ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ
Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχαν δυο βασικοί αγωγοί αυθεντικής ερμηνείας της Χριστιανικής αποκάλυψης: αφ’ ενός μεν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους ως άτομα διατήρησαν την Αποστολική παράδοση, αφ’ ετέρου δε οι Επίσκοποι, ως διάδοχοι των Αποστόλων συγκρότησαν Εκκλησιαστικές Συνόδους, στις οποίες η κοινωνία τους ως αντιπροσωπευτικό σώμα αύξησε την αυθεντία της μαρτυρίας τους. Σε τέτοιες Συνόδους, κατ’ αρχήν τοπικές και έπειτα Οικουμενικές, τα όργανα αυτά της Εκκλησίας αποφάσισαν επί θεμάτων πίστεως υπό την επιστασία του Αγ. Πνεύματος. Πριν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, όλα τα Σύμβολα και οι σύντομες περιλήψεις της Πίστεως, μολονότι τοπικές, πλούτισαν την καθολική πίστη, την οποίαν εμπιστεύθηκαν οι Απόστολοι στους διαδόχους τους. Η Νίκαια καθιέρωσε την εκκλησιαστική αρχή, ότι η Εκκλησία είχε ανάγκη από σύμβολα καθολικής αυθεντίας και αποδοχής. Με τον τρόπο αυτό τα Σύμβολα των Οικουμενικών Συνόδων απέβησαν κριτήρια Ορθοδοξίας. Για το λόγο αυτό, οι Σύνοδοι αυτές απεκλήθησαν αφ’ εαυτού τους "Οι Άγιες Σύνοδοι", έκφραση που βρίσκουμε νωρίς στη Σύνοδο της Αγκύρας το 314. Ομοίως η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος αυτοαποκαλείται ως "Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος". Τούτο εξυπονοεί, ότι οι συμμετέχοντες Επίσκοποι στις Συνόδους αυτές ήταν πλήρως πεπεισμένοι, ότι εργαζόμενοι μαζί αντιπροσώπευαν το ένα σώμα του Χριστού, ο Οποίος ήτανε παρών ως η κεφαλή τους.
Οι Σύνοδοι της Εκκλησίας, τοπικές και Οικουμενικές, οι οποίες αποφάσισαν για την καθολική πίστη, απέκτησαν καθολικό ή οικουμενικό κύρος και έγιναν μαρτυρία των πηγών της δογματικής διδασκαλίας. Τους αναγνωρίσθηκε μόνο ένα καθήκον, να μεταδώσουν στους άλλους πιστούς αυτή την ορθή πίστη, την οποία η Εκκλησία είχε λάβει σύμφωνα με την εντολή του Θεού.
Με αυτό τον τρόπο, οι διάδοχοι των Αποστόλων, αφού κληρονόμησαν από αυτούς την δύναμη του «δεσμείν και λύειν», κατέχουν την πληρότητα των δωρεών του Αγίου Πνεύματος και όντες Επίσκοποι των τοπικών Εκκλησιών, οι οποίες βρίσκονται σε ενότητα με την καθ’ όλου Εκκλησία, συγκεντρώνονται στις Οικουμενικές Συνόδους, για να αποκτήσουν εκεί την δύναμη να μιλούν αλάθητα στο όνομα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Ανεξάρτητα από τα επιτεύγματά τους ως φρουρών της χριστιανικής αποκάλυψης, οι Πατέρες της Εκκλησίας, με την πάροδο του χρόνου, ήταν υποχρεωμένοι να έχουν την επικύρωση των αυθεντικών Συνόδων της Εκκλησίας, όσον αφορά τις εκθέσεις τους επί της πίστεως, για να αναγνωρισθούν ως φρουροί.
Το χαρακτηριστικό σημείο των Οικουμενικών Συνόδων, συνεπώς, είναι η κοινωνία της Καθολικής Πίστεως, όπως κληροδοτήθηκε από τους Αποστόλους στους διαδόχους τους. Η αμοιβαία εξάρτηση και συσχέτιση των Οικουμενικών Συνόδων οφείλεται στην Αποστολική Διαδοχή αυτών οι οποίοι την συγκροτούν και είναι η μαρτυρία, ότι αυτοί είναι διάδοχοι των Αποστόλων "εν χάριτι, εν αληθεία και εν διδασκαλία". Το κριτήριο το οποίο φανερώνει ότι οι Σύνοδοι συνεχίζουν να εκφράζουν και να ερμηνεύουν την Χριστιανική αλήθεια, είναι η συμφωνία τους με την Αποστολική διδασκαλία. Επομένως οι Οικουμενικές Σύνοδοι εκφράζουν την ενότητα του σώματος υπό την κεφαλή της Εκκλησίας, η οποία είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Μολονότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν την ανώτατη αυθεντία στην Εκκλησία, οι Πατέρες ως άτομα και ως μέλη των Συνόδων είναι οι πρωταγωνιστές και οι πηγές των Συνοδικών αποφάσεων. Οι Πατέρες δεν είναι αλάθητοι, αλλ’ όταν αποφασίζουν ως Σύνοδοι, καθοδηγούμενοι υπό του Αγίου Πνεύματος, δογματίζουν "απλανώς" και όχι "αλαθήτως". Ο όρος "απλανής» και «απλανώς" χρησιμοποιείται στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση. Οι Σύνοδοι και οι Πατέρες δογματίζουν "απλανώς" και όχι "αλαθήτως".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου