Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
Άρθρο του Πρωθιερέως Μαξίμου Kozlov, Καθηγητού της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, (27.1.2011).
Σήμερα, σε δημοσκοπήσεις ρωτούν: «Είστε Ορθόδοξοι;» Ή «Δέχεστε την Εκκλησία ως τον πιο σεβαστό θεσμό;» Ή «Σε ποια θρησκευτική παράδοση ανήκετε;» Όλες, ακόμα και οι πιο σοβαρές έρευνες δείχνουν από 65 με 75 τοις εκατό των ανθρώπων ονομάζονται Ορθόδοξοι ή ανήκουν σ’ αυτήν την παράδοση. Και αν εξαιρέσουμε την περιοχή του Καυκάσου, όπου συμπαγείς μουσουλμανικές περιοχές της Ρωσίας, αυτό το ποσοστό θα είναι υψηλότερο.
Αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι αν προχωρήσουμε λίγο περαιτέρω, θα ανακαλύψουμε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Τι θα γίνει αν ρωτήσουμε, ας πούμε, αυτο το 70 τοις εκατό, αν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής; Αποδεικνύεται ότι, το πολύ, πιστεύει το μισό απ’αυτούς. Και αν τους θέτουμε τέτοιες τραγικές ερωτήσεις όπως: «Αν προσεύχονται καμιά φορά;» «Αν εκκλησιάζονται;» και μάλιστα, «Αν έχουν εξομολογηθεί ή κοινωνήσει με κάποια περιοδικότητα στη ζωή τους;» τότε θα δούμε απολύτως άλλα στοιχεία.
Πόσοι είναι αυτοί,οι, ας πούμε, «εκκλησιαζόμενοι Ορθόδοξοι» ή στα Αγγλικά ή «churchgoer» που πηγαίνουν στην Εκκλησία ή practicing Christians - ασκούμενοι Χριστιανοί; Τέτοιους, που πηγαίνουν στην εκκλησία με ορισμένο βαθμό της συνείδησης, σήμερα έχουμε, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, από 3-7% μέχρι 8-11%. Νομίζω ότι δεν έχουμε περισσότερους. Αλήθεια, αν βγουμε στους δρόμους μιας πόλης την Κυριακή, οι επτά από τους δέκα ανθρώπους τους οποίους θα συναντήσουμε δεν θα είναι εκκλησιαζόμενοι που κατευθύνονται στο ναό, στη Θεία Λειτουργία. Μπορούμε να φανταστούμε περίπου το ποσοστό του πληθυσμού που θα έρθει την Κυριακή ή σε μεγάλες γιορτές. Ναι, βεβαίως, πολλές εκκλησίες θα είναι γεμάτες, αλλά σε σχέση με το συνολικό αριθμό των κατοίκων, πόσοι θα είναι αυτοί που θα παραβρεθούν σε μια από τις δώδεκα μεγάλες εορτές; Καλύτερα να μην μιλάμε γι αυτό, γιατί θα είναι πολύ λυπηρά στοιχεία.
Αυτό είναι ένα ψαλιδι.Το άνοιγμά του είναι η απόσταση ανάμεσα σ' αυτους που αισθάνονται συμπάθεια, που θέτουν τον εαυτό τους στην παράδοση, και αυτών που πραγματικά συμμετέχουν στην εκκλησιαστική ζωή.
Αλήθεια, έχουμε κάποιους λόγους να είμαστε αισιόδοξοι. Συνίσταται στο γεγονός ότι τα τελευταία 25-30 χρόνια, λίγο- πολύ, άλλαξε η κοινωνική βάση της Εκκλησίας μας. Αν στη δεκαετία του '50, '60 και ακόμη και '70, οι περισσότεροι από το ποίμνιο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν κάτοικοι των χωριών και μικρών περιφερειακών κέντρων, κυρίως γυναίκες πάνω από την ηλικία των 55-60 και γενικά με πολύ χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (χαμηλής ή μέσης), τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει. Σήμερα, όσο πιο μεγάλη είναι η πόλη και όσο πιο υψηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων της, τόσο πιο έντονη είναι εκεί η εκκλησιαστική ζωή και τόσο πιο μεγάλο ποσοστό εκκλησιαζομένων ανθρώπων υπάρχει εκεί. Σήμερα η πιο δύσκολη κατάσταση είναι σε μικρές πόλεις και χωριά. Στο χωριό μπορείτε να βρείτε 15 γιαγιάδες που πηγαίνουν στην εκκλησία. Αλλά σ’ έναν αστικό οικισμό με παρόμοιο αριθμό των κατοίκων το ποσοστό των νέων και των μορφωμένων ανθρώπων θα είναι πιο μεγάλο.
Αυτή είναι η ευκαιρία μας: Δηλαδή πραγματοποιείται ένα είδος ανανέωσης του ποιμνίου μας. Αλλά και αυτό είναι η σημερινή ευθύνη. Εάν αυτά τα ψαλίδια ενώνονται (αν και όχι σε αισιόδοξο 60-70% εκκλησιαζομένων ανθρώπων στην σύγχρονη Ρωσία – είναι πολύ ευκταίο να συμβεί έτσι – αλλά όχι όμως να εξακολουθεί να μένει 10-12%, πρέπει τουλάχιστον δύο - τρεις φορές να αυξηθεί ο αριθμός των εκκλησιαζόμενων ατόμων), τότε η Ορθοδοξία θα καταστεί πραγματικά ουσιαστική δύναμη στη χώρα, που θα συνεχίσει να έχει όνομα Ρωσία και η οποία θα είναι η πατρίδα μας. Αλλά αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς θα εκπληρώσουμε αυτή την επιταγή της αποστολής. Θα είμαστε σε θέση να προσφέρουμε κάτι στους ανθρώπους που έχουν τη συμπάθεια για την Ορθοδοξία, αλλά μέχρι στιγμής πραγματικά δεν πηγαίνουν στην εκκλησία, ή θα παραμείνουν σε μια εξωτερική θέση, η οποία στην πραγματικότητα σταδιακά θα σβήσει αν δεν τους προτείνουμε τίποτα;
Απ’εδω είναι εκείνες οι προσπάθειες της εύρεσης νέων μορφών επικοινωνίας με το κοινό, οι οποίες προσφέρονται σήμερα. Βλέπουμε πόσο δραστήριος είναι ο Πατριάρχης στην επιθυμία του να επικοινωνεί, στην επιθυμία να μιλά με διάφορα ακροατήρια: Της νεολαίας, με ακροατήρια διάφορων ειδών, συγκεντρώνοντάς τους σε εκκλησίες, μοναστήρια, σε κοσμικούς χώρους. Αυτό είναι κάτι νέο για την Εκκλησία μας.
Έχουμε επίσης και άλλους λαμπρούς Ιεροκήρυκες που μπορούν να εργαστούν με το μαζικό ακροατήριο. Αλλά δεν δόθηκε σ' όλους αυτό το χάρισμα. Καλά θα ήταν να μην βρίσκονται όλοι σε μαζικό ακροατήριο, για να πούμε ειλικρινά. Μερικές φορές, όταν βλέπεις στην τηλεόραση ή ακούς στο ραδιόφωνο έναν Ιερέα που απευθύνεται σε χιλιάδες ανθρώπους, θέλεις να ευχηθείς μόνο ένα πράγμα: Να μην αγόρευε ποτέ στο κοινό, αλλά με ευλάβεια να τελούσε Ακολουθίες.
Αυτό, επίσης, πρέπει να αναγνωρίσουμε: Ότι δεν έχουν όλοι τεθεί σε βήμα δημόσιας ομιλίας. Αλλά άλλο πράγμα είναι διαθέσιμο σε κάθε Ιερέα. Κάθε Ιερέας μπορεί και πρέπει να προσπαθεί σ εκείνο το προκαταρκτικό αποτέλεσμα, σ' αυτή την αρχική χάρη που μπορεί να αγγίξει την ανθρώπινη καρδιά εξ αιτίας του φωτεινού μαζικού κηρύγματος, στη συνέχεια θα μπορούσε να υλοποιηθεί στην κοινότητα όπου μετά θα 'ρθει αυτός ο άνθρωπος.
Αυτό είναι το δεύτερο και εξίσου σημαντικό καθήκον της ιεραποστολικής επιταγής. Σ’αυτό καλούμαστε πολλοί περισσότεροι. Να δημιουργήσουμε αντί ενορίες που είναι ένα «πέρασμα» μέσω του οποίου οι άνθρωποι περνούν αφήνοντας χρήματα για την επισκευή, αποκατάσταση, τη ζωή της οικογένειας του Ιερέα και για άλλες ψυχοφιλείς επιχειρήσεις - τις ενορίες, κοινότητες όπου οι άνθρωποι μεταξύ τους κατά κάποιο τρόπο συνδέονται. Όπου, το κυριότερο, δεν υπάρχει (θυμηθείτε τη Σοβιετική εποχή) εκείνη η κακή αρχή, ότι ο άνθρωπος σε άνθρωπο είναι ένα κούτσουρο. Δεν είναι λύκος, δεν είναι φίλος, σύντροφος και αδελφός, αλλά ένα κούτσουρο. Όταν τα ξύλα μεταφέρονται με το ρεύμα του ποταμού τότε επιπλέουν, χτυπούν το ένα στο άλλο, αποπλέουν και σπρώχνονται, ή ένα πνίγει το άλλο, λοιπόν σε γενικές γραμμές είναι ξύλα το ένα πάνω σε άλλο. Μπορούν να συνυπάρχουν μόνο επειδή μεταφέρονται σε ένα ρεύμα.
Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα της ενοριακής ζωής είναι να μην αισθάνονται οι άνθρωποι που πηγαίνουν εκεί, σε σχέση με τους άλλους,σαν να είναι ξύλα, τα οποία ενώνουν αυτοί οι τοίχοι και το γεγονός ότι στέκονται μαζί στην Ακολουθία. Αναγκάζονται να ωθηθούνε πλάι - πλάι μετά την Λειτουργία στο Σταυρό - άλλοι με λεπτότητα, και άλλοι με επιθυμία να περάσουν σύντομα για να ελευθερωθούν γρήγορα και να μην δοκιμάζουν περαιτέρω την κοινωνία με αυτους τους ανθρώπους . Είναι καθήκον του κάθε Ιερέα. Και είναι δυνατό, διότι δεν χρειάζεται τόσο πολλά – απλά πράγματα: προσοχή και εγγύτητα στους ανθρώπους για να επικοινωνούν με τον Ιερέα.
Φυσικά, και δεν είναι αμαρτία να το πούμε ξανά - ο κάθε Παπάς γνωρίζει αυτό από το μάθημα της Ποιμαντικής Θεολογίας του Σεμιναρίου - ότι το υλικό δεν μπορεί να είναι μια προτεραιότητα στη διακονία ενός Ιερέα. Οποιαδήποτε άλλη αδυναμία μπορεί να έχει κληρικός, και οι άνθρωποι θα τον συγχωρέσουν, είναι αλήθεια. Οι άνθρωποι θα συγχωρέσουν τον Παπά απλώς, αν καμια φορά πιει. Δεν είναι καλό, ούτε σωστό, είναι αηδιαστικό, όταν ο Ιερέας είναι μεθυσμένος, αλλά οι άνθρωποι θα το καλύψουν με την αγάπη, αν ο Παπάς λίγο υπερβολικά τρώει και πίνει μετά τη νηστεία, μετά την εορταστική Ακολουθία. Οι άνθρωποι θα συγχωρέσουν κάποιες άλλες αδυναμίες, για παράδειγμα, εάν, του αρέσει όπως σ’όλους τους Ρώσους η γρήγορη οδήγηση. Θα λένε ακόμη και με συγκατάβαση: «Και ο πατέρας μας πόσο γρήγορα οδηγούσε στο Εσπερινό!», και θα καλύψουν με την αγάπη. Αλλά δεν επιτρέπονται δύο πράγματα: Αδιαφορία (τέλεσε τη Λειτουργία, πήρε το βαλιτσάκι του, και αντίο, δεν θα με δείτε μέχρι την επόμενη Ακολουθία), και η απληστία, την οποία είναι αδύνατο να κρύψεις, επειδή αρπάζει την ψυχή. Ο άνθρωπος νομίζει ότι αυτό δεν φαίνεται, αλλά οι άνθρωποι γύρω βλέπουν ότι σε πλούσιους ενορίτες, από τους οποίους σκέφτεται να έχει κάτι, παραχωρεί εντελώς διαφορετικό χρόνο, ένα άλλο μέτρο ανοχής, και διαφορετική προσοχή σ’ εκείνους από τους οποίους δεν μπορεί να έχει τίποτα, εκτός από τη συμπλήρωση του ναού και μικρές δωρεές . Αυτά είναι πιθανώς τα δύο πράγματα που απωθούν από τον Ιερέα περισσότερα, και από τα οποία πρέπει να προσέχουμε. Γιατί στην εποχή μας φτάνουν οι προτεραιότητες του υλικού και της φιλοχρηματίας στη γύρω μας ζωή, πάνω από το κεφάλι.
Ο Ιερέας πρέπει να υπερβαίνει το φράχτη της εκκλησίας, για να προσελκύσει ανθρώπους. Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να πραγματοποιηθεί αυτό. Ορισμένοι πάνε με bikers (ποδηλάτες) σε μοτοεκδρομές, και εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τα αθάνατα λόγια των κλασικών της Σοβιετικής λογοτεχνίας, λίγο παραφράζοντας: Να χτυπήσουμε με το ράλι αυτοκινήτων το σεχταρισμό και την ψευδο-πνευματικότητα. Είναι αστείο, αλλά πραγματικά υπάρχουν τέτοιες υποκουλτούρες, στις οποίες πρέπει να είμαστε σε θέση να απευθυνόμαστε. Δόξα τω Θεώ που τώρα έχουμε Ιερείς που μπορούν να μιλήσουν με τους εκπροσώπους των εν λόγω υποκουλτούρων. Το σημαντικότερο όμως είναι να μην υπερβάλλουμε αυτή την προσέγγιση, να μην θεωρούμε ότι είναι η μόνη που μπορούμε να εφαρμόζουμε σε επικοινωνία με ανθρώπους. Υπάρχουν επίσης και οι απλοί άνθρωποι - όχι Γότθοι, ούτε bikers, ούτε πανκ, αλλά υπόλοιποι, τους οποίους επίσης πρέπει να υπολογίζουμε και με τους οποίους, ίσως, πρέπει να μιλάμε σε συνήθη γλώσσα.
Τι πρέπει να κάνουμε; Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνω κάποιες τεράστιες γενικεύσεις, αλλά να πω μια ιστορία. Πιθανώς όλοι γνωρίζουν ότι τους Ιερείς καλούν παντού. Και, πράγματι, πρέπει να ανταποκρινόμαστε, εκτός από τις περιπτώσεις άμεσης αμαρτίας. Μόνο αν από κάποιον ζητήσουν να αγιάσει το sex-shop, δεν χρειάζεται να το αγιάσει. Ένας Ιερέας, όμως, στη Μόσχα, αγίασε και του απαγόρευσαν να διακονεί. Και όταν στο Επισκοπικό Συμβούλιο τον ρώτησαν: «Πάτερ, καλά, δεν είδες τί ήταν εκεί»; - Αυτός απάντησε: "Γι 'αυτό αγίαζα επειδή έβλεπα και προσευχόμουνα. Για να διασκορπίζεται κάθε διαβολική πράξη με το ράντισμα αυτού του αγιασμού». Αλλά μέχρι τώρα διασκορπίστηκε μόνο η ιδιότητά του ως μόνιμου κληρικού, οπότε είναι καλύτερα να αποφεύγουμε αυτούς τους πειρασμούς. Σε άλλες περιπτώσεις εάν μας καλούν πρέπει να ανταποκριθούμε. Αυτή είναι μία από τις κύριες αρχές: πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι. Όταν από τη βούλησή σας δεν βγαίνει η πρωτοβουλία, πρέπει να την παίρνουμε, εάν δεν υπάρχει κάποια προφανής αμαρτία συζευγμένη με αυτό. Οση είναι η επιθυμία να ανταποκριθούμε στις ευκαιρίες που μας δίνει η ζωή,τόση θα είναι και η απήχηση από τους ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου