ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ' Ο ΠΑΤΕΛΑΡΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΠΟΛΕΩΣ (+ 1654)
Σειρά: Ἀδιάφθοροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας (ἀπό τό ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου).
Ὁ κατά κόσμον Ἀλέξιος Πατελάρος γεννήθηκε στό χωριό Ἀξός Μυλοποτάμου Ρεθύμνου (μεταξύ τῶν ἐτῶν 1580 καί 1597) καί ἔγινε μοναχός στό Σιναϊτικο Μετόχι τοῦ Χάνδακα. Ἔτυχε μεγάλης παιδείας, γνώριζε τήν Ἑλληνική καί Λατινική Γλῶσσα, Φιλολογία καί Φιλοσοφία καί διακρινόταν γιά τήν γενικότερη μόρφωσή του, τό κήρυγμά του και τήν ποίηση πού ἔγραφε. Μελετητής τῆς Γραφῆς, μετέφρασε μέρος της στά νέα Ἑλληνικά (στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους σώζεται χειρόγραφό του μέ μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου πού ἔκανε).
Μετά τόν Χάνδακα μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, σέ κελλί πού ἔκτισε ὁ ἴδιος στήν περιοχή τῆς Μονῆς Παντοκράτορος. Διάκονος καί Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου τό 1631 ἐξελέγη Μητροπολίτης. Ἀναμίχθηκε στίς συνεχεῖς ἀλλαξοπατριαρχείες, ἐπειδή πίστευε ὅτι μέ τήν παιδεία καί τόν δυναμισμό του, μποροῦσε νά ὠφελήσει τήν Ἐκκλησία καί τό ὑπόδουλο Γένος.
Τό 1634 διαδέχθηκε στόν Θρόνο τῆς ΚΠόλεως τόν Κύριλλο Β' τόν Κονταρή, μέ τήν ὑποστήριξη τόσο τῶν Λατινοφρόνων καί τῶν Ἰησουϊτῶν (οἱ ὁποῖοι νόμιζαν πώς στό πρόσωπό του θά εἶχαν ἕναν ὑποστηρικτή τους), ὅσο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Σουλτάνου!
Παρέμεινε στό Θρόνο περίπου ἕνα χρόνο. Ἐκθρονίσθηκε τό 1635 καί ἐπέστρεψε στό Ἅγιο Ὄρος. Διέμεινε σέ ἀρχαῖο Μονύδριο κοντά στίς Καρυές, τό ὁποῖο διεύρυνε μέ τήν προσωπική του ἐργασία (πρόκειται γιά τήν σημερινή Σκήτη τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου, τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἱδρυτής).
Τό ἴδιο ἔτος 1635 ταξίδεψε στή Βενετία, ἀπ’ ὅπου ἐπετέθηκε στό διάδοχό του Κύριλλο Λούκαρι (μέ τήν κατηγορία τῆς αἱρέσεως), ἀλλά καί στόν Πάπα (διότι δέν τόν ὑποστήριζε στήν ἀνάκτηση τοῦ Θρόνου).
Τό 1639 ὁ Πατριάρχης Παρθένιος Α’ τοῦ πρόσφερε προεδρικῶς τήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης καί τήν Μονή Βλατάδων. Τό 1643 μετέβη στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καί μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου πέτυχε τήν ἄνοδό του στόν Πατριαρχικό Θρόνο γιά δεύτερη φορά, τόν Μάϊο τοῦ 1652. Παύθηκε μέ Σουλτανικό Διάταγμα τόν ἑπόμενο μῆνα, κατά τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29. 6. 1652), ὅταν ἐκφώνησε ἕνα ἐμπνευσμένο κήρυγμα πάνω στό χωρίο, «σῦ εῖ Πέτρος καί ἐπί ταῦτῃ τῆ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν», στό ὁποῖο ἀντέκρουσε τά ἐπιχειρήματα στά ὁποῖα δῆθεν βασίζεται τό Παπικό πρωτεῖο. Τό κήρυγμά του προκάλεσε τήν ὀργή τῶν Ἰησουϊτῶν καί τῶν Λατινοφρόνων, μέ προεξάρχοντα τόν Ἀθανάσιο τόν Κύπριο, ὁ ὁποῖος τό 1655 κυκλοφόρησε πραγματεία ἐναντίον του μέ τίτλο «Ἀντιπατελάριον».
Μετά τήν νέα ἔκπτωσή του ἀπό τόν Θρόνο, κατέφυγε στήν Αὐλή τῆς Μολδαβίας, κοντά στό φίλο του Ἡγεμόνα Βασίλειο Λούπου, ἀπ' ὅπου ταξίδεψε στή Μόσχα καί συναντήθηκε μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο Μιχαήλοβιτς. Στή Ρωσία ἄσκησε σημαντικό ποιμαντικό καί ἀντιλατινικό ἔργο, ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν τιμή τῶν Ρώσων πρός τό πρόσωπό του.
Τό 1654, κατά τό ταξείδι τῆς ἐπιστροφῆς του στή Μολδαβία, ἀσθένησε καί κοιμήθηκε στή Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στό Λιούμπενς τῆς Οὐκρανίας, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκε.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1662, ὁπότε καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἡ ἁγιότητά του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Μονή Λιούμπενς μετατράπηκε σέ φυλακή (1917) καί σέ στρατόπεδο (1937), ἀλλά τό Λείψανο διασώθηκε στήν ἀποθήκη κάποιου μουσείου. Τό 1990, μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ κεθεστώτος, ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία καί τό Λείψανο ἀποκαταστάθηκε στή θέση του. Σήμερα φυλάσσεται καθήμενο σέ θρόνο (ἐνδεδυμένο τά Ἀρχιερατικά ἄμφια), στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στό Χάρκοβο. Τό 1993 ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου παραχωρήθηκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ρεθύμνης καί Αὐλποτάμου καί φυλάσσεται στήν γεννέτειρά του Ἀξό Ρεθύμνης.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἀπριλίου καί ἡ μετακομιδή Λειψάνου στήν Ἀξό τήν 21η Αὐγούστου.
Μετά τόν Χάνδακα μόνασε στό Ἅγιο Ὄρος, σέ κελλί πού ἔκτισε ὁ ἴδιος στήν περιοχή τῆς Μονῆς Παντοκράτορος. Διάκονος καί Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου τό 1631 ἐξελέγη Μητροπολίτης. Ἀναμίχθηκε στίς συνεχεῖς ἀλλαξοπατριαρχείες, ἐπειδή πίστευε ὅτι μέ τήν παιδεία καί τόν δυναμισμό του, μποροῦσε νά ὠφελήσει τήν Ἐκκλησία καί τό ὑπόδουλο Γένος.
Τό 1634 διαδέχθηκε στόν Θρόνο τῆς ΚΠόλεως τόν Κύριλλο Β' τόν Κονταρή, μέ τήν ὑποστήριξη τόσο τῶν Λατινοφρόνων καί τῶν Ἰησουϊτῶν (οἱ ὁποῖοι νόμιζαν πώς στό πρόσωπό του θά εἶχαν ἕναν ὑποστηρικτή τους), ὅσο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Σουλτάνου!
Παρέμεινε στό Θρόνο περίπου ἕνα χρόνο. Ἐκθρονίσθηκε τό 1635 καί ἐπέστρεψε στό Ἅγιο Ὄρος. Διέμεινε σέ ἀρχαῖο Μονύδριο κοντά στίς Καρυές, τό ὁποῖο διεύρυνε μέ τήν προσωπική του ἐργασία (πρόκειται γιά τήν σημερινή Σκήτη τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου, τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἱδρυτής).
Τό ἴδιο ἔτος 1635 ταξίδεψε στή Βενετία, ἀπ’ ὅπου ἐπετέθηκε στό διάδοχό του Κύριλλο Λούκαρι (μέ τήν κατηγορία τῆς αἱρέσεως), ἀλλά καί στόν Πάπα (διότι δέν τόν ὑποστήριζε στήν ἀνάκτηση τοῦ Θρόνου).
Τό 1639 ὁ Πατριάρχης Παρθένιος Α’ τοῦ πρόσφερε προεδρικῶς τήν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης καί τήν Μονή Βλατάδων. Τό 1643 μετέβη στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καί μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου πέτυχε τήν ἄνοδό του στόν Πατριαρχικό Θρόνο γιά δεύτερη φορά, τόν Μάϊο τοῦ 1652. Παύθηκε μέ Σουλτανικό Διάταγμα τόν ἑπόμενο μῆνα, κατά τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29. 6. 1652), ὅταν ἐκφώνησε ἕνα ἐμπνευσμένο κήρυγμα πάνω στό χωρίο, «σῦ εῖ Πέτρος καί ἐπί ταῦτῃ τῆ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν», στό ὁποῖο ἀντέκρουσε τά ἐπιχειρήματα στά ὁποῖα δῆθεν βασίζεται τό Παπικό πρωτεῖο. Τό κήρυγμά του προκάλεσε τήν ὀργή τῶν Ἰησουϊτῶν καί τῶν Λατινοφρόνων, μέ προεξάρχοντα τόν Ἀθανάσιο τόν Κύπριο, ὁ ὁποῖος τό 1655 κυκλοφόρησε πραγματεία ἐναντίον του μέ τίτλο «Ἀντιπατελάριον».
Μετά τήν νέα ἔκπτωσή του ἀπό τόν Θρόνο, κατέφυγε στήν Αὐλή τῆς Μολδαβίας, κοντά στό φίλο του Ἡγεμόνα Βασίλειο Λούπου, ἀπ' ὅπου ταξίδεψε στή Μόσχα καί συναντήθηκε μέ τόν Τσάρο Ἀλέξιο Μιχαήλοβιτς. Στή Ρωσία ἄσκησε σημαντικό ποιμαντικό καί ἀντιλατινικό ἔργο, ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν τιμή τῶν Ρώσων πρός τό πρόσωπό του.
Τό 1654, κατά τό ταξείδι τῆς ἐπιστροφῆς του στή Μολδαβία, ἀσθένησε καί κοιμήθηκε στή Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στό Λιούμπενς τῆς Οὐκρανίας, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκε.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1662, ὁπότε καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἡ ἁγιότητά του. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ Μονή Λιούμπενς μετατράπηκε σέ φυλακή (1917) καί σέ στρατόπεδο (1937), ἀλλά τό Λείψανο διασώθηκε στήν ἀποθήκη κάποιου μουσείου. Τό 1990, μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ κεθεστώτος, ἡ Μονή ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία καί τό Λείψανο ἀποκαταστάθηκε στή θέση του. Σήμερα φυλάσσεται καθήμενο σέ θρόνο (ἐνδεδυμένο τά Ἀρχιερατικά ἄμφια), στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στό Χάρκοβο. Τό 1993 ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου παραχωρήθηκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ρεθύμνης καί Αὐλποτάμου καί φυλάσσεται στήν γεννέτειρά του Ἀξό Ρεθύμνης.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ἀπριλίου καί ἡ μετακομιδή Λειψάνου στήν Ἀξό τήν 21η Αὐγούστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου