ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Κείμενο Λειτουργικοῦ κηρύγματος τῆς 23.11.2002, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Ἀποστόλων Ραψάνης Λαρίσης, κατά τήν μνήμη τοῦ ἁγ. Ἀμφιλοχίου Ἐπισκόπου Ἰκονίου καί τήν Ὀνομαστική Ἑορτή τοῦ Προϊσταμένου τῆς Μονῆς Ἱερομονάχου π. Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ, κατόπιν προσκλήσεως καί παρουσίᾳ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Παναρέτου, παρουσίᾳ καί τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας κ. Κηρύκου.
Ἐπανελήφθη μετά τῶν ἀναγκαίων ἀλλαγῶν, κατά τήν διάρκεια μεθεόρτου ἑορταστικῆς Συνάξεως στόν Ἱ. Ν. ἁγ. Δημητρίου Ἀχαρνῶν, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. ΚΗΡΥΚΟΥ, τό ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου 18/31.7.2004, παρουσίᾳ αὐτοῦ καί συνεργατῶν του. Στή συνέχεια καταχωρεῖται τό κείμενο τῆς δεύτερης ὁμιλίας.
Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. ΚΗΡΥΚΟΥ, μᾶς συγκέντρωσε στήν παρούσα ἑορταστική Σύναξη, μία σύναξη κατά τήν ὁποία ἐμεῖς μέν ἐκφράζουμε τίς εὐχές, τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μας πρός τόν ἑορτάζοντα Ποιμανάρχη μας, ἐκείνος δέ ἐπιδαψιλεύει πρός ὅλους τήν ἀρχιερατική του εὐλογία.
Ἡ ἑορτή ἑνός συγχρόνου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, Ἐπισκόπου ἤ Πνευματικοῦ, καί μάλιστα κάτω ἀπό τίς παρούσες πολύ ἄσχημες συνθήκες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου, πρέπει νά φέρνει στήν σκέψη μας τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί Ἐκκλησιαστικοῦ Ποιμένος. Μόνον ὅταν μελετοῦμε Βίους Ἁγίων Πατέρων, προβάλει μπροστά μας ἀνάγλυφο τό πρότυπο τοῦ ποιμένος, τοῦ Πνευματικοῦ δηλαδή Πατρός, ἐκείνου πού δέν ἀναλαμβάνει μόνος του αὐθαίρετα, ἀλλά δέχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου, τήν διακονία τοῦ "ἀφιέναι ἁμαρτίας" καί "ποιμαίνειν" τόν λαό τοῦ Θεοῦ (ἤ - ἄν πρόκειται γιά Ἐπίσκοπο - τοῦ κανονικῶς ἐκλεγέντος καί Ὀρθοδόξως φρονοῦντος Ἐπισκόπου)
Τονίζεται τό "αὐθαίρετα", διότι στήν πονηρή ἐποχή μας ὑπάρχουν πολλοί πού αὐτοτιτλοφοροῦνται "Γέροντες" (χωρίς ὅμως νά ἔχουν ὑπάρξει ὑποτακτικοί), "Ἡγούμενοι" (χωρίς νά ἔχουν ὑπάρξει ὑφιστάμενοι) καί "Πνευματικοί" (χωρίς νά ἔχουν ἐξαρτήσει ποτέ τήν πνευματική τους πορεία, μέσῳ τῆς ἁγίας ὑπακοῆς καί τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως, ἀπό κάποιον Πνευματικό Πατέρα).
Ἀκόμη, πολύ χειρότερα, ὑπάρχουν καί Ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν τόν ἀπαράδεκτο τίτλο καί ρόλο τοῦ "Δεσπότη" (ὁ ὁποῖος δεσπόζει τοῦ λογικοῦ ποιμνίου), ἀπό τόν παραδεδομένο τίτλο καί τήν κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ διακονία τοῦ Ἐπισκόπου (ὁ ὁποῖος ἐπίσταται τοῦ ποιμνίου). Ὁ σύγχρονος πιστός "ἐν πολλοῖς" ἔχει μπροστά του αὐτή τήν θλιβερή πραγματικότητα.
Τί εἶναι ὅμως ὁ ποιμένας - Ἐπίσκοπος γιά τήν Ἐκκλησία; Τό διατυπώνει ἄριστα ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: "Ὅπου ἄν φανῇ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ἦ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία" (Σμυρναίοις). Διότι, "αὐτός ὤν θύρα τοῦ Πατρός, δι' ἧς εἰσέρχονται Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ καί οἱ Προφήται καί οἱ Ἀπόστολοι καί ἡ Ἐκκλησία· πάντα ταῦτα εἰς ἑνότητα Θεοῦ".
Ὁ Ἐπίσκοπος, δηλαδή, κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο εἶναι τύπος - εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα (Τραλ. ΙΙΙ, 1· Μαγν. ΙΙΙ, 1-2) καί ταυτόχρονα τύπος - εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. VI, 1· Τραλ. ΙΙ, 1) καί κατά συνέπεια ὁρατή κεφαλή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. V, 1-2· Τραλ. ΙΙ, 1· Σμυρν. VIII, 2).
Σάν "τύπος", λοιπόν, καί "εἰς τόπον" Χριστοῦ ὁ Ἐπίσκοπος:
· Ἐπισκοπεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. IV, 1-2) καί τήν κατάλυση τῶν σχισμάτων (Φιλαδ. ΙΙΙ) καί
· Ἱερουργεῖ τήν εὐχαριστιακή καί βαπτισματική ἐγκυρότητα (Φιλαδ. IV, 1· Σμυρν. VIII, 1-2).
Μέ ἄλλα λόγια, ὅλο τό Μυστήριο καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦνται καί διασφαλίζονται "διά τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι ἐπειδή ἔχει αὐτοτελῶς κάποια προσωποπαγῆ ἰδιότητα, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ὁ προεστώς τῆς Ἐκκλησίας, περιβαλλόμενος ἀπό τό συνέδριο τῶν Πρεσβυτέρων, τόν ὅμιλο τῶν Διακόνων καί βεβαίως ὅλη τήν λοιπή σύναξη... μέ τούς πιστούς πού ἔχουν προκαθήμενο τόν Ἐπίσκοπο καί συγκαθήμενο τό Πρεσβυτέριο καί τούς Διακόνους" (Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Φεβρ. 2002, σελ. 2).
Ἀπό τά προηγούμενα τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου προκύπτει, ὅτι Ἐπίσκοπος δέν ἀντλεῖ τά δικαιώματα καί τίς ὑποχρεώσεις τοῦ ἀξιώματός του "αὐτοτελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι "ἡ πηγή, τό κέντρον καί τό περιεχόμενον τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας (ἀφοῦ), οὐσιαστικῶς ἡ Ἱερωσύνη Του ὡς Αἰωνίου Ἀρχιερέως, εἶναι ἡ Ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ θεανθρώπινη ἐξουσία Του εἶναι ἡ ἱεραρχική ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας", ὅπως ἔγραψε μεγάλος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰ. (ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, "Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός", 1974, σελ. 117/8).
Πέραν τοῦ Ἐπισκόπου, τί εἶναι ὁ ποιμένας - Πνευματικός Πατέρας; "Ἀκούσωμεν" τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἀπό τόν 31ο Λόγο του "Πρός Ποιμένα":
"Ποιμένας κυρίως καί ἡγούμενος ἀγαθός, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορε{ νά ἀναζητήση μέ προθυμία καί ἐπιείκεια καί προσευχή καί νά βρῆ τό "ἠσθενημένον καί ἀπολωλός πρόβατον" καί νά τό γιατρέψη καί νά τό ἀπαλλάξη ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς κακίες του.
Κυβερνήτης ἄριστος εἶναι ἐκεῖνος πού πῆρε ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά τούς κόπους του, μία ψυχική δύναμι νά φυλάττη τό πλοῖο, ὄχι μόνον ἀβλαβές καί ἀζημίωτο ἀπό τήν μεγάλη τρικυμία καί τόν κλυδωνισμό τῆς θάλασσας, ἀλλά καί νά μπορεῖ, ἄν αὐτό βυθιζόταν, νά τό ἀποσπάση ἀπό τό βάθος τῆς ἀβύσσου".
Καί ὁ Πνευματικός ὅμως, ὅπως καί ὁ Ἐπίσκοπος, δέν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του "αὐτολελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά καί πάλι ἀπό τόν Χριστό. Διότι, ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης, "ὁ καλός ποιμένας γνωρίζεται ἀπό τήν ἀληθινή καί κατά Θεόν ἀγάπη, τήν ὁποία χρεωστῆ νά ἔχη πρός ὅλους, καί ἀπό τούς λόγους καί τούς κόπους πού κάνει γιά νά ἀξιωθοῦν τῆς σωτηρίας τους. Διότι καί ὁ Μέγας καί Ἀληθινός Ποιμένας Χριστός, ἐφανέρωσε τήν πολλή καί μεγάλη ἀγάπη πού ἔχει γιά μᾶς, μέ τό νά καταδεχτῆ νά ὑποστῆ τόσα δεινά καί τελευταῖα τήν ἑκούσια Σταύρωσι, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι".
Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν θέση τοῦ "τύπου Χριστοῦ, εἰς τόπον Χριστοῦ" προεστώτος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στή θέση τοῦ Δεσπότη; Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Πνευματικός Πατέρας πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητος, στήν ἰδιοκτησία πάνω στούς πιστούς; Καταλήγουν νά εἶναι καταχραστές ἐκκλησιαστικῆς καί πνυματικῆς ἐξουσίας.
Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν" ἐκτός ἀπό τά περιστατικά καταχρήσεως ἐξουσίας ἀπό πρόσωπα τῆς δημόσιας καί τῆς λεγομένης κοινωνικῆς ζωῆς, γίνονται γνωστά ἀνάλογα περιστατικά μερικῶν φορέων ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους βασίζονται στό σεβασμό τοῦ λαοῦ πρός τήν ἱερότητα τοῦ ἀξιώματός τους καί οἰκοδομοῦν πάνω σ' αὐτό τόν σεβασμό τήν παντοειδή ἰδιοτέλειά τους.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους πού βάζουν πάνω ἀπό τόν Χριστό τόν ἑαυτό τους καί πασχίζουν νά κρατηθοῦν μέ διάφορους τρόπους στήν ἐπιφάνεια καί τήν ἐπικαιρότητα.
Ὁ Κύριος εἶπε γιά τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους Του καί κατ' ἐπέκταση γιά τούς διαδόχους τους Ἐπισκόπους καί ποιμένες: "Οὔτω λαμψάτω τό φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς". Ὅσοι στεροῦνται τοῦ ἀναμμένου λύχνου τῆς ἀρετῆς, προσπαθοῦν νά ἀντισταθμίσουν τήν ἔλλειψη αὐτή μέ τά μεγαλόπρεπα κτίρια, τά πολυτελή ἄμφια, τούς πομπῶδεις τίτλους καί τό ἀπαραίτητο πλέον, "εὐλόγησον" καί "νά εἶναι εὐλογημένο". (βλ. σχ. Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσης, φ. Φεβρ. 2002).
Βεβαίως, ναί, θά πεῖ ὁ πιστός "εὐλόγησον" καί "νά εἷναι εὐλογημένο", σέ ὅσα εἶναι καλά καί εὐλογημένα καί προβλεπόμενα ἀπό τήν Ἐκκλησία· ὄχι σέ αὐθαίρετες προσωπικές γνῶμες τῶν ποιμένων, πόσο μᾶλλον σέ παράνομες, ἀντικανονικές καί κολάσιμες ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες πράξεις τους.
Μέ τήν παχυλή "ἐν πολλοῖς" ἀμαθεία πού διακρίνει τήν ἐποχή μας, συνήθως ἀκοῦμε ὅτι:
· "Ἡ Ἐκκλησία ἀποφάσισε γιά τό Α ἤ Β θέμα" καί νά ἐννοοῦμε μία σύναξη 2 - 3 ἤ καί περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί συνήθως μόνον ἕνα, τόν Πρῶτο (Ἀρχιεπίσκοπο ἤ Πατριάρχη) καί τό περιβάλλον του ἤ
· "Οἱ Μητροπολίτες ὑπάγονται στή δικαιοδοσία τῆς Συνόδου" (δηλαδή τοῦ Προέδρου της).
Ὅμως, ἐπικαλούμενοι "τήν ὁροθεσία τῆς ἁγίας μας Παραδόσεως", πρέπει νά ἀπευθύνουμε τό ἐρώτημα:
· Ἐκκλησία εἶναι Κλῆρος καί λαός ἤ μόνον οἱ Ἐπίσκοποι; καί
· Κάθε Μητροπολίτης εἶναι Ποιμενάρχης - Προκαθήμενος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας - Μητροπόλεως, ὁρατή εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ἤ ἐντολοδόχος ἀνώτερος ὑπάλληλος κάποιας Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς - Συνόδου γιά τήν συγκεκριμένη περιοχή;
Α. Ἐκκλησία εἶναι τό ὅλο Σῶμα, Κλῆρος καί λαός, "μέ τίς πνευματικές διαβαθμίσεις πού ὁρίζει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀναγνωρίζουσα τήν προτεραιότητα τῆς θεοπτικῆς θεολογίας τῶν τελείων καί ὄχι τήν τυπική διατύπωση της ἀπό τούς τιτλούχους καί μή θεόπτας". Δηλαδή, ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐκφράζεται ἀπό ἕναν ἁπλό, ἀλλά θεόπτη - θεωμένο μοναχό (π.χ. τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή) καί ὄχι ἀπό Ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν τούς τίτλους, ἀλλά δέν εἶναι θεόπτες - φορεῖς τῆς ἀληθείας (λ.χ. οἱ σύγχρονοι τοῦ ἁγ. Μαξίμου Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς).
Αὐτό τό Σῶμα, τήν Ἐκκλησία, ἐκφράζουν οἱ Ἐπίσκοποι "ἐν Συνόδῳ· ἡ Σύνοδος (ὅμως) ὀφείλει νά ἐκφράζει τήν φωνή τοῦ ὅλου Σώματος, τῆς ὁλότητος νοουμένης καί χρονικῶς (ὅλων τῶν ἀπ' αἰῶνος ἐν Θεῷ τελειωθέντων) καί τοπικῶς. Ἡ συμφωνία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ἐν αὐτῷ Ἁγίων καί Δικαίων, καταφάσκει ἤ ἀπορρίπτει ὅ,τι προέκυψε ἀπό τό Συνοδικό γεγονός, εἴτε ὡς ἀπλανή, εἴτε ὡς μή ἀπλανή διατύπωση τῆς Πίστεως καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας".
Δηλαδή, κάθε Σύνοδος ὀφείλει νά ἐκφράζει ὄχι μόνον τούς ζῶντες πιστούς, ἀλλά καί κεκοιμημένους (τόσο πιστούς, ὅσο καί κυρίως Ἁγίους - Διδασκάλους). Μία Σύνοδος, δηλαδή, γιά νά εἶναι γνησία Σύνοδος καί ὄχι ληστρική, ὀφείλει νά βρίσκεται σέ συμφωνία μέ τίς προηγούμενες Συνόδους (Οἰκουμενικές, Τοπικές καί Πανορθοδόξους).
Β. Οἱ κατά τόπους Ἀρχιερεῖς δέν εἶναι φορεῖς αὐτόνομης ἐξουσίας, ἀλλά ἐκφραστές τῶν τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν. Τό δηλώνει καί τό ὄνομά τους. Λ.χ. ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας δέν ὀνομάζεται "Μητροπολίτης Κήρυκος", ἀλλά "Μητροπολίτης Μεσογαίας Κήρυκος", Προκαθήμενος, δηλαδή, τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μεσογαίας.
"Ἡ Ἀποστολική ἐξουσία - ἔγραψε σύγχρονος Θεολόγος - δέν εἶναι ἐξουσία προσωπική τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐκλήθησαν ἀπό τόν Χριστόν νά γίνουν ὄργανα τῆς Χαριτός Του, ἀλλά ἐξουσία λειτουργική, ἡ ὁποία σχετίζεται ἐσωτερικῶς μέ τήν Ἐκκλησίαν, ἡ Ὁποία εἶναι ὁλόκληρος ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή καί τά μέλη" (Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, "Ἐφόδιον Ὀρθοδοξίας", 1993, σελ. 206).
"Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων - γράφει ἄλλος Θεολόγος - οὔτε ἐπιβάλλονται ἀπό μία ἐξουσία μοναρχική, οὔτε ἐπιτυγχάνονται μέ μία ψηφοφορία δημοκρατική, ἀλλά εἶναι πάντοτε ex consensus Ecclesiae, σύμφωνες μέ τήν ὁλική πίστη τῆς Ἐκκλησίας... Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει μία Σύνοδο ἀληθινά καθολική καί τό Σῶμα τό μαρτυρεῖ κατά τήν ἠθελημένη ἀπό τόν Θεό στιγμή" (Π. Εὐδοκίμωφ, "Ἡ Ὀρθοδοξία", 1972, σλ. 216, 219).
"Ἡ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως - γράφει Καθηγητής Πανεπιστημίου - γιά τήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει συγκληθῆ ὡς Οἰκουμενική, ἦταν ἀπόλυτο κριτήριο καί ἐκδηλωνόταν μέ ποικίλους τρόπους, ἤτοι μέ τοπικές Συνόδους, μέ θεολογικές πραγματείες, μέ κινητοποιήσεις τοῦ Κλήρου, τῶν μοναχῶν, τοῦ λαοῦ, κ.ἄ... Τό κατοχυρωμένο κανονικό δικαίωμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος νά διακρίνη μεταξύ τῆς αὐθεντικῆς καί τῆς νοθευμένης δογματικῆς διδασκαλίας ὁποιασδήποτε Συνόδου, διαμόρφωνε καί τό περιεχόμενο τοῦ ἀγώνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο ἐνεργοῦσε ὡς ὁ ἀστασίαστος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως" (Βλασίου Φειδᾶ, "Ἐκκλησιαστική Ἱστορία", 1, σελ. 863, 868).
Δηλαδή, πιό ἁπλᾶ:
· Ἄν ἡ ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή τόν Κλῆρο καί τόν λαό·
· Ἄν χωρίς αὐτήν, χωρίς τήν ἀποδοχή δηλαδή τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας συνολικά (τούς Ποιμένες καί τούς ποιμενομένους), οἱ Σύνοδοι πού τίς ἀποφάσισαν εἶναι ληστρικές καί ὄχι κανονικές (ὅπως συνέβη μέ τήν Μονοφυσιτική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 449, τήν Εἰκονομαχική τῆς Ἱέρειας τοῦ 754 καί τήν ψευδενωτική τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας τοῦ 1449)·
τότε εὔκολα ἀντιλαμβανόμεθα ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ στάση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀπέναντι σέ παράνομες, ἀντικανονικές ἤ ἄδικες ἀποφάσεις μιᾶς Συνόδου, στίς ὁποίες καλεῖται τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα νά ὑπακούσει.
"Ἡ ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν στήν Παπική Ἐγκύκλιο τοῦ Πίου Θ', τό 1848 - γράφει ἄλλος Πανεπιστημιακός Καθηγητής - δείχνει πειστικά τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Στήν ἀπαίτηση τοῦ Πάπα ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά ἐπιστρέψουν στήν Δυτική Ἐκκλησία, ἀπαντοῦν πώς τοῦτο εἶναι ἀνέφικτο, γιατί ἡ Ἐκκλησία στόν ὀρθόδοξο χῶρο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαός καί αὐτός δέν ἐγκρίνει καμμία καινοτομία. Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἔχει σπουδαία ἐκκλησιολογική βάση" (Ν. Ματσούκα, "Δογματική καί Συμβολική Θεολογία", τ. 2ος, σελ. 446· βλ. σχ. "Ἐκκλησιολογική Ὁροθεσία", Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Σεπτ. 2001, σελ. 1 - 3).
Ἐπανελήφθη μετά τῶν ἀναγκαίων ἀλλαγῶν, κατά τήν διάρκεια μεθεόρτου ἑορταστικῆς Συνάξεως στόν Ἱ. Ν. ἁγ. Δημητρίου Ἀχαρνῶν, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. ΚΗΡΥΚΟΥ, τό ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου 18/31.7.2004, παρουσίᾳ αὐτοῦ καί συνεργατῶν του. Στή συνέχεια καταχωρεῖται τό κείμενο τῆς δεύτερης ὁμιλίας.
Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. ΚΗΡΥΚΟΥ, μᾶς συγκέντρωσε στήν παρούσα ἑορταστική Σύναξη, μία σύναξη κατά τήν ὁποία ἐμεῖς μέν ἐκφράζουμε τίς εὐχές, τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μας πρός τόν ἑορτάζοντα Ποιμανάρχη μας, ἐκείνος δέ ἐπιδαψιλεύει πρός ὅλους τήν ἀρχιερατική του εὐλογία.
Ἡ ἑορτή ἑνός συγχρόνου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, Ἐπισκόπου ἤ Πνευματικοῦ, καί μάλιστα κάτω ἀπό τίς παρούσες πολύ ἄσχημες συνθήκες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου, πρέπει νά φέρνει στήν σκέψη μας τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί Ἐκκλησιαστικοῦ Ποιμένος. Μόνον ὅταν μελετοῦμε Βίους Ἁγίων Πατέρων, προβάλει μπροστά μας ἀνάγλυφο τό πρότυπο τοῦ ποιμένος, τοῦ Πνευματικοῦ δηλαδή Πατρός, ἐκείνου πού δέν ἀναλαμβάνει μόνος του αὐθαίρετα, ἀλλά δέχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου, τήν διακονία τοῦ "ἀφιέναι ἁμαρτίας" καί "ποιμαίνειν" τόν λαό τοῦ Θεοῦ (ἤ - ἄν πρόκειται γιά Ἐπίσκοπο - τοῦ κανονικῶς ἐκλεγέντος καί Ὀρθοδόξως φρονοῦντος Ἐπισκόπου)
Τονίζεται τό "αὐθαίρετα", διότι στήν πονηρή ἐποχή μας ὑπάρχουν πολλοί πού αὐτοτιτλοφοροῦνται "Γέροντες" (χωρίς ὅμως νά ἔχουν ὑπάρξει ὑποτακτικοί), "Ἡγούμενοι" (χωρίς νά ἔχουν ὑπάρξει ὑφιστάμενοι) καί "Πνευματικοί" (χωρίς νά ἔχουν ἐξαρτήσει ποτέ τήν πνευματική τους πορεία, μέσῳ τῆς ἁγίας ὑπακοῆς καί τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως, ἀπό κάποιον Πνευματικό Πατέρα).
Ἀκόμη, πολύ χειρότερα, ὑπάρχουν καί Ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν τόν ἀπαράδεκτο τίτλο καί ρόλο τοῦ "Δεσπότη" (ὁ ὁποῖος δεσπόζει τοῦ λογικοῦ ποιμνίου), ἀπό τόν παραδεδομένο τίτλο καί τήν κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ διακονία τοῦ Ἐπισκόπου (ὁ ὁποῖος ἐπίσταται τοῦ ποιμνίου). Ὁ σύγχρονος πιστός "ἐν πολλοῖς" ἔχει μπροστά του αὐτή τήν θλιβερή πραγματικότητα.
Τί εἶναι ὅμως ὁ ποιμένας - Ἐπίσκοπος γιά τήν Ἐκκλησία; Τό διατυπώνει ἄριστα ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: "Ὅπου ἄν φανῇ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἄν ἦ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία" (Σμυρναίοις). Διότι, "αὐτός ὤν θύρα τοῦ Πατρός, δι' ἧς εἰσέρχονται Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ καί οἱ Προφήται καί οἱ Ἀπόστολοι καί ἡ Ἐκκλησία· πάντα ταῦτα εἰς ἑνότητα Θεοῦ".
Ὁ Ἐπίσκοπος, δηλαδή, κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο εἶναι τύπος - εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα (Τραλ. ΙΙΙ, 1· Μαγν. ΙΙΙ, 1-2) καί ταυτόχρονα τύπος - εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. VI, 1· Τραλ. ΙΙ, 1) καί κατά συνέπεια ὁρατή κεφαλή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. V, 1-2· Τραλ. ΙΙ, 1· Σμυρν. VIII, 2).
Σάν "τύπος", λοιπόν, καί "εἰς τόπον" Χριστοῦ ὁ Ἐπίσκοπος:
· Ἐπισκοπεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. IV, 1-2) καί τήν κατάλυση τῶν σχισμάτων (Φιλαδ. ΙΙΙ) καί
· Ἱερουργεῖ τήν εὐχαριστιακή καί βαπτισματική ἐγκυρότητα (Φιλαδ. IV, 1· Σμυρν. VIII, 1-2).
Μέ ἄλλα λόγια, ὅλο τό Μυστήριο καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦνται καί διασφαλίζονται "διά τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι ἐπειδή ἔχει αὐτοτελῶς κάποια προσωποπαγῆ ἰδιότητα, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ὁ προεστώς τῆς Ἐκκλησίας, περιβαλλόμενος ἀπό τό συνέδριο τῶν Πρεσβυτέρων, τόν ὅμιλο τῶν Διακόνων καί βεβαίως ὅλη τήν λοιπή σύναξη... μέ τούς πιστούς πού ἔχουν προκαθήμενο τόν Ἐπίσκοπο καί συγκαθήμενο τό Πρεσβυτέριο καί τούς Διακόνους" (Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Φεβρ. 2002, σελ. 2).
Ἀπό τά προηγούμενα τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου προκύπτει, ὅτι Ἐπίσκοπος δέν ἀντλεῖ τά δικαιώματα καί τίς ὑποχρεώσεις τοῦ ἀξιώματός του "αὐτοτελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι "ἡ πηγή, τό κέντρον καί τό περιεχόμενον τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας (ἀφοῦ), οὐσιαστικῶς ἡ Ἱερωσύνη Του ὡς Αἰωνίου Ἀρχιερέως, εἶναι ἡ Ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ θεανθρώπινη ἐξουσία Του εἶναι ἡ ἱεραρχική ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας", ὅπως ἔγραψε μεγάλος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰ. (ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, "Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός", 1974, σελ. 117/8).
Πέραν τοῦ Ἐπισκόπου, τί εἶναι ὁ ποιμένας - Πνευματικός Πατέρας; "Ἀκούσωμεν" τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἀπό τόν 31ο Λόγο του "Πρός Ποιμένα":
"Ποιμένας κυρίως καί ἡγούμενος ἀγαθός, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μπορε{ νά ἀναζητήση μέ προθυμία καί ἐπιείκεια καί προσευχή καί νά βρῆ τό "ἠσθενημένον καί ἀπολωλός πρόβατον" καί νά τό γιατρέψη καί νά τό ἀπαλλάξη ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς κακίες του.
Κυβερνήτης ἄριστος εἶναι ἐκεῖνος πού πῆρε ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά τούς κόπους του, μία ψυχική δύναμι νά φυλάττη τό πλοῖο, ὄχι μόνον ἀβλαβές καί ἀζημίωτο ἀπό τήν μεγάλη τρικυμία καί τόν κλυδωνισμό τῆς θάλασσας, ἀλλά καί νά μπορεῖ, ἄν αὐτό βυθιζόταν, νά τό ἀποσπάση ἀπό τό βάθος τῆς ἀβύσσου".
Καί ὁ Πνευματικός ὅμως, ὅπως καί ὁ Ἐπίσκοπος, δέν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του "αὐτολελῶς" (ἀπό μόνος του), ἀλλά καί πάλι ἀπό τόν Χριστό. Διότι, ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης, "ὁ καλός ποιμένας γνωρίζεται ἀπό τήν ἀληθινή καί κατά Θεόν ἀγάπη, τήν ὁποία χρεωστῆ νά ἔχη πρός ὅλους, καί ἀπό τούς λόγους καί τούς κόπους πού κάνει γιά νά ἀξιωθοῦν τῆς σωτηρίας τους. Διότι καί ὁ Μέγας καί Ἀληθινός Ποιμένας Χριστός, ἐφανέρωσε τήν πολλή καί μεγάλη ἀγάπη πού ἔχει γιά μᾶς, μέ τό νά καταδεχτῆ νά ὑποστῆ τόσα δεινά καί τελευταῖα τήν ἑκούσια Σταύρωσι, γιά νά σωθοῦμε ὅλοι".
Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν θέση τοῦ "τύπου Χριστοῦ, εἰς τόπον Χριστοῦ" προεστώτος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στή θέση τοῦ Δεσπότη; Τί καταλήγει νά εἶναι ὁ Πνευματικός Πατέρας πού "ξεπέφτει" ἀπό τήν διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητος, στήν ἰδιοκτησία πάνω στούς πιστούς; Καταλήγουν νά εἶναι καταχραστές ἐκκλησιαστικῆς καί πνυματικῆς ἐξουσίας.
Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν" ἐκτός ἀπό τά περιστατικά καταχρήσεως ἐξουσίας ἀπό πρόσωπα τῆς δημόσιας καί τῆς λεγομένης κοινωνικῆς ζωῆς, γίνονται γνωστά ἀνάλογα περιστατικά μερικῶν φορέων ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους βασίζονται στό σεβασμό τοῦ λαοῦ πρός τήν ἱερότητα τοῦ ἀξιώματός τους καί οἰκοδομοῦν πάνω σ' αὐτό τόν σεβασμό τήν παντοειδή ἰδιοτέλειά τους.
· Πρόκειται γιά ἐκείνους πού βάζουν πάνω ἀπό τόν Χριστό τόν ἑαυτό τους καί πασχίζουν νά κρατηθοῦν μέ διάφορους τρόπους στήν ἐπιφάνεια καί τήν ἐπικαιρότητα.
Ὁ Κύριος εἶπε γιά τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους Του καί κατ' ἐπέκταση γιά τούς διαδόχους τους Ἐπισκόπους καί ποιμένες: "Οὔτω λαμψάτω τό φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς". Ὅσοι στεροῦνται τοῦ ἀναμμένου λύχνου τῆς ἀρετῆς, προσπαθοῦν νά ἀντισταθμίσουν τήν ἔλλειψη αὐτή μέ τά μεγαλόπρεπα κτίρια, τά πολυτελή ἄμφια, τούς πομπῶδεις τίτλους καί τό ἀπαραίτητο πλέον, "εὐλόγησον" καί "νά εἶναι εὐλογημένο". (βλ. σχ. Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσης, φ. Φεβρ. 2002).
Βεβαίως, ναί, θά πεῖ ὁ πιστός "εὐλόγησον" καί "νά εἷναι εὐλογημένο", σέ ὅσα εἶναι καλά καί εὐλογημένα καί προβλεπόμενα ἀπό τήν Ἐκκλησία· ὄχι σέ αὐθαίρετες προσωπικές γνῶμες τῶν ποιμένων, πόσο μᾶλλον σέ παράνομες, ἀντικανονικές καί κολάσιμες ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες πράξεις τους.
Μέ τήν παχυλή "ἐν πολλοῖς" ἀμαθεία πού διακρίνει τήν ἐποχή μας, συνήθως ἀκοῦμε ὅτι:
· "Ἡ Ἐκκλησία ἀποφάσισε γιά τό Α ἤ Β θέμα" καί νά ἐννοοῦμε μία σύναξη 2 - 3 ἤ καί περισσοτέρων Ἐπισκόπων καί συνήθως μόνον ἕνα, τόν Πρῶτο (Ἀρχιεπίσκοπο ἤ Πατριάρχη) καί τό περιβάλλον του ἤ
· "Οἱ Μητροπολίτες ὑπάγονται στή δικαιοδοσία τῆς Συνόδου" (δηλαδή τοῦ Προέδρου της).
Ὅμως, ἐπικαλούμενοι "τήν ὁροθεσία τῆς ἁγίας μας Παραδόσεως", πρέπει νά ἀπευθύνουμε τό ἐρώτημα:
· Ἐκκλησία εἶναι Κλῆρος καί λαός ἤ μόνον οἱ Ἐπίσκοποι; καί
· Κάθε Μητροπολίτης εἶναι Ποιμενάρχης - Προκαθήμενος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας - Μητροπόλεως, ὁρατή εἰκόνα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ἤ ἐντολοδόχος ἀνώτερος ὑπάλληλος κάποιας Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς - Συνόδου γιά τήν συγκεκριμένη περιοχή;
Α. Ἐκκλησία εἶναι τό ὅλο Σῶμα, Κλῆρος καί λαός, "μέ τίς πνευματικές διαβαθμίσεις πού ὁρίζει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀναγνωρίζουσα τήν προτεραιότητα τῆς θεοπτικῆς θεολογίας τῶν τελείων καί ὄχι τήν τυπική διατύπωση της ἀπό τούς τιτλούχους καί μή θεόπτας". Δηλαδή, ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νά ἐκφράζεται ἀπό ἕναν ἁπλό, ἀλλά θεόπτη - θεωμένο μοναχό (π.χ. τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή) καί ὄχι ἀπό Ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν τούς τίτλους, ἀλλά δέν εἶναι θεόπτες - φορεῖς τῆς ἀληθείας (λ.χ. οἱ σύγχρονοι τοῦ ἁγ. Μαξίμου Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς).
Αὐτό τό Σῶμα, τήν Ἐκκλησία, ἐκφράζουν οἱ Ἐπίσκοποι "ἐν Συνόδῳ· ἡ Σύνοδος (ὅμως) ὀφείλει νά ἐκφράζει τήν φωνή τοῦ ὅλου Σώματος, τῆς ὁλότητος νοουμένης καί χρονικῶς (ὅλων τῶν ἀπ' αἰῶνος ἐν Θεῷ τελειωθέντων) καί τοπικῶς. Ἡ συμφωνία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ἐν αὐτῷ Ἁγίων καί Δικαίων, καταφάσκει ἤ ἀπορρίπτει ὅ,τι προέκυψε ἀπό τό Συνοδικό γεγονός, εἴτε ὡς ἀπλανή, εἴτε ὡς μή ἀπλανή διατύπωση τῆς Πίστεως καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας".
Δηλαδή, κάθε Σύνοδος ὀφείλει νά ἐκφράζει ὄχι μόνον τούς ζῶντες πιστούς, ἀλλά καί κεκοιμημένους (τόσο πιστούς, ὅσο καί κυρίως Ἁγίους - Διδασκάλους). Μία Σύνοδος, δηλαδή, γιά νά εἶναι γνησία Σύνοδος καί ὄχι ληστρική, ὀφείλει νά βρίσκεται σέ συμφωνία μέ τίς προηγούμενες Συνόδους (Οἰκουμενικές, Τοπικές καί Πανορθοδόξους).
Β. Οἱ κατά τόπους Ἀρχιερεῖς δέν εἶναι φορεῖς αὐτόνομης ἐξουσίας, ἀλλά ἐκφραστές τῶν τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν. Τό δηλώνει καί τό ὄνομά τους. Λ.χ. ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας δέν ὀνομάζεται "Μητροπολίτης Κήρυκος", ἀλλά "Μητροπολίτης Μεσογαίας Κήρυκος", Προκαθήμενος, δηλαδή, τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μεσογαίας.
"Ἡ Ἀποστολική ἐξουσία - ἔγραψε σύγχρονος Θεολόγος - δέν εἶναι ἐξουσία προσωπική τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐκλήθησαν ἀπό τόν Χριστόν νά γίνουν ὄργανα τῆς Χαριτός Του, ἀλλά ἐξουσία λειτουργική, ἡ ὁποία σχετίζεται ἐσωτερικῶς μέ τήν Ἐκκλησίαν, ἡ Ὁποία εἶναι ὁλόκληρος ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή καί τά μέλη" (Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, "Ἐφόδιον Ὀρθοδοξίας", 1993, σελ. 206).
"Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων - γράφει ἄλλος Θεολόγος - οὔτε ἐπιβάλλονται ἀπό μία ἐξουσία μοναρχική, οὔτε ἐπιτυγχάνονται μέ μία ψηφοφορία δημοκρατική, ἀλλά εἶναι πάντοτε ex consensus Ecclesiae, σύμφωνες μέ τήν ὁλική πίστη τῆς Ἐκκλησίας... Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει μία Σύνοδο ἀληθινά καθολική καί τό Σῶμα τό μαρτυρεῖ κατά τήν ἠθελημένη ἀπό τόν Θεό στιγμή" (Π. Εὐδοκίμωφ, "Ἡ Ὀρθοδοξία", 1972, σλ. 216, 219).
"Ἡ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως - γράφει Καθηγητής Πανεπιστημίου - γιά τήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει συγκληθῆ ὡς Οἰκουμενική, ἦταν ἀπόλυτο κριτήριο καί ἐκδηλωνόταν μέ ποικίλους τρόπους, ἤτοι μέ τοπικές Συνόδους, μέ θεολογικές πραγματείες, μέ κινητοποιήσεις τοῦ Κλήρου, τῶν μοναχῶν, τοῦ λαοῦ, κ.ἄ... Τό κατοχυρωμένο κανονικό δικαίωμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος νά διακρίνη μεταξύ τῆς αὐθεντικῆς καί τῆς νοθευμένης δογματικῆς διδασκαλίας ὁποιασδήποτε Συνόδου, διαμόρφωνε καί τό περιεχόμενο τοῦ ἀγώνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο ἐνεργοῦσε ὡς ὁ ἀστασίαστος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως" (Βλασίου Φειδᾶ, "Ἐκκλησιαστική Ἱστορία", 1, σελ. 863, 868).
Δηλαδή, πιό ἁπλᾶ:
· Ἄν ἡ ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς οἰκουμενικότητας μιᾶς Συνόδου, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή τόν Κλῆρο καί τόν λαό·
· Ἄν χωρίς αὐτήν, χωρίς τήν ἀποδοχή δηλαδή τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας συνολικά (τούς Ποιμένες καί τούς ποιμενομένους), οἱ Σύνοδοι πού τίς ἀποφάσισαν εἶναι ληστρικές καί ὄχι κανονικές (ὅπως συνέβη μέ τήν Μονοφυσιτική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 449, τήν Εἰκονομαχική τῆς Ἱέρειας τοῦ 754 καί τήν ψευδενωτική τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας τοῦ 1449)·
τότε εὔκολα ἀντιλαμβανόμεθα ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ στάση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀπέναντι σέ παράνομες, ἀντικανονικές ἤ ἄδικες ἀποφάσεις μιᾶς Συνόδου, στίς ὁποίες καλεῖται τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα νά ὑπακούσει.
"Ἡ ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν στήν Παπική Ἐγκύκλιο τοῦ Πίου Θ', τό 1848 - γράφει ἄλλος Πανεπιστημιακός Καθηγητής - δείχνει πειστικά τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Στήν ἀπαίτηση τοῦ Πάπα ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά ἐπιστρέψουν στήν Δυτική Ἐκκλησία, ἀπαντοῦν πώς τοῦτο εἶναι ἀνέφικτο, γιατί ἡ Ἐκκλησία στόν ὀρθόδοξο χῶρο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαός καί αὐτός δέν ἐγκρίνει καμμία καινοτομία. Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἔχει σπουδαία ἐκκλησιολογική βάση" (Ν. Ματσούκα, "Δογματική καί Συμβολική Θεολογία", τ. 2ος, σελ. 446· βλ. σχ. "Ἐκκλησιολογική Ὁροθεσία", Περιοδικό "ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ" Ἱ. Μητροπόλεως Γουμενίσσης, φ. Σεπτ. 2001, σελ. 1 - 3).
Αὐτές οἱ ταπεινές σκέψεις ἀποτελοῦν τήν ἐλαχίστη συνεισφορά τοῦ ὁμιλοῦντος στόν ἑορτασμό τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας. Ὁ Θεός μᾶς ἐλέησε νά ζοῦμε τήν "ἐν Χριστῷ" πνευματική μας ζωή μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, "ὑπό τό ὠμοφόρειον" ἑνός γνησίως Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, εὐαισθήτου σέ θέματα Πίστεως καί κανονικότητος. Καί ἐπειδή διερχόμεθα μία πολύ σοβαρή ἐκκλησιαστική κρίση, ἐπιβάλλεται νά ἑνώσουμε τίς προσευχές μας καί νά ζητήσουμε ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Μέγα Ἀρχιερέα Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, νά σκέπει, νά φωτίζει καί νά καθογηγεῖ τόν Σεβ. Ποιμανάρχη μας καί νά τηρεῖ αὐτόν "σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου