ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΜΟΣΧΑΣ (+ 1612)
Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).
Ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἅγ. Ἑρμογένης γεννήθηκε τό ἔτος 1530 σέ οἰκογένεια ταπεινῆς καταγωγῆς. Τά παιδικά του χρόνια τά πέρασε Στό Καζάν, σέ ἕνα μικρό μοναστήρι ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, τό ὁποῖο εἶχε ἱδρὐσει ὁ ἅγ. Βαρσανούφιος Ἐπίσκοπος Τβέρ, μεγάλος ἱεραπόστολος τῆς ἐποχῆς. Τελικά νυμφεύθηκε καί ἱερώθηκε στό Καζάν, ὅπου ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. τοῦ ἁγ. Νικολάου, ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ ἁγ. Γουρία. Ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τῆς Εὑρέσεως τῆς Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, ἡ ὁποία ἀρχικά κατατέθηκε στό ναό του. Μετά τόν θάνατο τῆς συζύγου του ἔγινε μοναχός στή Μονή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, τῆς ὁποίας ἀργότερα κατέστη Ἡγούμενος καί τήν ἔκανε ὀνομαστή. Τό 1589 ἀναδείχθηκε δεύτερος Μητροπολίτης Καζάν καί συνέχισε τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ προκατόχου του ἁγ. Γουρία καί τοῦ ἁγ. Βαρσανουφίου, μεταξύ τῶν ἐντοπίων Ταταρικῶν πληθυσμῶν. Προικισμένος μέ τό χάρισμα τοῦ προφορικοῦ καί γραπτοῦ λόγου, προσπάθησε μέ τά κηρύγματά του ἀσκήσει οὐσιαστικό ἱεραποστολικό ἔργο, ἔγραψε βίους Ἁγίων, θεολογικές μελέτες, ἀξιόλογες ἐπιστολές, κ.ἄ.
Ἡ πολύπλευρη προσωπικότητα τοῦ ἁγ. Ἑρμογένη ἀναδείχθηκε κυρίως κατά τήν ἐθνική καί ἐκκλησιαστική κρίση τῆς Περιόδου τῶν Ταραχῶν, ἡ ὁποία ξεκίνησε μέ τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντονώφ (1598 - 1605).
Μέ τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Α’, γιοῦ τοῦ Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (1598), ἔφτασε τό τέλος τῆς Δυναστείας τῶν Ρούρικ, ἡ ὁποία κυβέρνησε τήν Ρωσία γιά 750 χρόνια (860 - 1598/1610) καί ἄρχισε μία περίοδος ἀναρχίας πού ἔμεινε γνωστή στή Ρωσική Ἱστορία σάν Περίοδος τῶν Ταραχῶν, στήν ὁποία ἀτυχῶς ἀναμίχθηκε καί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία. Βασικοί πρωταγωνιστές τῆς περιόδου ἦσαν οἱ διεκδηκητές τοῦ Ρωσικοῦ Θρόνου ψευδο-Δημήτριοι Α' καί Β', οἱ Τσάροι Βόρις καί Θεόδωρος Γκουντουνώφ καί Βασίλειος Σουΐσκυ καί οἱ Πατριάρχες Μόσχας Ἰγνάτιος ὁ Ἕλληνας καί Ἑρμογένης. Εἰδικώτερα:
Ὁ οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Ἰβάνοβιτς, ὁ ἀδελφός τῆς συζύγου του Εἰρήνης Βόρις Γκουντουνώφ, ἀναδείχθηκε Τσάρος ἀπό Ἐθνοσυνέλευση, μετά ἀπό πρόταση τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἁγ. Ἰώβ (1589 – 1605).
Ὁ Τσάρος Βόρις Θεοδώροβιτς Γκουντουνώφ (1598 – 1605), κατάγοταν ἀπό τήν ἀρχοντική οἰκογένεια τοῦ Ταταρικῆς καταγωγῆς Πρίγκιπα Chet, πού εἶχε μεταναστεύσει στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. ἀπό τήν Χρυσή Ὀρδή στήν Κοστρόμα, ὅπου ἵδρυσε τήν Μονή Ὑπάτιεφ. Πατέρας του ἦταν ὁ Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Γκουντουνώφ Κριβόϋ καί μητέρα του ἡ Στεφανίδα. Ἡ ἀνακτορική του καρριέρα ἄρχισε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (γιά πρώτη φορά μνημονεύεται στό 1570 σάν βασιλικός τοξότης).
Κατά τόν Νικόλαο Ζέρνωφ, «ὁ Βόρις εἶχε τήν μυστικότητα, τήν αὐτοκυριαρχία καί τήν ἐκδικητικότητα τοῦ Μογγόλου. Ὅλους τούς ὑπωπτεύονταν, ἀλλά καί κανένας δέν τόν ἐμπιστεύοταν. Ἀναδείχθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς κυριαρχίας τοῦ Ἰβάν τοῦ Τρομεροῦ, ὅπου, ἀνάμεσα στούς εὐτελεῖς συνενόχους τοῦ Τσάρου, ξεχώριζε αὐστηρός, πνευματώδης καί ἐλκυστικός. Ὁ ἴδιος δέν διέπραξε βαναυσότητες, οὔτε κρίματα, ἀλλά οὔτε καί κατέκρινε ὅσους τά ἐκτελοῦσαν. Ὁ Ἰβάν συνεδέθη μέ τόν νεαρό Βόρι πολύ καί ὁ νέος διετήρησε μέ ἐξαιρετική τέχνη τήν εὔνοια τοῦ Τσάρου. Ἦταν ἐπίσης ὁ μοναδικός Αὐλικός πού ἔδειχνε ἐκτίμηση καί καλωσύνη στόν μικρό Θεόδωρο, ἀποσκοπῶντας νά παντρέψη τήν ὡραία τοῦ ἀδελφή Εἰρήνη μέ τόν ἀνίσχυρο Ἡγεμόνα» (Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 83).
Τό 1570 ἤ 1571 ὁ Βόρις ἐνίσχυσε τήν θέση του στήν Αὐλή νυμφευόμενος τήν Μαρία Γρηγορίεβνα Σκουράτοβα – Μπέλσκαγια, κόρη τοῦ ἀγαπημένου ἀξιωματούχου τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Μαλιοῦτα Σκουράτωφ (τοῦ στραγγαλιστή τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Φιλίππου Β’). Τό 1580 ὁ Τσάρος Ἰωάννης ἐπέλεξε τήν ἀδελφή τοῦ Βόριδος Εἰρήνη Θεοδώροβνα (1557 – 1603), γιά σύζυγο τοῦ 14ετούς γιοῦ του Θεοδώρου καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ὁ Βόρις ὀνομάστηκε Βογιάρος.
Ὁ Τσάρος Ἰωάννης στήν ἐπιθανάτια κλήνη του ὅρισε ἕνα Συμβούλιο γιά τήν προστασία καί καθοδήγηση τοῦ γιοῦ καί διαδόχου του Θεοδώρου (πού ἦταν ἀσθενικῆς κράσεως καί μειωμένων προσόντων). Ἀνάμεσα στά ἄλλα μέλη στό Συμβούλιο συμμετεῖχαν ὁ Βόρις Γκουντουνώφ, ὁ Θεόδωρος Ρωμανώφ (ἔπειτα Πατριάρχης Φιλάρετος) καί ὁ Βασίλειος Σούϊσκυ (ἔπειτα Τσάρος Βασίλειος Δ’).
Πεθαίνοντας ὁ Τσάρος Ἰωάννης ἄφησε ἕναν ἀκόμη γιό, τόν Δημήτριο (1581 – 1591), ἡλικίας 3 ἐτῶν, πού εἶχε ἀποκτήσει ἐκτός γάμου μέ τήν τελευταῖα - ἕβδομη κατά σειρά - εὐνοουμένη του Μαρία Ναγκόϋ. Μετά τόν θάνατό του τό Συμβούλιο ἐγκατέστησε τόν μικρό Πρίγκιπα καί τήν μητέρα του στό Οὔγκλιτς, ὅπου τό 1591 ὁ 10ετής Δημήτριος πέθανε κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες. Μία ἐπίσημη ἐπιτροπή πού διερεύνησε τήν ὑπόθεση, μέ ἐπικεφαλής τόν Βασίλειο Σούϊσκυ, κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ μικρός Πρίγκιπας ἔκοψε τόν λαιμό του κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἐπιληπτικῆς κρίσεως, ἡ μητέρα του ὅμως ἐπέμενε ὅτι δολοφονήθηκε ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος, γιά νά ἀποκλειστεῖ ἡ ἄνοδός του στό Θρόνο. Τελικά ἡ ὑπόθεση ξεχάστηκε καί ἡ Τσαρίνα Μαρία ὑποχρεώθηκε νά γίνει μοναχή.
Τό σῶμα τοῦ μικροῦ Πρίγκιπα ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπό ὅπου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1606, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων, καί μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας, ὅπου οἱ τάφοι τῶν Τσάρων. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τιμᾶ τόν νεαρό Τσάρεβιτς Δημήτριο ὡς Ἅγιο. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 3η Ἰουνίου.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς στέψεως τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Α’ Ἰβάνοβιτς, τήν 31η Μαϊου 1584, ὁ Βόρις τιμήθηκε μέ νέα ἀξιώματα καί μετά τόν θάνατο τοῦ θείου τοῦ Τσάρου Νικήτα Ρωμανόβιτς (τόν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου ἔτους), ἀναδείχθηκε οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀντίδραση ἄλλων Βογιάρων γιά περιορισμό τῆς ἐξουσίας του, καθώς καί τοῦ Μητροπ. Ρωσίας Διονυσίου Β’ (1581 - 1587, πού προσπάθησε νά χωρίσει τόν Τσάρο Θεόδωρο ἀπό τήν ἄτεκνη Τσαρίνα Εἰρήνη, γιά νά περιοριστεῖ ἡ ἐπιρροή τοῦ Βόριδος), εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐξουδετέρωση τῶν ἀντιπάλων του καί τήν ἐκθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη.
Κατά τήν περίοδο αὐτή – τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδώρου - ὁ Βόρις πέτυχε τήν ἀνακατάληψη πολλῶν Ρωσικῶν πόλεων τῆς δυτικῆς Ρωσίας πού κατεῖχαν οἱ Σουηδοί, ἐνθάρρυνε τήν ἐγκατάσταση Ἄγγλων καί ἄλλων ξένων ἐμπόρων, προώθησε τήν Ρωσική ἐπέκταση πρός τήν Σιβηρία, ἵδρυσε πόλεις - φρούρια κυρίως στά ἀνατολικά, γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Ρωσίας ἀπό τίς Ταταρικές ὀρδές (Σαμάρα, Σαράτωφ, Βορονέζ, Τσαρίτσιν, κ.ἄ.), πέτυχε τήν ἀνακήρυξη τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου καί μέ νόμο τοῦ 1587 ἀπαγόρευσε τήν μετακίνηση τῶν χωρικῶν ἀπό τήν γῆ τους.
Ὁ Τσάρος Θεόδωρος Α’ Ἰβάνοβιτς ἀπεβίωσε ἄτεκνος τήν 7. 1. 1598 καί μαζί του ἔσβησε καί ἡ Δυναστεία τῶν Ρούρικ. Παρά τά ἀναμενόμενα ὁ πανίσχυρος Βόρις δέν ἐπιδίωξε τήν ἄνοδό του στό Θρόνο, ἀλλά ἔδειξε τήν προτίμησή του νά ἀποσυρθεῖ σέ μοναστήρι. Τήν ἐκλογή του πρότεινε ὁ Πατριάρχης Ρωσίας ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605) καί τελικά μία Ἐθνοσυνέλευση πού συγκλήθηκε τήν 17. 2. 1598 ἀνέδειξε Τσάρο τόν Βόριδα τήν 21. 2. 1598 (στέφθηκε τήν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους).
Σάν Τσάρος ὁ Βόρις, νικητής τοῦ Ρωσο-Σουηδικοῦ Πολέμου τοῦ 1590 – 1595, προσπάθησε νά ἀνοίξη δρόμο πρός τήν Βαλτική Θάλασσα, κατακτῶντας τήν Λιθουανία μέ διπλωματικά μέσα (χωρίς ἐπιτυχία), ἀνέπτυξε φιλικές σχέσεις μέ τίς Σκανδιναβικές χῶρες, ἐπέτρεψε τήν λειτουργία Λουθηρανικῶν κοινοτήτων στά Ρωσικά ἐδάφη καί ἐνθάρρυνε τήν ἐγκατάσταση ξένων δασκάλων, στέλνοντας παράλληλα Ρώσους γιά σπουδές στό ἐξωτερικό.
Ἡ βασιλεία τοῦ Βόριδος σημαδεύτηκε ἀπό ἕνα φοβερό λιμό (1601 – 1603), κατά τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐμφανίσθηκε ἕνα διεκδικητής τοῦ Θρόνου πού ὑποστήριζε ὅτι ἦταν ὁ Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ, πού εἶχε διαφύγει τόν θάνατο ἀπό τούς πράκτορες τοῦ Βόριδος. Ὁ διεκδικητής αὐτός ἔμεινε στήν Ἱστορία σάν ψευδο-Δημήτριος Α’ καί κυβέρνησε τήν Ρωσία σάν Τσάρος κατά τήν περίοδο 1605 – 1606.
Ἡ βασιλεία τοῦ Βόριδος σημαδεύτηκε ἐπίσης ἀπό τίς διώξεις τῶν ἀντιπάλων του Βογιάρων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ὑποχρεώθηκαν νά μονάσουν, γιά νά μήν ἔχουν δικαιώματα στό Θρόνο (λ.χ. ἡ οἰκογένεια Ρωμανώφ).
Ὁ Τσάρος Βόρις, ἀναμφίβολα ἕνας τῶν μεγαλυτέρων Ρώσων Ἡγεμόνων, ἀπεβίωσε μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια τήν 13. 4. 1605, ἀφήνοντας τόν Θρόνο στό γιό του Θεόδωρο Β’ (1605).
Ὁ Τσάρος Θεόδωρος Β’ Γκουντουνώφ (1605), γεννήθηκε στή Μόσχα τό 1589 καί ἦταν γιός τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ (1598 – 1605) καί τῆς Μαρίας Γρηγορίεβνας Σκουράτοβας – Μπέλσκαγιας, κόρης τοῦ ἀγαπημένου ἀξιωματούχου τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ Μαλιοῦτα Σκουράτωφ (τοῦ στραγγαλιστή τοῦ Μητροπ. ἁγ. Φιλίππου Β’). Ἐξαιρετικῶν φυσικῶν καί διανοητικῶν προσόντων (ὁ πρῶτος χάρτης τῆς Ρωσίας ὑπῆρξε ἔργο του), ἔλαβε τήν ἀνώτερη δυνατή μόρφωση τῆς ἐποχῆς του καί συμμετεῖχε στή διεκπεραίωση τῶν κυβερνητικῶν ὑποθέσεων, κυρίως ἐκείνων πού ἀφοροῦσαν τήν ἐξωτερική πολιτική.
Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ πατέρας του ὁ Θεόδωρος ἦταν μόλις 16 ἐτῶν καί κυκλωμένος ἀπό Βογιάρους που μισοῦσαν θανάσιμα τήν οἰκογένειά του. Τήν 1. 6. 1605 ἡ ἐμπροσθοφυλακή τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ ἔφτασε στή Μόσχα καί ἀπό τό διάγγελμα πού διαβάστηκε στήν Κόκκινη Πλατεία ἔγινε φανερή ἡ τύχη τοῦ νεαροῦ Τσάρου, ὁ ὁποῖος στραγγαλίστηκε μαζί μέ τήν μητέρα του Τσαρίνα Μαρία τήν 10. 6. 1605.
Ὁ ψευδο – Δημήτριος Α’ (1605 – 1606) ἐμφανίστηκε στό ἱστορικό προσκήνιο τό 1600, ὅταν ἐντυπωσίασε τόν Πατριάρχη Ρωσίας ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605) μέ τήν εὐφράδεια καί τήν πολυμάθειά του. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Τσάρος Βόρις Γκουντουνώφ (1598 – 1605) διέταξε τήν σύλληψη καί τήν ἀνάκρισή του, ἀλλά ὁ ψευδο-Δημήτριος πέτυχε νά καταφύγει στόν Ἡγεμόνα τοῦ Ὄστρογκ Κωνσταντῖνο καί ἀργότερα νά τεθεῖ στήν ὑπηρεσία τῶν Λιθουανῶν Ἡγεμόνων Wishniowiecki.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος ὑποστήριζε ὅτι ἦταν ὁ γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ, πού εἶχε διαφύγει τήν δολοφονία ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ. Στήν πραγματικότητα ἦταν ὁ φυγάδας μοναχός τῆς Μονῆς Τσουντώφ τῆς Μόσχας Γρηγόριος Ὀτρέπιτς, σύμφωνα μέ καταγγελία τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἁγ. Ἰώβ. Ἐμφανίσθηκε τό 1604 στήν Πολωνία, ὅπου προσυλητίσθηκε στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, καί χρησιμοποιήθηκε ἀπό μερικούς Βογιάρους καί γαιοκτήμονες καί κυρίως ἀπό τούς Ἰησουῖτες, γιά νά ἐπιβληθεῖ στή Ρωσία καί μαζί του ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ ἡγούμενος ἑνός μικροῦ στρατεύματος πού ἐνισχύθηκε ἀπό δυσαρεστημενους Βογιάρους καί Κοζάκους κατευθύνθηκε ἐναντίον τῆς Μόσχας καί μετά τόν ξαφνικό θάνατο τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ (13. 4. 1605), στέφθηκε Τσάρος τήν 21. 7. 1605 ἀπό ἕναν ἐπίσης Λατινόφρονα Πατριάρχη τῆς ἐπιλογῆς του, τόν Ἕλληνα Ἰγνάτιο, ἀφοῦ ἐκθρόνισε τόν Πατριάρχη Ἰώβ.
Ὁ Τσάρος Βόρις Θεοδώροβιτς Γκουντουνώφ (1598 – 1605), κατάγοταν ἀπό τήν ἀρχοντική οἰκογένεια τοῦ Ταταρικῆς καταγωγῆς Πρίγκιπα Chet, πού εἶχε μεταναστεύσει στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. ἀπό τήν Χρυσή Ὀρδή στήν Κοστρόμα, ὅπου ἵδρυσε τήν Μονή Ὑπάτιεφ. Πατέρας του ἦταν ὁ Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Γκουντουνώφ Κριβόϋ καί μητέρα του ἡ Στεφανίδα. Ἡ ἀνακτορική του καρριέρα ἄρχισε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ (γιά πρώτη φορά μνημονεύεται στό 1570 σάν βασιλικός τοξότης).
Κατά τόν Νικόλαο Ζέρνωφ, «ὁ Βόρις εἶχε τήν μυστικότητα, τήν αὐτοκυριαρχία καί τήν ἐκδικητικότητα τοῦ Μογγόλου. Ὅλους τούς ὑπωπτεύονταν, ἀλλά καί κανένας δέν τόν ἐμπιστεύοταν. Ἀναδείχθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς κυριαρχίας τοῦ Ἰβάν τοῦ Τρομεροῦ, ὅπου, ἀνάμεσα στούς εὐτελεῖς συνενόχους τοῦ Τσάρου, ξεχώριζε αὐστηρός, πνευματώδης καί ἐλκυστικός. Ὁ ἴδιος δέν διέπραξε βαναυσότητες, οὔτε κρίματα, ἀλλά οὔτε καί κατέκρινε ὅσους τά ἐκτελοῦσαν. Ὁ Ἰβάν συνεδέθη μέ τόν νεαρό Βόρι πολύ καί ὁ νέος διετήρησε μέ ἐξαιρετική τέχνη τήν εὔνοια τοῦ Τσάρου. Ἦταν ἐπίσης ὁ μοναδικός Αὐλικός πού ἔδειχνε ἐκτίμηση καί καλωσύνη στόν μικρό Θεόδωρο, ἀποσκοπῶντας νά παντρέψη τήν ὡραία τοῦ ἀδελφή Εἰρήνη μέ τόν ἀνίσχυρο Ἡγεμόνα» (Ν. Ζέρνωφ, «Οἱ Ρῶσοι καί ἡ Ἐκκλησία τους», σελ. 83).
Τό 1570 ἤ 1571 ὁ Βόρις ἐνίσχυσε τήν θέση του στήν Αὐλή νυμφευόμενος τήν Μαρία Γρηγορίεβνα Σκουράτοβα – Μπέλσκαγια, κόρη τοῦ ἀγαπημένου ἀξιωματούχου τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Μαλιοῦτα Σκουράτωφ (τοῦ στραγγαλιστή τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Φιλίππου Β’). Τό 1580 ὁ Τσάρος Ἰωάννης ἐπέλεξε τήν ἀδελφή τοῦ Βόριδος Εἰρήνη Θεοδώροβνα (1557 – 1603), γιά σύζυγο τοῦ 14ετούς γιοῦ του Θεοδώρου καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ὁ Βόρις ὀνομάστηκε Βογιάρος.
Ὁ Τσάρος Ἰωάννης στήν ἐπιθανάτια κλήνη του ὅρισε ἕνα Συμβούλιο γιά τήν προστασία καί καθοδήγηση τοῦ γιοῦ καί διαδόχου του Θεοδώρου (πού ἦταν ἀσθενικῆς κράσεως καί μειωμένων προσόντων). Ἀνάμεσα στά ἄλλα μέλη στό Συμβούλιο συμμετεῖχαν ὁ Βόρις Γκουντουνώφ, ὁ Θεόδωρος Ρωμανώφ (ἔπειτα Πατριάρχης Φιλάρετος) καί ὁ Βασίλειος Σούϊσκυ (ἔπειτα Τσάρος Βασίλειος Δ’).
Πεθαίνοντας ὁ Τσάρος Ἰωάννης ἄφησε ἕναν ἀκόμη γιό, τόν Δημήτριο (1581 – 1591), ἡλικίας 3 ἐτῶν, πού εἶχε ἀποκτήσει ἐκτός γάμου μέ τήν τελευταῖα - ἕβδομη κατά σειρά - εὐνοουμένη του Μαρία Ναγκόϋ. Μετά τόν θάνατό του τό Συμβούλιο ἐγκατέστησε τόν μικρό Πρίγκιπα καί τήν μητέρα του στό Οὔγκλιτς, ὅπου τό 1591 ὁ 10ετής Δημήτριος πέθανε κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες. Μία ἐπίσημη ἐπιτροπή πού διερεύνησε τήν ὑπόθεση, μέ ἐπικεφαλής τόν Βασίλειο Σούϊσκυ, κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ὁ μικρός Πρίγκιπας ἔκοψε τόν λαιμό του κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἐπιληπτικῆς κρίσεως, ἡ μητέρα του ὅμως ἐπέμενε ὅτι δολοφονήθηκε ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος, γιά νά ἀποκλειστεῖ ἡ ἄνοδός του στό Θρόνο. Τελικά ἡ ὑπόθεση ξεχάστηκε καί ἡ Τσαρίνα Μαρία ὑποχρεώθηκε νά γίνει μοναχή.
Τό σῶμα τοῦ μικροῦ Πρίγκιπα ἐνταφιάσθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπό ὅπου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1606, μετά ἀπό σειρά θαυμάτων, καί μεταφέρθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας, ὅπου οἱ τάφοι τῶν Τσάρων. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τιμᾶ τόν νεαρό Τσάρεβιτς Δημήτριο ὡς Ἅγιο. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 3η Ἰουνίου.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς στέψεως τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Α’ Ἰβάνοβιτς, τήν 31η Μαϊου 1584, ὁ Βόρις τιμήθηκε μέ νέα ἀξιώματα καί μετά τόν θάνατο τοῦ θείου τοῦ Τσάρου Νικήτα Ρωμανόβιτς (τόν Αὔγουστο τοῦ ἴδιου ἔτους), ἀναδείχθηκε οὐσιαστικός κυβερνήτης τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀντίδραση ἄλλων Βογιάρων γιά περιορισμό τῆς ἐξουσίας του, καθώς καί τοῦ Μητροπ. Ρωσίας Διονυσίου Β’ (1581 - 1587, πού προσπάθησε νά χωρίσει τόν Τσάρο Θεόδωρο ἀπό τήν ἄτεκνη Τσαρίνα Εἰρήνη, γιά νά περιοριστεῖ ἡ ἐπιρροή τοῦ Βόριδος), εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐξουδετέρωση τῶν ἀντιπάλων του καί τήν ἐκθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη.
Κατά τήν περίοδο αὐτή – τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδώρου - ὁ Βόρις πέτυχε τήν ἀνακατάληψη πολλῶν Ρωσικῶν πόλεων τῆς δυτικῆς Ρωσίας πού κατεῖχαν οἱ Σουηδοί, ἐνθάρρυνε τήν ἐγκατάσταση Ἄγγλων καί ἄλλων ξένων ἐμπόρων, προώθησε τήν Ρωσική ἐπέκταση πρός τήν Σιβηρία, ἵδρυσε πόλεις - φρούρια κυρίως στά ἀνατολικά, γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Ρωσίας ἀπό τίς Ταταρικές ὀρδές (Σαμάρα, Σαράτωφ, Βορονέζ, Τσαρίτσιν, κ.ἄ.), πέτυχε τήν ἀνακήρυξη τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου καί μέ νόμο τοῦ 1587 ἀπαγόρευσε τήν μετακίνηση τῶν χωρικῶν ἀπό τήν γῆ τους.
Ὁ Τσάρος Θεόδωρος Α’ Ἰβάνοβιτς ἀπεβίωσε ἄτεκνος τήν 7. 1. 1598 καί μαζί του ἔσβησε καί ἡ Δυναστεία τῶν Ρούρικ. Παρά τά ἀναμενόμενα ὁ πανίσχυρος Βόρις δέν ἐπιδίωξε τήν ἄνοδό του στό Θρόνο, ἀλλά ἔδειξε τήν προτίμησή του νά ἀποσυρθεῖ σέ μοναστήρι. Τήν ἐκλογή του πρότεινε ὁ Πατριάρχης Ρωσίας ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605) καί τελικά μία Ἐθνοσυνέλευση πού συγκλήθηκε τήν 17. 2. 1598 ἀνέδειξε Τσάρο τόν Βόριδα τήν 21. 2. 1598 (στέφθηκε τήν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους).
Σάν Τσάρος ὁ Βόρις, νικητής τοῦ Ρωσο-Σουηδικοῦ Πολέμου τοῦ 1590 – 1595, προσπάθησε νά ἀνοίξη δρόμο πρός τήν Βαλτική Θάλασσα, κατακτῶντας τήν Λιθουανία μέ διπλωματικά μέσα (χωρίς ἐπιτυχία), ἀνέπτυξε φιλικές σχέσεις μέ τίς Σκανδιναβικές χῶρες, ἐπέτρεψε τήν λειτουργία Λουθηρανικῶν κοινοτήτων στά Ρωσικά ἐδάφη καί ἐνθάρρυνε τήν ἐγκατάσταση ξένων δασκάλων, στέλνοντας παράλληλα Ρώσους γιά σπουδές στό ἐξωτερικό.
Ἡ βασιλεία τοῦ Βόριδος σημαδεύτηκε ἀπό ἕνα φοβερό λιμό (1601 – 1603), κατά τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐμφανίσθηκε ἕνα διεκδικητής τοῦ Θρόνου πού ὑποστήριζε ὅτι ἦταν ὁ Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ, πού εἶχε διαφύγει τόν θάνατο ἀπό τούς πράκτορες τοῦ Βόριδος. Ὁ διεκδικητής αὐτός ἔμεινε στήν Ἱστορία σάν ψευδο-Δημήτριος Α’ καί κυβέρνησε τήν Ρωσία σάν Τσάρος κατά τήν περίοδο 1605 – 1606.
Ἡ βασιλεία τοῦ Βόριδος σημαδεύτηκε ἐπίσης ἀπό τίς διώξεις τῶν ἀντιπάλων του Βογιάρων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ὑποχρεώθηκαν νά μονάσουν, γιά νά μήν ἔχουν δικαιώματα στό Θρόνο (λ.χ. ἡ οἰκογένεια Ρωμανώφ).
Ὁ Τσάρος Βόρις, ἀναμφίβολα ἕνας τῶν μεγαλυτέρων Ρώσων Ἡγεμόνων, ἀπεβίωσε μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια τήν 13. 4. 1605, ἀφήνοντας τόν Θρόνο στό γιό του Θεόδωρο Β’ (1605).
Ὁ Τσάρος Θεόδωρος Β’ Γκουντουνώφ (1605), γεννήθηκε στή Μόσχα τό 1589 καί ἦταν γιός τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ (1598 – 1605) καί τῆς Μαρίας Γρηγορίεβνας Σκουράτοβας – Μπέλσκαγιας, κόρης τοῦ ἀγαπημένου ἀξιωματούχου τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ Μαλιοῦτα Σκουράτωφ (τοῦ στραγγαλιστή τοῦ Μητροπ. ἁγ. Φιλίππου Β’). Ἐξαιρετικῶν φυσικῶν καί διανοητικῶν προσόντων (ὁ πρῶτος χάρτης τῆς Ρωσίας ὑπῆρξε ἔργο του), ἔλαβε τήν ἀνώτερη δυνατή μόρφωση τῆς ἐποχῆς του καί συμμετεῖχε στή διεκπεραίωση τῶν κυβερνητικῶν ὑποθέσεων, κυρίως ἐκείνων πού ἀφοροῦσαν τήν ἐξωτερική πολιτική.
Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ πατέρας του ὁ Θεόδωρος ἦταν μόλις 16 ἐτῶν καί κυκλωμένος ἀπό Βογιάρους που μισοῦσαν θανάσιμα τήν οἰκογένειά του. Τήν 1. 6. 1605 ἡ ἐμπροσθοφυλακή τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ ἔφτασε στή Μόσχα καί ἀπό τό διάγγελμα πού διαβάστηκε στήν Κόκκινη Πλατεία ἔγινε φανερή ἡ τύχη τοῦ νεαροῦ Τσάρου, ὁ ὁποῖος στραγγαλίστηκε μαζί μέ τήν μητέρα του Τσαρίνα Μαρία τήν 10. 6. 1605.
Ὁ ψευδο – Δημήτριος Α’ (1605 – 1606) ἐμφανίστηκε στό ἱστορικό προσκήνιο τό 1600, ὅταν ἐντυπωσίασε τόν Πατριάρχη Ρωσίας ἅγ. Ἰώβ (1589 – 1605) μέ τήν εὐφράδεια καί τήν πολυμάθειά του. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Τσάρος Βόρις Γκουντουνώφ (1598 – 1605) διέταξε τήν σύλληψη καί τήν ἀνάκρισή του, ἀλλά ὁ ψευδο-Δημήτριος πέτυχε νά καταφύγει στόν Ἡγεμόνα τοῦ Ὄστρογκ Κωνσταντῖνο καί ἀργότερα νά τεθεῖ στήν ὑπηρεσία τῶν Λιθουανῶν Ἡγεμόνων Wishniowiecki.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος ὑποστήριζε ὅτι ἦταν ὁ γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ, πού εἶχε διαφύγει τήν δολοφονία ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ. Στήν πραγματικότητα ἦταν ὁ φυγάδας μοναχός τῆς Μονῆς Τσουντώφ τῆς Μόσχας Γρηγόριος Ὀτρέπιτς, σύμφωνα μέ καταγγελία τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἁγ. Ἰώβ. Ἐμφανίσθηκε τό 1604 στήν Πολωνία, ὅπου προσυλητίσθηκε στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, καί χρησιμοποιήθηκε ἀπό μερικούς Βογιάρους καί γαιοκτήμονες καί κυρίως ἀπό τούς Ἰησουῖτες, γιά νά ἐπιβληθεῖ στή Ρωσία καί μαζί του ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ ἡγούμενος ἑνός μικροῦ στρατεύματος πού ἐνισχύθηκε ἀπό δυσαρεστημενους Βογιάρους καί Κοζάκους κατευθύνθηκε ἐναντίον τῆς Μόσχας καί μετά τόν ξαφνικό θάνατο τοῦ Βόριδος Γκουντουνώφ (13. 4. 1605), στέφθηκε Τσάρος τήν 21. 7. 1605 ἀπό ἕναν ἐπίσης Λατινόφρονα Πατριάρχη τῆς ἐπιλογῆς του, τόν Ἕλληνα Ἰγνάτιο, ἀφοῦ ἐκθρόνισε τόν Πατριάρχη Ἰώβ.
Ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος (1605 – 1606) ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Πιθανῶς γεννήθηκε στήν Κύπρο περί τό 1540. Σύμφωνα μέ μία πηγή ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου καί ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τήν ἔδρα του λόγῳ τῶν διώξεων τῶν Τούρκων, ὁπότε κατέφυγε στή Ρωσία τό 1595. Σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή (τόν Ἐπίσκοπο Ἐλασσῶνος ἅγ. Ἀρσένιο), ἦταν Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ, προερχόμενος ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί πῆγε στή Ρωσία γιά τήν στέψη τοῦ Τσάρου Θεοδώρου Ἰβάνοβιτς, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Φύσει τυχοδιώκτης ὁ Ἰγνάτιος συνδέθηκε μέ τόν τότε ἰσχυρό ἄνδρα καί ἔπειτα Τσάρο Βόριδα Γκουντουνώφ. Ἦταν ὁ μοναδικός τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας πού συντάχθηκε μέ τόν διεκδικητή ψευδο-Δημήτριο, τόν ὁποῖο μάλιστα ὑποδέχθηκε στήν Τοῦλα καί συνόδευσε στή Μόσχα. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας ἁγ. Ἰώβ νά ἀναγνωρίσει τόν ψευδο-Δημήτριο καί τήν ἐκθρόνισή του, ἀναδείχθηκε Πατριάρχης ὁ Ἰγνάτιος. Ἐξαιρετικά Λατινόφρων δέν ἀντέδρασε στό γάμο τοῦ ψευδο-Δημητρίου μέ τήν Ρωμαοκαθολική Πριγκίπισσα Μαρίνα, τήν στιγμή πού ἐπιφανεῖς Ἐπίσκοποι, Κληρικοί κ. ἄ. παράγοντες ἀντέδρασαν καί διώχθηκαν. Μετά τήν πτώση τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α' (1606), ὁ Ἰγνάτιος καθαιρέθηκε ἀπό τόν νέο Τσάρο Βασίλειο Σουΐσκυ καί φυλακίσθηκε στή Μονή Τσουντώφ, ὅπου ἀπεβίωσε τό 1611.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ ἀμέσως μετά τήν στέψη του, πῆγε νά προσκυνήσει στόν τάφο τοῦ ὑποτιθέμενου πατέρα του Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί ἐπισκέφθηκε στό μοναστήρι πού μόναζε τήν Τσαρίνα Μαρία Ναγκόϋ πού τόν δέχτηκε σάν γιό της. Στή συνέχεια ἔδωσε χάρη στίς ἀριστοκρατικές οἰκογένειες πού εἶχαν διωχθεῖ ἀπό τόν Βόριδα Γκουντουνώφ (ὅπως στούς Σουϊσκυ, Γκολίτσιν καί Ρωμανώφ), ἐκτέλεσε τήν οἰκογένεια Γκουντουνώφ καί ἔδωσε ἐντολή νά χειροτονηθεῖ Μητροπολίτης Ροστώφ ὁ ἰσχυρός ἄνδρας τῶν Ρωμανώφ, ὁ Θεόδωρος - Φιλάρετος.
Στόν ἐξωτερικό τομέα ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ στηρίχθηκε στήν Πολωνο-Λιθουανική Συμμαχία καί σχεδίασε πόλεμο κατά τῶν Ὀθωμανῶν. Στά δημόσια ἔγγραφα ὑπέγραφε σάν Αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας, ἕναν αἰῶνα πρίν τήν υἱοθέτηση τοῦ τίτλου ἀπό τόν Πέτρο Α’ τόν Μέγα.
Τήν 8.5. 1606 νυμφεύθηκε τήν Πωλωνή Ρωμαιοκαθολική Πριγκίπισσα Μαρίνα Mniszech (στήν οἰκογένεια τῆς ὁποίας εἶχε ὑποσχεθεῖ πρίν τήν ἀνάρρησή του τό Νόβγκοροντ, τό Πσκώφ καί τό Σμολένσκ), χωρίς προηγουμένως αὐτή νά ἀσπαστεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι κλήθηκαν στή Μόσχα γιά νά εὐλογήσουν τόν γάμο, ὁ ἅγ. Ἑρμογένης ὡς Μητροπολίτης Καζάν ἀντέδρασε μέ πύρινο ζῆλο, μέ ἀποτέλεσμα νά καθαιρεθεῖ καί νά φυλακιστεῖ. Παράλληλα τό γεγονός αὐτό προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν συντηρητικῶν Βογιάρων, τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ καί συντέλεσε στήν πτώση τοῦ ψευδο-Δημητρίου, δύο ἑβδομάδες μετά τό γάμο του. Μία συνωμοσία μέ ἀρχηγό τόν Βογιάρο Βασίλειο Σουϊσκυ πέτυχε τήν ἀνατροπή (μέ τήν κατηγορία τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τοῦ προσυλητισμοῦ τῆς χώρας στό Ρωμαιοκαθολικισμό) καί τήν δολοφονία του (τήν 17. 5. 1606). Μαζί του ἐκτελέστηκαν 3 Καρδινάλιοι, 27 Φράγκοι δάσκαλοι καί 3.000 περίπου Πολωνοί καί Ρώσοι τῆς Αὐλῆς του. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό νεκρό σῶμα τοῦ δολοφονημένου ψευδο-Δημητρίου Α’ κάηκε καί οἱ στάχτες του ἐκτοξεύτηκαν μέ κανόνι πρός τήν πλευρά τῆς Πολωνίας!
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν διεδραμάτησαν ρόλο καί οἱ Ἰωάννης Ζαρούτσκυ καί Προκόπιος Λιαπούνωφ.
Ὁ Ἰωάννης Μαρτίνοβιτς Ζαρούτσκυ ἦταν τυχοδιώκτης Κοζάκος Ἀταμάνος. Κατά τήν περίοδο 1606 – 1607 πῆρε μέρος στήν ἐξέγερση τοῦ δουλοπάροικου Ἰω. Μπολοτνίκωφ κατά τοῦ Τσάρου Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610) καί μετά τήν κατάστολή της διέφυγε στήν Πολωνία καί ἐντάχθηκε στίς δυνάμεις τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ καί τοῦ ὑποστηρικτή του Πολωνοῦ Βασιλιᾶ Σιγισμούνδου Γ’ Wasa. Διοργάνωσε τό στράτευμα τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ καί συμμετεῖχε σέ ὅλες τίς μάχες του, μέ ἀποτέλεσμα νά ὀνομαστεῖ Βογιάρος.
Μετά τόν θάνατο τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ νυμφεύθηκε τήν χῆρα του Μαρίνα καί προσπάθησε νά ἀνεβάσει στό Ρωσικό Θρόνο τόν γιό της Ἰωάννη. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1611 ἑνώθηκε μέ τόν Α’ Λαϊκό Ἀπελευθερωτικό Στρατό τοῦ Προκόπιου Λιαπούνωφ, τοῦ ὁποίου τελικά ὀργάνωσε τήν δολοφονία. Ὅταν ὁ Ἡγέτης τοῦ Β’ Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ Πρίγκιπας Δημ. Ποζάρσκυ κάλεσε τούς Ρώσους σέ ἀνυπακοή πρός τήν ψευδο-Τσαρίνα Μαρίνα, τόν γιό της Ἰωάννη καί τόν Ζαρούτσκυ, αὐτοί ὑποχρεώθηκαν νά καταφύγουν στό Ἀστραχάν, ἐνῶ ὁ Ποζάρσκυ ἀπελευθέρωνε τήν Μόσχα (1612).
Τό 1614 ὁ λαός τοῦ Ἀστραχάν ἐξεγέρθηκε κατά τῶν φυγάδων καί αὐτοί κινήθηκαν πρός τά Οὐράλια, ὅπου συνελήφθησαν ἀπό Κοζάκους καί παραδώθηκαν στήν Κυβέρνηση τοῦ νέου Τσάρου Μιχαήλ Ρωμανώφ. Τό ἴδιο ἔτος 1614 ὁ Ζαρούτσκυ καί ὁ ἐπίδοξος Τσάρος Ἰωάννης ἐκτελέστηκαν στή Μόσχα, ἐνῶ ἡ Μαρίνα ἀπεβίωσε στή φυλακή.
Ὁ Προκόπιος Πέτροβιτς Λιαπούνωφ κατάγοταν ἀπό τόν Ἡγεμονικό Οἶκο τῶν Ρούρικ. Μετά τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ (1605), ὁ Προκόπιος καί ὁ ἀδελφός του Ζαχαρίας τάχθηκαν μέ τό μέρος τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’. Τό 1606 ὁ Προκόπιος πῆρε μέρος στήν ἐξέγερση τοῦ Ἰω. Μπολοτνίκωφ καί μετά τήν καταστολή της ἦρθε στή Μόσχα καί τέθηκε στήν ὑπηρεσία τοῦ Τσάρου Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610), ὁ ὁποῖος τόν ἔκανε μέλος τῆς Δοῦμας (Βουλῆς) τῶν Βογιάρων, τό 1607.
Κατά τήν περίοδο 1608 – 1610 ὁδήγησε τόν τακτικό Ρωσικό στρατό κατά τῶν ἐξεγερμένων χωρικῶν τοῦ Ριαζάν καί τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ ψευδο-Δημητρίου Β’. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1610 συμμετεῖχε στήν ἐκθρόνιση τοῦ Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ. Ὅταν οἱ Πολωνοί κατέλαβαν τήν Μόσχα (1611), ἐμπνεόμενος ἀπό τά πατριωτικά κηρύγματα τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἅγ. Ἑρμογένη (+ 1612), διοργάνωσε τόν Α’ Λαϊκό Ἀπελευθερωτικό Στρατό καί σημείωσε ἀρκετές ἐπιτυχίες κατά τῶν εἰσβολέων. Ἀτυχῶς δολοφονήθηκε ἀπό τόν Κοζάκο Ἀταμάνο τυχοδιώκτη Ἰω. Ζαρούτσκυ, τήν 1. 8. 1611. Τήν ἰδέα του γιά δημιουργία Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ υἱοθέτησε ὁ Πρίγκιπας Δημ. Ποζάρσκυ, ὁ ὁποῖος τελικά ἀπελευθέρωσε τήν Μόσχα ἀπό τούς Πολωνούς, τήν 22α Ὀκτωβρίου 1612, ἐπικεφαλής τοῦ Β’ Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ.
Ὁ Τσάρος Βασίλειος Δ’ Σούϊσκυ (1606 – 1610), κατάγοταν ἀπό τήν Ἡγεμονική Οἰκογένεια τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἦταν ἀπό τούς συνεργάτες τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ, χρησιμοποιήθηκε μάλιστα γιά τήν κάλυψη τῆς δολοφονίας τοῦ νεαροῦ Τσάρεβιτς Δημητρίου, γιοῦ τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ, ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος. Μετά τόν θάνατο τοῦ Βόριδος καί τήν ἀνάρρηση τοῦ γιοῦ του Θεοδώρου Β’, ὁ Βασίλειος ὑποστήριξε τόν ψευδο-Δημήτριο Α’ γιά τόν ἀνατρέψει στή συνέχεια καί νά στεφτεῖ ὁ ἴδιος Τσάρος, τήν 19. 5. 1606. Βασίλευσε μέχρι τήν 19. 7. 1610, μέ πολλή μικρή ἤ καί καθόλου ἐξουσία καί ἀναγνώριση. Τό 1610 καθαιρέθηκε ἀπό τούς Πρίγκιπες Βοροτίνσκυ καί Μστισλάβσκυ, ὑποχρεώθηκε νά γίνει μοναχός καί τελικά μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος στήν Πολωνία, ὅπου ἀπεβίωσε φυλακισμένος στό κάστρο τοῦ Γκοτσίνιν, κοντά στή Βαρσοβία, τό 1612. Προηγουμένως ὅμως ὁ Τσάρος Βασίλειος εἶχε ἐκθρονίσει τόν Λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰγνάτιο καί εἶχε ἀναδείξει Πατριάρχη τόν ἅγ. Ἑρμογένη, τοῦ ὁποίου ἀποκατέστησε τήν Ἀρχιερωσύνη.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Β’ (1610 – 1612) ἐμφανίσθηκε τό 1608 ὑποστηριζόμενος ἀπό τούς Πολωνούς εὐγενεῖς καί τό 1610 οἱ δυνάμεις τοῦ Βασιλιά τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδου Γ' κατέλαβαν τήν Μόσχα. Καί αὐτός ὑποστήριζε, ὅτι ἦταν ὁ χαμένος γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ. Τελικά ὅμως ὁ Πολωνός Βασιλιᾶς κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τό δικαίωμα στό Ρωσικό Θρόνο καί ἀπέσυρε τήν ὑποστήριξή του ἀπό τόν διεκδικητή. Ἔτσι κατά τήν περίοδο ἀπό 6. 9. 1610 μέχρι 4. 11. 1612, Τσάρος τῆς Ρωσίας εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ὁ Βασιλιᾶς τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ’ καί στή θέση του κυβέρνησε τήν χώρα τό Συμβούλιο τῶν Ἑπτά Βογιάρων, δηλαδή οἱ ἐξῆς ἐκπρόσωποι τῶν σπουδαιοτέρων Ρωσικῶν οἰκογενειῶν: Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Mstislavsky, Ἰωάννης Μιχαήλοβιτς Vorotynsky (Μάρτιος 1611), Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Nagoy (ἀπό Μάρτιο 1611), Ἀνδρέας Βασίλιεβιτς Trubetskoy, Βασίλειος Βασίλιεβιτς Golistyn (8. 4. 1611), Ἰωάννης Συμεώνοβιτς Kurakin (ἀπό 8. 4. 1611), Βόρις Μιχαήλοβιτς Lykov – Obolensky, Ἰωάννης Νικήτις Romonov καί Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Sheremetiev.
Σέ μία περίοδο γενικῆς καταπτώσεως, τό γόητρο τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους σώθηκε ἀπό τόν ἡρωϊκό Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη. Ἀρνούμενος νά συνεργαστεῖ μέ τούς κατακτητές καί τούς συνεργάτες τους, πέθανε στή φυλακή ἀπό ἀσιτία, τήν 17η Φεβρουαρίου 1612. Τόν ἴδιο χρόνο - σάν ἀποτέλεσμα τοῦ κηρήγματός του καί τῶν ποιμαντικῶν του ἐπιστολῶν - ἦρθε ἀπό τόν Βόλγα ἕνας στρατός ἐθελοντῶν, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ λαϊκοῦ Κοσμᾶ Μίνιν ἀπό τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί τοῦ Πρίγκιπα Δημ. Ποζάρσκυ, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου εἶχε τεθεῖ ἡ θαυματουργός Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν. Τήν 22α Ὀκτωβρίου ἐλευθερώθηκε ἡ Μόσχα καί τήν 26η τό Κρεμλῖνο. Σέ ἀνάμνησι τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεσπίσθηκε ἡ ἐτήσια ἑορτή τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, τήν 22α Ὀκτωβρίου.
Φύσει τυχοδιώκτης ὁ Ἰγνάτιος συνδέθηκε μέ τόν τότε ἰσχυρό ἄνδρα καί ἔπειτα Τσάρο Βόριδα Γκουντουνώφ. Ἦταν ὁ μοναδικός τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας πού συντάχθηκε μέ τόν διεκδικητή ψευδο-Δημήτριο, τόν ὁποῖο μάλιστα ὑποδέχθηκε στήν Τοῦλα καί συνόδευσε στή Μόσχα. Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας ἁγ. Ἰώβ νά ἀναγνωρίσει τόν ψευδο-Δημήτριο καί τήν ἐκθρόνισή του, ἀναδείχθηκε Πατριάρχης ὁ Ἰγνάτιος. Ἐξαιρετικά Λατινόφρων δέν ἀντέδρασε στό γάμο τοῦ ψευδο-Δημητρίου μέ τήν Ρωμαοκαθολική Πριγκίπισσα Μαρίνα, τήν στιγμή πού ἐπιφανεῖς Ἐπίσκοποι, Κληρικοί κ. ἄ. παράγοντες ἀντέδρασαν καί διώχθηκαν. Μετά τήν πτώση τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α' (1606), ὁ Ἰγνάτιος καθαιρέθηκε ἀπό τόν νέο Τσάρο Βασίλειο Σουΐσκυ καί φυλακίσθηκε στή Μονή Τσουντώφ, ὅπου ἀπεβίωσε τό 1611.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ ἀμέσως μετά τήν στέψη του, πῆγε νά προσκυνήσει στόν τάφο τοῦ ὑποτιθέμενου πατέρα του Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί ἐπισκέφθηκε στό μοναστήρι πού μόναζε τήν Τσαρίνα Μαρία Ναγκόϋ πού τόν δέχτηκε σάν γιό της. Στή συνέχεια ἔδωσε χάρη στίς ἀριστοκρατικές οἰκογένειες πού εἶχαν διωχθεῖ ἀπό τόν Βόριδα Γκουντουνώφ (ὅπως στούς Σουϊσκυ, Γκολίτσιν καί Ρωμανώφ), ἐκτέλεσε τήν οἰκογένεια Γκουντουνώφ καί ἔδωσε ἐντολή νά χειροτονηθεῖ Μητροπολίτης Ροστώφ ὁ ἰσχυρός ἄνδρας τῶν Ρωμανώφ, ὁ Θεόδωρος - Φιλάρετος.
Στόν ἐξωτερικό τομέα ὁ ψευδο-Δημήτριος Α’ στηρίχθηκε στήν Πολωνο-Λιθουανική Συμμαχία καί σχεδίασε πόλεμο κατά τῶν Ὀθωμανῶν. Στά δημόσια ἔγγραφα ὑπέγραφε σάν Αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας, ἕναν αἰῶνα πρίν τήν υἱοθέτηση τοῦ τίτλου ἀπό τόν Πέτρο Α’ τόν Μέγα.
Τήν 8.5. 1606 νυμφεύθηκε τήν Πωλωνή Ρωμαιοκαθολική Πριγκίπισσα Μαρίνα Mniszech (στήν οἰκογένεια τῆς ὁποίας εἶχε ὑποσχεθεῖ πρίν τήν ἀνάρρησή του τό Νόβγκοροντ, τό Πσκώφ καί τό Σμολένσκ), χωρίς προηγουμένως αὐτή νά ἀσπαστεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι κλήθηκαν στή Μόσχα γιά νά εὐλογήσουν τόν γάμο, ὁ ἅγ. Ἑρμογένης ὡς Μητροπολίτης Καζάν ἀντέδρασε μέ πύρινο ζῆλο, μέ ἀποτέλεσμα νά καθαιρεθεῖ καί νά φυλακιστεῖ. Παράλληλα τό γεγονός αὐτό προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν συντηρητικῶν Βογιάρων, τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ καί συντέλεσε στήν πτώση τοῦ ψευδο-Δημητρίου, δύο ἑβδομάδες μετά τό γάμο του. Μία συνωμοσία μέ ἀρχηγό τόν Βογιάρο Βασίλειο Σουϊσκυ πέτυχε τήν ἀνατροπή (μέ τήν κατηγορία τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τοῦ προσυλητισμοῦ τῆς χώρας στό Ρωμαιοκαθολικισμό) καί τήν δολοφονία του (τήν 17. 5. 1606). Μαζί του ἐκτελέστηκαν 3 Καρδινάλιοι, 27 Φράγκοι δάσκαλοι καί 3.000 περίπου Πολωνοί καί Ρώσοι τῆς Αὐλῆς του. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό νεκρό σῶμα τοῦ δολοφονημένου ψευδο-Δημητρίου Α’ κάηκε καί οἱ στάχτες του ἐκτοξεύτηκαν μέ κανόνι πρός τήν πλευρά τῆς Πολωνίας!
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν διεδραμάτησαν ρόλο καί οἱ Ἰωάννης Ζαρούτσκυ καί Προκόπιος Λιαπούνωφ.
Ὁ Ἰωάννης Μαρτίνοβιτς Ζαρούτσκυ ἦταν τυχοδιώκτης Κοζάκος Ἀταμάνος. Κατά τήν περίοδο 1606 – 1607 πῆρε μέρος στήν ἐξέγερση τοῦ δουλοπάροικου Ἰω. Μπολοτνίκωφ κατά τοῦ Τσάρου Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610) καί μετά τήν κατάστολή της διέφυγε στήν Πολωνία καί ἐντάχθηκε στίς δυνάμεις τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ καί τοῦ ὑποστηρικτή του Πολωνοῦ Βασιλιᾶ Σιγισμούνδου Γ’ Wasa. Διοργάνωσε τό στράτευμα τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ καί συμμετεῖχε σέ ὅλες τίς μάχες του, μέ ἀποτέλεσμα νά ὀνομαστεῖ Βογιάρος.
Μετά τόν θάνατο τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’ νυμφεύθηκε τήν χῆρα του Μαρίνα καί προσπάθησε νά ἀνεβάσει στό Ρωσικό Θρόνο τόν γιό της Ἰωάννη. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1611 ἑνώθηκε μέ τόν Α’ Λαϊκό Ἀπελευθερωτικό Στρατό τοῦ Προκόπιου Λιαπούνωφ, τοῦ ὁποίου τελικά ὀργάνωσε τήν δολοφονία. Ὅταν ὁ Ἡγέτης τοῦ Β’ Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ Πρίγκιπας Δημ. Ποζάρσκυ κάλεσε τούς Ρώσους σέ ἀνυπακοή πρός τήν ψευδο-Τσαρίνα Μαρίνα, τόν γιό της Ἰωάννη καί τόν Ζαρούτσκυ, αὐτοί ὑποχρεώθηκαν νά καταφύγουν στό Ἀστραχάν, ἐνῶ ὁ Ποζάρσκυ ἀπελευθέρωνε τήν Μόσχα (1612).
Τό 1614 ὁ λαός τοῦ Ἀστραχάν ἐξεγέρθηκε κατά τῶν φυγάδων καί αὐτοί κινήθηκαν πρός τά Οὐράλια, ὅπου συνελήφθησαν ἀπό Κοζάκους καί παραδώθηκαν στήν Κυβέρνηση τοῦ νέου Τσάρου Μιχαήλ Ρωμανώφ. Τό ἴδιο ἔτος 1614 ὁ Ζαρούτσκυ καί ὁ ἐπίδοξος Τσάρος Ἰωάννης ἐκτελέστηκαν στή Μόσχα, ἐνῶ ἡ Μαρίνα ἀπεβίωσε στή φυλακή.
Ὁ Προκόπιος Πέτροβιτς Λιαπούνωφ κατάγοταν ἀπό τόν Ἡγεμονικό Οἶκο τῶν Ρούρικ. Μετά τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ (1605), ὁ Προκόπιος καί ὁ ἀδελφός του Ζαχαρίας τάχθηκαν μέ τό μέρος τοῦ ψευδο-Δημητρίου Α’. Τό 1606 ὁ Προκόπιος πῆρε μέρος στήν ἐξέγερση τοῦ Ἰω. Μπολοτνίκωφ καί μετά τήν καταστολή της ἦρθε στή Μόσχα καί τέθηκε στήν ὑπηρεσία τοῦ Τσάρου Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ (1606 – 1610), ὁ ὁποῖος τόν ἔκανε μέλος τῆς Δοῦμας (Βουλῆς) τῶν Βογιάρων, τό 1607.
Κατά τήν περίοδο 1608 – 1610 ὁδήγησε τόν τακτικό Ρωσικό στρατό κατά τῶν ἐξεγερμένων χωρικῶν τοῦ Ριαζάν καί τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ ψευδο-Δημητρίου Β’. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1610 συμμετεῖχε στήν ἐκθρόνιση τοῦ Βασιλείου Δ’ Σουϊσκυ. Ὅταν οἱ Πολωνοί κατέλαβαν τήν Μόσχα (1611), ἐμπνεόμενος ἀπό τά πατριωτικά κηρύγματα τοῦ Πατριάρχη Ρωσίας ἅγ. Ἑρμογένη (+ 1612), διοργάνωσε τόν Α’ Λαϊκό Ἀπελευθερωτικό Στρατό καί σημείωσε ἀρκετές ἐπιτυχίες κατά τῶν εἰσβολέων. Ἀτυχῶς δολοφονήθηκε ἀπό τόν Κοζάκο Ἀταμάνο τυχοδιώκτη Ἰω. Ζαρούτσκυ, τήν 1. 8. 1611. Τήν ἰδέα του γιά δημιουργία Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ υἱοθέτησε ὁ Πρίγκιπας Δημ. Ποζάρσκυ, ὁ ὁποῖος τελικά ἀπελευθέρωσε τήν Μόσχα ἀπό τούς Πολωνούς, τήν 22α Ὀκτωβρίου 1612, ἐπικεφαλής τοῦ Β’ Λαϊκοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Στρατοῦ.
Ὁ Τσάρος Βασίλειος Δ’ Σούϊσκυ (1606 – 1610), κατάγοταν ἀπό τήν Ἡγεμονική Οἰκογένεια τοῦ Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἦταν ἀπό τούς συνεργάτες τοῦ Τσάρου Βόριδος Γκουντουνώφ, χρησιμοποιήθηκε μάλιστα γιά τήν κάλυψη τῆς δολοφονίας τοῦ νεαροῦ Τσάρεβιτς Δημητρίου, γιοῦ τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ, ἀπό πράκτορες τοῦ Βόριδος. Μετά τόν θάνατο τοῦ Βόριδος καί τήν ἀνάρρηση τοῦ γιοῦ του Θεοδώρου Β’, ὁ Βασίλειος ὑποστήριξε τόν ψευδο-Δημήτριο Α’ γιά τόν ἀνατρέψει στή συνέχεια καί νά στεφτεῖ ὁ ἴδιος Τσάρος, τήν 19. 5. 1606. Βασίλευσε μέχρι τήν 19. 7. 1610, μέ πολλή μικρή ἤ καί καθόλου ἐξουσία καί ἀναγνώριση. Τό 1610 καθαιρέθηκε ἀπό τούς Πρίγκιπες Βοροτίνσκυ καί Μστισλάβσκυ, ὑποχρεώθηκε νά γίνει μοναχός καί τελικά μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος στήν Πολωνία, ὅπου ἀπεβίωσε φυλακισμένος στό κάστρο τοῦ Γκοτσίνιν, κοντά στή Βαρσοβία, τό 1612. Προηγουμένως ὅμως ὁ Τσάρος Βασίλειος εἶχε ἐκθρονίσει τόν Λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰγνάτιο καί εἶχε ἀναδείξει Πατριάρχη τόν ἅγ. Ἑρμογένη, τοῦ ὁποίου ἀποκατέστησε τήν Ἀρχιερωσύνη.
Ὁ ψευδο-Δημήτριος Β’ (1610 – 1612) ἐμφανίσθηκε τό 1608 ὑποστηριζόμενος ἀπό τούς Πολωνούς εὐγενεῖς καί τό 1610 οἱ δυνάμεις τοῦ Βασιλιά τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδου Γ' κατέλαβαν τήν Μόσχα. Καί αὐτός ὑποστήριζε, ὅτι ἦταν ὁ χαμένος γιός τοῦ Τσάρου Ἰωάννη Δ’ τοῦ Τρομεροῦ καί τῆς Μαρίας Ναγκόϋ. Τελικά ὅμως ὁ Πολωνός Βασιλιᾶς κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τό δικαίωμα στό Ρωσικό Θρόνο καί ἀπέσυρε τήν ὑποστήριξή του ἀπό τόν διεκδικητή. Ἔτσι κατά τήν περίοδο ἀπό 6. 9. 1610 μέχρι 4. 11. 1612, Τσάρος τῆς Ρωσίας εἶχε ἀνακηρυχτεῖ ὁ Βασιλιᾶς τῆς Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ’ καί στή θέση του κυβέρνησε τήν χώρα τό Συμβούλιο τῶν Ἑπτά Βογιάρων, δηλαδή οἱ ἐξῆς ἐκπρόσωποι τῶν σπουδαιοτέρων Ρωσικῶν οἰκογενειῶν: Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Mstislavsky, Ἰωάννης Μιχαήλοβιτς Vorotynsky (Μάρτιος 1611), Μιχαήλ Θεοδώροβιτς Nagoy (ἀπό Μάρτιο 1611), Ἀνδρέας Βασίλιεβιτς Trubetskoy, Βασίλειος Βασίλιεβιτς Golistyn (8. 4. 1611), Ἰωάννης Συμεώνοβιτς Kurakin (ἀπό 8. 4. 1611), Βόρις Μιχαήλοβιτς Lykov – Obolensky, Ἰωάννης Νικήτις Romonov καί Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς Sheremetiev.
Σέ μία περίοδο γενικῆς καταπτώσεως, τό γόητρο τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους σώθηκε ἀπό τόν ἡρωϊκό Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη. Ἀρνούμενος νά συνεργαστεῖ μέ τούς κατακτητές καί τούς συνεργάτες τους, πέθανε στή φυλακή ἀπό ἀσιτία, τήν 17η Φεβρουαρίου 1612. Τόν ἴδιο χρόνο - σάν ἀποτέλεσμα τοῦ κηρήγματός του καί τῶν ποιμαντικῶν του ἐπιστολῶν - ἦρθε ἀπό τόν Βόλγα ἕνας στρατός ἐθελοντῶν, κάτω ἀπό τήν ἡγεσία τοῦ λαϊκοῦ Κοσμᾶ Μίνιν ἀπό τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί τοῦ Πρίγκιπα Δημ. Ποζάρσκυ, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου εἶχε τεθεῖ ἡ θαυματουργός Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν. Τήν 22α Ὀκτωβρίου ἐλευθερώθηκε ἡ Μόσχα καί τήν 26η τό Κρεμλῖνο. Σέ ἀνάμνησι τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεσπίσθηκε ἡ ἐτήσια ἑορτή τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, τήν 22α Ὀκτωβρίου.
Σάν Πατριάρχης ὁ ἅγ. Ἑρμογένης, παρά τήν ἡλικία του (ἦταν 70 ἐτῶν), ἐπανίδρυσε τό Τυπογραφεῖο τῆς Μόσχας (πού εἶχε καεῖ κατά τίς ταραχές) καί ἄρχισε τήν ἐκτύπωση ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων μέ βάση τά ἑλληνικά πρότυπα. Κυρίως ὅμως ἐργάσθηκε ὑπέρ τῆς νομομοφροσύνης πρός τόν νόμιμο Ἀνώτατο Ἄρχοντα καί μέ ἐπιστολές του συντέλεσε στήν ἀνόρθωση τοῦ πατριωτικοῦ συναισθήματος τοῦ λαοῦ.
Κατά τήν ἀρχιερατεία τοῦ Πατριάρχου Νίκωνος (1633), τό χαριτόβρυτο Λείψανα τοῦ ἡρωϊκοῦ Πατριάρχη ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί ἐναποτέθηκε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Κρεμλίνου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. Ἡ ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του ἔγινε τό 1913 καί ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν θαυμάτων τοῦ Ἱερομάρτυρος, τά ὁποῖα τόν ἐπέβαλαν ὡς Ἅγιο στή συνείδηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. (Στή φωτογραφία ἡ λειψανοθήκη τοῦ Ἱεροῦ του Λειψάνου, στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 17η Φεβρουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 12η Μαϊου.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
D. I. Ilovaisky, “The Troubled Period of the Muscovite Realm”, 1894.
S. I. Platonon, “Sketches of the Great Anarchy in the realm of Moscow”, 1899.
D. V. Tsvyeltev, “Tsar Vasily Shuisky”, 1901 - 1903 .
S. F. Platonov, "The Time of Troubles", μετάφραση J. T. Alexander, ἔκδοσις University Press of Kansas, 1970.
R. G. Skrynnikov, “Boris Godunov”, Μόσχα 1978/1983.
S. L. Chester Dunning, “Russia’s First Civil War: The Time of Troubles and the founding of the Romanov Dynasty”.
Ἀντ. Μάρκου, "Ἡ Παναγία τοῦ Καζάν - Ἡ Προστάτιδα τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν", 2000.
Β. Βoytan, "Ὁ ἅγ. Μάρτυς Τσάρεβιτς Δημήτριος"· Περιοδικό "Orthodox Life", τ. 27ος, φ. 1ο.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
D. I. Ilovaisky, “The Troubled Period of the Muscovite Realm”, 1894.
S. I. Platonon, “Sketches of the Great Anarchy in the realm of Moscow”, 1899.
D. V. Tsvyeltev, “Tsar Vasily Shuisky”, 1901 - 1903 .
S. F. Platonov, "The Time of Troubles", μετάφραση J. T. Alexander, ἔκδοσις University Press of Kansas, 1970.
R. G. Skrynnikov, “Boris Godunov”, Μόσχα 1978/1983.
S. L. Chester Dunning, “Russia’s First Civil War: The Time of Troubles and the founding of the Romanov Dynasty”.
Ἀντ. Μάρκου, "Ἡ Παναγία τοῦ Καζάν - Ἡ Προστάτιδα τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν", 2000.
Β. Βoytan, "Ὁ ἅγ. Μάρτυς Τσάρεβιτς Δημήτριος"· Περιοδικό "Orthodox Life", τ. 27ος, φ. 1ο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου