανιφέστου τῆς 19. 2. 1861 γιά τήν κατάργηση τῆς δουλείας καί τήν ἀγροτική μεταρύθμιση (κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀλεξάνδρου Β'), κ.ἄ. σημαντικῶν κειμένων. Θερμός ὑποστηρικτής τῆς Ἱεραποστολῆς, ὑπῆρξε ὁ πνευματικός πατέρας τοῦ Ἱεραποστόλου τῶν Ἀλταϊων ἁγ. Μακαρίου (Glukharev, 1792 - 1847), ἡ ἁγιότητα τοῦ ὁποίου διακηρύχθηκε τό 2000. Κοιμήθηκε τήν 1. 12. 1867 καί ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1994. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Δεκεμβρίου. Κατέλειπε σημαντικό ἑρμηνευτικό ἔργο, γραπτά κηρύγματα καί θρησευτικά ποιήματα, ἐνῶ ἀξιόλογη εἶναι ἡ ἀλληλογραφία του μέ τόν Νικ. Γκόγκολ. (Βλ. Σόλ. Νινίκα, "Φιλάρετος Μητροπολίτης Μόσχας, 1782 - 1867", 1969).
Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Ἰννοκέντιος (1868 – 1879). Ὁ κατά κόσμον Ἰωάννης Εὐσέγιεβιτς Ποπώφ – Βενιαμίνωφ, γεννήθηκε τό 1797 στήν περιφέρεια τοῦ Ἰρκούτσκ τῆς Σιβηρίας, σέ οἰκογένεια ἐκκλησιαστικοῦ ἐπιτρόπου. Τό 1807 φοίτησε στό Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ, τό 1817 νυμφεύθηκε καί τό ἴδιος ἔτος χειροτονήθηκε Διάκονος τοῦ Κάθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγ. Θεοτόκου Ἰρκούτσκ . Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε τό 1821. Τό 1823 ζητήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Μιχαήλ τοῦ Ἰρκούτσκ ἡ ἀποστολή ἑνός Ἱερέως στή ν. Οὐναλάσκα τῶν Ἀλεουτίων (Β. Ἀμερική) καί ὁ π. Ἰωάννης προσφέρθηκε ἐθελοντικά. Ἔφθασε στόν προορισμό του τό 1824, μετά ἀπό ἕνα κοπιαστικό καί ἐπικίνδυνο ταξείδι ἑνός ἔτους, συνοδευόμενος ἀπό τήν σύζυγό του Πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη, τήν γερόντισσα μητέρα του, τόν ἀνήλικο γιό του Ἰννοκέντιο καί τόν ἀδελφό του Στέφανο. Οἱ συνθήκες στόν νέο ἀγρό ἱεραποστολικῆς ἐργασίας ἦσαν τόσο δύσκολες, ὥστε ἡ οἰκογένεια ἀναγκάστηκε νά κατοικήσει σέ μία ξύλινη καλύβα πού ἔφτιαξαν οἱ ἴδιοι. Τό 1834 ἐγκαταστάθηκε στή ν. Σίτκα.
Τό 1838 ἀναγκάστηκε νά ταξιδέψει στήν Πετρούπολη, τήν Μόσχα καί τό Κίεβο, γιά νά ἐξασφαλίσει πόρους γιά τήν πρόοδο τῆς Ἱεραποστολῆς. Τότε ἔλαβε καί τό ὀφφίκιο τοῦ Πρωθιερέως. Κατά τήν ἀπουσία του ἡ Πρεσβυτέρα του ἀπεβίωσε, ἔτσι ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἰννοκέντιος (29. 11. 1840), γιά νά χειροτονηθεῖ μέσα σέ 15 ἡμέρες (15. 12. 1840) Ἐπίσκοπος τῆς Ἱεραποστολικῆς Ἕδρας Καμτσάκας καί Κουρήλων Νήσων στήν Ἄπω Ἀνατολή. Τό 1850 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος, τό 1865 ἔγινε μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τό 1868 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί Πρόεδρός Της.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 31. 3. 1879 καί ἐνταφιάσθηκε στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου, ὅπου σήμερα φυλάσσονται τά Λείψανά του. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1977 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 31η Μαρτίου καί τήν 6η Ὀκτωβρίου.
Κατέλειπε ἀξιόλογα θεολογικά συγγράμματα καί πολυάριθμες γνωσσολογικές μελέτες πάνω στίς ἰθαγενεῖς γλῶσσες τῆς Βορείου Ἀμερικῆς καί τῶν Γιακουτίων τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς.
Μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος Α’ (1879 – 1882). Ὁ κατά κόσμον Μιχαήλ Πέτροβιτς Μπουλγκάκωφ, ἀποφοίτησε τό 1841 ἀπό τήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, στήν ὁποία ὑπηρέτησε ὡς Πρύτανης ἀπό τό 1851 ἔως τό 1857. Κατά τήν περίοδο 1879 – 1882 ἦταν Μητροπ. Μόσχας καί Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Λόγιος Ἱεράρχης, ὑπῆρξε μέλος πολλῶν ἐπιστημονικῶν καί πνευματικῶν ὀργανώσεων καί τῆς Ρωσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Μεταξύ τῶν ἔργων του περιλαμβάνονται τό Ἐγχειρίδιο Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας (τόμοι ἕξι, 1847 – 1853) καί ἡ 12τομη Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Βλαδίμηρος, Νεομάρτυς (1898 – 1912). Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ, γεννήθηκε τό 1848 στό χωριό Malaya - Morshka τοῦ Ταμπώφ καί ἦταν γιός Ἱερέως. Σπούδασε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, νυμφεύθηκε καί χειροτονήθηκε Ἱερέας τό 1882. Τό 1886 ἀπεβίωσε ἡ Πρεσβυτέρα καί τό μικρό τους παιδί καί ἔτσι ἀποσύρθηκε στή Μονή Ἁγίας Τριάδος Ταμπώφ καί ἔγινε μοναχός. Δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1888, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σταρορούσκυ, βοηθός τῆς Ἕδρας τῆς Πετρουπόλεως. Τό 1898 προήχθη σέ Μητροπολίτη Μόσχας καί τό 1912 σέ Μητροπολίτη Ἁγίας Πετρουπόλεως καί Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Τό 1915 ἦρθε σέ σύγκρουση μέ τήν Τσαρική Οἰκογένεια, λόγῳ τῆς παρουσίας στά Ἀνάκτορα τοῦ Γρηγορίου Ρασπουτίν καί γι' αὐτό μετατέθηκε στή Μητρόπολη Κιέβου.
Τό 1917 προήδευσε τῶν ἐργασιῶν τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου καί τῆς ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος, ὡς ἔχων τά πρεσβεία τῆς Ἀρχιερωσύνης Μητροπολίτης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Στό Κίεβο ὁ Μητροπ. Βλαδίμηρος ἀντιμετώπισε ἰδιαίτερες δυσκολίες, διότι μέ ἀφορμή τήν Ἐπανάσταση οἱ ἐθνικιστικοί κύκλοι τῆς Οὐκρανίας ἀρχικά τοῦ ζήτησαν νά τελεῖται ἡ λατρεία στήν Οὐκρανική γλῶσσα καί ὅταν δέν τό δέχθηκε τόν ἀπέρριψαν καί προχώρησαν στήν ἐκλογή δικού τους Μητροπολίτη. Τήν ἴδια περίοδο προέκυψαν καί οἱ λεγόμενοι "αὐτοχειροτόνητοι". Πρόκειται γιά τούς Ἱερεῖς Βασίλειο, Νικόλαο, κ.ἄ., συνολικά 12, οἱ ὁποῖοι πῆγαν στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου καί αὐτοχειροτονήθηκαν "Ἐπίσκοποι" μπροστά στά Λείψανα τοῦ ἁγ. Μιχαήλ, πρώτου Μητροπολίτου Ρωσίας. Ἔτσι ὁ Μητροπ. Βλαδίμηρος ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταβιώσει στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων, ὅπου ἔζησε ἀσκούμενος σάν ἁπλός μοναχός.
Δολοφονήθηκε τήν 25η Ἰανουαρίου 1918, ἀπό ὁμάδα ἐνόπλων Μπολσεβίκων, σέ ἕνα χωράφι ἔξω ἀπό τήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων. Τό Λείψανό του βρέθηκε λουσμένο στό μαρτυρικό του αἷμα! Ὅταν ὁ Πατριάρχης Τύχων πληροφορήθηκε τό μαρτύριό του, ὅρισε τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του σάν ἡμέρα κοινῆς μνήμης Πάντων τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων. Ἀκόμη, τήν 9. 10. 1989, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας προχώρησε στή διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του.
Μητροπ. Μόσχας Μακάριος Β’ (1912 – 1917). Γεννήθηκε τήν 1. 10. 1835 στήν περιφέρεια τῆς Μόσχας. Φοίτησε στό Θεολογικό Σεμινάριο τοῦ Τομπόλσκ (1854) καί διακόνησε στήν Ἱεραποστολή τῶν Ἀλταϊων, πού εἶχε ἱδρύσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν λαῶν τῆς Σιβηρίας. Τό 1861 ἔγινε μοναχός καί δέχτηκε τήν Ἱερωσύνη. Κατά τήν περίοδο 1861 – 1864 ἀπασχολήθηκε μέ τήν ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς Chulyshmansky. Κατά τά ἔτη 1868 – 69 ἦταν ἐγκατεστημένος στό Καζάν, ὅπου ἀσχολήθηκε μέ τήν Γραμματική τῆς γλώσσας τῶν Ἀλταϊων καί ἐξέδωσε λειτουργικά κείμενα σ’ αὐτήν. Τό 1883 χειροτονήθηκε βοηθός Ἐπίσκοπος Biysk τῆς Ἐπισκοπῆς Τόμσκ καί ἀνέλαβε τήν εὐθύνη τῆς ἱεραποστολῆς. Τό 1891 ἔγινε Ἐπίσκοπος Τόμσκ καί Σεμιπαλατίνσκ καί τό 1905 Ἐπίσκοπος (καί ἀργότερα Ἀρχιεπίσκοπος) Τόμσκ καί Μπαρνάουλ. Τό 1908 ὀνομάστηκε Ἀρχιεπίσκοπος Τόμσκ καί Ἀλταϊων. Τό 1912 ὀνομάστηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί Κολόμνας καί ἔγινε μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Τό 1913 ἔγινε μέλος ἐπί τιμῆ τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τήν 20. 3. 1917 παραιτήθηκε ἀπό τήν ἕδρα του καί ἐφησύχασε στή Μονή Ugreshky. Τό 1920 ὁ διάδοχός του Πατριάρχης Τύχων τοῦ ἀπένειμε τιμητικῶς τόν ἰσόβιο τίτλο τοῦ Μητροπολίτη τῶν Ἀλταϊων.
Ἀπεβίωσε τό 1926. Τό 1956 τά λείψανα τοῦ Μητροπ. Μακαρίου μεταφέρθηκαν στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου καί κατατέθηκαν στήν κρύπτη τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα τοῦ Μητροπ. Μακαρίου Β’ τοῦ προσέδωσε τήν προσωνυμία τοῦ «Σιβηριανοῦ Στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας» καί τοῦ «Ἀποστόλου τῶν Ἀλταϊων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου