ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ
Ἱστορική καί Θεολογική προσέγγιση
Ἱστορική καί Θεολογική προσέγγιση
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Προλεγόμενα
Μέρος Πρῶτο:
ΠΕΡΙ ΑΓΙΩΝ
Ἡ ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία τοῦ ὅρου "ἅγιος".
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων.
Ἡ τιμή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Συμπεράσματα.
Ἀντιδράσεις κατά τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων.
Μέρος Δεύτερο:
ΠΕΡΙ ΑΓΙΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ
Ἡ θεολογία τῶν Ἁγίων Λειψάνων.
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων Λειψάνων.
Ἀντιδράσεις κατά τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων Λειψάνων.
Ἀνακομιδή - τεμαχισμός - διασπορά Ἁγίων Λειψάνων.
Ἐμπορεία - νοθεία - ἐκμετάλλευση Ἁγίων Λειψάνων.
Προβλήματα γνησιότητος Λειψάνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀχιλλείου ἐπ. Λαρίσης.
Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Δαβίδ τῆς Θεσσαλονίκης.
Τά Λείψανα τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ.
Συμπεράσματα.
Νομική θέση τῶν Ἁγίων Λειψάνων.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ἀφορμή γιά τήν ἐνασχόληση τοῦ γράφοντος μέ τό θέμα τῶν ἁγίων Λειψάνων, ὑπῆρξε "Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ", τό ἐπικό ποίημα τοῦ Κωστή Παλαμᾶ. Στούς πολλούς εἶναι μᾶλλον ἄγνωστο, ὅτι τό Λείψανο τοῦ ἡρωϊκοῦ Αὐτοκράτορα Βασιλείου Β' τοῦ Βουλγαροκτόνου (+ 1025), βρέθηκε ἄφθαρτο κατά τήν ἀνακατάληψη τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Ἕλληνες (τό 1261), ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε βεβηλωθεῖ ἀπό τούς Σταυροφόρους, τό 1204.
Κατά τή διήγηση τοῦ Κ. Κυριαζῆ, "τυχαῖα βρήκανε τόν ξεχασμένο τάφο τοῦ μεγάλου Βασιλέα, οἱ ὀφφικιάλλοι τοῦ Λογοθέτη τοῦ Τάγματος τῶν Δομεστίχων, τοῦ κυροῦ Δημητρίου Ἰατρόπουλου. Ἦταν τό 6.758 ἀπό κτίσεως κόσμου, ὅταν ὁ κύρ Μιχαήλ Παλαιολόγος πολιορκοῦσε τή Βασιλεύουσσα. Τά βάνδα του γύριζαν ὄξω ἀπό τά χειχιά, νά βροῦνε ἕνα πέρασμα κρυφό, πού ξέραν πώς ὑπῆρχε. Τυχαῖα μπήκανε στό Ἕβδομο, στή μικρή ἐκκλησία τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου. Σταῦλο εἶχαν κάνει τό μισογκρεμισμένο σπίτι τοῦ Εὐαγγελιστή, οἱ μισητοί Λατίνοι. Μέσα στίς κοπριές καί τίς βρωμιές, σέ μία γωνία πού ἦταν σκοτεινή, ὄρθιο σκέλεθρο ἀνθρώπου, μαυρισμένο ἀπό τά χρόνια, ὅμως ἀκέραιο, ἀνακάλυψαν. Στό στόμα του φλογέρα εἶχαν βάλει γιά νά τό περιπαίξουν! Σιμά στό σκέλεθρο, τάφος βρισκόταν ἀνοιχτός, παραβιασμένος. Γραφή εἶχε πάνω: "Βασίλειος πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ Βασιλεύς καί Αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων". (Κ. Δ. Κυριαζή, "Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος"· 9η ἔκδοση ΕΣΤΙΑΣ, 2000, Εἰσαγωγή).
Ὁ Παλαμᾶς στό ποίημά του, βάζει τήν "φλογέρα τήν ὁποία βρῆκαν Βυζαντινοί στρατιῶτες τοῦ Μιχαήλ Παλαιολόγου, τό 1261, στό στόμα τοῦ λειψάνου τοῦ νεκροῦ πλέον Βασιλείου, νά διηγεῖται τήν ἱστορία τοῦ ἥρωος, μέ ἐπίκεντρο τήν κάθοδο ὅλου τοῦ στρατοῦ στήν Ἀθήνα, γιά νά ἐκπληρώση ὁ Βασίλειος τό τάμα του στήν Παναγία τήν Ἀθηνιώτισσα". (Κων. Χολέβα, "Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες ἤ Εὐρωπαίοι;"· Περιοδικό "Πειραϊκή Ἐκκλησία", φ. 134/Ἰαν. 2003, σελ.38).
Ἡ θέα ἑνός ἁγίου Λειψάνου - συνήθως εὐωδιάζοντος καί σέ κάποιες περιπτώσεις ἀδιαφθόρου - εἶναι ἀσφαλῶς ἕνα θέαμα καταπληκτικό καί ἕνα βίωμα συγκλονιστικό. Καί ἐφ' ὅσον σάν θαῦμα ὁρίζεται ἡ ὑπέρβαση ἑνός φυσικοῦ νόμου, τότε ἀναμφίβολα ἡ ὑπέρβαση τοῦ φυσικοῦ νόμου τῆς μετά τόν θάνατο σήψεως, διαλύσεως καί φθορᾶς τῶν σωμάτων, ἡ ἀφθαρσία - δηλαδή - τῶν σωμάτων, καί ἡ μυροβλυσία τους, ἀποτελεῖ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ, μία ἀπόδειξι τῆς διαρκούς Πεντηκοστῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς παρουσίας "μεθ' ἡμῶν εἰς τόν αἰῶνα" τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό ἔργο αὐτό προσπαθεῖ νά καλύψει συνολικά τό θέμα τῶν ἁγίων Λειψάνων. Ἡ σχετική βιβλιογραφία ἀναφέρεται μέσα στό κείμενο.
Μέρος Πρῶτο
ΠΕΡΙ ΑΓΙΩΝ
"Ἅπαντα ἑορτάζομεν, ὅσα ἀγαθοδότως ἡγίασε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· λέγω δή τούς ὑψηλοτάτους καί ἁγιαστικούς Νόας, τά ἐννέα δηλαδή Τάγματα· τούς Προπάτορας καί Πατριάρχας· τούς Προφήτας καί τούς Ἱερούς Ἀποστόλους· τούς Μάρτυρας καί τούς Ἱεράρχας· τούς Ἱερομάρτυρας καί Ὁσιομάρτυρας· τούς Ὁσίους καί Δικαίους καί ἁπάσας τάς τῶν ἁγίων Γυναίων χορείας· καί τούς ἄλλους Ἅπαντας ἀνωνύμους Ἁγίους, μεθ' ὧν ἔστωσαν οἱ ἐπιγενησόμενοι. Πρό δέ πάντων καί ἐν πᾶσι καί μετά πάντων τήν τῶν Ἁγίων Ἁγίαν, τήν Ὑπεραγίαν καί αὐτῶν ὑπερασυγκρίτως κρείττονα τῶν Ἀγγελικῶν Ταγμάτων, τήν Κυρίαν ἡμῶν καί Δέσποιναν Θεοτόκον Μαρίαν, τήν Ἀειπάρθενον".
Νικηφόρος Κάλλιστος ὁ Ξανθόπουλος, (Ὑπόμνημα Κυριακῆς Ἁγίων Πάντων).
Ἡ ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία τοῦ ὅρου "ἅγιος"
Ὁ ὅρος "ἅγιος", τόσο στήν κλασσική γραμματεία, ὅσο καί στήν Παλαιά, ἀλλά καί τήν Καινή Διαθήκη, χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐκφράσει τό ἀφιερωμένο στό Θεό (ἄνθρωπο, πρᾶγμα, χρόνο, τόπο, κ.λ.π.) καί εἶναι συνώνυμος τῶν ὅρων "μάκαρ - μακάριος" καί "ὅσιος".
Ἕνας σχολιαστής τοῦ Ἀριστοφάνη γράφει σχετικά, ὅτι "τό μάκαρ ἐπί τῶν ἁγίων λέγεται μόνον· τό μακάριος ἐπί ζώντων καί ἀποθανόντων· τό μακαρίτης δέ ἐπί τῶν ἀποθανόντων μόνον" (Π. Πάσχου, "Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ", σελ. 32). Στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Πολυκάρπου ἐπ. Σμύρνης χρησιμοποιεῖται συχνά ἡ ἔκφραση "μακάριος Πολύκαρπος", γιά νά ἐκφράσει τήν ἁγιότητα τοῦ Ἱερομάρτυρα.
Ἀπό ὅσα γράφει τό Δευτερονόμιο (19, 1 - 37) γιά τόν Ἅγιο καί τήν ζωή του προκύπτει, ὅτι αὐτός σέβεται τούς γονεῖς του, φυλάττει τά Σάββατα, δίνει τήν θέση του στούς γέροντες καί τιμᾶ τούς ἡλικιωμένους, ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, δέν κλέβει, δέν λέγει ψέμματα, δέν λατρεύει εἴδωλα, εἶναι δίκαιος στήν κρίση του, ἀπέχει τῶν μιαρῶν καί ἀκαθάρτων καί γενικά φυλάττει τόν Νόμο τοῦ Μωϋσέως.
Αὐτός ὁ Νομικός ὁρισμός τοῦ Ἁγίου συμπίπτει μέ τήν σημερινή κοινή γνώμη γιά τό ποιός εἶναι Ἅγιος. "Πολλοί ταυτίζουν τούς Ἁγίους - γράφει ὁ ἐπ. Ἱερόθεος Βλάχος - μέ τούς καλούς καί ἤσυχους ἀνθρώπους καί προτείνουν τήν ἁγιοποίησή τους, τήν κατάταξή τους, δηλαδή, στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας" (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, "Ἡ Ἁγιότητα κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση" στήν Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση", φ. 95/Ἰαν. 2004, σελ. 10).
Ὅμως, "ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστική Παράδοση - γράφει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός - ἀποδίδει κυρίως τό χαρακτηρισμό τοῦ Ἁγίου στά πρόσωπα ἐκεῖνα πού φθάνουν στή θέωση, ὡς ἀπόλυτο σκοπό τῆς ἐν Χριστῷ ὕπαρξης καί συνιστοῦν τούς μάρτυρές της μέσα στήν Ἱστορία... Κάθε Ἅγιος εἶναι "μάρτυς" τῆς Πίστεως, ὄχι μόνο ὡς φορέας καί μεταδότης της συγχρονικά καί διαχρονικά στήν ἀνθρώπινη κοινωνία, ἀλλά καί ὡς ὁμολογητής της ἐνώπιον Βασιλέων καί Ἀρχόντων". (Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, "Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικός Πολιτισμός"· Περιοδικό "Ἑλληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός", φ. 1/1999, σελ. 15).
Ἀπό τόν 2ο μ. Χ. αἰ. ὁ ὅρος "ἔθνος ἅγιον" πού ἀποδιδόταν στόν πρῶτο Ἰσραήλ, ἀποδίδεται καί στό νέο, τόν Χριστιανικό λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἑρμᾶς λ.χ. τόν 2ο αἰ. γράφει: "Προσεύχου πρός τόν Θεόν καί ἰαθήσεται τά ἁμαρτήματά σου καί ὅλου τοῦ οἴκου σου καί πάντων τῶν ἁγίων". Ἡ μοναχή Αἰθερία ἀπό τήν Ἰσπανία (τόν 4ο αἰ.), στό Ὁδοιπορικό της, χρησιμοποιεῖ συχνά τόν ὅρο ("ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος ἦταν ἄλλοτε μοναχός" ἤ "ἅγιοι ἄνδρες, δηλαδή κληρικοί καί μοναχοί, μᾶς ἔδειχναν κάθε τόπο"). Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος σέ προσκύνημα σέ κάποια μονή, γράφει: "Βούλεσθε πάλιν ἐπί τήν πόλιν τῆς ἀρετῆς ἴωμεν, τάς τῶν ἁγίων σκηνάς, τά ὄρη λέγω καί τάς νάπας". Καί ὁ Πάπας Ἱλάριος, τόν 5ο αἰ., ἀπευθυνόμενος στούς πιστούς γράφει, "ὁ Ἐπίσκοπος Ἱλάριος τῷ ἁγίῳ λαῷ τοῦ Θεοῦ".
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα γράφει γιά τούς Ἁγίους ὁ ἅγ. Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (τό κείμενο σέ μετάφραση): "Ἡ Ἁγία Τριάδα, περνώντας ἀπ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο, ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια, τούς ἑνώνει... Οἱ Ἅγιοι σέ κάθε γενιά, ἑνωμένοι μέ αὐτούς πού προηγήθηκαν καί πλήρεις φωτός σάν αὐτούς, γίνονται χρυσή ἁλυσίδα, στήν ὁποία κάθε Ἅγιος εἶναι ἕνας κρίκος πού συνδέεται μέ τόν ἑπόμενο μέ τήν πίστη, τά ἔργα καί τήν ἀγάπη. Ἔτσι μέσα στήν πραγματικότητα τοῦ Ἑνός Θεοῦ, σχηματίζουν μία μοναδική ἁλυσίδα πού δέν μπορεῖ εὔκολα νά σπάσει" (Κεφάλαια Θεολογικά ΙΙΙ, 2-4).
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων προκύπτει ἀπό μαρτυρίες τῆς Χριστιανικῆς γραμματείας, ἀπό τήν διδασκαλία δηλαδή τῶν Πατέρων, πάνω στήν ὁποία βασίζεται ἡ ἐκκλησιαστική πρακτική τῶν δύο μ. Χ. χιλιετηρίδων.
Στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Πολυκάρπου ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι κώλυαν τήν παράδοση τῶν μαρτυρικῶν του Λειψάνων στούς Χριστιανούς, "μή (λέγοντες) ἀφέντες τόν Ἐσταυρωμένον, τοῦτον (τόν Πολύκαρπο) ἄρξωνται σέβεσθαι"!, οἱ Χριστιανοί ἀπάντησαν: "Οὔτε τόν Χριστόν ποτε καταλιπεῖν δυνησόμεθα, τόν ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου τῶν σωζομένων σωτηρίας παθόντα, ἄμωμον ὑπέρ ἁμαρτωλῶν, οὔτε ἕτερον τινα σέβεσθαι· Τοῦτον μέν γάρ Υἱόν ὄντα τοῦ Θεοῦ προσκυνοῦμεν, τούς δέ Μάρτυρας ὡς μαθητάς καί μιμητάς τοῦ Κυρίου ἀγαπῶμεν ἀξίως, ἕνεκα εὐνοίας ἀνυπερβλήτου τῆς εἰς τόν ἴδιον Βασιλέα καί Διδάσκαλον".
Κατά τόν Ἱερό Δαμασκηνό τιμοῦμε τούς Ἁγίους, "ὡς ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν καί Τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καί τῇ Τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ Αὐτός ἐστι φύσει" ( PG 94, 1164 Β). "Θεούς δέ λέγω καί βασιλεῖς καί κυρίους οὐ φύσει - συνεχίζει ὁ Ἱερός Πατέρας - ἀλλ' ὡς τῶν παθῶν βασιλεύσαντας καί κυριεύσαντας καί τήν τῆς θείας εἰκόνος ὁμοίωσιν, καθ' ἥν γεγένηνται, ἀπαραχάρακτον φυλάξαντας (βασιλεύς γάρ λέγεται καί ἡ τοῦ βασιλέως εἰκών)".
Ὁ ἅγ. Ἀστέριος Ἀμασείας, ἀντικρούοντας τόν 4ο αἰ. τούς αἱρετικούς Εὐνομιανούς, γράφει: "Ἡμεῖς Μάρτυρας οὐ προσκυνοῦμεν, ἀλλά τιμῶμεν ὡς γνησίους προσκυνητάς Θεοῦ· θαυμάζομεν τούς ἐν καιρῷ πειρασμῶν καλῶς σεβασθέντας Θεῷ... ἵνα ζηλώσωμεν τάς τῶν καλῶς τελευτησάντων τιμάς καί ἀπολαύσωμεν τῆς προστασίας αὐτῶν τῆς πρός Θεόν".
Ὁ ἅγ. Διονύσιος Ἀλεξανδρείας θεωρεῖ τούς Μάρτυρες "τοῦ Χριστοῦ παρέδρους καί τῆς βασιλείας Αὐτοῦ κοινωνούς καί μετόχους τῆς κρίσεως Αὐτοῦ καί συνδικάζοντες Αὐτῷ" ("Ἐκκλησιαστική Ἱστορία" Εὐσεβίου 6, 42, 5).
Κατά τήν Ἁγία Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδο, λατρευτική προσκύνηση ἀπονέμεται μόνον στόν Τριαδικό Θεό, ἐνῶ στούς Ἁγίους ἀπονέμεται σχετική - τιμητική προσκύνηση ("τόν μέν ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες").
Παρόμοια εἶναι ἡ ἀπόφανση τῆς Συνόδου τῆς ΚΠόλεως τοῦ 1672 (στήν ὁποία συμμετεῖχαν 4 Πατριάρχες καί 40 ἄλλοι Ἐπίσκοποι): "Προσκυνοῦμεν τούς Ἁγίους ὡς ὑπέρ Χριστοῦ ἀγωνισθέντας καί μεσίτας αὐτούς Θεῷ προβαλλόμεθα, ὡς παρρησίαν πρός Αὐτόν κεκτημένους, δι' αὐτῶν τήν ἀπό Θεοῦ βοήθειαν ἐξαιτούμενοι... Τό δέ λέγειν τινάς, ὅτι τό προσκυνεῖν... τούς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ τιμητικῶς, ἐλάττωσιν ποιεῖ τῆς τιμῆς τοῦ Υἱοῦ, τοῦτο ματαιολογίαν οἰόμεθα. Διάφορος γάρ ὁ τρόπος τῆς προσκυνήσεως καί οὐκ ἐλλατοῦται δι' αὐτοῦ ἡ τοῦ Χριστοῦ προσκύνησις καί τιμή, λατρευτικῶς τελουμένη" (Ἰω. Καρμίρη, "Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας", σελ. 692).
Ἡ τιμή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος κατέχει ἐξαιρετική θέση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ὅπως γράφει σχετικά ὁ Βλαδίμηρος Lossky, "ἡ Θεοτόκος δέν ἔγινε ποτέ θέμα τοῦ δημοσίου κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων· ἐνῶ ὁ Χριστός κηρύχθηκε δημόσια καί ἔγινε γνωστός ἀπό τήν πρώτη στιγμή σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο, τό Μυστήριο τῆς Μητέρας Του ἀποκαλύφθηκε μόνο σ' αὐτούς πού ἦσαν μέσα στήν Ἐκκλησία... Ἡ Θεοτόκος δέν εἶναι τόσο ἕνα ἀντικείμενο πίστις, ὅσο ἡ πηγή τῆς ἐλπίδας μας, ὁ καρπός τῆς πίστης, ὡριμασμένος στήν Παράδοση" (V. Lossky, "Παναγία"· βλ. "The Mother of God", ἐκδόσεως E.L.Mascall, Λονδίνο 1949, σελ. 35).
Κατά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων ἡ Θεοτόκος κατέχει "τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος". Οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦμε τήν Παναγία ὡς "τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ", ἀλλά δέν τήν τιμοῦμε λατρευτικῶς. Στήν Ἑλληνική Θεολογική ὁρολογία ἡ διάκριση εἶναι σαφής: Στό Θεό ἀποδίδεται ἡ λέξη λατρεία, ἐνῶ στήν Παναγία οἱ ὅροι δουλεία καί προσκύνησις (κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, στήν Παναγία ἀπονέμουμε τήν "ὑπερδουλικήν προσκύνησιν"· "Νέα Κλίμαξ" 1956, σελ. 135).
Στήν Ὀρθόδοξη λατρεία ἡ Παναγία μνημονεύεται ὡς "Παναγία, Ἄχραντος, Ὑπερευλογημένη, ἔνδοξος Δέσποινα ἡμῶν Θεοτόκος καί Ἀειπάρθενος Μαρία". Τά κύρια ἐπίθετα πού συνυπάρχουν στή φράση, ὑποδηλώνουν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στό πρόσωπό Της ὡς Θεοτόκου (Γ' Οἰκουμενική Σύνοδος, Ἔφεσος 431) καί Ἀειπαρθένου (Ε' Οἰκουμενική Σύνοδος, ΚΠολις 553).
Ἡ προσωνυμία Θεοτόκος ἀποτελεῖ ἐπέκταση τῆς Χριστολογίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἁγίας Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπέμεναν στόν ὅρο αὐτό, ὄχι μόνο γιά νά τιμήσουν τήν Παρθένο Μαρία λόγῳ τῆς προσωπικῆς Της ἀξίας, ἀλλά καί γιά νά περιφρουρήσουν τήν δογματική διδασκαλία γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀντιμετωπίζοντας τόν Νεστόριο, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου, ἀνέλυσε τό "ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο" (Ἰω. 1, 14). Ἡ Παρθένος Μαρία δέν γέννησε ἕναν ἄνθρωπο ἑνωμένο μέ τόν Θεό (Χριστοτόκος κατά τόν Νεστόριο), ἀλλά ἕνα μοναδικό καί ἀδιαίρετο θεανθρώπινο πρόσωπο. Ἔτσι ὁ ὅρος Θεοτόκος περιφρουρεῖ τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει στήν Ἁγία Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο καί στό Δόγμα τῆς Σάρκωσης, τήν ἴδια βαρύτητα πού ἔχει ὁ ὅρος Ὁμοούσιος στήν Ἁγία Α' Οἰκουμενική Σύνοδο καί τό Τριαδικό Δόγμα. (Βλ. τό πρῶτο ἀπό τά Δώδεκα Ἀναθέματα τοῦ ἁγ. Κυρίλλου).
Ἡ προσωνυμία Παναγία, ἐνῶ δέν ἔτυχε ποτέ κάποιας δογματικῆς ἐπεξεργασίας, εἶναι παραδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία διότι ἐκφράζει τήν πίστη, ὅτι ἡ Θεοτόκος "ἀνάμεσα σέ ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό ὑψηλότερο παράδειγμα συνεργασίας μεταξύ τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου καί τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας" (Καλλίστου Γουέαρ, αὐτ., σελ. 409). Ὁ ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας γράφει σχετικά: "Ἡ Σάρκωση δέν ἦταν μόνον ἔργο τοῦ Πατρός, τῆς Δυνάμεως καί τοῦ Πνεύματός Του... ἀλλ' ἦταν ἐπίσης ἔργο τοῦ θελήματος καί τῆς πίστεως τῆς Παρθένου... Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεός σαρκώθηκε ἑκουσίως, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπιθυμοῦσε καί ἡ Μητέρα Του νά Τόν γεννήσει ἑκουσίως, μέ τήν πλήρη συγκατάθεσή της" (Περί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, 4,5· Patrologia Orientalis, τ. 19, Παρίσι 1926, σελ. 488).
Οἱ παρεκλίσεις ἀπό τά προηγούμενα ὁδήγησαν τούς Ρωμαιοκαθολικούς στήν λεγόμενη Μαριολατρεία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται κυρίως μέ τήν διδασκαλία περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἀνακηρύχθηκε σέ δόγμα ἀπό τόν Πάπα Πίο Θ', τό 1854.
Συμπεράσματα
Ἀπό τά προηγούμενα προκύπτει, ὅτι ἡ θέση τῶν Ἁγίων στήν Ἐκκλησία, ἀπό τήν πρωτοχριστιανική ἤδη ἐποχή, εἶναι θέση Φίλων τοῦ Θεοῦ καί πρεσβευτῶν πρός Αὐτόν, "εἰς εὔκαιρον βοήθειαν ἄνωθεν" (κατά τόν Θεοδώρητο Κύρου). "Ὅτι δέ τυγχάνουσι - συνεχίζει - ὧσπερ αἰτοῦσιν οἱ πιστῶς ἐπαγγέλοντες, ἀναφανδόν μαρτυρεῖ τά τούτων ἀναθήματα, τήν ἰατρεῖαν δηλοῦντα".
"Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ - γράφει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης - καί οἱ Ἅγιοι προσεύχονται διά τήν σωτηρίαν μας καί δ' ὅ,τι συντελεῖ εἰς αὐτήν... Ἄς λέγομεν πάντοτε "γεννηθήτω τό θέλημά Σου", ἀλλά ἄς παρακαλοῦμεν τήν Μητέρα καί τούς φίλους τοῦ Θεοῦ νά βάλη τό χέρι Του... Ὁ Θεός ὡς φίλους ἔχει τούς βαστάζοντας τόν σταυρόν, διότι ἡ ἀγάπη των ὑπερβαίνει τήν κοσμικήν ἀγάπην, ἥτις ὅλο ζητεῖ τά ἑαυτῆς" (Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση", φ.95/ 2004, σελ. 16).
Κατέχουν ἀκόμη οἱ Ἅγιοι τήν θέση τοῦ Διδασκάλου στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. "Τά Λείψανα τῶν Ἁγίων - διδάσκει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος - εἴασεν ἡμῖν ὁ Θεός, βουλόμενος ἡμᾶς πρός Αὐτόν ἐκείνοις χειραγωγῆσαι ζῆλον" (Εἰς Ἰγνάτιον 5, PG 50, 595). Καί κατά τόν π. Γεώργιο Μεταλληνό, "καινός" ἄνθρωπος γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ "θεούμενος", ὁ Ἅγιος, ὁ ὁποῖος λειτουργῶντας ὡς πρόσωπο μέ τούς "συναγίους" του, μπορεῖ νά πραγματοποιήσει τήν ἐν Χριστῷ κοινωνία, ὡς "ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ καινήν πολιτείαν" (Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, "Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικός Πολιτισμός"· Περιοδικό "Ἑλληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός", φ. 1/1999, σελ. 13).
"Ἡ αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς - γράφει ἀλλοῦ - βρίσκεται στήν κοινωνία τῶν Ἁγίων, πού εἶναι τά μόνιμα ὁδηγητικά πρότυπα τῆς Ρωμιοσύνης. Εἶναι πράγματι χαρακτηριστικό, ὅτι ἐνῶ στή Δύση ἡγέτης ἀναδεικνύεται ὁ σοφός ἄνθρωπος, στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἡγέτης καί ἀνθρωπολογικό πρότυπο τοῦ πιστοῦ εἶναι ὁ Ἅγιος. Ἀκμή τῆς Δυτικῆς κοινωνίας εἶναι ἡ ἀνάξειξη σοφῶν· τῆς Ρωμαίϊκης κοινωνίας ἡ "παραγωγή" Ἁγίων, φορέων τῆς θείας σοφίας". (Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, "Ἑλληνοθρόδοξος καί Δυτικοευρωπαϊκός Πολιτισμός"· Περιοδικό "Ἑλληνορθόδοξος Βυζαντινός Πολιτισμός", φ.3/2000, σελ. 13).
Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν τιμή Της πρός τούς Ἁγίους Της μέ συγκεκριμένους τρόπους:
Ἀνεγείρει Ναούς πρός τιμή τους, "ἀρχῆς γενομένης" μέ τά Μαρτύρια, (μικρούς Ναούς πάνω στούς τάφους τῶν Μαρτύρων)·
Καθαγιάζει τίς Ἅγιες Τράπεζες τῶν Ναῶν κατά τά Ἐγκαίνια, μέ τήν κατάθεση Μαρτυρικῶν Λειψάνων, καθώς καί τά Ἱερά Ἀντιμήνσια μέ τήν συρραφή Λειψάνων σ'αὐτά·
Δέχεται Εἰκόνες τους, οἱ ὁποῖες "ἐνεργοῦν ὡς σημεῖο συνάντησης τῶν ζώντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς προαπελθόντες" (ἐπ. Καλλίστου Γουέαρ, αὐτ., σελ. 406).
Θεσπίζει ἑορτές, γιά νά τιμήσει τήν μνήμη τους ἤ γεγονότα σχετικά μ' αὐτούς (ἀρχικά τίς Συνάξεις στούς τάφους τῶν Μαρτύρων)· ἐπίκεντρο τῶν ἑορτῶν εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, ὅπου οἱ πιστοί κοινωνοῦν μέ τόν ἑορταζόμενο Ἅγιο, "ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ" (ὅπως ἀναφέρεται στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Πολυκάρπου)· ἡ μνημόνευση ζώντων καί τεθνεώτων πιστῶν κατά τήν Θεία Λειτουργία, προξενεῖ πνευματική ὠφέλεια ὄχι μόνον στούς μνημονευομένους πιστούς, ἀλλά καί στούς ἴδιους τούς Ἁγίους. "Τί οἴει τό ὑπέρ Μαρτύρων προσφέρεσθαι - λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος - τό κληθῆναι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρα; Κἄν Μάρτυρες ὧσι, κἄν ὑπέρ Μαρτύρων, μεγάλη τιμή τό ὀνομασθῆναι τοῦ Δεσπότου παρόντος, τοῦ θανάτου ἐπιτελουμένου Ἐκείνου, τῆς φρικτῆς θυσίας, τῶν ἀφάτων Μυστηρίων... Καθάπερ γάρ ὅταν ἐπινίκια τῶν Βασιλέων ἄγηται, τότε εὐφημοῦνται μέν καί ὅσοι τῆς νίκης ἐκοινώνησαν, ἀφίενται δέ καί ὅσοι ἐν δεσμοῖς εἰσι διά τῶν καιρόν" (PG 60, 170)·
Μνημονεύει τῶν Ἁγίων στίς Ἱερές Ἀκολουθίες ("μνημονεύομεν - λέγει ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων - καί τῶν προκεκοιμημένων, πρῶτον Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Μαρτύρων, ὅπως ὁ Θεός ταῖς εὐχαῖς αὐτῶν καί ταῖς πρεσβείαις, προσδέξηται ἡμῶν τήν δέησιν"· PG 33, 1116)·
Χρησιμοποιεῖ Ἀσματικές πρός τιμήν τους Ἀκολουθίες, μεταξύ τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται κορυφαῖα ἔργα ὄχι μόνο τῆς Χριστιανικῆς, ἀλλά καί τῆς Παγκόσμιας Γραμματείας·
Δίδει στούς πιστούς κατά τό Βάπτισμα ὀνόματα Ἁγίων, "ὡς σύμβολο τῆς εἰσόδου τους στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν εἶναι μόνο ἐπίγεια, ἀλλά καί ἐπουράνια" (ἐπ. Καλλίστου Γουέαρ, αὐτ., σελ. 406).
Ἀντιδράσεις κατά τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων
Κατά τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων ἀντέδρασαν πρῶτοι οἱ Ἑβραῖοι διώκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ (στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Πολυκάρπου γράφεται - ὅπως ἤδη ἀναφέραμε - ὅτι ἐμπόδιζαν τήν ἀπόδοση τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου στούς Χριστιανούς, μέ τήν ὑποκριτική δικαιολογία, "μή, ἀφέντες τόν Ἐσταυρωμένον, τοῦτον ἄρξωνται σέβεσθαι"!) καί τό ἔργο τους συνέχισαν ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης (361 - 363) καί διάφοροι αἱρετικοί.
Ὁ ἅγ. Κύριλλος ἀρχιεπ. Ἀλεξανδρείας στό ἔργο του διέσωσε τήν θέση τοῦ Ἰουλιανοῦ γιά τήν τιμή τῶν Ἁγίων καί τῶν Λειψάνων τους. "Μίασμα καί μύσος - πίστευε ὁ Παραβάτης - ἐστί τά τῶν νεκρῶν σώματα". Γιά τόν λόγο αὐτό καί ἔκαψε πολλά μαρτυρικά Λείψανα (ὅπως τοῦ Τιμίου Προδρόμου).
Στήν ἱστορική πορεία οἱ Μανιχαῖοι, Γνωστικοί κ.ἄ. αἱρετικοί, ἀπέρριψαν ἐντελῶς τήν τιμή τῶν Ἁγίων καί τῶν Λειψάνων τους, ὑποστηρίζοντας ὅτι πρόκειται γιά εἰδωλολατρεία. Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος διδάσκει σχετικά, ἀμυνόμενος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί διδασκαλίας: "Οὐδείς προσφέρει ἐνταῦθα τήν θυσίαν εἰς τόν Μάρτυρα, εἰς ὅν ἀνήκει ὁ τάφος καί τό Μαρτύριον (εἰς τόν Πέτρον, τόν Παῦλον ἤ τόν Κυπριανόν), ἀλλ' εἰς τόν Θεόν - καί αὐτό τό γνωρίζει καλῶς οἱοσδήποτε πιστός - τόν δημιουργήσαντα καί στεφανώσαντα τούς Μάρτυρας" (PL 42, 384).
Στούς νεώτερους χρόνους τήν τιμή τῶν Ἁγίων ἀπέρριψαν οἱ Διαμαρτυρόμενοι (ἀπό ἀντίδραση στίς σχετικές καταχρήσεις, παρανοήσεις καί ὑπερβολές τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας), διατυπώνοντας καί τήν κατηγορία γιά πτώση τῶν δεχομένων τήν τιμή τῶν Ἁγίων, σέ μορφή πρωτόγονης λατρείας! Στίς ἡμέρες μας τήν τιμή τῶν Ἁγίων ἀπορρίπτουν οἱ κάθε φύσεως καί ὁμολογίας αἱρετικοί, μέ πρώτους τούς ἀποκαλουμένους "Χριστιανούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ".
Μέρος Δεύτερο
ΠΕΡΙ ΑΓΙΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ
Ἡ θεολογία τῶν Ἁγίων Λειψάνων
"Ἀρκεῖ τόν λόγον πιστώσασθαι τά καθ' ἑκάστην
ἡμέραν ὑπό τῶν Μαρτύρων τελούμενα θαύματα".
Ἱερός Χρυσόστομος
Κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων ἡ ἄκτιστη χάρι τοῦ Θεοῦ ἁγιάζει ὄχι μόνο τίς ψυχές, ἀλλά καί τά σώματα τῶν Ἁγίων, ἀκόμη καί ἱερά ἀντικείμενα, ὅπως εἰκόνες καί τάφους ἱερῶν προσώπων. Κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἡ αἰτία τῆς εὐωδίας καί θαυματουργίας τῶν Λειψάνων τῶν Ἁγίων, «εἶναι ἡ ἅπαξ ἐνοικήσασα εἰς τά σώματα αὐτῶν Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἥτις δέν χωρίζεται ἀπ’ αὐτά μετά θάνατον, ἀλλά μένει μετ’ αὐτῶν. Ὅθεν τάς μέν ψυχάς τῶν Ἁγίων ποιεῖ μακαρίας ἐν οὐρανοῖς, τά δέ σώματα αὐτῶν ἀποδεικνύει πηγήν εὐωδίας καί θαυμάτων παραδίξων καί ἰαμάτων. Καθώς καί ἡ Χάρις εἶναι ζωοποιός, οὕτω ζωοποιά καί τά σώματα τῶν Ἁγίων ἀποτελεῖ» («Ἑορτοδρόμιον», ἔκδοσις 1961, σελ. 570).
Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας γράφει, ὅτι "ἐφ' ὅλης τῆς οἰκουμένης διαλάμψαντες οἱ μεγαλοπρεπεῖς τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρες, τούς μέν ἁπανταχοῦ τῆς ἀνδρείας αὐτῶν ἐπόπτας εἰκότως κατεπλήξαντο, τῆς δέ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν θείας ὡς ἀληθῶς καί ἀπορρήτου δυνάμεως ἐμφανῆ δι' ἑαυτῶν τά τεκμήρια παρεστήσαντο" ("Ἐκκλησιαστική Ἱστορία" 8· 12, 11). Εἶναι δηλαδή οἱ Ἅγιοι ἐκείνοι πού ἀποδεικνύουν στόν κόσμο μέ τά θαύματά τους ἤ μέ τήν κατάσταση τῶν Λειψάνων τους (ἀφθαρσία ἤ μυροβλυσία), τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτές οἱ ἀποδείξεις - τεκμήρια (ὅπως γράφει καί ὁ ἅγ. Ἱππόλυτος (Δανιήλ 2· 36, 4), ὁδήγησαν στρατιές ἀνθρώπων στή θεογνωσία, διότι "ἡνίκα ἄν τις τῶν Ἁγίων ἐπί μαρτύριον κληθῇ καί μεγαλεῖά τινα ὑπό Θεοῦ εἰς αὐτόν γεννηθῇ, εὐθέως πάντες ἰδόντες θαυμάζουσι... πολλοί δέ δι' αὐτῶν πιστεύσαντες, ὡσαύτως καί αὐτοί μάρτυρες Θεοῦ γίνονται". Χαρακτηριστικά εἶναι τά παραδείγματα ἀπό τό μαρτύριο τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης κ. ἄ. Μαρτύρων.
Ὁ ὅσ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης στήν ἀπάντησή του στόν ἐθνικό συγγραφέα Ἱέρακα γράφει: "Εἰ σκανδαλίζῃ ἐπί τῇ κόνει τῶν Μαρτυρικῶν σωμάτων, παρ' ἡμῶν τιμωμένη διά τήν περί τόν Θεόν ἀγάπην καί ἔνστασιν, ἐρώτησον τούς ἐξ αὐτῶν τάς ἰάσεις λαμβάνοντας καί μάθε πόσοις πάθεσι θεραπείας χαρίζονται· καί οὐ μόνον οὐ σκώψεις τό γινόμενον, ἀλλά καί ζηλώσεις πάντων τό κατορθούμενον" (PG, 50, 551).
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τά ἅγια Λείψανα "παραμύθιον ἀσφαλές τῶν ἀεί καταλαμβανόντων ἡμᾶς κακῶν" (PG 50, 595). "Βλέπε παρακαθημένην αὐτοῖς τοῦ Θεοῦ τήν δύναμιν - λέγει - περιβεβλημένην αὐτοῖς τοῦ Πνεύματος τήν χάριν, περιστέλλουσαν αὐτοῖς τοῦ οὐρανίου φωτός τήν δόξαν" (PG 50, 617). Γιά τοῦτο καί συνιστᾶ: "Συμπλακῶμεν αὐτῶν ταῖς θήκαις· δύνανται γάρ καί θήκαι Μαρτύρων πολλήν ἔχειν δύναμιν, ὥσπερ οὗν καί τά ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων πολλήν ἔχει τήν ἰσχύν" (PG 50, 640). Καί ἀλλοῦ λέγει: "Παράμεινε τῷ τάφῳ τοῦ Μάρτυρος· ἔκχεε δάκρυον ἐκεῖ, σύντριψον τήν διάνοιαν, ἆρον εὐλογίαν ἀπό τοῦ τάφου... Περιπλάκηθι τήν σορόν, προσηλώθητι τῇ λάρνακι· οὐχί τά ὀστᾶ μόνον τῶν Μαρτύρων, ἀλλά καί οἱ τάφοι αὐτῶν καί αἱ λάρνακες πολλήν βρύουσιν εὐλογίαν. Λάβε ἔλαιον ἅγιον καί κατάχρισόν σου ὅλον τό σῶμα, τήν γλῶτταν, τά χείλη, τόν τράχηλον, τούς ὀφθαλμούς καί οὐδέποτε ἐμπεσῆ εἰς τό ναυάγιον τῆς μέθης". Καί "ἄνοιξον τῆς πίστεως τούς ὀφθαλμούς καί βλέπε παρακαθημένην αὐτοῖς τοῦ Θεοῦ τήν δύναμιν, περιβεβλημένην αὐτοῖς τοῦ Πνεύματος τήν χάριν, περιστέλλουσαν αὐτοῖς τοῦ οὐρανίου φωτός τήν δόξαν... τοῦ Πνεύματος τήν ἐνέργειαν".
Οἱ δαίμονες κατά τόν Ἱερό Πατέρα "καθάπερ λήσταρχοι καί τυμβωρύχοι, ἐπειδάν ἴδωσιν ὅπλα που κείμενα βασιλικά, θώρακα καί ἀσπίδα καί κράνος, χρυσῷ πάντα καταλαμπόμενα, ἀποπηδῶσιν εὐθέως καί οὐδέ προσελθεῖν, οὐδέ ἄψασθαι τολμῶσι, μέγαν ὑφορώμενα κίνδυνον, εἴ τι τοιοῦτον τολμήσαιεν· οὕτω δή καί οἱ δαίμονες, οἱ ἀληθινοί λήσταρχοι, ὅπουπερ ἄν ἴδωσι Μαρτύρων σώματα κείμενα, δραπετεύουσι καί ἀποπηδῶσιν εὐθέως" (αὐτ. 617 - 618).
Ἀλλοῦ ἐπίσης γράφει: "Πῶς τήν κόνιν αὐτῶν δεδοίκασιν (οἱ δαίμονες); Πῶς καί τούς τάφους φεύγουσιν; Οὐδέ γάρ ἐπειδή νεκρούς φοβοῦνται, δαίμονες τοῦτο πάσχουσι. Ἰδού γάρ μύριοι νεκροί πανταχοῦ τῆς γῆς, κἀκείνους μέν προσεδρεύουσι καί πολλούς ἄν ἴδη τις δαιμονιῶντας ἐν ἐρημίαις διατρίβοντας καί τάφοις· ἔνθα δέ τῶν Μαρτύρων ὀστᾶ κατορῶρυκται, ὡς ἀπό πυρός τινος καί κολάσεως ἀφορήτου φεύγουσι, τήν ἔνδον μαστίζουσαν αὐτούς δύναμιν μετά λαμπρᾶς ἀνακηρύττοντες φωνῆς" (PG 50, 686).
Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει: "Ὁ ἀψάμενος ὀστέων Μάρτυρος, λαμβάνει τινά μετουσίαν ἁγιασμοῦ, ἐκ τῆς ἐν τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος" (PG 30, 112). Τό ἴδιο δέχεται καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ("ὧν (τῶν Μαρτύρων) καί τά σώματα μόνον, ἴσα δύνανται ταῖς ἁγίαις ψυχαῖς ἤ ἐφαπτόμενα ἤ τιμώμενα"· PG 35, 589).
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης σημειώνει, ὅτι τά Λείψανα ἀφέθηκαν ἀπό τόν Θεό, σάν πολύτιμα κειμήλια τῆς Πίστεως, μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία ("ἐν ἱερῷ τόπῳ κατάκειται Λείψανον, ὥσπερ τι κειμήλιον πολυτίμητον τῷ καιρῷ τῆς παλιγγενεσίας τηρούμενον").
Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει, ὅτι "ἔγκειταί τις δύναμις τῷ τῶν Ἁγίων σώματι, διά τήν ἐν τοσούτοις ἔτεσιν ἐνοικήσασαν ἐν αὐτῷ δικαίαν ψυχήν, ἧς ὑπηρέτημα γέγονεν" (Κατήχησις 18, 16· PG 33, 1036 Β - 1037Α).
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου λέγει, ὅτι "ἡ ἐπανθοῦσα τοῖς Λειψάνοις χάρις διανέμει τά δῶρα, τῇ πίστει τῶν προσιόντων τήν φιλοτιμίαν μετροῦσα...οἱ πιστῶς δέ ἐπαγγέλοντες, τυγχάνουσιν ὧνπερ αἰτοῦσιν".
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (+ 1833), δίδασκε σχετικά περί τῶν Ἁγίων Λειψάνων, ὅτι «τά Λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι ἄφωνες σάλπιγγες καί βροντές πού εὐαγγελίζονται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες μᾶς καλοῦν σέ μετάνοια» («Ἀποκαλυπτικό ὑπόμνημα τοῦ Νικολάου Μοτοβίλωφ καί ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ», ἔκδοσις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», 2005, σελ. 98). Σχετικά δέ μέ τήν ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων Λειψάνων διδάσκει σχετικά: «Ἡ ἀναγνώριση τῶν τιμίων Λειψάνων δέν εἶναι μία γραφειοκρατική διαδικασία… Ἡ ἀποκάλυψη καί ἡ ἀναγνώριση τῶν τιμίων Λειψάνων εἶναι ἔργο τῆς Θείας Πρόνοιας, ἡ ὁποία κάνει τούς ἀνθρώπους πού εὐαρεστοῦν τόν Θεό, νά εἶναι ὄργανα μέ τά ὁποῖα Αὐτός ὁδηγεῖ ἄλλους στή σωτηρία» (αὐτ. σελ. 97 καί 98).
"Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάνει στή θέωση - γράφει ὁ Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος Βλάχος - θεώνεται ὁλοκληρωτικά, ψυχῇ τε καί σώματι, γι' αὐτό καί ἔχουμε τήν ὕπαρξη τῶν χαριτοβρύτων καί ἀφθάρτων Λειψάνων. Τά ἱερά, ἄφθαρτα καί θαυματουργοῦντα Λείψανα, βεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἀποκαλύψεως καί τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως". (Ἱεροθέου Βλάχου, "Τό πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση", 1994, σελ. 267).
«Ἐπειδή οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν πῶς τό σῶμα ἁγιάζεται καί μεταμορφώνεται μαζί μέ τήν ψυχή – γράφει ὁ ἐπ. Διοκλείας Κάλλιστος Ware – γι’ αὐτό δείχνουν ἕναν ἄπειρο σεβασμό στά ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων. Ὅπως καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἔτσι κι αὐτοί πιστεύουν πώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι παροῦσα στά σώματα τῶν Ἁγίων κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τους, παραμένει ἐνεργός στά Λείψανά τους ὅταν πεθάνουν καί πώς ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ αὐτά τά Λείψανα ὡς ἀγωγό τῆς θείας δύναμης καί ὄργανα ἰάσεων.
Σέ μερικές περιπτώσεις τά σώματα τῶν Ἁγίων ἔχουν κατά θαυματουργικό τρόπο διατηρηθεῖ ἄφθαρτα, ἀλλά καί ἐκεῖ πού αὐτό δέν συμβαίνει, οἱ Ὀρθόδοξοι δείχνουν ἕναν τεράστιο σεβασμό πρός τά ὀστά τους. Αὐτός ὁ σεβασμός τῶν Ἁγίων Λειψάνων δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἄγνοιας καί δεισιδαιμονίας, ἀλλά καρπός μιᾶς πολύ ἀνεπτυγμένης θεολογίας τοῦ σώματος». (Καλλίστου Ware, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἔκδοσις ΑΚΡΙΤΑΣ, 1996, σελ. 371).
"Ἡ θέωση κατά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία - γράφει ὁ Γ. Πουλάκης - ἀφορᾶ καί τό σῶμα. Ἀρκετοί Ἅγιοι γεύθηκαν πλούσια τούς καρπούς τῆς ὁρατῆς καί σωματικῆς δόξας, ἤδη ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ὁ ἅγ. Ἀρσένιος ὁ Μέγας ἐθεᾶτο ἀπό τούς μαθητές του νά λάμπει τό πρόσωπό του τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Τό πρόσωπο τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψε ὅπως τό πρόσωπο τοῦ ἁγ. Προφήτη Μωϋσῆ τοῦ Θεόπτη.
Σημεῖα τῆς θεώσεως τοῦ σώματος εἶναι πέρα ἀπό τήν λάμψη τοῦ προσώπου, ἡ μετάδοση ἁγιασμοῦ μέ τήν ἀφή, ἡ μυροβλυσία τῶν τιμίων Λειψάνων, ἡ ἀφθαρσία, ἡ εὐωδία, ὁ ἰδιαίτερος χρωματισμός τῶν ὀστῶν, ἡ θαυματουργία, κ.λ.π....Ἡ σημασία καί ἡ τιμή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων εἶναι μεγάλη, γιατί πηγάζει ἀπό μία ὀρθά ἀνεπτυγμένη θεολογία περί τοῦ σώματος καί μία βαθειά κατανόηση τοῦ Μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τῆς "ἐν σώματι" Μεταμορφώσεως, Ἀναστάσεως καί Ἀναλήψεώς του". (Γ. Πουλάκη, "Τά Ἅγια Λείψανα στήν Ὀρθόδοξη λατρεία καί στήν Ἁγιορείτικη Παράδοση"· Περιοδικό "Ἅγιος Βησσαρίων", φ. 4. 2001, σελ.98).
Εἶναι χαρακτηριστικά ἀκόμη ὅσα γράφει ὁ Πρωτ. Δημ. Βάκαρος: "Ὁ Μάρτυς ἀποτελεῖ κατ' ἐξοχήν καί κυρίως τόν ὥριμον καρπόν τῆς ἀνθούσης πίστεως τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητος, τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καρποφόρα, τότε εἰς τήν ζωήν Της ἀναδεικύονται Μάρτυρες...
Ὁ Μάρτυς δέν ἀγωνίζεται μόνος του, ἀλλά μέσα εἰς τόν Μάρτυρα ἀγωνίζεται ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος τελικά χαρίζει τήν νίκην εἰς τόν Μάρτυρα. Ὑπ' αὐτήν τήν ἔννοιαν ὁ Μάρτυς ἁγιάζεται, διότι ὁ ἐν αὐτῷ ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει ἤδη κατοικηθῆ ἀπό τόν Ἴδιον τόν Κύριον, ὁ Ὁποῖος ἐντός αὐτοῦ ἀγωνίζεται· εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὁ Ὁποῖος ἁγιάζει τά σώματα τῶν Μαρτύρων, τά ὀστᾶ τῶν Μαρτύρων, τά Λείψανα τῶν Μαρτύρων. Δέν εἶναι δυνατόν, λοιπόν, παρά νά ἔχωμεν κατά καιρούς καί κατά τήν βουλήν τοῦ Κυρίου, καθ' ἑκάστην γεννεάν, αὐτήν τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, διά μέσου τῶν Ἁγίων Λειψάνων. Ὅμως, ὅπως ἡ δύναμις τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου, πού ἐπικαλούμεθα διά τῆς προσευχῆς, δέν ἔχει τά ἴδια ἀπο-τελέσματα εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἔτσι καί εἰς τούς Ἁγίους καί τούς Μάρτυρας· κατά θείαν βουλήν καί κατά θείαν παραχώρησιν, πού Ἐκεῖνος μόνον οἶδε, ἀφήνει διά μέσου τῶν αἰώνων Λείψανα ἀδιάφθορα εἰς τήν ροήν τοῦ χρόνου... Ἀπό τήν ἄλλην πλευράν τά Λείψανα τῶν Ἁγίων, τά ὀστᾶ τῶν Ἁγίων, ἀναδίδουν εὐωδίαν, εὐωδίαν πνευματικήν, τοιαύτην εὐωδίαν πού εἰς μάτην προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τά ἐργοστάσια παρασκευῆς ἀρωμάτων ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Διότι εἶναι εὐωδία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι "ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς", ὅπως λέγει ἡ Ἐκκλησία μας εἰς κάθε Θεία Λειτουργία.
Τό ἀδιάφθορον τῶν σωμάτων καί ἡ εὐωδία τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τῶν Ἁγίων, εἶναι αὐτή αὕτη ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς, τοῦ θαυμαστοῦ ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ" (Παντελεήμονος Μητροπ. Θεσσαλονίκης, "Ἡ Ἐπανακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Δαβίδ εἰς τήν Θεσσαλονίκην, 17 Ἰουλίου 1978", 1979, σελ. 20).
"Οἱ Ἅγιοι (Ὅσιοι, Μάρτυρες, ὁμολογητές) - γράφει καί ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν - δέν παραδίδουν τήν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια μόνο μέ τό λόγο καί τήν ὅλη βιωτή τους, ἀλλά ἀποβαίνουν ἀπό Θεοῦ Μάρτυρες τῆς Πίστης μέ τά ἄφθαρτα, ἀκέραια καί θαυματουργά Λείψανά τους" (αὐτ. σελ. 15).
Συμπερασματικά λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν ὁμ. Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Εὐάγγελο Θεοδώρου, "τά Λείψανα εἶναι τά ἱερά κατάλοιπα τῶν Ἁγίων, τά ἁγιασμένα σώματα τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ. Τά σώματα αὐτά, τά καθαρμένα ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία, στά ὁποῖα ἐνόσο ζοῦσαν κατοικοῦσε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μετά θάνατον δέν τά προσβάλλει ἡ διάλυση καί ἡ διαφθορά. Δέν τά ἐγκαταλείπει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τά κάνει νά εὐωδιάζουν. Εἶναι θῆκες ἅγιες, πηγές ἁγιασμάτων καί εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ καί θαυματουργά, διότι δι' αὐτῶν ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ".
Μετά τά προηγούμενα ἐξηγεῖται εὔκολα:
Ἡ ἀφθαρσία κάποιων Λειψάνων (σέ ἄλλη ἐργασία μας ἀναφερόμεθα ἀναλυτικά)·
Τά ὑπερφυσικά χαρακτηριστικά ἀδιαφθόρων Λειψάνων (ὅπως τῆς ἀδιαφθόρου ἀριστερῆς παλάμης τῆς ἁγ. Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στή Μονή Σιμωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία ἔχει τήν θερμοκρασία τοῦ ζωντανοῦ ἀνθρωπίνου σώματος!)·
Ἡ μυροβλυσία ἄλλων Λειψάνων, λ.χ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου (τοῦ ὁποίου τά Λείψανα στό Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας, μυροβλύζουν μέχρι σήμερα), Μεγαλομ. Δημητρίου, Νικολάου ἐπ. Μύρων (μυροβλύζουν μέχρι σήμερα στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας), Ἀχιλλίου ἐπ. Λαρίσης, ὁσ. Θεοδώρας τῆς Θεσσαλονίκης, ὁσ. Βαλβούργας τῆς Σαξονίας, Ὁσίων Νείλου καί Θεοφίλου τῶν Ἀθωνιτῶν, ὁσ. Βαρβάρου, ὁσ. Ἀθανασίου Πατριάρχου ΚΠόλεως καί Ὁσιομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου τῶν Ἐσφιγ-μενιτῶν, ὁσ. Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε καί ὁσ. Μάλου τοῦ Ἐρημίτου. Στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Πολυκάρπου ἀναφέρεται, ὅτι ὅταν ὁ Ἅγιος παραδόθηκε στή φωτιά, "εὐωδίας τοσαύτης ἀντελαβόμεθα (οἱ παρόντες), ὡς λιβανωτοῦ πνέοντος ἤ ἄλλου τινός τῶν τιμίων ἀρωμάτων".
Ἡ μυροβλυσία τάφων Ἁγίων (ἁγ. Ἑρμιόνης θυγατρός τοῦ ἀπ. Φιλίππου, ὁσ. Συμεών τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου, ἁγ. Εὐθυμίου Ἐπισκόπου Μαδύτου, κ.ἄ.), καθώς καί
Ἡ μυροβλυσία Εἰκόνων (τῆς Παναγίας στίς Μονές ἁγ. Παύλου Ἁγίου Ὄρους, Μαλεβῆς Κυνουρίας, κ. ἀλλοῦ) καί κυρίως
Ἡ θαυματουργία τῶν Ἁγίων Λειψάνων ("ἡ Κάρα τοῦ ἁγ. Μιχαήλ ἐπ. Συνάδων - γράφει ὁ Γ. Πουλάκης - πού εἶναι θησαυρισμένη στή Μεγίστη Λαύρα, ἔγινε πολλές φορές ἀφορμή μεγάλων ἰάσεων σέ πόλεις καί χωριά, μεταφερόμενη ἀπό Λαυριῶτες πατέρες· τά - σέ λίαν περίτεχνη λειψανοθήκη - Λείψανα τοῦ ἁγ. Νήφωνος Πατριάρχου ΚΠόλεως, πού κατέχει ἡ Μονή Διονυσίου, βοήθησαν πάρα πολύ τόν λαό στήν Ρουμανία, μετά τήν ἐκεῖ ἐπίσκεψή τους ἀπό Διονυσιάτες πατέρες· ἡ μυροβόλος "ὥσπερ ρόδον" Κάρα τοῦ ἁγ. Βησσαρίωνος, ἔσωσε τό Βουκουρέστι ἀπό μεγάλο θανατικό, ὅταν Ἡγεμόνας ἦταν ὁ Κων. Μαυροκορδᾶτος"· αὐτ., σελ. 100).
Στό σημεῖο αὐτό κρίνουμε χρήσιμο νά ἀναφέρουμε, ὅτι πολλά θαύματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀναφέρονται στόν τρόπο μαρτυρίου καί στά Λείψανα διαφόρων Ἁγίων. Λ.χ.
Μία ὁμάδα Μαρτύρων ὀνομάζονται Γαλακτότμητοι, διότι κατά τόν ἀποκεφαλισμό τους ἔτρεξε γάλα ἀντί αἵματος! Στήν ὁμάδα αὐτή περιλαμβάνονται - ὅπως προκύπτει ἀπό τά συναξάριά τους - οἱ Μεγαλομάρτυρες Παντελεήμων καί Αἰκατερίνη καί οἱ Μάρτυρες Ἀντίοχος (16η Ἰουλίου), Πίστις (17η Σεπτ.), Σεβαστιανή (24η Ὀκτ.) καί Βίκτωρ (11η Νοεμ.)·
Τήν Πρωτομάρτυρα Θέκλα δέχθηκε "πέτρα διανοιγεῖσα"·
Ἡ Μάρτυς Θεοδοσία τῆς Θεσσαλονίκης κίνησε τό νεκρό της σῶμα·
Ὁ ὅσ. Φιλόθεος ὁ Πρεσβύτερος, "μετά πάροδον ἔτους ἀπό τοῦ θανάτου του, ὅταν ἔμελλον νά μεταθέσουν τό Λείψανό του δύο Ἱερεῖς, ἐξέτεινεν ὁ Ἅγιος ὡς ζῶν καί ὑγιής τάς δύο χεῖρας του καί λαβών τούς Ἱερεῖς ἐκ τῶν ὦμων ἠγέρθη καί περιεπάτησεν τρία βήματα"·
Τῆς ὁσ. Βερβούργας τῆς Βρεττανίας (+ 700) τό ἀδιάφθορο Λείψανο διαλύθηκε θαυματουργικά τό 869, γιά νά μήν βεβηλωθεῖ ἀπό τούς εἰσβολεῖς Δανούς·
Τοῦ ὁσ. Βασιλείου τῆς Μαγκάζεα Σιβηρίας (+ 1602), ἐνῶ τό Λείψανο ρίχθηκε σέ ἔλος ἀναδύθηκε ἀπό ἐκεῖ εὐωδιαστό 40 χρόνια μετά!
Τοῦ ὁσ. Δαμιανοῦ τοῦ Ἐσφιγμενίτου (+ 1280) τό σκήνωμα εὐωδίαζε γιά 40 ἡμέρες καί ἡ εὐωδία γινόταν ἀντιληπτή ἀπό ἀπόσταση 2 χιλιομέτρων!
Τοῦ Μάρτυρος Γαβριήλ - Γεωργίου, Ἡγεμόνος τοῦ Βλαδιμήρ (+ 1247), κατά τήν ταφή ἡ κεφαλή ἑνώθηκε μέ τό ὑπόλοιπο σῶμα!
Τοῦ Νεομάρτυρος Λαζάρου τοῦ Βουλγάρου τό Λείψανο στρεφόταν πρός τήν ἀνατολή (τό ἴδιο συνέβαινε καί στήν Κάρα τοῦ Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ ἐπ. Φαναρίου)!
Τοῦ Νεομάρτυρος Μύρωνος τό Λείψανο καταυγάσθηκε ἀπό ὑπερκόσμιο φῶς· καί
Τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου ἐπ. Χριστιανουπόλεως μέχρι σήμερα τρίζει ἡ λάρνακα τῶν ἱερῶν Λειψάνων.
Τῶν Ἁγίων Ἰανουαρίου Ἐπισκόπου, Παντελεήμονος τοῦ Ἰαματικοῦ καί Πατρικίας τῆς ΚΠόλεως σώζεται αἷμα (στή Νεάπολη τῆς Ἰταλίας), τό ὁποῖο κατά τρόπο παράδοξο ὑγροποιεῖται (τοῦ ἁγ. Ἰανουαρίου 18 φορές τόν χρόνο, τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος στή μνήμη του καί γιά κάποιο διάστημα πρίν καί μετά ἀπό αὐτή καί τῆς ἁγ. Πατρικίας κατά τήν μνήμη της, ἀλλά καί ἐκτάκτως).
Ἀκόμη ἄλλων Ἁγίων "ἔκρυψε" ὁ Θεός τά Λείψανα καί δέν βρέθηκαν ποτέ (π.χ. τῆς Μεγαλομάρτυρος Εἰρήνης, τῶν διά Χριστόν Σαλῶν Ἀνδρέα καί Συμεών καί τῶν Ὁσίων Κοσμᾶ τοῦ Ζωγραφίτου καί Σωφρονίου τοῦ Ἁγιαννανίτου).
Μετά τά προηγούμενα δικαιολογεῖται ἡ θέσις τοῦ Πρωτ. Δημ. Στανιλοάε, ὅτι ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά λειτουργεῖ "ὡς ἐργαστήριον ἀναστάσεως" (Πρωτ. Δημ. Στανιλοάε, "Εἰς ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Φιλοσοφικά καί Θεολογικά ἐρωτήματα", τ. 1ος, σελ. 270) καί ἡ ἐπεξήγησις τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου Βλάχου, ὅτι "ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐργαστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου καί σκοπός Της εἶναι νά κάνη ἱερά Λείψανα" (Ἱεροθέου Βλάχου, αὐτ., σελ. 283).
Ἡ τιμή τῶν Ἁγίων Λειψάνων
Ἡ τιμητική προσκύνησι τῶν Ἁγίων Λειψάνων, βασίζεται στό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. "Ὁ Χριστός ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος - σημειώνει ὁ Καθηγητής Δημ. Τσάμης - γιά νά θεώσει ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση· ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς θεώσεως ἐπεκτείνεται σ' ὅλο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν κοινωνία τῶν Ἁγίων, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ἐκθεωτική αὐτή ἐνέργεια παραμένει στά σώματα τῶν Ἁγίων καί μετά τόν θάνατό τους" ( "Τό Μαρτυρολόγιον τοῦ Σινᾶ", σελ. 23 - 24).
Ἡ ἐν Χριστῷ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δέν ἀφορᾶ μόνον τήν ψυχή του, ἀλλά περιλαμβάνει καί τό σῶμα του. "Τό σῶμα μας θεώνεται ταυτόχρονα μέ τήν ψυχή μας", διδάσκει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ("Κεφάλαια Θεολογίας"· 2, 88, PG 90, 1168Α), διότι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι μία ἑνότητα σώματος καί ψυχῆς καί ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς προσέλαβε, ἔσωσε καί λύτρωσε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τό σῶμα κατέχει ὑψηλή θέση, ἐφ' ὅσον "ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν" (Α' Κορ. 6, 19). Γι' αὐτό καί παρακαλεῖ ἐμᾶς τούς ἀδελφούς του Χριστιανούς, "διά τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ" (Ρωμ. 12, 1).
"Ἐπειδή οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν πώς τό σῶμα ἁγιάζεται καί μεταμορφώνεται μαζί μέ τήν ψυχή - γράφει ὁ Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ - γι' αὐτό δείχνουν ἕναν ἄπειρο σεβασμό στά ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων. Ὅπως οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἔτσι κι αὐτοί πιστεύουν πώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι παροῦσα στά σώματα τῶν Ἁγίων κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τους, παραμένει ἐνεργός στά Λείψανά τους ὅταν πεθάνουν, καί πώς ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ αὐτά τά Λείψανα ὡς ἀγωγό τῆς θείας δύναμης καί ὄργανα ἰάσεων.
Σέ μερικές περιπτώσεις τά σώματα τῶν Ἁγίων ἔχουν κατά θαυματουργικό τρόπο διατηρηθεῖ ἄφθαρτα, ἀλλά καί ἐκεῖ πού αὐτό δέν συμβαίνει, οἱ Ὀρθόδοξοι δείχνουν ἕναν τεράστιο σεβασμό στά ὀστά τους. Αὐτός ὁ σεβασμός τῶν ἁγίων Λειψάνων δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἄγνοιας καί δεισιδαιμονίας, ἀλλά καρπός μιᾶς πολύ ἀνεπτυγμένης θεολογίας τοῦ σώματος" (Καλλίστου Γουεάρ, "Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία", 1996, σελ. 371).
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀνεπτυγμένη στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας θεολογία τοῦ σώματος καί ἡ ἐξ' αὐτῆς πίστις στήν ἐσχάτη ἀνάστασή του κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, δέν ἐπιτρέπει τήν καύση τῶν νεκρῶν, ἀλλά προβλέπει τόν ἐνταφιασμό μέ ἰδιαίτερη ἐκκλησιαστική τιμή.
Ὁ Μινούκιος Φῆλιξ (τέλος 2ου αἰ.) λέγει χαρακτηριστικά, ὅτι οἱ Χριστιανοί "προσβλέπουμε στήν ἄνοιξη τοῦ σώματος" (Octavius, 34). Αὐτή ἡ "ἄνοιξη", ἡ θέωση δηλαδή τοῦ σώματος, τοποθετεῖται κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, ἐπειδή στήν παροῦσα ζωή ἡ θέωση τῶν Ἁγίων ἐκφράζεται κυρίως μέ ἐσωτερικές "ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι" καταστάσεις. Ὅμως, "τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως - διδάσκει ὁ ὅσ. Μακάριος - ἡ δόξα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βγαίνει ἀπό μέσα ἔξω, στολίζοντας καί καλύπτοντας τά σώματα τῶν Ἁγίων, αὐτή ἡ δόξα πού ἦταν πρίν κρυμμένη μέσα στήν ψυχή τους. Ὅ,τι ἔχει ὁ ἄνθρωπος τώρα, αὐτό τό ἴδιο ἐξωτερικεύεται στό σῶμα" (Μακαρίου Ὁμιλίες, 5,9).
Στίς Συναξαριστικές πηγές ὑπάρχουν ἀρκετές ἀναφορές πού ἀποδεικνύουν, ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει σέ κάποιες περιπτώσεις τήν πρόγευση ἀπό αὐτή τήν ζωή τῆς οὐρανίου μακαριότητος τῶν Ἁγίων Του, μέ συγκεκριμένες ἐκφράσεις σωματικῆς καί ὁρατῆς δόξας. Ἡ "μεταμόρφωσις" τοῦ ὁσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ μπροστά στόν μαθητή του Νικ. Μοτοβίλωφ, παραμένει χαρακτηριστική. Τοῦ "Κτίτορος τῆς Ἁγίας Ρωσίας" ὅσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ μετά θάνατον τό σῶμα ἔλαμψε! Ὁ Μέγας Ἀρσένιος ὅταν προσευχόταν, φαινόταν στούς μαθητές του "ὡς πῦρ"! (Ἀποφθέγματα, PG 65, 27). Γιά τόν ὅσ. Παμβώ γράφεται, ὅτι "ὡς ἔλαβε Μωυσῆς τήν εἰκόνα τῆς δόξης τοῦ Ἀδάμ, ὅτε ἐδοξάσθη τό πρόσωπον αὐτοῦ, οὕτως καί τοῦ Ἀββᾶ Παμβώ ὡς ἀστραπή ἔλαμπε τό πρόσωπον αὐτοῦ καί ἦν ὡς Βασιλεύς καθήμενος ἐπί τοῦ θρόνου αὐτοῦ" (Ἀποφθέγματα, PG 65, 12). Τά προηγούμενα αἰτιολογεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἀκολούθως: "Εἰ γάρ συμμεθέξει τότε τῇ ψυχῇ τό σῶμα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν καί νῦν δήπου συμμεθέξει,κατά τό ἐκχωροῦν..." (Τόμος Ἁγιορειτικός, PG 150, 1233C).
Κατά τόν ἴδιο Ἱερό Πατέρα , ὁ λόγος τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων Λειψάνων βρίσκεται στό γεγονός, ὅτι "οὐ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπί τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου" ("Φιλοκαλία", τ. 4ος, σελ. 118). Γιά τόν οὐσιαστικό αὐτό λόγο, διδάσκει ὁ ἅγ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, τά Λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι πραγματικός Ναός καί Θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ καί ὁ κτιστός Ναός μίμησίς τους. ("Ἄλλως τε Θεοῦ μέν νεώς ἀληθής καί θυσιαστήριον τά ὀστᾶ ταῦτα, ὁ δέ χειροποίητος οὗτος τ' ἀληθοῦς μίμημα"· Νικολάου Καβάσιλα, "Φιλοκαλία Ἱερῶν Νηπτικῶν", τ. 22, σελ. 506).
Ἡ τιμητική (καί ὄχι λατρευτική) προσκύνηση τῶν Ἁγίων Λειψάνων, διαμορφώνεται ἀπό τήν πρωτοχριστιανική ἤδη ἐποχή. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος διασώζει, ὅτι μετά τό μαρτύριο τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, οἱ πιστοί συγκέντρωσαν ὅσα Λείψανά του δέν καταφαγώθηκαν ἀπό τά θηρία καί τά μετέφεραν στήν Ἀντιόχεια, ὅπου τά θεωροῦσαν "τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν καί δοκιμώτερα ὑπέρ χρυσίον" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 4, 5· PG 20, 357 Β).
Οἱ πιστοί τιμοῦν τά Ἅγια Λείψανα μέ τήν προσκύνηση καί τόν ἀσπασμό. Γράφεται σχετικά: "Ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν Ἁγίων Λειψάνων, εἶναι ταυτοχρόνως τιμή πρός τούς ἴδιους τούς Ἁγίους. Τιμοῦμε τούς ἀνθρώπους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν μέν στόν κόσμον τοῦτο, μέ τούς πειρασμούς, τίς δυσκολίες, τά προβλήματα πού εἶχαν σάν ἄνθρωποι, ἀλλά ἐπέτυχαν τήν σωτηρία τους, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέ τόν προσωπικό τους ἡρωϊκό ἀγῶνα. Κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί θαυμάζουμε αὐτούς τούς ἀνθρώπους, πού κατάφεραν νά φθάσουν ἐκεῖ πού θέλουμε κι ἐμεῖς νά φθάσουμε.
Γι'αὐτό πλησιάζουμε καί προσκυνοῦμε τά Ἅγια Λείψανα, ὅπως ταιριάζει νά πλησιάζουμε σέ πραγματικά ἐπιτυχημένους συνανθρώπους μας. Σε καταξιωμένους ἀδελφούς μας. Προσκυνώντας τά Ἅγια Λείψανα, προσκυνοῦμε τήν ἁγία ζωή τους, τήν ἀγάπη τους πρός τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί ὅλη τήν κτίση, τήν πίστη τους, τήν μετάνοιά τους, τίς ἀρετές τους, κ.λ.π. καί ὁμολογοῦμε ὅτι κι ἐμεῖς θέλουμε νά ἀποκτήσουμε αὐτά τά στοιχεῖα. Τούς Ἁγίους μας τούς ἔχουμε ἀνάμεσά μας ὑλικά, αἰσθητά, μέσῳ τῶν Ἁγίων Λειψάνων τους. Τούς βλέπουμε, τούς ἐγγίζουμε, τούς ἀσπαζόμαστε μέ ἀγάπη. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ καρδιά μας ἀποδέχεται τήν διδασκαλία τους, ἀλλά καί τό παράδειγμά τους" ("Τά Ἅγια Λείψανα"· Περιοδικό "Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν", φ.56/Ἰαν. Φεβρ. Μαρτ. 2003, σελ. 8 - 9).
Ἡ ἰδιαίτερη σημασία πού ἀποδίδει ἡ Ἐκκλησία στά Ἅγια Λείψανα, φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι δέν εἶναι δεκτή στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἡ τέλεση Θείας Λειτουργίας σέ Ναό πού δέν ἔχει ἐγκαινιασθεῖ. Κατά τόν ὁρισμό τῆς Ἁγίας Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, "ὅσοι σεπτοί ναοί καθιερώθησαν ἐκτός ἁγίων Λειψάνων Μαρτύρων, ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν γενέσθαι Λειψάνων μετά τῆς συνήθους εὐχῆς· ὁ δέ ἄνεϋ ἁγίων Λειψάνων καθιερῶν ναόν, καθαιρείσθω, ὡς παραβεβηκώς τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις" ("Πηδάλιον", σελ. 328).
Πιό αὐστηρός εἶναι ὁ σχετικός Κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης: "Ἤρεσεν, ἵνα πανταχοῦ, ἀνά τούς ἀγρούς καί τούς ἀμπελῶνας θυσιαστήρια ὡσανεί εἰς μνήμην Μαρτύρων καθιστάμενα, ἐν οἷς οὐδέ ἕν σῶμα ἤ λείψανον Μαρτύρων ἀποκείμενον δείκνυνται ἀπό τῶν ἐντοπίων Ἐπισκόπων· εἴ ἔστι δυνατόν, καταστρέφωνται" ("Πηδάλιον", σελ. 508). Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στήν ἑρμηνεία τοῦ 7ου Κανόνα τῆς Ἁγίας Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ("Πηδάλιον", σελ. 350), σημειώνει ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση Θείας Λειτουργίας σέ Τράπεζα πού δέν ἔχει ἐγκαινιασθεῖ, ἀλλά ἐπιβάλεται ἡ χρήση καθαγιασμένου Ἀντιμηνσίου, τό ὁποῖο θά φέρει Μαρτυρικά Λείψανα.
Ἀντιδράσεις κατά τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων Λειψάνων
Οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις κατά τῆς τιμῆς τῶν Λειψάνων τῶν Ἁγίων ἐμφανίσθηκαν τόν 4ο αἰ. ἀπό τούς αἱρετικούς Εὐσταθιανούς (τῶν ὁποίων ὁ ὑπέρμετρος ζῆλος τούς ὁδήγησε σέ ὑπερβολές, ὅπως τῆς καταδίκης τοῦ γάμου, τῆς ζωῆς στόν κόσμο, τῆς κρεοφαγίας, τῶν κοινῶν λατρευτικῶν συνάξεων, τῶν ἐγγάμων κληρικῶν· ἀκόμη ἦσαν "τάς Συνάξεις τῶν Μαρτύρων καταγινώσκοντες καί τῶν ἐκεῖ συνερχομένων καί λειτουργούντων"· Σωκράτους Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 2, 43). Γιά τήν διόρθωση τῆς ἀποκλίσεως αὐτῆς ἡ τοπική Σύνοδος τῆς Γάγγρας ἀποφάσισε: "Εἴ τις αἰτιῶτο, ὑπερηφάνῳ διαθέσει κεχρημένος καί βδελυττόμενος τάς Συνάξεις τῶν Μαρτύρων ἤ τάς ἐν αὐταῖς γινομένας Λειτουργίας καί τάς μνήμας αὐτῶν, Ἀνάθεμα ἔστω" (Ράλλη - Ποτλή, "Σύνταγμα...", τ. 3, σελ. 96).
Ἀργότερα κατά τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων Λειψάνων στράφηκαν καί οἱ Εἰκονομάχοι (πού κατέστρεψαν πολλά Ἅγια Λείψανα), οἱ Παυλικιανοί ἤ Βογομίλοι (πού ἀπέρριπταν ἐκτός τῶν ἄλλων καί τήν τιμή τῶν ἁγίων Λειψάνων), κ.ἄ. αἱρετικοί.
Στούς νεώτερους χρόνους οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ὄχι μόνον ἀπέρριψαν τήν τιμή τῶν Ἁγίων Λειψάνων, ἀλλά προχώρησαν καί στήν καταστροφή πολλῶν, σέ ἀντίδραση πρός τίς σχετικές ὑπερβολές τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Μεγάλες καταστροφές Ἁγίων Λειψάνων ἔγιναν ἀκόμη ἀπό ἀθεϊστές, κατά τήν Γαλλική καί τήν Ρωσική Ἐπανάσταση (τότε λ.χ. καταστράφηκε τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀρτεμίου τοῦ Βέρκολα). Κατά τήν μεγάλη, τέλος, περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, πολλά Λείψανα καταστράφηκαν ἀπό τούς Ὀθωμανούς (ὅπως τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ἁγ. Σάββα Α' Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας, τό ὁποῖο ἔκαψε στό Βελιγράδι ὁ Σινάν Πασᾶς).
Μεγάλες καταστροφές ἁγίων Λειψάνων ἔχουν προκληθεῖ καί ἀπό πυρκαγιές, κυρίως ἱστορικῶν Μονῶν, ἀλλά καί πόλεων (κατά τήν πυρκαγιά τοῦ 1548 πού κατέστρεψε τήν Μόσχα, ἐπί βασιλείας Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ, ἀπωλέσθηκαν καί πολλά ἅγια Λείψανα).
Ἀνακομιδή - τεμαχισμός - διασπορά Ἁγίων Λειψάνων
Οἱ Χριστιανοί - κατά τά προηγούμενα - θεωροῦσαν (καί θεωροῦν) τά Ἅγια Λείψανα "τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν". Διότι ὁ πλοῦτος, ὅπως λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, "οὔτε νόσον ἀπήλασε πώποτε, οὔτε θάνατον ἐφυγάδευσε· Μαρτύρων δέ ὀστᾶ ἀμφότερα ταῦτα εἰργάσατο" (PG 50, 689). Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος θεωρεῖ καλό τόν πόθο ἀποκτήσεως ἁγίων Λειψάνων ("καλῶς δέ ποιήσεις - γράφει - ἐάν καί Λείψανα Μαρτυρικά τῇ πατρίδι ἐκπέμψεις"· Ἐπιστολή 155, PG 32, 613 Β).
Ἡ πίστι αὐτή γέννησε τόν ἱερό πόθο τῆς κτήσεως Ἁγίων Λειψάνων, ἀρχικά ἀντικειμένων τῶν Μαρτύρων (κυρίως τῶν ἐνδυμάτων τους, ἀκόμη καί τῶν ὀργάνων τοῦ μαρτυρίου τους, κάθε ἀντικειμένου γενικά πού εἶχε ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τό αἷμα τους, ἐφ' ὅσον "τό αἷμα ἐθεωρεῖτο ὁ φορεύς τῆς ψυχῆς καί τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ δυνάμεως καί κατά συνέπεια τά ἀντικείμενα ταῦτα θά ἐκέκτηντο κατά τινα τρόπον τάς ἰδιότητας τῆς πνευματοφόρου τοῦ Μάρτυρος ψυχῆς"· Ἀ. Φυτράκη, "Λείψανα καί τάφοι Μαρτύρων κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας", σελ. 36).
Στόν πόθο αὐτό πρέπει νά προστεθεῖ καί ἡ ἀνάγκη ἐξευρέσεως Ἁγίων Λειψάνων γιά τόν καθαγιασμό τῶν Ναῶν. Αὐτά ὁδήγησαν σταδιακά - κυρίως στήν Ἀνατολή καί ἔπειτα στήν Δύση, ἀπό τόν 8ο αἰ. - στήν ἀνακομιδή, τόν διαμελισμό καί τήν διασπορά τῶν Ἁγίων Λειψάνων. Ὁ Ρωμαϊκός Νόμος θεωροῦσε ἱεροσυλία κάθε παραβίαση τάφου καί ἔτσι οἱ νεκροί - στήν ἐξεταζομένοι περίπτωση οἱ Μάρτυρες - ἦσαν ἀφ' ἑνός ἐξασφαλισμένοι ἀπό μετακινήσεις καί ἀφ' ἑτέρου διασφαλιζόταν ἡ βεβαιότητα, ὅτι μέσα στόν τάφο ὑπῆρχε ὁ ἐπιγραφόμενος νεκρός.
Οἱ πρῶτες ἀνακομιδές διενεργήθηκαν ἀπό τούς ἴδιους τούς Χριστιανούς Αὐτοκράτορες, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν καί πέτυχαν τήν συγκέντρωση στήν ΚΠολη πολλῶν Ἀποστολικῶν Λειψάνων. Στίς ἀνακομιδές αὐτές πού διενήργησε ἡ Ἐκκλησία, ἦταν ἐξασφαλισμένη ἡ γνησιότητα καί αὐθεντικότητα τῶν ἁγίων Λειψάνων.
Ἡ ἀνακομιδή, ὁ διαμελισμός καί ἡ διασπορά ἑνός Ἁγίου Λειψάνου, εἶναι ἀσφαλῶς μεγάλης σημασίας. Διότι, κατά τόν Ἀστέριο Ἀμασείας, "πολλαχοῦ μερισθέντα τά Λείψανα, ὁλόκληρον πανταχοῦ τῷ μακαρίῳ σώζουν τήν εὐφημίαν" (PG 40, 309), ἀφοῦ "καί μικρά σύμβολα πάθους, ἵσα δρῶσι τοῖς σώμασι", κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο (Λόγος 4, 69· PG 35, 589).
Ἡ κατοχή Ἁγίων Λειψάνων ἀπό πόλεις ἀποτελεῖ γιά τόν Ἱερό Χρυσόστομο ἰδιαίτερη εὐλογία. "Τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι - γράφει - ἐξ ἑκάστης πλευρᾶς ἡ πόλις ἡμῶν τοῖς λειψάνοις τῶν Ἁγίων τειχίζεται" (PG. 49, 393). Ἀλλά καί ἡ κατοχή Ἁγίων Λειψάνων ἀπό ἰδιώτες, ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη τιμή. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης λ.χ. καυχᾶται διότι κατέχει "κόνιν" τῶν Ἁγίων 40 Μαρτύρων, κοντά στά Λείψανα τῶν ὁποίων ἐνταφίασε τούς γονεῖς του (PG Μιγνίου 46, 784).
Μία πρώτη ἀνακομιδή Λειψάνων εἶναι ἐκείνη τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29. 6. 258), ἀπό τούς τάφους τους - "ἐπί τήν ὁδόν τήν Ὠστίαν" - στήν κρύπτη τοῦ ἁγ. Σεβαστιανοῦ. Στόν ἑορτολογικό κύκλο μνημονεύονται ἀνακομιδές τῶν ἁγίων Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (2/8), Διονυσίου τῆς Ζακύνθου (24/8), Γερασίμου τῆς Κεφαλληνίας (20/8), Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (3/11), Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (27/1), Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου (29/1), Νικηφόρου Πατρ. ΚΠόλεως (13/3), Νικολάου ἐπ. Μύρων (10/5· στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά τήν κλοπή τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἀπό Βαριανούς καί τήν μεταφορά τους ἀπό τά Μύρα στό Μπάρι, τό 1087· βλ. Ἀντ. Μάρκου, "Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων καί οἱ ἱστορικές τους περιπέτειες", 1994), Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου (8/6), κ.ἄ. Ἁγίων.
Ἡ διασπορά Ἁγίων Λειψάνων ὑπῆρξε σέ κάποιες περιπτώσεις ἀποτέλεσμα αὐτοκρατορικῶν δωρεῶν. Λ.χ. κατά τούς γάμους τῆς Πριγκίπισσας Θεοφανώς, κόρης τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Β’ καί τῆς Αὐγούστας Θεοφανώς, μέ τόν γιό τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα Ὄθωνα Α’ τοῦ Μεγάλου, Πρίγκιπα Ὄθωνα Β’, πού ἔγιναν το 972, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κολωνίας Γέρων ἔλαβε ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ, μεταξύ ἄλλων πολυτίμων δώρων, τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ Μεγαλομάρτυρος καί Ἰαματικοῦ Παντελεήμονος. Τά Λείψανα αὐτά ὁ ἀρχιεπ. Γέρων ἀποθησαύρισε στήν Κολωνία, σέ ναό πού ἔκτισε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου. Ἀργότερα ὁ ἴδιος δώρησε ἕναν βραχίονα τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος σέ συγγενή του πυργοδεσπότη τοῦ Κομέντσιο. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ μαρτυρία χρονογράφου, ὁ γιός τῆς Θεοφανώς Ὄθων Γ’ δώρησε στόν Ἐπίσκοπο Κωνσταντίας Γεβχάρτο Β’ (+ 996), ἕναν βραχίονα τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου και ἄλλα Ἅγια Λείψανα, τά ὁποῖα ἔφερε μαζί της ἡ μητέρα του ἀπό την ΚΠολη. (Βλ. G. Schluberge, «Ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκῆς και ἡ Βυζαντινή Ἐποποιϊα», τ. 2ος, σελ. 217 - 218).
Ἄλλα Λείψανα τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος δώρησε το 1619 στόν Δόγη τῆς Βενετίας Ἀντώνιο Priuli, ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Τιμόθεος Β’ (1612 – 1620).
Προηγουμένως, τό 819, ὁ Αὐτοκράτορας Λέων Ε’ εἶχε προσφέρει σημαντικά ἐκκλησιαστικά κειμήλια στήν πόλη τῆς Βενετίας (τότε Βυζαντινή κτήση). Μεταξύ αὐτῶν περιλαμβάνονταν μέρος τοῦ Τιμίου Ξύλου, τοῦ Χιτῶνος τοῦ Κυρίου καί τοῦ Μαφορίου τῆς Παναγίας, καθώς καί τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ Προφήτη Ζαχαρία, πατέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου (τό τελευταῖο κατατέθηκε σέ ναό πού κτίσθηκε προς τιμήν τοῦ Προφήτη, μέ χορηγεία τοῦ ἴδιου Αὐτοκράτορα). (Βλ. Andrea Dandolo, “Chronicum Venetum”, σελ. 142).
Ἀκόμη, τό 1004, ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ ὁ Βουλγαροκτόνος δώρησε στή Βυζαντινή Πριγκίπισσα Μαρία Ἀργυροπούλα, κατά τούς γάμους της μέ τόν Δόγη τῆς Βενετίας Ἰωάννη Orseolo, τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Λειψάνων τῆς ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας.
Ἐμπορεία - νοθεία - ἐκμετάλλευση Ἁγίων Λειψάνων
Ἀπό τήν ἀνάγκη ἐξευρέσεως Ἁγίων Λειψάνων - γιά κοινή ἐκκλησιαστική ἤ ἀτομική χρήση καί λατρεία - προέκυψαν ἡ ἐκμετάλλευση τῆς εὐσεβείας τῶν πιστῶν καί τά φαινόμενα τῆς Λειψανεμπορείας καί τῆς "παραγωγῆς" ψευδῶν λειψάνων.
Στήν πρώτη περίπτωση - τῆς ἐμπορείας - ἕνα μεγάλο δίκτυο Λειψανεμπόρων ἐξαπλώθηκε στήν Ἀνατολή, μέ κατεύθυνση κυρίως τήν Ρώμη. Ἀδίστακτοι Λειψανέμποροι ἀγόραζαν ἀπό ἀσεβεῖς κατόχους ἅγια Λείψανα καί τά διοχεύτευαν στήν ἀγορά. Καί ὅταν τά γνήσια Λείψανα ἐξαντλήθηκαν, παραχαράκτες τῆς Ἱστορίας δημιούργησαν νόθα, γιά καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς. Τά φαινόμενα αὐτά ἐντάθηκαν κατά τίς Σαυροφορίες καί τόν Μεσαίωνα καί στηρίχθηκαν κυρίως στήν παχυλή ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων καί τήν μέχρι βλακείας ἁπλότητά τους.
Διάφοροι ἱστορικοί ἀναφέρουν, ὅτι "ὅσοι ταξίδευαν στούς Ἁγίους Τόπους, εἶχαν τήν εὐκαιρία νά ἰδοῦν, μεταξύ ἄλλων "λειψάνων": τό σκαμνί ὅπου καθόταν ἡ Παναγία, ὅταν δέχθηκε τό χαρμόσυνο ἄγγελμα ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ· τό δοκάρι, ὅπου ἀνέβαινε παιδάκι ὁ Χριστός, παίζοντας μέ τούς συνηλικιῶτες του· τό κρεββάτι ὅπου ξάπλωσε· τήν συκιά, ὅπου κρεμάσθηκε ὁ Ἰούδας· τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο! Εὐφάνταστοι Δυτικοί μοναχοί ἔφτασαν νά πουλοῦν τούς στεναγμούς τοῦ δικαίου Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος, τά δάκρυα τοῦ Χριστοῦ, τά ἴχνη τῶν ποδῶν Του καί λείψανα ἀπό τά φτερά τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ" (Π. Πάσχου, "Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ", σελ. 150 - 151).
Ἀπό τήν ἀπαράδεκτη αὐτή κατάσταση προέκυψε μία τραγική πραγματικότητα. Τά πολλαπλᾶ λείψανα Ἁγίων. Κατά πληροφορίες στήν Δύση σώζονται: 10 κάρες τοῦ Τιμίου Προδρόμου, 26 τοῦ ἁγ. Ἰουλιανοῦ καί 6 τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα (τοῦ ἰδίου σώζονται 17 χέρια!)· τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου 3 σώματα, 6 κάρες καί πολλοί βραχίονες καί κνῆμες· καί τοῦ ἁγ. Παγκρατίου 30 σώματα! Ἀκόμη, 30 πόλεις τῆς Δύσεως διεκδικοῦν τά καρφιά τῆς Σταυρώσεως!
Ἡ κατάστασις αὐτή ἀνάγκασε τόν ἴδιο τόν Πάπα νά λάβει κάποια μέτρα καί ἤδη ἀπό τόν 12ο αἰ. ὑπάρχει ἀπόφασις τοῦ Βατικανοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἀπαγορεύεται ἡ προσκύνησις λειψάνων πού δέν ἔχουν τήν ἔγκριση - βοῦλα τοῦ Πάπα. Ἔτσι εἶναι ὑπεράνω ἀμφιβολιῶν γνησιότητος τά κειμήλια τῆς Συλλογῆς τοῦ Βατικανοῦ (λ.χ. στόν Ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς Ἱερουσαλήμ, στή Ρώμη, φυλάσσονται μέρος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἕνα ἀπό τά καρφιά τῆς Σταυρώσεως, μέρος τοῦ Σπόγγου καί δύο ἀγκάθια ἀπό τόν Ἀκάνθινο Στέφανο).
Περιορισμένες εἶναι οἱ πληροφορίες πού ἀφοροῦν τήν γνησιότητα τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό τῆς ἁγ. Μαρίας τῆς Σιών, στήν Ἀξώμη τῆς Αἰθιοπίας. Γιά τήν τύχη τῆς Κιβωτοῦ ἐπικρατοῦν δύο ἀπόψεις: Ἡ πρώτη δέχεται ὅτι καταστράφηκε ἀπό τούς Βαβυλωνίους (βλ. Burrows Millar, Ph. D. "What mean the stones? The Significance of Archeology for Biblical Studies", Νέα Ὑόρκη 1957, σελ. 213 - 214). Κατά τή δεύτερη μεταφέρθηκε στήν Αἰθιοπία ἀπό τόν Βασιλιά Μενελίκ Α', γιό τοῦ Σολομῶντα καί τῆς Βασίλισσας τοῦ Σαββά (βλ. Hancock Graham, "The Sign and the Seal: Τhe uest of the lost Ark of the Conenant", 1992).
Ἀντίθετα, τά σωζόμενα μέρη τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Νῶε, τά ὁποῖα φυλάσσονται στό Ἀρμενικό Πατριαρχεῖο τοῦ Ἐστμιαντζίν, φαίνεται ὅτι εἶναι γνήσια.
Ἄν ὁ ἁπλός λαός ἦταν βυθισμένος στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας, θά περίμενε κανείς ὅτι οἱ ἡγέτες του τουλάχιστον, πολιτικοί καί θρησκευτικοί, θά ἦσαν περισσότερο "φωτισμένοι". Κι ὅμως, ἀκόμη καί στά Ἀνάκτορα καί τίς Ἐπισκοπές βασίλευε παχυλό σκοτάδι. Σέ Γαλλικό κατάλογο Λειψάνων τοῦ 970, ἀναφέρονται ἀνάμεσα σέ ἄλλα "λείψανα"... ξύλα ἀπό τίς σκηνές πού ἔστησαν οἱ Ἀπόστολοι κατά τήν Μεταμόρφωση καί... σπόρος ἀπό ἐκεῖνον πού ἔσπειρε ὁ Χριστός! Τό 1247 ὁ Λουδοβῖκος Θ' τῆς Γαλλίας πλήρωσε 13. 075 χρυσά νομίσματα γιά νά ἀγοράσει, μαζί μέ τμῆμα τοῦ Σπόγγου,... γάλα τῆς Παναγίας καί τήν... ράβδο τοῦ Μωϋσῆ!
Στό Λειψανεμπόρειο ἤ τήν νοθεία Ἁγίων Λειψάνων, δέν ἦσαν ἀναμεμειγμένοι μόνο τυχοδιώκτες καί ἀπατεώνες, ἀλλά καί ὑψηλά ἰστάμενα πρόσωπα, τόσο τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῆς Πολιτείας. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Διακόνου Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος κάποιων κοιμητηρίων καί ἵδρυσε μυστική ἑταιρεία ἐμπορείας λειψάνων!
Ἀκόμη, γιά νά προστατεύσει ἡ Ἐκκλησία τό ποίμνιό Της ἀπό πλάνες καί καταχρήσεις, ἐνωρίτατα ἀπέρριψε τήν ἀνεύρεση ἁγίων Λειψάνων μετά ἀπό ὄνειρα ἤ ὁράματα (τοπική Σύνοδος στήν Βόρεια Ἀφρική, τό 401, ἀπεδοκίμασε τά Μαρτύρια πού εἶχαν ἀνεγερθεῖ πάνω σέ τάφους, μετά ἀπό ὄνειρα ἤ ὁράματα). Ἔτσι, οἱ εὑρέσεις ἁγίων Λειψάνων (στήν ἐποχή μας τῆς πονηρείας καί τῆς ἀποστασίας), θά πρέπει νά στηρίζονται πρῶτα σέ ἱστορικές καί ἀρχαιολογικές μαρτυρίες καί στή συνέχεια νά λαμβάνονται ὑπ' ὄψη ἄλλα γεγονότα. Αὐτό λ.χ. ἵσχυσε στήν εὕρεση τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἀχιλλίου ἐπ. Λαρίσης, κατά τίς ἀνασκαφές τοῦ Καθηγητή Νικ. Μουτσόπουλου, στή νησίδα Ἀχίλ τῆς Μικρῆς Πρέσπας. Ἡ μυροβλυσία τῶν ὀστῶν πού βρέθηκαν, ἦρθε νά ἐπικυρώσει τά ἱστορικά δεδομένα καί τά ἀρχαιολογικά εὑρήματα. (Βλ. Μητροπ. Λαρίσης Σεραφείμ, "Ἡ Ἀνεύρεσις τῶν Ἱ. Λειψάνων τοῦ Μυροβλύτου ἁγ. Ἀχιλλίου", 1981).
Μετά τά προηγούμενα προκαλεῖ τουλάχιστον ἀπορία ἡ ἐμπιστοσύνη στή γνησιότητα τῶν ἐπιστραφέντων ἀπό τούς Δυτικούς λειψάνων. Σημειώνουμε, ὅτι τό 1964 ἐπιστράφηκε ἡ Κάρα τοῦ ἀπ. Ἀνδρέα, τό 1965 τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ὁσ. Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, τό 1966 ἡ Κάρα τοῦ ἀπ. Τίτου, τό 1967 μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἰσιδώρου, τό 1974 μέρος τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Κυρίλλου φωτιστή τῶν Σλάϋων καί τό 1978 καί 1980 τά Λείψανα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καί τό 2004 τά Λείψανα τῶν Ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (Βλ. Ἀντ. Παπαδοπούλου, "Ἁγιολογία", τ. 1ος, σελ. 53 -55· καί τοῦ ἰδίου "Καρπός τῆς ἀρχικῆς "καταλλαγῆς" Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἡ ἐπανακομιδή Ἱερῶν Λειψάνων", ΕΕΘΣΘ, 27/1982, σελ. 214 - 247).
Ἀρπαγές Ἁγίων Λειψάνων
Ἄλλος τρόπος ἀποκτήσεως Ἁγίων Λειψάνων ὑπῆρξε ἡ ἀρπαγή, στήν ὁποία διακρίθηκαν γενικῶς οἱ Σταυροφόροι καί εἰδικῶς οἱ Βενετοί.
Εἶναι γνωστό, ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν 35 ἡμερῶν τῆς λεηλασίας τῆς ΚΠόλεως ἀπό τούς Σταυροφόρους (ἀπό τήν 12η Ἀπριλίου 1204, μέχρι τήν 16η Μαϊου τοῦ ἰδίου ἔτους, ὁπότε στέφθηκε Λατίνος Αὐτοκράτορας ΚΠόλεως ὁ Βαλδουϊνος), τό μεγαλύτερο μέρος τῶν θησαυρῶν τῆς Πόλεως μεταφέρθηκε στήν Δύση. Ὁ Ἱστορικός Sulberze δέχεται, ὅτι κλάπηκαν τότε 300 περίπου ἅγια Λείψανα! Μόνον ὁ Λατῖνος Ἀββᾶς Μαρτῖνος ἀφαίρεσε περισσότερα τῶν 50 Λειψάνων! Σέ βιβλιοθήκες τῆς Εὐρώπης ἔχουν διασωθεῖ πολλά ἔγγραφα πού μνημονεύουν τά κειμηλία καί τούς Ναούς ἀπό τούς ὁποίους ἀφαιρέθηκαν. (Βλ. γενικά Ἀθηνᾶς Κόλια - Δερμτζάκη, "Ἡ λεηλασία τῆς ΚΠόλεως"· στα "Ἱστορικά" τῆς "Ἐλευθεροτυπίας", φ. 26. 5. 2005).
Ὁ Παν. Σπυρόπουλος δέχεται, ὅτι "παρετηρήθη, ὅτι οἱ Ἐνετοί ἦσαν ὡς ἄρπαγες πολύ πιό ἐπικίνδυνοι ἀπό τούς Γάλλους καί τούς ἄλλους συμμάχους τους... Ἰδιαιτέρως σημαντικό ὑπῆρξε τό Θησαυροφυλάκιο τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Μάρκου τῆς Βενετίας. Πολλοί βέβαια ἀπό τούς θησαυρούς πού ἐναπετέθηκαν ἐκεῖ, καθώς καί μεγάλος ἀριθμός χειρογράφων καί βυζαντινῶν εἰκόνων, ἐχάθηκαν εἴτε τυχαῖα εἴτε κλαπέντα. Ἤδη κατά τήν πυρκαγιά τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ στά 1231, ἐκάηκαν πάρα πολλά ἀπό τά ἀρπαγέντα ἐκεῖνα κειμήλια τῆς Πόλης. Μεγάλο ἐξ ἄλλου μέρος τῶν πολυτίμων ἀντικειμένων τοῦ Θησαυροφυλακίου τοῦ ἁγ. Μάρκου ἐκποιήθηκε ἀπό τή Βενετική Δημοκρατία στά 1795 καί τά χρήματα πού συνεκεντρώθησαν ἐχρησιμοποιήθηκαν σέ πολεμικές ἀνάγκες" (αὐτ. σελ. 73).
Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν Λειψάνων καί τῶν κειμηλίων πού κλάπηκαν ἀπό τήν Πόλη καί κατέλειξαν στήν Γαλλία (κυρίως ἀπό τόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), καταστράφηκαν κατά τήν Γαλλική Ἐπανάσταση. Ὁ Γάλλος Βασιλιᾶς Λουδοβίκος Θ’ ἔκτισε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1243 - 1248 τό "Ἱερό Παρεκκλήσιο - Sainte Chapelle" στό Παρίσι, γιά νά στεγάσει τά κειμήλια πού οἱ Σταυροφόροι "ἔφερναν" ἀπό τήν κατακτημένη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία! (Ἡ μεταφορά κειμηλίων καί ἁγίων Λειψάνων τοῦ λεηλατημένου Ἱεροῦ Παλατίου τῆς ΚΠόλεως, ὁλοκληρώθηκε τό 1247· ἐκεῖ σήμερα φυλάσσεται μέρος τοῦ Ἀκάνθινου Στεφάνου καί Τίμιο Ξύλο).
Γενικά εἶναι ἀποδεκτό, ὅτι τό 1204 κλάπηκαν ἀπό τήν ΚΠολη ὁ Τίμιος Σταυρός πού εἶχε καταθέσει στήν Πόλη ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, τεμάχια τοῦ λίθου πού ἔφραζε τόν Πανάγιο Τάφο, ἀνά ἕνας βραχίων τῶν ἁγίων Κλήμεντος καί Σίμωνος καί λείψανα τῶν ἁγίων Τιμίου Προδρόμου (ἀνάμεσα σ'αὐτά καί ἡ Κάρα - ἤ μέρος τῆς Κάρας, ἐφ' ὅσον ἄλλο μέρος της φυλάσσεται στό Μουσεῖο Τόπ Καπί τῆς ΚΠόλεως - γιά τήν ὁποία κτίσθηκε ὁ περίφημος Καθεδρικός Ναός τῆς Ἀμμιένης), Ἀποστόλου Ἀνδρέου (ἐκτός τῆς τιμίας Κάρας πού διασώθηκε στήν Πάτρα, τό σῶμα μεταφέρθηκε στό Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας), Μεγαλ. Βαρβάρας, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (τά Λείψανα τῶν δύο τελευταίων Πατέρων ἐπιστράφηκαν ἀπό τό Βατικανό στό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως τήν 27/11/2004), κ.ἄ. (Παν. Σπυρόπουλου, αὐτ. σελ. 74 - 75).
Οἱ Σταυροφόροι στήν προσπάθειά τους νά ἐμπλουτίσουν τίς πατρίδες τους μέ Ἅγια Λείψανα ἀφαίρεσαν καί Λείψανα τοπικῶν Ἁγίων τῆς Ἀνατολῆς πού εἶχαν ὀνόματα μεγάλων Ἁγίων τῆς Χριστιανοσύνης, νομίζοντας ὅτι ἀποκτοῦν τά Λείψανα τῶν Ἁγίων αὐτῶν. Ἔτσι οἱ Βενετοί, ἀφαίρεσαν ἀπό τήν ΚΠολη τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου Πατριάρχου ΚΠόλεως (τά ὁποῖα θεώρησαν Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου) καί ἀπό τήν ὁμώνυμη μονή τῆς Βοιωτίας τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Λουκᾶ τοῦ Στειριώτη (νομίζοντας ὅτι ἀποκτοῦν τά Λείψανα τοῦ Εὐαγγ. Λουκᾶ).
Οἱ Βενετοί ξεκίνησαν τίς ἀρπαγές Ἁγίων Λειψάνων τό 828, ὅταν ἔκλεψαν τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια καί τό μετέφεραν στήν πόλη τους, ὅπου ὁ Εὐαγγελιστής ἀνακηρύχθηκε προστάτης καί τό λεοντάρι του ἔμβλημα τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Κατά τόν ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τά ἐλατήρια τῆς ἀρπαγῆς ἦσαν τόσο θρησκευτικά, ὅσο καί πολιτικά (Χρ. Παπαδοπούλου, «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας», σελ. 44. Καί Ἀγαθαγγέλου Ξηρουχάκη Ἐπισκόπου Κυδωνίας, « Ἡ ἐξ Ἀλεξανδρείας καί ΚΠόλεως εἰς Βενετίαν μετακομιδή τῶν θείων λειψάνων Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καί Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου», στήν «Πεντηκονταετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ», σελ. 397).
Τήν κλοπή τοῦ Λειψάνου τοῦ Εὐαγγ. Μάρκου ἀκολούθησαν οἱ κλοπές τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων (τό 1087), τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (τόν 11ο αἰ.) καί τοῦ Μάρτυρος Ἰσιδώρου τῆς Χίου, τοῦ ἁγ. Δονάτου ἐπ. Εὐροίας καί τοῦ ἁγ. Λέοντος ἐπ. Μεθώνης (καί τά τρία μεταξύ τῶν ἐτῶν 1122 – 1125).
Προβλήματα γνησιότητος Λειψάνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τά πράγματα δέν ἔφθασαν βεβαίως στό θλιβερό σημεῖο τῆς Δύσεως, ἀλλά καί ἐδῶ ὑπάρχουν κάποια προβλήματα. Πρίν ἀναφέρουμε κάποιες σχετικές μαρτυρίες, καλό εἶναι νά δοῦμε τί ὑπῆρχε στήν ΚΠολη πρίν τήν Ἅλωση τοῦ 1204. Μόλις τέσσερα χρόνια πρίν τήν Ἅλωση (τό 1200), ἐπισκέφθηκε τήν Πόλη ὁ Ρώσος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροτ Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος σημείωσε στό Χρονικό του ὅσα κειμήλια τοῦ προξένησαν μεγάλη ἐντύπωση. (Τό Χρονικό του μέ τόν τίτλο "Περιγραφή τῶν Ἁγίων Τόπων τῆς ΚΠόλεως", ἐκδόθηκε στά Γαλλικά ἀπό τόν Mme Khitrovo στή Γενεύη τό 1889· βλ. ἐπίσης Κυρ. Σιμόπουλου, "Ξένοι Ταξιδιῶτες στήν Ἑλλάδα", τ. Α', 1981, σελ. 232).
"Στό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας - γράφει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντώνιος - προσκύνησα τήν τράπεζα ὅπου ὁ Χριστός ἐδείπνησε μέ τούς μαθητές Του τή Μεγάλη Πέμπτη, τίς πλάκες τοῦ Μωϋσῆ μέ τίς Δέκα Ἐντολές, καθώς καί τά χρυσά δοχεῖα μέ τά δῶρα τῶν Μάγων. Ἀσπάσθηκα τό αἷμα πού ἔτρεξε ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ, ὅταν Τόν ἐκτύπησε κάποιος Ἰουδαῖος, τίς ἁλυσίδες τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί τίς ἀμπάρες τῆς φυλακῆς του, τά πριόνια πού χρησιμοποιήθηκαν γιά τήν κατασκευή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τή χάλκινη σάλπιγγα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, πού σάν ἀντίχησε γκρεμίστηκαν τά τείχη τῆς Ἱεριχοῦς, τό μαγγάνι τοῦ Φρέατος τῆς Σαμαρείτιδος καί τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού ζωφράφισε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέ χρώματα ἀπό τριμμένα μαργαριτάρια καί πολυτίμους λίθους" (Παν. Σπυρόπουλου, "Ἡ Ἁγία Σοφία στήν Ἱστορία καί στό Θρύλο", 1988, σελ. 68 - 69). Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Παν. Σπυρόπουλος τά προηγούμενα "εἶναι ἐλάχιστα πιθανό νά ἀνταποκρίνονται σέ αὐθεντικά κειμήλια".
Ἐκτός ἀπό τό Χρονικό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀντωνίου, δέν ὑπάρχουν ἄλλες σχετικές γραπτές μαρτυρίες γιά τούς κειμηλιακούς θησαυρούς τῆς Πόλεως πρίν τό 1204.
Τό 1403, ὁ Ἰσπανός ἀπεσταλμένος στήν Αὐλή τοῦ Ταμερλάνου Ρούϊ Γκονζάλες ντέ Καλβίχο, βρῆκε στήν ΚΠολη τῶν 3.000 Ἐκκλησιῶν, στό Ναό τῆς Περιβλέπτου, τόν... ἄρτο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου (τόν ὁποῖο ἔδωσε ὁ Χριστός στόν Ἰούδα) τό... αἷμα πού χύθηκε (ὅταν λογχίσθηκε ὁ Κύριος),... τρίχες ἀπό τά γένια τοῦ Κυρίου (ὅταν τόν κακοποίησαν οἱ Ἑβραῖοι), τή Λόγχη (μέ τό αἷμα πάνω της νωπό), τό Χιτῶνα καί τμήματα τοῦ Καλάμου καί Σπόγγου. Ἀπό τά προηγούμενα, μόνον τά τελευταῖα γνωρίζουμε ὅτι πράγματι ὑπῆρχαν στή Βασιλεύουσσα.
Ἀκόμη, στήν Ἁγία Σοφία τοῦ ἔδειξαν "τά λείψανα ἑνός Πατριάρχη πού διατηρήθηκαν ἄφθαρτα, μαζί μέ τήν σάρκα καί τά ὀστά του" (δέν διευκρινίζεται γιά ποιόν πρόκειται) καί τήν "σχάρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγ. Λαυρεντίου τοῦ Ἀρχιδιακόνου", ἐνῶ στή Ρωμαιοκαθολική Μονή τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου (στό Πέραν), βρῆκε Λείψανα τῶν ἀπ. Ἀνδρέα, ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων, 14.000 Νηπίων, ἁγ. Ἰγνατίου, ἁγ. Βασιλείου, μ. Λαυρεντίου, τήν κλείδα τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης, μέρος παλάμης Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, μέρος παλάμης τοῦ ἀπ. Λουκᾶ καί μέρος παλάμης τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος, ὅπως καί τό δεξί χέρι μέ τήν παλάμη τῆς ἁγ. Ἄννης (ἐκτός ἀπό τό μικρό δάκτυλο). Καί ἐδῶ παραμένει ἀδιευκρίνιστο ποιά ἦταν γνήσια καί ποιά νόθα.
Τό 1432 ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Βασιλέως τῆς Γαλλίας Φιλίππου τοῦ Καλοῦ Bertrandon de la Brocuiere ἐπισκέφθηκε τήν ΚΠολη. Στό Χρονικό του σημείωσε, ὅτι στήν Ἁγία Σοφία τοῦ ἔδειξαν "ἕνα Χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ, τήν Λόγχη μέ τήν ὁποία τόν ἐκέντησαν καί τό καλάμι πού τοῦ ἔβαλαν στό χέρι κατά τήν διαπόμπευσή Του, τήν σχάρα ἐπί τῆς ὁποίας ἔψησαν τόν ἅγ. Λαυρέντιο καί μία μεγάλη σκαλιστή πέτρα σέ σχῆμα κρήνης, ὅπου ὁ Ἀβραάμ ἐτάϊσε τούς τρεῖς Ἀγγέλους".
Τό 1435 ὁ Ἰσπανός εὐγενής Pedro Tafur πού ἐπισκέφθηκε τήν ΚΠολη σημείωσε στό Χρονικό του: "Ὅταν ἐτελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία ὁ Αὐτοκράτωρ (Σ.Σ. πρέπει νά ἦταν ὁ Ἰωάννης Η' Παλαιολόγος), διέταξε νά μοῦ δείξουν τά ἅγια κειμήλια. Ἐπῆρε ὁ ἴδιος τό ἕνα κλειδί καί ὁ Πατριάρχης τό ἄλλο. Ἕνα τρίτο κλειδί κρατοῦσε ὁ Πρωθιερεύς τῆς Ἁγίας Σοφίας. Οἱ Ἱερεῖς, φοροῦντες τά ἄμφιά τους, ἔβγαλαν μέ ἐπισημότητα τά ἀκόλουθα ἱερά κειμήλια: Τή Λόγχη πού ἔπληξε τήν πλευρά τοῦ Κυρίου, ἕνα ἐξαίρετο ἀντικείμενο - κειμήλιο. Τό Χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν ὁλόκληρος χωρίς ραφή (πρέπει νά ἦταν κάποτε βιολετί χρῶμα, γιατί τώρα, ἀπό τόν καιρό, ἔχει γίνει σκοῦρος). Ἕνα ἀπό τά καρφιά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τό στῦλο, ὅπου ἔδεσαν τό Χριστό καί Τόν μαστίγωσαν. Μοῦ ἔδειξαν ἐπίσης πολλά ἀτομικά ἀντικείμενα τῆς Παναγίας, τήν ἐσχάρα ἐπί τῆς ὁποίας ἐμαρτύρησε καείς ὁ ἅγιος Λαυρέντιος καί ἄλλα σεπτά κειμήλια" (Παν. Σπυρόπουλου, αὐτ., σελ. 76 - 77).
Γιά τό Λειψανοφυλάκιο τῆς Ὀρθοδοξίας Ἅγιο Ὄρος τοῦ Ἄθωνα, ὁ πολύς Γεράσιμος ὁ Σμυρνάκης, ἀναφερόμενος στή Ρωσική Μονή ἁγ. Παντελεήμονος, σημειώνει τά ἀκόλουθα:
"Ἡ Μονή Παντελεήμονος εὐμοιρεῖ πολλῶν Ἁγίων Λειψάνων, εἰσκομισθέντων ἐν αὐτῇ παρά διαφόρων ἀπεμπολητῶν καί ἱεροκαπήλων...
Δέν ἀγόμεθα βεβαίως ὑπό σκοποῦ, ὅπως καταφημίσωμεν τά Λείψανα τῆς ρηθείσης Μονῆς (ἁγ. Παντελεήμονος), ὡς καί ἄλλων Ρωσικῶν σκηνωμάτων ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καί Ρωσίᾳ, ὀφείλομεν ὅμως νά ὁμολογήσωμεν, ὅτι ἐν ἔτει 1870 - 78 πολλά ὀστᾶ καί κάραι ἐκ κοιμητηρίου ἐκταφεῖσαι καί μυρισθεῖσαι διά μυρεψημάτων ὑπό τοῦ θεηλάτου ἐκ Θάσου μοναχοῦ Σπυρίδωνος Τσιτσιρίκου, ἐπωλήθησαν εἰς διαφόρους Ρώσους. Καθ' ὅτι ὁ Γέρων τοῦ εἰρημένου Νικηφόρος, ὅστις κατεβίου ἐν τῷ τῆς Μονῆς Καρακάλλου Κελλίῳ τῶν Εἰσοδείων Θεοτόκου "Σιδεράδικα", κατά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821 διατελῶν ἐν αὐτῇ, ὑπεξήρεσε πάμπολλα Λείψανα ἅτινα ἐπώλει εἰς διαφόρους. Εἶτα δέ ὁ ὑποτακτικός αὐτοῦ Σπυρίδων, ἐπί τῇ φήμῃ ταύτῃ διέπραξε τά ἀνωτέρω ἀνοσιουργήματα, μεθ' ἅ ἀνακαλυφθείς ἐξωρίσθη τοῦ Ἁγίου ὅρους...
Σχεδόν ἅπαντα τά Ἅγια Λείψανα τῆς Μονῆς Παντοκράτορος ἔχουσιν ἀκρωτηριασθεῖ ὑπό τινος Σκευοφύλακος Μοναχοῦ Ἀγάθωνος, ὅστις ἐπώλει ἐξ αὐτῶν εἰς τήν Σκήτην τοῦ ἁγ. Ἀνδρέου καί εἰς ἄλλα Ρωσικά σκηνώματα, ἐν ἔτει 1885". (Γερασίμου Σμυρνάκη, "Τό Ἅγιον Ὄρος", σελ. 535 καί 669 - 670).
Τίς τελευταίες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰ., ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ Ἱεροσολύμων ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος, διέθετε στούς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς Κληρικούς (καί ὄχι μόνο), πολλά καί μεγάλου μεγέθους λείψανα. Ὅπως ἀνέφερε στόν γράφοντα ὁ Χοζεβίτης μ. Παῦλος ὁ Κύπριος, πολλοί ὑπῆρξαν ἐκείνοι πού ἀμφισβήτησαν τήν γνησιότητα τῶν προσφερομένων λειψάνων, ἄν καί - κατά τήν γνώμη του - ἦσαν ἅγια Λείψανα τῶν Ὁσιομαρτύρων τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ (τό κοιμητήριο τῶν ὁποίων εἶχε ἀνακαλυφθεῖ) καί ὄχι τῶν ἐπωνύμων Ἁγίων πού ἔλεγε ὁ δωρητής Ἡγούμενος.
Ἕνα κραυγαλέο παράδειγμα ὄχι λειψάνου ἀμφιβόλου γνησιότητας, ἀλλά πραγματικῆς ἀπάτης, ἀποτελεῖ ὁ ἰσχυρισμός "Ἀρχιεπισκόπου" μιᾶς σχισματικῆς ὁμάδας στήν Ἀμερική, ὅτι κατέχει ὄχι λείψανα, ἀλλά τό λείψανο τοῦ ἁγ. Φανουρίου!, τήν στιγμή πού ὁ Ἅγιος αὐτός ἔγινε γνωστός μετά τήν εὕρεση εἰκόνας του στό φρούριο τῆς Ρόδου, τόν 14ο αἰ., ἐπί ἀρχιερατείας Νείλου Β' τοῦ Διασπωρινοῦ (1355 - 1369) καί δέν εἶναι γνωστό γι'αὐτόν τίποτα περισσότερο.
Κατά τήν ἔρευνά μας γιά τήν σύνταξη τοῦ καταλόγου τῶν Ἁγίων Λειψάνων καί τῶν τόπων πού βρίσκονται, προέκυψαν κάποια στοιχεῖα τά ὁποῖα θέτουν σέ ἀμφιβολία τήν γνησιότητα κάποιων ἀπό αὐτά. Λ.χ.
Τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μνημονεύονται 2 Κάρες (στίς Μονές Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους καί Σλάτινας Ρουμανίας)·
Τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος 2 Κάρες (στίς Μονές Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί Παναχράντου Ἄνδρου)·
Τῆς ἁγ. Παρασκευῆς 4 Κάρες (στίς Μονές Κουτλουμουσίου, Σιμωνόπετρας καί Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί Ἀσωμάτων Πετράκη Ἀθηνῶν) καί δύο δεξιές (στίς Μονές Διονυσίου καί Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους)·
Τοῦ ἁγ. Πέτρου Ἀλεξανδρείας 2 Κάρες (στίς Μονές Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί Κλειστῶν Ἀττικῆς).
Τοῦ ἁγ. Προκοπίου 2 Κάρες (στίς Μονές Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους καί Ἁγίας Τριάδος Λιβαδίου Ἐλασῶνος)·
Τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου 4 Κάρες (στίς Μονές Παντελεήμονος καί Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους καί Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, καθώς καί στήν Μητρόπολη Κιλκισίου)· καί
Τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους 3 Κάρες (στίς Μονές ἁγ. Στεφάνου Μετεώρων καί Κλειστῶν Ἀττικῆς, ὅπως καί στή Μητρόπολη Θηβῶν).
Ἡ ἐπιτόπια ἔρευνά μας ἀπέδειξε, ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις εἶναι φανερό πῶς δέν πρόκειται γιά Κάρα, ἀλλά γιά μέρος Κάρας πού φυλάσσεται σέ κρανιόσχημη λειψανοθήκη. Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως ἡ διαφορά αὐτή (ἄν ὑπάρχει), δέν εἶναι φανερή. Ἀκόμη, ὅταν σέ διάφορους προσκυνηματικούς ὁδηγούς ἀναφέρεται π.χ. ὅτι στήν τάδε Μονή ὑπάρχει τό χέρι τοῦ δεῖνα Ἁγίου, συνήθως δέν διευκρινίζεται ποιό μέρος του (παλάμη, βραχίονας, καρπός, κ.λ.π.) καί ἔτσι δημιουργεῖται ἡ λανθασμένη ἐντύπωση τῆς ὑπάρξεως πολλῶν καί τῶν αὐτῶν μερῶν ἁγίων Λειψάνων.
Τό πρόβλημα αὐτό ὀξύνθηκε μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή τοῦ 1922, ὅταν μεταφέρθηκαν στήν Ἑλλάδα ἀπό πρόσφυγες πολλά ἅγια Λείψανα. Οἱ εὐλαβεῖς αὐτοί Χριστιανοί ἀσφαλῶς ἔφεραν στήν Μητέρα Πατρίδα ἅγια Λείψανα καί κανείς σοβαρός μελετητής δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει αὐτή τήν πραγματικότητα. Τό πρόβλημα πού δημιουργεῖται ἀφορᾶ τήν ταύτιση τῶν ἐν λόγῳ Λειψάνων, σέ ποιόν - δηλαδή - Ἅγιο ἀνήκουν.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος κοιμήθηκε τό 390 στήν γενέτειρά του Ἀριανζό τῆς Καππαδοκίας, σέ ἡλικία 60 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε ἐκεῖ. Κατά τόν Σωφρόνιο Εὐστρατιάδη, Μητροπ. πρ. Λεοντοπόλεως, τά Λείψανά ἀνακόμισε στήν ΚΠολη ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Ζ' ὁ Πορφυρογέννητος (911 - 959) καί τά κατέθεσε "ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ καί ἐν τῷ Μαρτυρίῳ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, ἐν τοῖς Δομνίνου ἐμβόλοις" ("Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας", 1961, σελ. 74). Κατά τόν Καθηγητή τῆς Πατρολογίας Δημ. Μπαλάνο, τά Λείψανα τοῦ Ἱεροῦ Γρηγορίου κατατέθηκαν στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ("Οἱ Πατέρες καί συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας", 1961, σελ. 74). Ὁ Συμεών Μάγιστρος σημειώνει, ὅτι "ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου, κατά τά τελευταῖα πιθανῶς ἔτη τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ, εὑρέθησαν πού τῆς ΚΠόλεως ἀποκεκρυμμένα τά Λείψανα Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τούτων τινά μέν ἐν τῷ Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀποθησαύρισε, τινά δέ ἐν τῷ Ναῷ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας" (σελ. 755).
Ἡ τελευταία αὐτή μαρτυρία πρέπει νά εἶναι ἀκριβής στό δεύτερο μέρος της, τήν κατάθεση - δηλαδή - μέρους τῶν Λειψάνων στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (ὅπου ἡ εὐσέβεια τῶν Αὐτοκρατόρων εἷχε καταθέσει τά Λείψανα Ἀποστόλων καί μεγάλων Πατέρων) καί μέρους στόν Ναό τῆς ἁγ. Ἀναστασίας (μέ τόν ὁποῖο ὁ ἅγ. Γρηγόριος συνδέθηκε κατά τήν ἀρχιερατεία του στήν ΚΠολη). Τό πρῶτο μέρος τῆς μαρτυρίας δέν πρέπει νά εἶναι ἀκριβές, διότι εἶναι ἀδύνατο νά βρίσκονταν στήν ΚΠολη τά Λείψανα ἑνός τῶν κορυφαίων Πατέρων καί νά εἶχαν ἀποκρυβεῖ. Ἄλλωστε μετά τήν κατάθεσή τους στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Βυζαντινοί τά τιμοῦσαν ἰδιαίτερα μέ πρώτους τούς Αὐτοκράτορες. Ὁ ἴδιος ὁ Πορφυρογέννητος στήν "Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως" γράφει, ὅτι "εἰσερχόμενοι οἱ Βασιλεῖς ἐν τῷ Ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, κατά τήν δευτέραν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, πρός ἀκρόασιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ηὔχοντο καί ἦπτον κηρούς ἐνώπιον τοῦ τάφου τοῦ ἁγ. Γρηγορίου" (Μανουήλ Γεδεών, "Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον", 1899, σελ. 64).
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ἔμειναν στούς προειρημένους Ναούς τῆς ΚΠόλεως μέχρι τήν Ἅλωση τοῦ 1204. Τότε, ὅπως καί ἄλλα λείψανα καί κειμήλια τῆς Ὀρθοδοξίας, συλήθηκαν ἀπό τούς Σταυροφόρους τά λείψανά του πού ἦσαν κατατεθημένα στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί μεταφέρθηκαν στήν Δύση. Τήν περίοδο ἐκείνη κτίσθηκε στό Βατικανό Παρεκκλήσιο πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Γρηγορίου καί ἐκεῖ διαφυλάχθηκαν τά Λείψανά του πού συλήθηκαν ἀπό τήν ΚΠολη μέχρι τήν 27/11/2004, ὁπότε παραδόθηκαν ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β' στόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Βαρθολομαῖο. Τήν ἴδια περίοδο (1204 - 1222), κατά τήν βασιλεία Θεοδώρου Α' τοῦ Λασκάρεως, τά Λείψανά του πού ἦσαν κατατεθημένα στόν Ναό τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, μεταφέρθηκαν γιά ἀσφάλεια στήν Καρβάλη τῆς Ναζιανζοῦ, ἀπό τήν παροικία τῶν Ναζιανζηνῶν ΚΠόλεως.
Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει ἡ δημιουργία τοῦ προβλήματος τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Τό 1924, κατά τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν Ἑλλάδος καί Τουρκίας, Ἕλληνες πρόσφυγες ἀπό τήν Καρβάλη τῆς Καππαδοκίας, μετέφεραν στήν Ἑλλάδα καί συγκεκριμένα στήν Ν. Καρβάλη Καβάλας, Λείψανα πού ἀποδίδονται στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί σήμερα φυλάσσονται στόν ἐκεῖ πρός τιμήν του Ναό (βλ. Μητροπ. Φιλίππων Ἀλεξάνδρου Καντώνη, "Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός"· ἔκδοσις Ἱεροῦ Προσκυνήματος ἁγ. Γρηγορίου Ν. Καρβάλης). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά Λείψανα πού ἀποδίδονται στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο, φυλάσσονται στό Ἅγιο Ὄρος (Κάρα του στήν Μονή Βατοπεδίου, δεξιά στή Μονή Γρηγορίου, ἀριστερός πύχης στή Μονή Κουτλουμουσίου, ἀποτμήματα ποδῶν στίς Μονές Χιλανδαρίου καί ἁγ. Παύλου καί ἄλλα ἀποτμήματα στίς Μονές Διονυσίου, Ξενοφῶντος, Σταυρονικήτα καί ἁγ. Παντελεήμονος) καί ἐκτός Ἄθωνος μέρος Κάρας στή Μονή Σλάτινας Ρουμανίας καί ἀποτμήματα στήν Μονή Λειμῶνος Λέσβου καί ἀλλοῦ.
Θά μποροῦσε κανείς νά ὑποθέσει, ὅτι στήν Καρβάλη ἴσως βρίσκονται τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ (Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ, κατά σάρκα πατέρα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου), ὅμως ἡ Κάρα τοῦ ἐν λόγῳ Ἁγίου διασώθηκε στήν Μονή Γρηγορίου καί στά λείψανα τῆς Καρβάλης περιλαμβάνεται καί κάρα. Ἀκόμη, ἡ περίπτωση νά πρόκειται γιά τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης πρέπει νά ἀποκλεισθεῖ, διότι ἡ Κάρα του φυλάσσεται στή Μονή Ἰβήρων, μία παλάμη του στή Μονή Λειμῶνος Λέσβου καί ἀποτμήματά του στίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καί Ντέτσανης Κοσσυφοπεδίου καί στό Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
Σύμφωνα μέ μαρτυρία κληρικοῦ τῆς περιοχῆς πρός τόν γράφοντα, στό Προσκύνημα τῆς Καρβάλης φυλάσσονται τμήματα λειψάνων τριῶν διαφορετικῶν προσώπων, κάποια μερικῶς ἄφθορα.
Τήν λύση στό πρόβλημα θά μποροῦσε νά δώσει ὁ ἔλεγχος DNA καί μία πλέον συστηματική μελέτη τῶν πηγῶν.
Ἄλλα προβλήματα γνησιότητας ἤ αὐθεντικότητας
Παρόμοια εἶναι τά προβλήματα τῆς Κάρας πού μεταφέρθηκε ἀπό πρόσφυγες καί ἐκτίθεται στό Ναό ἁγ. Εὐσταθίου Περισσοῦ Ἀττικῆς, ἀποδιδόμενη στόν ἁγ. Γρηγόριο Νύσσης (ἐφ' ὅσον εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ Κάρα τοῦ Ἁγίου φυλάσσεται στή Μονή Ἰβήρων) καί τῶν Λειψάνων πού ἀποδίδονται στόν Ἱερομ. Ἐλευθέριο καί φυλάσσονται στό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Περισσοῦ Ἀττικῆς, καθώς καί τῆς Κάρας πού ἀποδίδεται στόν ἴδιο Ἅγιο καί φυλάσσεται στόν ἐνοριακό Ναό ἁγ. Νικολάου Καρυάς Ὀλύμπου (ἐφ' ὅσον ἡ Κάρα του σώζεται στή Μονή Κουτλουμουσίου, ἡ δεξιά του στή Μονή Διονυσίου καί ἀποτμήματά του στίς Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, Προυσοῦ Εὐρυτανίας καί ἀλλοῦ).
Ἀκόμη, ἐνῶ ἡ Κάρα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος βρίσκεται στή Μονή Προυσοῦ Εὐρυτανίας, ἡ δεξιά του στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους καί πολλά τμήματά του στίς Μονές Μεγ. Λαύρας Ἁγίου Ὄρους καί Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ὑποστηρίζουν ὅτι τό Λείψανό του βρίσκεται ἀδιάφθορο στήν Βενετία.
Κάποιο πρόβλημα δημιουργεῖται ἐπίσης καί μέ τό ἀδιάφθορο Λείψανο πού ἀποδίδεται στόν ὁσ. Λουκᾶ τοῦ Στειριώτη (τό ὁποῖο ἐπιστράφηκε ἀπό τήν Βενετία στή Μονή του, στή Βοιωτία), ἐφ' ὅσον στή Μονή Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους φυλάσσεται ἡ Κάρα του.
Πρόβλημα ὑπάρχει ἐπίσης μέ τήν εὐωδιάζουσα Κάρα πού φυλάσσεται στή Μονή ὁσ. Μελετίου Οἰνόης Βιλλίων Ἀττικῆς καί ἀποδίδεται στόν ὅσ. Μελέτιο τοῦ Κιθαιρῶνος, ἐνῶ ἡ ἐπιγραφή τῆς ἀργυρῆς θήκης τῆς Κάρας ἀναφέρει, ὅτι πρόκειται γιά τήν Κάρα τοῦ ἁγ. Μεγαλομ. Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου!
Πρόβλημα ὑπάρχει ἀκόμη στά Λείψανα τῶν πολύ γνωστῶν Ἁγίων. Λ.χ. στίς περισσότερες μονές τῆς Ἑλλάδος ὑπάρχουν Λείψανα τῶν Ἁγίων Παρασκευῆς, Παντελεήμονος, Τρύφωνος καί Χαραλάμπους. Μόνο στό ἔργο τοῦ Εὐαγγ. Λέκου, "Τά Ἑλληνικά Μοναστήρια" ( τ. 1ος 1996 καί τ. 2ος 1996), μνημονεύονται 45 ἀποτμήματα τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους, 50 τῆς ἁγ. Παρασκευῆς, 33 τοῦ ἁγ. Τρύφωνος καί 31 τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος. Ἀκόμη, σέ ὅλα τά μεγάλα προσκυνήματα τῆς Ὀρθοδοξίας (κυρίως μονές), ὄχι μόνον ὑπάρχουν τμήματα Λειψάνων τῶν Ἁγίων αὐτῶν, ἀλλά πολλές φορές ὑπάρχουν καί περισσότερα τοῦ ἑνός. Λ.χ. στήν ἱστορική Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων φυλάσσονται: Τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους τμήματα 14· τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος 13· τοῦ ἁγ. Τρύφωνος 12· τῆς ἁγ. Παρασκευῆς 11· τοῦ ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου 3· τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος 3· καί τῆς ἁγ. Μαρίνης 2.
Γιά τίς περιπτώσεις ἐκείνες πού πράγματι ὑπάρχει πρόβλημα διπλοῦ ἤ καί τριπλοῦ ἰδίου Ἁγίου Λειψάνου (ἤ ἀμφιβολίας, ἄν διάφορα τμήματα ἀνήκουν στό αὐτό πρόσωπο), τήν ἀπάντηση θά μποροῦσε νά δώσει ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη. Μία μικτή ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό κληρικούς καί εἰδικούς ἐπιστήμονες (ἰατρούς, ἀνατόμους, βιολόγους, εἰδικούς DNA, κ.λ.π.), θά μποροῦσε νά ἐξετάσει τά λείψανα αὐτά καί νά ἀποφανθεῖ. Τέτοιες ἐξετάσεις ἔγιναν γιά παράδειγμα στά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων, τοῦ ἁγ. Ἀχιλλίου ἐπ. Λαρίσης, τοῦ ὁσ. Δαβίδ τῆς Θεσσαλονίκης καί τοῦ Ευαγγελιστοῦ Λουκᾶ.
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων
Ὁ τάφος τοῦ ἁγ. Νικολάου στή Βασιλική τοῦ Μπάρι, "ἀνοίχθηκε ἀναγκαστικά τό 1953, κατά τήν διάρκεια ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν, τήν νύκτα τῆς 5ης πρός 6η Μαϊου. Γιά τόν σκοπό αὐτό συγκροτήθηκε Ἐπιτροπή ἀπό τόν Πάπα, μέ Πρόεδρο τόν τότε Ρωμαιοκαθολικό Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μπάρι Ἐρρῖκο Νικόδημο, στήν ὁποία ἀνατέθηκε ἡ κανονική ἀναγνώριση τῶν λειψάνων τοῦ τάφου. Παράλληλα ὁ ἀναγνωριστικός ἔλεγχος καί ἡ καταμέτρηση τῶν ὀστῶν ἀνατέθηκε στόν Καθηγητή τῆς Ἀνατομίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μπάρι Λουϊτζι Μαρτῖνο καί τόν βοηθό του Γιατρό Ἀλφρέντο Ρουγγίερι...
Τά Λείψανα μέσα στή λάρνακα ἔπλεαν σέ ἕνα διαυγές, ἄχρωμο καί ἄοσμο ὑγρό, τό ὁποῖο εἶχε βάθος τρία περίπου ἑκατοστά. Ἡ ἐξέταση τοῦ ὑγροῦ αὐτοῦ ἀπό τά Ἰνστιτοῦτα Χημείας καί Ὑγιεινῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μπάρι ἀπέδειξε, ὅτι ἐπρόκειτο γιά καθαρό νερό, ἐλεύθερο ἀπό ἅλατα καί στεῖρο ἀπό μικροοργανισμούς ! Ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε, ὅτι τό ὑγρό αὐτό προήρχετο ἀπό τίς μυελοκυψέλες τῶν σπογγωδῶν ὀστέων!...
Ἡ τρίτη ἱστορικά ἀνακομιδή ἔγινε τήν νύκτα τῆς 7ης πρός 8η Μαϊου 1957, μέ σκοπό νέα ἀναγνώριση, καταμέτρηση, ἀνατομική καί ἀνθρωπολογική μελέτη, πρίν τήν ὁριστική κατάθεση στήν λάρνακα, μετά τό πέρας τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν. Στήν ἰατρική ὁμάδα συμμετεῖχε τήν φορά αὐτή καί ὁ Γιατρός Λουϊτζι Βενέζια... Τά ἀποτελέσματα τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἐξετάσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων ὑπῆρξαν ἐντυπωσιακά. Διαπιστώθηκε, ὅτι ἀνῆκαν σέ ἕνα καί τό αὐτό ἄτομο καί μάλιστα σέ ἄνδρα πού εἶχε ὕψος 1.67 περίπου, τρεφόταν κυρίως μέ φυτικά προϊόντα καί πέθανε σέ ἡλικία μεγαλύτερη τῶν 70 ἐτῶν. Τό ἄτομο αὐτό ἀνῆκε στήν λευκή Ἰνδοευρωπαϊκή φυλή...
Ἡ κατάσταση ὁρισμένων ὀστῶν ἔδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ἄτομο στό ὁποῖο ἀνῆκαν, πρέπει νά εἶχε ὑποφέρει πολύ κάτω ἀπό ἰδιαίτερα δυσμενεῖς συνθῆκες διαβίωσης, πού τοῦ ἄφησαν σημάδια στήν ὑπόλοιπη ζωή του. Ἡ ἀγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα καί ἡ διάχυτη ἐνδοκρανιακή ὑπερόστωση, πρέπει νά κληρονομήθηκαν ἀπό κάποια ὑγρή φυλακή, ὅπου πέρασε ἀρκετά χρόνια τῆς ζωῆς του καί μάλιστα σέ προχωρημένη ἡλικία.
Ἡ ἰχνογραφική ἀνάπλαση τοῦ προσώπου, μέ τήν μέθοδο τῆς ὑπερσκελετικῆς ἀναπλάσεως τῶν μαλακῶν μερῶν τῆς κεφαλῆς, ἀπέδωσε ἐπίσης θεαματικά ἀποτελέσματα...Τά σχετικά ἰχνογραφήματα πού δημοσίευσε ὁ Καθηγητής Μαρτῖνο..., βρίσκονται σέ συμφωνία μέ τίς παλαιότερες ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου, ἐκείνη τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Πρώτης (στήν Ρώμη, 8ος ἤ 9ος αἰ.) καί αὐτή τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγ. Ἰσιδώρου, στόν Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου (στήν Βενετία, ψηφιδωτό τοῦ 12ου αἰ.)".
Δηλαδή, μέ τίς ἐξετάσεις τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου, πιστοποιήθηκε ἡ γνησιότητά τους, ἀποδείχθηκε ἐπιστημονικά ἡ μυροβλυσία του καί ἐπίσης ὅτι ἡ πάροδος τοῦ χρόνου δέν ἄμβυνε τήν μνήμη τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς μορφῆς του, ὅπως τά διέσωσε ἡ Ὀρθόδοξη εἰκονογραφική παράδοση (πρόσωπο ἀσκητικό, εὐγενικό, μέ ἀρμονικές ἀναλογίες, ὑψηλό καί πλατύ μέτωπο, μεγάλα μάτια - ἐλαφρά βαθουλωτά - ἔντονα ζυγωματικά, φαλάκρα). (Βλ. Ἀντ. Μάρκου, "Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας καί οἱ ἱστορικές τους περιπέτειες"· Περιοδικό "Ὀρθόδοξη Μαρτυρία" Λευκωσίας, φ. 44/1994, σελ. 98 - 106· ἀγγλική ἔκδοση ἀπό τό Κέντρο Παραδοσιακῶν Ὀρθοδόξων Σπουδῶν Ἔτνας Καλιφορνίας, 1994).
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀχιλλείου Ἐπισκόπου Λαρίσης
Κατά τήν Εὕρεση τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἀχιλλείου, ἀπό τόν Καθηγητή τῆς Πολυτεχνικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικ. Μουτσόπουλο (κατά τήν ἀνασκαφή τῆς Βασιλικῆς τῆς νησίδας Ἀχίλ τῆς Μικρῆς Πρέσπας, 1965 καί ἑξῆς), "παρ' ὅλα τά θετικά ἀποδεικτικά στοιχεῖα, ὁ κ. Καθηγητής ἐνδιεφέρθη καί διά τόν ἐπιστημονικόν προσδιορισμόν τῆς ἐποχῆς εἰς τήν ὁποίαν ἀνῆκον τά ὀστᾶ καί ἀπηυθύνθη εἰς 45 Ἐργαστήρια Ραδιοϊσοτόπων τοῦ ἐξωτερικοῦ... Ἡ ἔρευνα ἐπεβεβαίωσε τά ἀδιάσειστα ἀρχαιολογικά εὑρήματα (ὅτι τά ὀστᾶ ἀνήκουν ἀρκετούς αἰῶνας πρό τῆς ἀνιδρύσεως τοῦ χώρου ἀνευρέσεώς των, δηλαδή πρό τοῦ ὁρίου 985 - 990, ὁπότε ἱδρύθη ἡ Βασιλική). Ἀλλά καί ἡ μυρόβλυσις τῶν Λειψάνων κατά τήν ἑόρτιον διά πρώτην φοράν Ἀκολουθίαν πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου, ἐνώπιον τῆς ἐκπλήκτου 40μελοῦς μοναστικῆς ἀδελφότητος (τῆς Μονῆς Ὁρμυλείας Χαλκιδικῆς) καί ἡ εὐωδία ἡ ὁποία τά περιλούει, εἶναι ἀκράδαντος ἄνωθεν μαρτυρία, ὅτι πράγματι μᾶς ἐπιφύλαξεν ὁ Κύριος τήν χαράν τῆς ἀνακαλύψεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου".
Στή σχετική διαδικασία συμμετεῖχε καί ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ἰω. Φουντούλης. (Βλ. Μητροπ. Λαρίσης Σεραφείμ, "Ἡ Ἀνεύρεσις τῶν Ἱ. Λειψάνων τοῦ Μυροβλύτου ἁγ. Ἀχιλλίου", 1981, σελ. 28).
Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Δαβίδ τῆς Θεσσαλονίκης
Τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Δαβίδ ἀναγνωρίσθηκαν τό 1967, ὅταν "τήν 23ην Ἰουνίου ἠνοίχθη ἡ λάρναξ καί ἐγένετο ἰατρική ἀναγνώρισις καί καταλογογράφησις τῶν ὀστῶν". Στήν προηγούμενη ἀναγνώρισή τους (τήν 27η Ἰουλίου 1904) διαπιστώθηκε, ὅτι "ἐκ τοῦ σκελετοῦ ἐσώζοντο τά μηριαῖα καί αἱ κνῆμαι, αἱ κερκίδες καί αἱ ὠλέναι, πολλά ὀστᾶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, διάφοροι φάλαγγες τῶν δακτύλων χειρῶν καί ποδῶν, σχεδόν ὅλαι αἱ πλευραί καί τό μεγαλύτερον μέρος τοῦ κρανίου, ὡς ἐπίσης ἄλλα μικρά τεμάχια ὀστῶν καί ἀρκετή ποσότης τέφρας". (Βλ. Μητροπ. Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος, "Ἡ Ἐπανακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ὁσ. Δαβίδ εἰς τήν Θεσσαλονίκην - 17 Ἰουλίου 1978", 1979, σελ. 58).
Τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ
Κατά τήν συναξαριστική γραμματεία ὁ Εὐαγγ. Λουκᾶς μαρτύρησε στήν Ἀχαϊα καί ἐνταφιάσθηκε στή Θήβα, ὅπου καί σήμερα σώζεται ὁ τάφος του. Τά Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν στήν ΚΠολη τό 338, ἐπί Αὐτοκράτορος Κωνσταντίου καί κατατέθηκαν στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μαζί μέ τά Λείψανα τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρέου καί Ματθίου. Σχετικά μέ τήν μεταφορά τους στήν Πάδουα τῆς Ἰταλίας, στήν Μονή τῶν Βενεδικτίνων, ἐπικρατοῦν δύο ἀπόψεις. Ἤ κλάπηκαν ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1204 ἤ μεταφέρθηκαν κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, γιά νά σωθοῦν ἀπό τήν καταστροφή (γιά τήν δεύτερη περίπτωση μία τοπική Ἰταλική παράδοσις μνημονεύει τόν Ἱερέα Οὐρία τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος μετέφερε τά Λείψανα στήν Πάδουα).
Ἡ πρώτη ἱστορική μαρτυρία γιά τά Λείψανα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελιστή στήν Πάδουα, εἶναι τοῦ ἔτους 1177, ὅταν ἡ μολύβδινη σαρκοφάγος πού τά περιεῖχε, βρέθηκε στό Κοιμητήριο τῆς ἁγ. Ἰουστίνης (ὅπου ὅλα τά κειμήλια τῆς Μονῆς εἶχαν ἐναποτεθεῖ, λόγῳ τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν). Τήν 9η Νοεμβρίου 1354, ἡ μαρμάρινη λάρνακα στήν ὁποία εἶχαν ἐναποτεθεῖ, ἀνοίχθηκε μέ ἀπαίτηση τοῦ Αὐτοκράτορος Καρόλου Δ', ὁ ὁποῖος πῆρε τήν Κάρα καί τήν κατέθεσε στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Βίτου, στό φρούριο τῆς Πράγας (ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται). Ἀναγνωρίσεις τῶν Λειψάνων ἔγιναν ἀκόμη τό 1463 καί τό 1562.
Ὅταν ἡ Μητρόπολις Θηβῶν καί Λεβαδείας, ἀπευθύνθηκε στόν Παπικό Ἐπίσκοπο τῆς Πάδουας Ἀντώνιο Mattiazzo καί ζήτησε ἕνα μέρος τῶν Λειψάνων γιά τόν προσκυνηματικό Ναό τοῦ Ἁγίου στήν Θήβα (ὅπου καί ὁ τάφος του), ὁρίσθηκε ἐπιτροπή γιά τήν ἐπιστημονική ἐξέταση τόσο τῶν Λειψάνων στήν Πάδουα, ὅσο καί τῆς Κάρας στήν Πράγα. Τό 1988 τά Λείψανα ἐξετάσθηκαν ἀπό τόν Καθηγητή Ἀνατομίας καί Ἰστολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πάδουας καί Διευθυντή τοῦ Ἰνστινούτου Ἱστορίας τῆς Ἰατρικῆς τοῦ αὐτοῦ Πανεπιστημίου Δρ. Vito Terribile wiel Marin, τούς Ἀνθρωπολόγους Cleto Corrain καί Maria Antonia Capitano καί τόν Γενεσιολόγο Δρ. Guido Barujiani τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Φερράρας. Ἀπό τήν ἐξέταση διαπιστώθηκε, ὅτι:
α."Αἱ διαστάσεις τοῦ φερέτρου προσηρμόζοντο ἀκριβῶς εἰς τόν ἀρχικόν τάφον, ἐν τῷ ἐν Θήβαις Ὀρθοδόξῳ Καθεδρικῷ Ναῷ".
β. Ὁ σκελετός ἀνῆκε σέ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε σέ μεγάλη ἡλικία (ὁ Εὐαγγελιστής τελειώθηκε 84 ἐτῶν) καί εἶχε ἰσχυρή σωματική διάπλαση.
γ. Ἡ μορφή τοῦ κρανίου βρέθηκε νά συμφωνή πρός τόν πληθυσμό τῆς Ἀντιόχειας, τοῦ 1ου καί 2ου μ.Χ. αἰ.
δ. Τό DNA τοῦ Λειψάνου εἶναι χαρακτηριστικό τῶν Συρίων τῆς περιοχῆς Ἀντιοχείας (ὁ Εὐαγγελιστής ἦταν ἐξελληνισμένος Σύρος ἀπό τήν Ἀντιόχεια· δημοσίευση στά Πρακτικά τῆς Ἐθνικῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν τῶν Η.Π.Α., τίς 16. 10. 2001).
ε. Ἡ μέθοδος ραδιοάνθρακος τό τοποθετεῖ χρονολογικά μετά τό 72 μ.Χ.
στ. Ἡ Κάρα βρέθηκε νά προσαρμόζεται πλήρως στό κορυφαῖο ὀστό τοῦ λαιμοῦ.
(Βλ. Nicholas Vabe, "Body of St Luke Gains Credibility"· ἄρθρο στούς ΤΙΜΕΣ τῆς Νέας Ὑόρκης, τῆς 16.10.2001· καί "Τά ἐν Πάδουᾳ τῆς Ἰταλίας ἀνεγνωρισμένα Λείψανα τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ"· Περιοδικό "Ἀπόστολος Βαρνάβας", φ. 10, Ὀκτ. 2003, σελ. 438 - 442).
Συμπεράσματα
Ἀπό τά προηγούμενα προκύπτει, ὅτι καί "παρ' ἡμῖν" ὑπῆρξε ὄχι μόνο ἐμπορεία γνησίων Λειψάνων, ἀλλά καί νοθεία (μέ τήν δημιουργία πλαστῶν λειψάνων) καί πλαστογραφία (ἀφοῦ Λείψανα ἀνωνύμων Ἁγίων ἀποδόθηκαν - γιά λόγους γοήτρου - σέ ἐπωνύμους Ἁγίους). Τό θέμα πάντως τῆς ἐξακριβώσεως τῆς γνησιότητος τῶν Ἁγίων Λειψάνων εἶναι λεπτό καί γιά τοῦτο οἱ χειρισμοί του πρέπει νά εἶναι ἐπίσης λεπτοί καί διακριτικοί. Στήν ἀνά χείρας ἐργασία, μέ σεβασμό στή μνήμη τῶν Ἁγίων, ἀναφέρουμε ὁτιδήποτε σχετικό περιλαμβάνεται στήν ὑπ' ὄψη μας βιβλιογραφία, χωρίς νά ἔχουμε τήν δυνατότητα ἐλέγχου γνησιότητος ἤ ἱστορικότητος, κυρίως στίς διάφορες σχισματικές ὁμάδες.
Νομική θέση τῶν Ἁγίων Λειψάνων
Μέ βάση ἀνακοίνωση στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τοῦ Καθηγητοῦ Κ. Μ. Ράλλη (βλ. Πρακτικά Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τ. 13, 1938, σελ. 30 - 42), ἀπό νομικῆς πλευρᾶς γιά τά Ἅγια Λείψανα ἰσχύουν τά ἀκόλουθα:
α. Ἡ γνησιότητά τους δέν ἀποδεικνύεται ὑποχρεωτικά ἀπό τίς βεβαιώσεις πού ἴσως ἔχουν οἱ κάτοχοί τους.
β. Ἐπιτρέπεται:
Νά ἀνήκουν σέ φυσικό πρόσωπο, κατά κυριότητα ἤ συγκυριότητα, ὅμως ὁ ἰδιοκτήτης τούς πρέπει:
1. Νά ἀποφεύγει κάθε τί πού ἀπάδει πρός τήν ἱερότητά τους.
2. Νά σέβεται τίς σχετικές μέ τά Λείψανα παραδόσεις καί διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας.
3. Νά παρακωλύει τήν βεβήλωσή τους.
4. Νά διευκολύνει τήν τιμητική τους προσκύνηση.
Νά γίνουν ἀνικείμενο ἀγοραπωλησίας.
Νά ἀνταλλάσονται μέ ἄλλα Ἅγια Λείψανα.
Νά γίνονται ἀντικείμενο δωρεᾶς, χρησιδανείου καί προίκας.
Νά κληροδοτηθοῦν.
Νά μετεφερθοῦν σέ ἄλλη περιοχή, χάριν εὐλογίας, μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου.
γ. Ἀπαγορεύεται:
Νά περιοδεύονται "πρός ἀργυρολογίαν" (βλ. σχετικές Ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1934 κ. ἑ.).
Νά ἐκτίθενται στήν ἀγορά.
Νά κατάσχωνται γιά τήν πληρωμή χρέους, ἰδιωτικοῦ ἤ δημοσίου.
Νά ἀφαιροῦνται ἀπό τούς τόπους λατρείας καί ὁποιαδήποτε βλάβη καί φθορά τους. (Τό ἄρθρο 374, ἐδάφιο 1 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα καί τό ἄρθρο 425 τοῦ Ποινικοῦ Νόμου, προβλέπουν αὐστηρές ποινές· Βλ. Π. Β. Πάσχου, "Ἅγιοι, οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ", σελ. 158 - 160).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου