ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΙ ΑΓΙΟΙ (Ν - Ω)
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ὅσιος Νεῖλος τοῦ Στολμπένσκ Ρωσίας (+ 1554)
Γεννήθηκε σέ οἰκογένεια χωρικῶν, στήν περιφέρεια τοῦ Νόβγκοροντ. Τό 1505 ἔγινε μοναχός στή Μονή τοῦ ἁγ. Σάββα στό Κρυπέτσκ. Μετά ἀπό 10 χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς, ἔζησε ἐρημιτικά στό νησί Στολμπένσκ. Ἀναδείχθηκε θαυματουργός καί ἰαματικός. Μεταξύ τῶν θαυμάτων του ἀναφέρεται, ὅτι "σώθηκε ἐνῶ βρισκόταν στή μέση ἑνός δάσους, στό ὁποῖο ἔβαλαν φωτιά". Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1554.
Μετά τόν θάνατό του ἦρθαν στό νησί ὁ Ἱερομόναχος Γερμανός καί ὁ μοναχός Βόρις καί ὕψωσαν ξύλινο Ναό πρός τιμήν τῶν Θεοφανείων, μέ Παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στόν διά Χριστόν Σαλό Βασίλειο τῆς Μόσχας. Ἀργότερα, τά θαύματα τοῦ Ὁσίου συνετέλεσαν στή δημιουργία Μονῆς, ἀφιερωμένης στό ὄνομά του.
Τό 1667 ἐγκαταστάθηκε στή Μονή ὁ φιλομόναχος Ἀρχιεπίσκοπος Τομπόλσκ Νεκτάριος καί μεταξύ ἄλλων ἄρχισε καί τήν ἀνοικοδόμηση Ναοῦ. Τότε βρέθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου, τό ὁποῖο σήμερα σώζεται στό Ναό τῆς Παναγίας Znamenie τῆς Ὀστάκοβας.
Τιμᾶται τήν 7η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 27η Μαϊου.
Ὅσιος Νεκτάριος Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ρωσίας (+ 1928)
Ὁ κατά κόσμον Νικόλαος Βασίλεβιτς Τύχωνωφ, γεννήθηκε τό 1853 στήν πόλη Γιελέτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ. Τό 1873, σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, ἐντάχθηκε στή Μονή τῆς Ὄπτινα, ὅπου ἀσκήθηκε κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν μεγάλων πνευματοφόρων Γερόντων της - Στάρετς, τοῦ ὁσ. Ἀνατολίου Α' (+ 1894, τόν ὁποῖο εἶχε Πνευματικό) καί τοῦ ὁσ. Ἀμβροσίου (+ 1891, τόν ὁποῖο εἶχε Γέροντα) καί ἔζησε μέ τούς Στάρετς Ὁσίους Ἰωσήφ, Βαρσανούφιο καί Ἀνατόλιο Β'.
Τό 1876 χειροθετήθηκε μικρόσχημος Μοναχός, τό 1894 χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καί τό 1898 Πρεσβύτερος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Καλούγας Μακάριο. Τό 1912 ἡ Ἀδελφότητα τόν ἀνέδειξε Στάρετς καί Πνευματικό καί τό 1920 Προϊστάμενο τῆς Σκήτης. Τότε δέχθηκε καί τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα.
Ἔζησε στήν Ὄπτινα 50 χρόνια (1873 - 1923), 25 χρόνια στό ἴδιο κελλί, ἄλλοτε ἔγκλειστος καί ἄλλοτε διά Χριστόν Σαλός. Ἐλεημένος μέ τά χαρίσματα τῆς προφητείας καί τῆς πνευματικῆς κοθοδηγήσεως, στήριξε τούς πιστούς στήν ἀμέσως πρίν καί κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 περίοδο, ἐνῶ κοντά του βρῆκαν τόν δρόμο πρός τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία πολλοί ἐκπρόσωποι τῆς Ρωσικῆς διανοήσεως καί τῆς "ἀργυρῆς ἐποχῆς" τῆς Ρωσικῆς λογοτεχνίας. Τό 1914 τόν ἐπισκέφθηκε ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ (ἔπειτα Νεομάρτυς, + 1918), ἡ ὁποία ἀπό σεβασμό συνομίλησε μαζί του ὄρθια! Μίλησε μέ θαυμαστή εὐκρίνεια γιά τήν Ἐπανάσταση, τήν δολοφονία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β' καί τῆς οἰκογενείας του, τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Ρωσίας, ἀλλά καί τήν τελική νίκη τῆς Πίστεως ἐπί τοῦ Ἀθεϊσμοῦ.
Ἔζησε τήν διάλυση τῆς Ὄπτινα (1923) καί τήν διασπορά τῶν 250 μοναχῶν της. Τήν Μεγ. Πέμπτη τοῦ 1923 συνελήφθη καί καταδικάστηκε σέ θάνατο, ἀλλά τελικά ἐξορίστηκε, ἀρχικά στό Πλόχινο τῆς Καλούγας καί τελικά στό Χόλμισι τοῦ Μπριάνσκ, ὅπου κοιμήθηκε τήν 29η Ἀπριλίου 1928 καί ἐνταφιάσθηκε. Μετά θάνατον ἀναδείχθηκε θαυματουργός.
Τό 1935 ὁ τάφος τοῦ μακαρίου Γέροντος ἔγινε στόχος τυμβωρύχων. Ἄγνωστοι τόν ἄνοιξαν, ἔβγαλαν τό φέρετρο, ἐρεύνησαν γιά πολύτιμα ἀντικείμενα καί ἐπειδή δέν βρῆκαν τίποτα, ἄφησαν τό φέρετρο ἔξω ἀπό τήν γῆ καί ἔφυγαν! Τό ἑπόμενο πρωϊ κάποια παιδιά πού ἔφερναν τά ἄλογά τους ἀπό τήν νυκτερινή βοσκή, εἶδαν τό ἀνοικτό φέρετρο καί εἶπαν στούς χωρικούς, ὅτι "ἕνας μοναχός σηκώθηκε ἀπό τόν τάφο"! Τότε τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου βρέθηκε ἄφθαρτο, μέ τό δέρμα στό χρῶμα τοῦ κεριοῦ καί τά χέρια εὐλύγιστα καί μαλακά! Οἱ χωρικοί, ἀφοῦ τίμησαν τό Λείψανο, τό ἔβαλαν καί πάλι στόν τάφο του.
Τό 1987 ἡ Μονή τῆς Ὄπτινα ἐπιστράφηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί τήν 16. 7. 1989 ἀνοίχθηκε ὁ τάφος τοῦ Στάρετς Νεκταρίου. Τότε διαπιστώθηκε, ὅτι τό Λείψανο τοῦ Γέροντος εἶχε διαλυθεῖ καί τά ὀστά του εὐωδιαζαν! Σήμερα τά Λείψανά του φυλάσσονται στή Μονή τῆς Ὄπτινα.
Ἡ ἁγιότητά του (ὅπως καί τῶν ἄλλων Ὁσίων Στάρετς τῆς Ὄπτινα), διακηρύχθηκε ἀρχικά ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί τήν 13/26. 6. 1996 ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Ἀπριλίου.
Ὅσιος Νέστορας ὁ Χρονικογράφος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1114)
Σημαντικός Ρώσος ἱστορικός, μοναχός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Γεννήθηκε τό 1050 καί σέ ἡλικία 17 ἐτῶν ὑποτάχθηκε στούς Ὁσίους Ἀντώνιο καί Θεοδόσιο καί μετά τόν θάνατό τους στόν Ἡγούμενο ὅσ. Στέφανο, ἀπό τόν ὁποῖο προήχθη σέ Διάκονο.
Τό 1080, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν, ἄρχισε τήν συγγραφή. Πρῶτο του ἔγο ἦταν ὁ Βίος τῶν ἁγίων Παθοφόρων Βόριδος καί Γκλέμπ. Ἀκολούθησε ὁ Βίος τοῦ ὁσ. Θεοδοσίου καί τό πρῶτο μέρος τοῦ Πατερικοῦ τοῦ Κιέβου. Τό Χρονικό του καλύπτει τήν Ρωσική Ἱστορία τῆς περιόδου 850 - 1110. Ἄν καί ἔγραψε τήν ἱστορία ἄλλων, γιά τόν ἴδιο δέν εἶναι πολλά πράγματα γνωστά.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1114 καί τό ἀδιάφθορο Λείψανό του σώζεται μέχρι σήμερα στή μετάνοιά του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Νίκανδρος τοῦ Πσκώφ Ρωσίας (+ 1581)
Γεννήθηκε στό Πσκώφ τό 1507. Σέ νεαρή ἡλικία, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ἄκουσε φωνή νά τόν ἐνθαρρύνει νά ζήση ἐρημιτικά στό δάσος τοῦ Πσκώφ. Ὅταν ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του διαδόθηκε στά περίχωρα, ὁ Ὅσιος κοινοβίασε στή Μονή Κριπέτσκ, ὅπου ἔγινε ρασοφόρος καί πῆρε τό μοναχικό του ὄνομα. Φλεγόμενος ἀπό τήν ἀγάπη τῆς ἡσυχίας, ἔφυγε καί πάλι στήν ἔρημο, ἀλλά οἱ ἐπιθέσεις τῶν ληστῶν τόν ἀνάγκασαν νά ἐπιστρέψει στή Μονή, ὅπου συνέχισε τήν αὐστηρή ἄσκησή του.
Τά τελευταῖα 32 χρόνια τῆς ζωῆς του τά ἔζησε στήν ἔρημο, φεύγοντας τίς εὐθύνες τοῦ Οἰκονόμου πού σκόπευαν νά τοῦ ἀναθέσουν. Ἐλεήθηκε μέ τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τῆς προφητείας καί τῆς διοράσεως. Στίς δοκιμασίες του ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, δέχθηκε τήν οὐράνια βοήθεια τοῦ ὁσ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ. Ὀκτώ χρόνια πρίν τήν κοίμησή του δέχθηκε τό Ἀγγελικό Σχῆμα στή Μονή Δεμιάσκ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1581. Τό 1583 στόν τόπο τῆς ἄσκησεώς του κτίσθηκε Ναός πρός τιμήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί σταδιακά δημιουργήθηκε Μονή. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1686. Γιά τήν τύχη του μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν ὑπάρχουν περισσότερες πληροφορίες.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Σεπτεμβρίου.
Παιδομάρτυρας Νικήτας τῆς Νικομηδείας
Στήν περίπτωση τοῦ Παιδομάρτυρος Νικήτα τῆς Νικομηδείας ἡ Βενετική παράδοση - προγενέστερη τοῦ 15ου αἰ. - ἀντιγράφει τόν βίο τοῦ Μάρτυρος Νικήτα τοῦ Γότθου. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν παράδοση, ὁ Ἅγιος εἶναι ὁ ἐκχριστιανισμένος γιός τοῦ Αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. (Βλ. περισσότερα, Ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, «Ἱερά Λείψανα Ἁγίων τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς στή Βενετία», σελ. 267 – 268).
Τό ἀδιάφθορο σκήνωμα τοῦ ἁγ. Νικήτα φυλάσσεται στή Βενετία, στό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαήλ, χωρίς νά σώζονται ἰδιαίτερες πληροφορίες γιά τήν ἐποχή καί τόν τρόπο ἄφιξής του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Σεπτεμβρίου.
Μεγαλομάρτυρας Νικήτας ὁ Γότθος (+ 372)
Βαρβαρικῆς καταγωγῆς ἀπό τήν περιοχή τοῦ δέλτα τοῦ Δουνάβεως, διδάχθηκε τόν Χριστιανισμό ἀπό τόν ἅγ. Θεόφιλο Ἐπίσκοπο Γοτθίας (ἕνα τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἁγίας Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καί ἐκπαιδεύθηκε τά Ἱερά Γράμματα ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Θεοφίλου ἐπ. Οὐλφίλα (318 - 383). Κατά τόν ἐμφύλιο πόλεμο μεταξύ τῶν Ἡγεμόνων τῶν Γότθων Φριτιγέρνη - τόν ὁποῖο ἐνίσχυε ὁ Ἀρειανός Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Οὐάλλης - καί Ἀθανάριχου, βασανίσθηκε ἀπό τόν δεύτερο γιά τήν πίστη του στόν Χριστό καί τελειώθηκε στήν πυρά.
Κατά τίς συναξαριστικές πηγές τό Λείψανό του βρέθηκε ἀνάμεσα στίς στάχτες "σῶο καί ἀνελλιπές"! καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τόν φίλο τοῦ Ἁγίου Μαριανό στή Μοψουεστία. Σήμερα ἡ ἄφθαρτη ἀριστερά του (ἡ παλάμη μέ τόν καρπό), φυλάσσεται στή Μονή Ντέτσανης Κοσσυφοπέδιου καί ἡ τιμία Κάρα στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιος Νικήτας ὁ Ἔγκλειστος Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας (+ 1109)
Νεώτερος κατά σάρκα ἀδελφός τοῦ Ἡγουμένου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ὁσ. Νίκωνος. Ἔζησε ἔγκλειστο βίο κατά τό θέλημά του καί γι' αὐτό παρεχώρησε ὁ Θεός τήν πτώση του. Ἀρχικά εἶδε "Ἄγγελο" νά προσεύχεται μαζί του καί στή συνέχεια ἄκουσε τήν φωνή τοῦ "Κυρίου" νά τοῦ ὁρίζει τόν "Ἄγγελο" καθοδηγητή. Ὁ "Ἄγγελος" τόν ὤθησε στή διδασκαλία τοῦ λαοῦ καί ὁ ἴδιος ἀνέλαβε νά... προσεύχεται γι' αὐτόν. Ἔτσι σύντομα ἔγινε γνωστός ὁ Νικήτας στήν Κιεβινή Ρωσία γιά τό προορατικό του "χάρισμα" καί τίς γνώσεις του πάνω στήν Ἁγία Γραφή.
Μία λεπτομέρεια τήν ὁποία πρόσεξε ὁ ἀδελφός του ὅσ. Νίκων, ἀποτέλεσε τήν αἰτία τῆς ἀποκαλύψεως τῆς σατανικῆς αὐτῆς πλάνης. Ἐνῶ ὁ Νικήτας γνώριζε "ἀπ' ἔξω" τήν Παλαιά Διαθήκη, τήν Καινή τήν ἀγνοοῦσε παντελῶς. Ὑποπτευόμενος ὁ ἐνάρετος Ἡγούμενος τήν δαιμονική παγίδα, πῆρε μαζί του ἄλλους Πατέρες (τούς Ὅσίους Ποιμένα τόν Νηστευτή, Ἀγαπητό τόν Ἰαματικό, Γρηγόριο τόν Θαυματουργό, κ.ἄ.), παραβίασε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ ἀδελφοῦ του καί ἄρχισε νά τοῦ διαβάζει τούς Ἐξορκισμούς. Ὅταν μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάχθηκε ὁ Νικήτας ἀπό τήν σατανική πλάνη, ἀποδείχθηκε πώς δέν γνώριζε κἄν νά διαβάζει!
Ὁ Ὅσιος μετά ἀπό διακεκριμένη μετάνοια, ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων καί τελικά ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ (τό 1096). Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ἕδρα του τό 1109. Τό ἀδιάφθορο Λείψανό του ἀνακομίσθηκε τό 1558 καί σήμερα φυλάσσεται στό Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου, στό Νόβγκοροντ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 31η Ἰανουαρίου καί τήν 14η Μαϊου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 30η Ἀπριλίου.
Ὁσιομάρτυρας Νικήτας ὁ Στυλίτης, τοῦ Περεγιασλάβλ Ρωσίας (+ 1186)
Γεννήθηκε στό Περεγιασλάβλ - Ζαλέσκυ, κατά τήν περίοδο τῆς κατακτήσεως τῆς πόλεως ἀπό τόν Μεγάλο Ἡγεμόνα Γεώργιο Ντολγκρούκι. Διακρινόταν γιά τήν βαρβαρότητα καί τήν βιαιότητα τοῦ χαρακτήρα του καί γι' αὐτό εἶχε ὁρισθεῖ ὑπεύθυνος τῆς συλλογῆς τῶν φόρων. Κατά τήν ἄσκηση τῆς ὑπηρεσίας του ἦταν ἄδικος καί ἔκλεβε τούς συμπολίτες του.
Μεταστράφηκε στήν εὐσέβεια μετά ἀπό θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Κάποτε, ἐνῶ ἡ σύζυγός του μαγείρευε γιά νά περιποιηθεῖ κάποιους φίλους του, καλεσμένους σέ ἕνα ἁμαρτωλό συμπόσιο, ξαφνικά ἀντί κρεάτων βρέθηκαν μέσα στή χύτρα αἵματα καί ἀνθρώπινα μέλη! Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς του, τῆς βίας, ἀδικίας καί "ἀνθρωποφαγίας".
Ὁ Νικήτας συγκλονισμένος κατέφυγε στή Μονή τοῦ ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Νικήτα, ἔξω ἀπό τήν πόλη, καί ἐξομολογήθηκε στόν Ἡγούμενο τίς ἁμαρτίες του. Ὁ Ἡγούμενος γιά νά δοκιμάσει τήν μετάνοια του, τοῦ ὅρισε τόν ἀκόλουθο κανόνα: Γιά τρεῖς ἡμέρες νά στέκεται στήν πύλη τῆς Μονῆς καί νά ὁμολογεῖ στούς εἰσερχομένους τίς ἁμαρτίες του. Μετά τήν δοκιμασία αὐτή ὁ Νικήτας ἐντάχθηκε στήν ἀδελφότητα καί ἄρχισε νά ζῆ μία ζωή ἀσκητική, μέ μεγάλους ἀγώνες. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου φόρεσε βαρειές ἁλυσίδες καί ἀργότερα ἔκτισε ἕνα στύλο, πάνω στόν ὁποῖο ἀσκήθηκε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἐλεημένος ἀπό τόν Θεό μέ πολλά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φονεύθηκε στό στύλο του ἀπό ληστές, οἱ ὁποῖοι νόμισαν ὅτι οἱ ἁλυσίδες του ἦταν ἀργυρές! Τό σῶμα του ἐνταφιάσθηκε στό Καθολικό τῆς Μονῆς.
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1420 - 25, ὁ Μητροπολίτης Ρωσίας ἅγ. Φώτιος ἔδωσε τήν εὐλογία του νά ἀνοιχθεῖ ὁ τάφος του. Τότε τό μαρτυρικό Λείψανο τοῦ Ὁσίου βρέθηκε ἀδιάφθορο. Κατά τήν παράδοση, ἀφοῦ ἔγινε ὁρατή ἡ ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου, ἀμέσως τό ἔδαφος ἔκλεισε μέ τρόπο θαυμαστό καί τό Λείψανο ἔμεινε ἔκτοτε κρυμμένο!
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Μαϊου.
Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 829)
Εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἦταν γιός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀξιωματούχου Θεόδωρου, ὁ ὁποῖος κακοπάθησε ὑπέρ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων κατά τήν Εἰκονομαχία, ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Κων/νο Ε' τόν Κοπρώνυμο καί πέθανε ἐξόριστος. Ἔτυχε λαμπρῆς παιδείας καί ἀναδείχθηκε Αὐτοκρατορικός Γραμματέας, σύντομα ὅμως ἀποσύρθηκε ἀπό τά ἐγκόσμια καί μόνασε στήν Προποντίδα. Πατριάρχης ΚΠόλεως ἀναδείχθηκε τό 806, μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγ. Ταρασίου, κατά τήν βασιλεία Νικηφόρου. Κατά τήν β' Εἰκονομαχία, διώχθηκε τό 815 ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Λέοντα Ε' τόν Ἀρμένιο καί ἐξορίσθηκε. Κοιμήθηκε στήν ἐξορία τό 829, στή Μονή τοῦ ἁγ. Θεοδώρου "παρά τόν Ἀκρίταν", τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 848, ἀπό τόν Πατριάρχη ἅγ. Μεθόδιο, κατά τήν βασιλεία Μιχαήλ Γ' καί Θεοδώρας, καί κατατέθηκε στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ΚΠόλεως. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανο διαλύθηκε. Σήμερα ἡ τιμία του Κάρα σώζεται στή Μονή ἁγ. Γεωργίου Μαλεσσίνας Φθιώτιδος, ἡ ἀδιάφθορη δεξιά του σέ σχῆμα εὐλογίας στή Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους καί ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου του στή Μονή Καλαμίου Ἐπιδαύρου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 2α Ἰουνίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 13η Μαρτίου.
Ὁσιομάρτυρας Νικόδημος ὁ Νέος, ὁ διά Χριστόν Σαλός (+ 1307)
Ἕνας λησμονημένος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς καί τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Βιογράφος του ὑπῆρξε ὁ ἁγιόφιλος καί ἐπίσης ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1379).
Γεννήθηκε στή Βέροια, ἀπό οἰκογένεια ἀρχοντική, καί ἔζησε κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀνδρονίκου Β' τοῦ Παλαιολόγου. Φλεγόμενος ἀπό θεῖο πόθο ἔγινε μοναχός καί ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις. "Ἐν ὑστέροις τῆς αὐτοῦ ζωῆς - γράφει ὁ ἅγ. Φιλόθεος - φθάνει καί τήν εὐδαίμονα πόλιν τῆς Θεσσαλονίκης, πολλοῖς πρότερον τόποις προσδιατρίψας". Ἐκεῖ παρέδωσε τόν ἑαυτό του στή Μονή Φιλοκάλλης, ὅπου - ἐκτός τῶν ἄλλων ἀσκήσεων - ὑποκρίθηκε καί τόν σαλό, "πόρναις ἀεί διαλεγόμενος καί κώμοις διαπαντός ἐνδιατρίβειν ὑποκρινόμενος", σέ μία ἀκραία ἐκδήλωση ἀγάπης πρός τόν πλησίον.
Τελειώθηκε μαρτυρικά, σέ ἡλικία 40 περίπου ἐτῶν, ὅταν "τόν Ὅσιον τά τοῦ διαβόλου ἀνδράποδα ταῖς πόρναις διαλεγόμενον καί ταύταις ἐνίοτε προσδιατρίβοντα καθορῶντες καί τά ὅμοια ἑαυτοῖς ἐκεῖνον οἰόμενοι δρᾶν,... ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν,... μαχαίρες αὐτόν κατέσφαξαν". Ὁ γενναῖος ἀθλητής, ἄν καί πληγωμένος, ζήτησε νά τόν μεταφέρουν στή μετάνοιά του, ἀλλά ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἀρνήθηκε τήν εἴσοδο καί ξεψύχησε ἔξω ἀπό τήν πύλη, ἀφοῦ πρόλαβε καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων!
Τό ὁσιακό καί μαρτυρικό του σῶμα ἐνταφιάσθηκε χωρίς τιμές, ἔξω ἀπό τήν Μονή, ὅμως ἡ ἄρρητη εὐωδία τοῦ τάφου του ὁδήγησε στήν ἀνακομιδή του, κατά τήν ὁποία βρέθηκε "τό θεῖον καί πάντιμον σκῆνος τοῦ τρισμακαρίου, σῶον, ἄρτιον ὅλον, μηδεμίαν δήπουθεν καταφθοράν ὑποστάν". Στήν ἀνακομιδή ἔτυχε νά παρευρίσκεται καί ὁ Αὐτοκράτορας καί ὅλοι "εὐδαιμονίαν ἑαυτῶν καί χαράν ἄληκτον τήν εὕρεσιν τοῦ ἱεροῦ σκήνους τοῦ θείου Νικοδήμου νενομίκασι· καί οὐ μᾶλλον ἐπί τῇ φύσει καί θέσει καί τάξει τῆς πόλεως ἤ τῇ τῶν τειχῶν ὀχυρότητι χαρμοσύνως διετέθησαν, ὅσον γ' ἐπί τούτῳ· ἴδιαν γάρ ἕκαστος δόξαν τήν τοῦ λειψάνου μεγαλοπρέπειαν καί θειότητα ἡγεῖτο". (Ἁγ. Φιλοθέου Κοκκίνου, "Ὅσιος Νικόδημος ὁ Νέος, ὁ διά Χριστόν Σαλός"· ἔκδοσις "Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας", 1994).
Τό Λείψανο ἀρχικά κατατέθηκε μέ τιμές στόν ἴδιο ἐκεῖνο τόπο, ὅπου κτίσθηκε καί προσκυνηματικός Ναός καί ἄρχισαν νά συμβαίνουν θαύματα. Ἀπό τήν περιγραφή ἑνός ἀπό αὐτά προκύπτει, ὅτι στήν πορεία τῆς Ἱστορίας τό Λείψανο διαλύθηκε. Σήμερα ὁ Ναός καί ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου δέν σώζονται. Ἀκόμη, κατά τήν Τουρκοκρατία ἡ μνήμη του λησμονήθηκε. Ἀπό τήν ἐποχή του σώζεται μόνο ἡ μορφή του, σέ τοιχογραφία τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους (τοῦ 1319).
Μέ πρωτοβουλία τῆς Μητροπόλεως Βεροίας ἡ μνήμη του ἐπανασυστήθηκε καί τιμᾶται τήν 24η Νοεμβρίου.
Ὅσιος Νικόδημος τῆς Τισμάνας Ρουμανίας (+ 1406)
Σερβικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στή Βυζαντινή Πρίλαπο τό 1320, ἀπό οἰκογένεια ἀρχοντική, συγγενή τοῦ Σέρβου Δεσπότη ἁγ. Λαζάρου καί τοῦ Ρουμάνου Ἡγεμόνα Νικολάου Ἀλεξάνδρου. Τόν μοναχικό βίο ἀσπάσθηκε πολύ νέος στή Σερβική Μονή Χιλανδαρίου, στόν Ἄθωνα, ὅπου ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί Πρωτεπιστάτης τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος.
Τό 1364 ἦρθε στή Ρουμανία καί μέ τήν βοήθεια τῶν Ἡγεμόνων Βλάϊκου (1364 - 1367) καί Ράδου (1377 - 1384), ἵδρυσε τίς Μονές Βοντίτσα, Τισμάνα καί Πρισλόπ, καθώς καί τρεῖς μικρότερες μοναστικές κοινότητες. Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων (μεταξύ ἄλλων θεράπευσε καί τήν κόρη τοῦ Βασιλέως Σιγισμούνδου, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό ἐπιληψεία). Γιά τήν σύνεσή του, μέ παράκλησι τοῦ Ἡγεμόνος Λαζάρου πῆγε στήν ΚΠολη μαζί μέ τούς μαθητές του Ἠσαϊα καί Παρθένιο καί πέτυχε τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Πατριαρχεῖο. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν διαποίμανση τῶν μονῶν του στό μαθητή του Ἀγάθωνα, ἀποσύρθηκε σέ παρακείμενο πρός τήν Μονή τῆς Τισμάνας σπήλαιο καί τελειώθηκε ἐκεῖ ἡσυχαστικά, τό 1406. Ἐνταφιάσθηκε μέσα στό Καθολικό, ὅπου σήμερα σώζεται ὁ τάφος του.
Δέν εἶναι γνωστό πότε ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό Λείψανό του, λόγῳ τῶν δυσκόλων περιστάσεων πάντως, μέρος του δόθηκε στή Σερβική Ἐκκλησία καί μέρος ἐνταφιάσθηκε σέ ἄγνωστο τόπο. Σήμερα στή Μονή τῆς Τισμάνας φυλάσσεται ὁ ἄφθαρτος ἀντίχειρας τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Δεκεμβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Νικόδημος τοῦ Ἐλβασάν Ἀλβανίας (+ 1722)
Γεννήθηκε στό Ἐλβασάν, ὅπου νυμφεύθηκε καί ἔκανε οἰκογένεια. Συναναστρεφόμενος μέ Ὀθωμανούς, δελεάστηκε ἀπό τήν ἄνεση τῆς ζωῆς τους καί ἐξισλαμίσθηκε. Μάλιστα φανατίσθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἐξισλάμισε μέ τήν βία καί τά παιδιά του, ἐκτός ἀπό ἕνα τό ὁποῖο φυγαδεύθηκε ἀπό Χριστιανούς στό Ἅγιο Ὄρος.
Καταδιώκοντας τόν γιό του ὁ ἀρνησίχριστος πατέρας ἔφθασε στόν Ἄθωνα, ἐκεῖ ὅμως τόν περίμενε "ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου" καί ἀπό διώκτης ἔγινε μοναχός. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ὁσ. Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, προετοιμασμένος πνευματικά καί ἀποκαταστημένος στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας "διά μετανοίας καί Μύρου", ὁμολόγησε τήν Χριστιανική Πίστη στήν πατρίδα του Ἐλβασάν καί τελειώθηκε μαρτυρικά μέ ἀποκεφαλισμό.
Κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τό Λείψανό του "ἔμεινε σῶον ἕως τῶν ἡμερῶν" του. Σήμερα ἡ τιμία Κάρα τοῦ Νεομάρτυρος φυλάσσεται ἀπό ἰδιώτη, στό Βεράτι τῆς Ἀλβανίας (στίς πηγές δέν ἀναφέρονται περισσότερες πληροφορίες).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Ἰουλίου.
Ὁσιομάρτυρας Νικόλαος τῶν Βουνένων Θεσσαλίας (+ 902)
Καταγόταν "ἐκ τῆς Ἀνατολῆς" καί διέπρεπε γιά τήν ἀρετή καί τήν ἀνδρεία του στό Βυζαντινό στρατό, κατά τήν βασιλεία Λέοντος ΣΤ' τοῦ Σοφοῦ (886 - 912), ἀπό τόν ὁποῖο διορίσθηκε Διοικητής τῆς Λάρισας.
Ὅταν κατά τήν διάρκεια μιᾶς Ἀραβικῆς ἐπιδρομῆς οἱ Ἕλληνες νικήθηκαν, ὁ Νικόλαος μέ συστρατιῶτες του βρῆκαν καταφύγιο στήν περιοχή τοῦ Τυρνάβου, κοντά σέ ἀσκητές. Ἐκεῖ τελειώθηκαν, ἀρνούμενοι νά ἀλλαξοπιστήσουν, οἱ Μάρτυρες Αἰμιλιανός, Ἀκίνδυνος, Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Δημήτριος, Εὐώδιος, Θεόδωρος, Ἰωάννης, Μιχαήλ, Παντολέων, Παγκράτιος καί Χριστοφόρος καί οἱ γυναῖκες Εἰρήνη καί Πελαγία. Ὁ Νικόλαος στή συνέχεια μετακινήθηκε στήν περιοχή Βουνένων, ὅπου ἔζησε ἀσκητικά. Ἐκεῖ τόν βρῆκαν οἱ Ἄραβες καί τόν βασάνισαν δεμένο σέ μία βελανιδιά, ὅπου τελειώθηκε.
Τό μαρτυρικό του Λείψανο βρῆκε ἀδιάφθορο (ἄν καί ἄταφο) στήν ρίζα τῆς βελανιδιᾶς, ὁ λεπρός Διοικητής τῆς Θεσσαλονίκης Εὐφημιανός, ὁ ὁποῖος θεραπεύθηκε καί ἔκτισε Ναό πρός τιμήν τοῦ Μάρτυρος, ὅπου σήμερα ὑπάρχει καί ὁ τάφος του.
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες διαλύθηκε τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος, σήμερα ἡ τιμία Κάρα του φυλάσσεται στή Μονή ἁγ. Νικολάου Ἄνδρου.
Ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 9η Μαϊου καί κατ' αὐτή τό δένδρο τοῦ μαρτυρίου του "ὑδρώνει" ἕνα αἱματώδες ὑγρό!
Ὅσιος Νίκων τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (12ος αἰ.)
Ὁ ἐπιλεγόμενος "ξηρός". Ἀδελφός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων, καταγόμενος ἀπό ἀρχοντική οἰκογένεια τοῦ Κιέβου. Μαζί μέ τόν ἔπειτα Ὁσιομάρτυρα Εὐστράτιο καί ἄλλους μοναχούς καί λαϊκούς, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό ἐπιδρομεῖς Πολόβτσους καί πουλήθηκε σκλάβος σέ κάποιο βάρβαρο. Δέν δέχθηκε νά ἐξαγορασθεῖ ἀπό πλούσιους συγγενεῖς του, ἀλλά ἔμεινε στά δεσμά τρία χρόνια, βασανιζόμενος καθημερινά, μέχρις ὅτου μέ τρόπο θαυμαστό βρέθηκε στό Καθολικό τῆς Λαύρας, μαζί μέ τούς προσευχομένους ἀδελφούς. Μέ τήν προσευχή καί τό παράδειγμά του πέτυχε τόν φωτισμό καί τήν μετάνοια τοῦ ἀπάνθρωπου κυρίου του (ὁ ὁποῖος, ἐκτός τῶν ἄλλων βασανιστηρίων, τοῦ εἶχε κόψει καί τά πόδια!), μέ ἀποτέλεσμα νά ἔρθει κι αὐτός στό μοναστήρι, νά γίνει μοναχός καί νά περιποποιηθεῖ προσωπικά τό θῦμα του!
Γιά τήν ὑπομονή του ὁ Ὅσιος τιμήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο σήμερα σώζεται ἀδιάφθορο στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 11η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος Νίκων Ἡγούμενος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1088).
Τέταρτος Ἡγούμενος τῆς περίφημης Λαύρας τῶν Σπηλαίων (διαδέχθηκε τόν ὅσ. Στέφανο, Ἐπίσκοπο Βλαδιμήρ, + 1094). Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ὁσ. Ἀντωνίου τοῦ Ἐσφιγμενίτη (+ 1073). Διώχθηκε ἀπό τόν Μεγ. Ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο γιά τήν μοναχική κουρά τῶν Ὁσίων Βαρλαάμ (γιό Βογιάρου, ἔπειτα Ἡγούμενο τῆς Λαύρας, + 1065) καί Ἐφραίμ (Βογιάρο, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Περαγιασλάβλ, + 1098) καί ἀναγκάσθηκε νά ἀποσυρθεῖ στήν ἔρημο τοῦ Τμουταρακάν, ὅπου ἔζησε ἡσυχαστικά καί τελειώθηκε εἰρηνικά, τό 1088.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί φυλάσσεται στήν Λαύρα. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 23η Μαρτίου.
Ἁγία Ὄλγα ἡ Ἰσαπόστολος (+ 969)
Σύζυγος τοῦ Ἡγεμόνα τοῦ Κιέβου Ἰγώρ, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στήν διακυβέρνηση τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας, τό 945. "Φύσις ἀγαθή καί φιλάνθρωπος", βαπτίσθηκε στήν ΚΠολη ἀπό τόν Πατριάρχη ἅγ. Πολύευκτο, μέ ἀνάδοχο τόν Αὐτοκράτορα Κων/νο Ζ' τόν Πορφυρογέννητο καί ὀνομάσθηκε Ἑλένη. Ἀποτέλεσε τήν ἀρχή τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ρώσων, διότι διαπαιδαγώγησε χριστιανικά τόν ἐγγονό της Μεγ. Βλαδίμηρο (+ 1015), ὁ ὁποῖος προχώρησε στό Βάπτισμα τῶν Ρώσων, τό 988.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 969. Τό 1009 ὁ Μέγας Βλαδίμηρος κατέθεσε τό ἀδιάφθορο Λείψανό της στόν περίφημο Ναό Κοιμ. Θεοτόκου (τῆς Δεκάτης), στό Κίεβο. Ἐκεῖ τό εἶδε σέ ἄριστη κατάσταση ὁ Χρονογράφος Ἰακώβ Mnikh (τό 1072) καί τό περιέγραψε. Μετά τήν εἰσβολή τῶν Τατάρων, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Τιμᾶται τήν 11η Ἰουλίου.
Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ (+ 1794)
Ὁ Πατέρας τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας.
Γεννήθηκε τό 1722 στήν Πολτάβα, μόνασε στήν Μονή τοῦ Λιούμπετζ καί στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων, σπούδασε στήν Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου (ἀπ' ὅπου ἀπεχώρησε ἐπειδή διαφωνοῦσε μέ τό πρόγραμμα σπουδῶν) καί μετά ἀπό περιπλάνηση καί πορεία πολλῶν ἐτῶν στίς Μονές καί τίς Σκήτες τῆς Οὐκρανίας, τῆς Μολδαβίας καί τῆς Βλαχίας, κατέλειξε στό Ἅγιο Ὄρος (τό 1746). Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στή σημερινή Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ καί ἐπειδή δέν βρῆκε πνευματικό ὁδηγό, ἀσχολήθηκε μέ τήν μελέτη, ἀντιγραφή καί μετάφραση Πατερικῶν ἔργων. Τό 1763 ἀνεχώρησε γιά τήν Μολδαβία μέ 64 μοναχούς καί ἐπάνδρωσε τήν Μονή τῆς Δραγομίρνας. Τό 1775 ἐπάνδρωσε τήν Μονή Σεκούλ καί τό 1779 τήν Μονή Νεάμτς, ὅπου συγκέντρωσε 900 μοναχούς καί δημιούργησε περίφημο τυπογραφεῖο καί βιβλιοθήκη.
Στόν ὅσ. Παϊσιο ὀφείλεται ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννηση στή Ρωσία καί τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, κατά τόν 19ο αἰ., ἡ διάδοση τῆς καρδιακῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ μελέτη καί διάδοση Πατερικῶν κειμένων. Ὑπῆρξε ἡ ἀρχή μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδας νεωτέρων Νηπτικῶν Πατέρων καί τό πνεῦμα, τό τυπικό καί τά συγγράμματά του προκάλεσαν μοναστική ἀναγέννηση καί ἀνέδειξαν μεγάλους Ἁγίους.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1794. Τό Λείψανο του, τό ὁποῖο βρίσκεται ἐνταφιασμένο μέσα στό Καθολικό τῆς Μονῆς Νεάμτς, κατά τίς "ἀναγνωρίσεις" - ἐξετάσεις τῶν ἐτῶν 1846, 1853, 1861 καί 1872 βρέθηκε ἀδιάφθορο. ("Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ"· μετάφραση - ἐπιμέλεια Π. Μπότση, 1990).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Νοεμβρίου.
Ὁσία Παρασκευή ἡ Ἐπιβατινή (11ος αἰ.)
Ἡ λαοφιλέστερη Ἁγία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, σύμβολο τῆς ἑνότητος τῶν Βαλκανικῶν λαῶν κάτω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστι.
Γεννήθηκε στούς Ἐπιβάτες τῆς Θράκης τό 1023. Μόνασε σέ ἡλικία 15 ἐτῶν σέ κοινόβιο τῆς Μ. Ἀσίας καί μετά ἀπό ἄσκηση 5 ἐτῶν στήν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου, πῆγε προσκυνήτρια στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κοινοβίασε 25 χρόνια σέ μοναστήρι στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν ΚΠολη, στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στήν Καλλικράτεια, ὅπου ἡσύχασε τά δύο τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της. Κηδεύθηκε σέ τόπο παραθαλάσσιο. Ἄγνωστο πότε τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ὅταν χωρικοί θέλησαν νά ἐνταφιάσουν δίπλα της τό σῶμα ἑνός ναυτικοῦ, τό ὁποῖο ἐκβράστηκε στήν ἀκτή καί ἡ Ὁσία μέ ἐμφάνισή της ζήτησε νά τήν μεταφέρουν!
Τήν περίοδο τῆς βασιλείας τῶν Βουλγάρων Βασιλέων Πέτρου καί Ἰωάννη Ἀσάν (1290 - 1310), οἱ Βυζαντινοί δώρησαν τό Λείψανο τῆς Ὁσίας στόν Ὀρθόδοξο Βουλγαρικό λαό, σάν σημεῖο φιλίας καί ἑνότητος στήν Ὀρθόδοξη Πίστι. Τό 1393, ὅταν ὁ Σουλτάνος Βαγιαζίτ κατέλαβε τό Τύρνοβο καί κατέλυσε τό Βουλγαρικό Κράτος, δώρησε τό Λείψανο στούς (τότε) ὑποτελεῖς του Σέρβους, οἱ ὁποῖοι τό κατέθεσαν στό φρούριο τοῦ Βελιγραδίου. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Σουλτάνος Μουράτ Β' κατέκτησε τήν Σερβία, τό Λείψανο ἀγοράσθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας δωρήθηκε μέρος μιᾶς τῶν χειρῶν, φυλασσόμενο σήμερα στό Βελιγράδι καί τήν Σρέμσκα Καμένιτσα.
Τό 1640, ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας Βασίλειος Λούπου, ἀνέλαβε τό τεράστιο χρέος τοῦ Πατριαρχείου πρός τήν Τουρκική Κυβέρνηση (περίπου 2.000.000 ἄσπρων) καί γιά λόγους εὐγνωμοσύνης ὁ Πατριάρχης Παρθένιος δώρησε τό Λείψανο στόν Ὀρθόδοξο Μολδαβικό λαό. Τό Λείψανο κατατέθηκε μέ μεγάλες τιμές στόν Ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στό Ἰάσιο (ἐκεῖ ὅπου ὁ Πρίγκιπας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης κήρυξε τήν Ἐπανάσταση κατά τῶν Τούρκων στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες - τό 1821 - καί δέχθηκε τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Βενιαμίν Κώστακε). Τό 1888 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στόν νέο, πρός τιμή τῆς Ὁσίας, Καθεδρικό Ναό, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 14η Ὀκτωβρίου καί ἡ πανήγυρίς της εἶναι ἡ μεγαλύτερη θρησκευτική ἐκδήλωσις στήν Ρουμανία.
Ὅσιος Πατάπιος ὁ Αἰγύπτιος
Γιά τόν βίο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ὁσίου δέν διασώθηκαν πολλά στοιχεῖα. Εἶναι γνωστό μόνο, ὅτι προερχόμενος ἀπό τήν Θήβα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, μόνασε στήν ΚΠολη, στήν Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Πέτρας (πού ἦταν γνωστή καί σάν Μονή τῶν Αἰγυπτίων), ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἀναδείχθηκε θαυματουργός. Ἔζησε πρίν τόν 7ο αἰ., ἀφοῦ τότε ἔγραψε γι' αὐτόν ὁ πρῶτος βιογράφος του ἅγ. Ἀνδρέας Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, τό "Ἐγκώμιό" του.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Παταπίου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στήν Μονή τῆς μετανοίας του. Αἰῶνες ἀργότερα, τό 1904, ἀνακαλύφθηκε τυχαία σέ σπήλαιο - ἀσκητήριο τῶν Γερανίων Ὀρέων, πάνω ἀπό τήν πόλη τοῦ Λουτρακίου Κορινθίας. Τό πότε μεταφέρθηκε ἐκεῖ παραμένει ἄγνωστο, τά στοιχεῖα πού ὑπάρχουν ὁδηγοῦν πάντως στό συμπέρασμα, ὅτι κάποιο πρόσωπο τοῦ Ἀνακτορικοῦ περιβάλλοντος τῆς ΚΠόλεως, μετέφερε τό Λείψανο στά Γεράνεια γιά νά τό ἀσφαλίσει, πρίν ἤ καί κατά τήν Ἅλωση τοῦ 1453. Τά στοιχεῖα αὐτά εἶναι:
α. Ἡ ἀποδεδειγμένη στενή σχέση μέ τήν Μονή τῶν Αἰγυπτίων τῆς ὁσ. Ὑπομονῆς (Ἑλένης Δραγάση - Παλαιολόγου, συζύγου τοῦ Αὐτοκράτορος Μανουήλ Β' καί μητέρας τοῦ τελευταίου Αὐτοκράτορος Κων/νου ΙΑ')·
β. Ἡ διάσωση μαζί μέ τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Παταπίου καί τῆς Κάρας τῆς ὁσ. Ὑπομονῆς, πού βρέθηκε στό ἴδιο σπήλαιο·
γ. Τό γεγονός ὅτι ἡ ὁσ. Ὑπομονή - Αὐτοκράτειρα Ἑλένη ἐπισκέφθηκε τρεῖς φορές τήν Πελοπόννησο (τό 1407, 1408 καί 1415), μέ σημεῖο ἀποβιβάσεως τό κοντινό στό σπήλαιο λιμάνι τῶν Κεχρεῶν· καί
δ. Ἡ ἐγκατάσταση στήν Κορινθία (στήν περιοχή Τρικάλων), μετά τήν Ἅλωση τοῦ 1453, τῆς οἰκογενείας τοῦ Πρωθυπουργοῦ τοῦ τελευταίου Παλαιολόγου, τοῦ Ἐθνομάρτυρος Λουκᾶ Νοταρᾶ (ἀπό τήν ὁποία προῆλθαν οἱ ἅγιοι Γεράσιμος Κεφαλληνίας καί Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου, Πατριάρχες Ἱεροσολύμων, κ.ἄ. ἐπιφανεῖς τοῦ Γένους).
Σήμερα τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Παταπίου φυλάσσεται στό σπήλαιο πού βρέθηκε, στά Γεράνεια, σέ πολύτιμη λάρνακα. Ἀπό τό ἔτος 1952 μέ κέντρο τό σπήλαιο ἀναπτύχθηκε ἡ ὁμώνυμη γυναικεία μονή, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πλέον γνωστά προσκυνήματα τῆς χώρας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Δεκεμβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Παῦλος τοῦ Καϊουμᾶ (8ος αἰ.)
Ὁ Ὁσιομ. Παῦλος τοῦ Καϊουμᾶ δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς γνωστούς Ἁγιολόγους Ἀνατολῆς καί Δύσεως (λ.χ. τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν Ἱππόλυτο Delehaye), ἀλλά μνημονεύεται σέ ἄλλες πηγές, ὅπως τό Αὐτοκρατορικό Μηνολόγιο τοῦ Μιχαήλ Δ’ τοῦ Παφλαγόνος (1034 – 1041).
Ὁ Ἅγιος μαρτύρησε κατά τήν Εἰκονομαχία, ὡς πρόμαχος τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Οἱ λεπτομέρειες τοῦ μαρτυρίου του ἀποδείχθηκαν ἀκριβεῖς ὅταν τό Λείψανό του βρέθηκε ἄφθαρτο, μέ φανερά τά σημεῖα τοῦ μαρτυρίου του (κομμένη μύτη, ἐγκαύματα), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Πατριάρχη ΚΠόλεως Ἀντωνίου Β’ τοῦ Καυλέα (893 – 901). Μέχρι τήν Ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπό τούς Σταυροφόρους (1204), ἦταν κατατεθημένο στή Μονή τοῦ Χριστοῦ Παντεπόπτου, ἡ ὁποία κατά τήν διανομή τῆς Πόλεως ἀπό τούς κατακτητές δόθηκε στούς Βενεδικτίνους Μοναχούς τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Γεωργίου Μείζονος Βενετίας.
Τό 1222 τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Βενετία ἀπό τόν Ἡγούμενο Παῦλο (1206 – 1222), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Δόγη Πέτρου Ziani (1206 - 1239), ὁ ὁποῖος «ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀξιοθαύμαστη κατάσταση διατηρήσεως τοῦ λειψάνου λέγεται ὅτι ἔβγαλε τό Δουκικό «κέρας» καί τό τοποθέτησε στήν Κάρα τοῦ Μάρτυρα» (ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, «Ἱερά Λείψανα Ἁγίων τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς στή Βενετία», σελ. 292). Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ κοσμήματος στήν ἱστορική συνέχεια ὁ Ἅγιος πῆρε τήν προσωνυμία τοῦ Δοῦκα.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάπα Κλήμη Η’ (1592 – 1605) τό Λείψανο τοποθετήθηκε μέσα στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ λεγομένου Παρεκκλησίου τῶν Νεκρῶν τῆς αὐτῆς Μονῆς, μαζί μέ τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Παύλου Πατριάρχου ΚΠόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ἰουνίου.
Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 350)
Γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη καί χρημάτισε Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς ΚΠόλεως καί Νοτάριος τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξάνδρου. Πατριάρχης ἀναδείχθηκε τό 337 μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀπό τούς Ὀρθοδόξους τῆς Πόλεως, ἐνῶ ὁ ἀρειανίζων Αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἔλειπε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ Κωνστάντιος ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη, τό 341, ἀνέδειξε αὐθαίρετα Πατριάρχη τόν λόγιο, ἀλλά ἀρειανόφρονα, Ἐπίσκοπο Νικομηδείας Εὐσέβειο. Ἔτσι ὁ Παῦλος ἀναγκάσθηκε νά καταφύγει στή Ρώμη, στόν Ὀρθόδοξο Πάπα Ἰούλιο, ὅπου συνάντησε τόν ἐπίσης ἐξόριστο Μεγάλο Ἀθανάσιο.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐσεβείου ὁ Παῦλος ἐπανῆλθε στό Θρόνο, μέ συστατικά γράμματα τόσο τοῦ Πάπα Ἰουλίου, ὅσο καί τοῦ Αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Κώνσταντος, ἀδελφοῦ τοῦ Κωνστάντιου, ἀλλά οἱ Ἀρειανοί εἶχαν ἤδη ἐκλέξει Πατριάρχη τόν Μακεδόνιο. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐγκαθιδρύθηκε στό Θρόνο γιά δεύτερη φορά, ὁ Κωνστάντιος ἔλειπε στήν Ἀντιόχεια καί πληροφορούμενος τά γεγονότα διέταξε τόν Στρατηγό Ἑρμογένη νά ἐκδιώξει τόν Παῦλο μέ κάθε τρόπο. Ἡ ἀπόφαση αὐτή ὑλοποιήθηκε μέ ἐπέμβαση τοῦ στρατοῦ καί τελικά ὁ Παῦλος κατέφυγε καί πάλι στή Ρώμη.
Ὅταν ἡ Σύνοδος τῆς Σαρδικῆς καταδίκασε τόν Μακεδόνιο, ὁ Κωνστάντιος ὑποχρεώθηκε (καί μέ πίεση τοῦ ἀδελφοῦ του) νά ἀποδώσει τόν Θρόνο στόν Παῦλο (348), ἀλλά τό 350 – μέ τόν θάνατο τοῦ Κώνσταντος - ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε γιά τρίτη φορά, τήν φορά αὐτή στήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας, ὅπου οἱ Ἀρειανοί τόν ἔπνιξαν μέ τό ὠμοφόριό του!
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Παύλου μετακομίσθηκε ἀδιάφθορο στήν ΚΠολη τό 385, κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Ἀρχικά κατατέθηκε στό Ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καί ἔπειτα σέ ναό πρός τιμή του. Τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Βενετία τό 1226 καί κατατέθηκε στή γυναικεία Μονή τοῦ ἁγ. Λορέντζου, ὅπου φυλάσσονταν καί τά Λείψανα τοῦ ὁσ. Βαρβάρου τοῦ Μυροβλύτου καί τῆς ἁγ. Κανδίδης. Ἄγνωστο κάτω ἀπό ποιες συνθήκες τό Λείψανο χάθηκε, γιά νά βρεθεῖ τό 1493. Κατά τήν ἀναγνώριση τοῦ 1686 ὁ Βολλανδιστής C. Jannik διαπίστωσε καί περιέγραψε τήν ἀκεραιότητα τοῦ Λειψάνου. Σήμερα φυλάσσεται στή Μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου τοῦ Μείζονος Βενετίας.
Στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, μέρος τῆς Κάρας τοῦ Ἁγίου φυλάσσεται στή Μονή Σιμωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους καί ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου του στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 6η Νοεμβρίου.
Ὅσιος Παῦλος ὁ Λατρινός (+ 955)
Καταγόταν ἀπό τήν Πέργαμο καί ἀπό παιδί ἔβοσκε χοίρους, διότι ἦταν ὀρφανός. Μόνασε κοντά στόν ἀδελφό του Βασίλειο στό Ὄρος Λάτρος (στήν δυτική Μικρά Ἀσία, κοντά στήν ἀρχαία Μίλητο), ὑποτασσόμενος στόν ἀσκητή Πέτρο. Μετά τόν θάνατο τοῦ διδασκάλου του, οἱ μοναχοί γιά τήν ἀρετή του τόν κάλεσαν στήν ἡγουμενεία, ἀλλά αὐτός ἔφυγε στό βουνό, ὅπου ἔζησε μέ αὐστηρή νηστεία καί ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 955 (σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή τό 846), ἐλεημένος μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ὅταν ἐπρόκειτο νά μεταφερθεῖ στόν νέο Ναό τῆς Μονῆς. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος Παχώμιος τῆς Νερέτκας Ρωσίας (+ 1384)
Ὁ κατά κόσμον Ἰακώβ, γεννήθηκε στήν οἰκογένεια τοῦ Ἱερέως Ἰγνατίου, ὁ ὁποῖος ἐφημέρευε στό Ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου, στό Βλαδιμήρ. Μεγάλωσε μέσα σέ ἐκκλησιαστικό περιβάλλον καί συνήθιζε νά συχνάζει στή Μονή Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου φυλάσσονταν τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι.
Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του καί μέ τήν ἄδεια τῆς μητέρας του, σέ ἡλικία μόλις 12 ἐτῶν, μόνασε στή Μονή τῆς Γεννήσεως. Ἡ κύρια ἀσχολία του στό κοινόβιο ἦταν ἡ ἐργασία στό ἀρτοποιοῖο τήν ἡμέρα καί ἡ προσευχή τήν νύκτα. Ἡ ἀρετή του δέν διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Ἐπισκόπου Βλαδιμήρ ἁγ. Ἀλεξίου (τοῦ ἔπειτα Μητροπολίτου Ρωσίας), ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε Διάκονο καί τό 1360, μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ ἀνέθεσε τήν ἡγουμενεία τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης στό Βλαδιμήρ, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει.
Ὁ ὅσ. Παχώμιος ὑπῆρξε μεγάλος ἐραστής τῆς ἠσυχίας, γι' αὐτό ἐγκατέλειψε τήν Μονή καί τό ἀξίωμα καί μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγ. Ἀλεξίου ἵδρυσε τήν ἡσυχαστική Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν ἐρημιτική περιοχή τῆς Νερέτκας. Ἐκεῖ κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1384, ἐπί ἡγεμονείας τοῦ ἁγ. Δημητρίου Ντόνσκοϋ. Ἐνταφιάσθηκε στό Καθολικό τῆς Μονῆς του.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1675. Τό 1764 ἡ Μονή του διαλύθηκε καί ὁ Ναός της ἔγινε ἐνοριακός. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 21η Μαρτίου.
Ἅγιος Πέτρος Μητροπολίτης Ρωσίας (+ 1326)
Ἕνας τῶν σπουδαιοτέρων Ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Γεννήθηκε στή Βολυνία καί μόνασε σέ ἡλικία 20 ἐτῶν. Ἵδρυσε βόρεια τοῦ Λβώφ τήν Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἀνεδείχθηκε Μητροπολίτης Ρωσίας ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ καί χειροτονήθηκε στήν ΚΠολη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθανάσιο Α'.
Ἡ Πρωθιεραρχεία του σημαδεύθηκε ἀπό τήν μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς ἕδρας ἀπό τό Κίεβο στή Μόσχα. Ἐπισκέφθηκε μέ ἐπιτυχία τόν Τάταρο Χάν Οὐζμπέκ στό στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς καί πέτυχε τήν ἔκδοση εὐνοϊκοῦ γιά τήν Ἐκκλησία διατάγματος. Τήν 8η Αὐγούστου 1314 βρῆκε τήν θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τόλγας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1326. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν λαίλαπα τῆς ἀθεϊστικῆς μανίας, δέν εἶναι γνωστές πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ Κοίμησή του τιμᾶται τήν 21η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 24η Αὐγούστου. Τιμᾶται ἀκόμη καί κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας, τήν 5η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Πέτρος Μητροπολίτης Μαυροβουνίου (+ 1830)
Μία τῶν μεγαλυτέρων προσωπικοτήτων τῆς Σερβικῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς Ἱστορίας.
Γεννήθηκε στό Μαυροβούνιο τό 1749 καί σπούδασε στή Ρωσία (μεταξύ τῶν ἐτῶν 1762 καί 1766), ἀπ' ὅπου ἐπέτρεψε μοναχός. Τό 1782 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος γιά τόν Θρόνο τοῦ Μαυροβουνίου. Ἀγωνίσθηκε κατά τῶν Τούρκων καί τῶν Γάλλων γιά τήν ἀνεξαρτησία τοῦ Μαυροβουνίου καί ἀναδείχθηκε πολιτικό-θρησκευτικός ἡγέτης τῆς πατρίδος του. Συνεργάσθηκε μέ τόν Ἡγεμόνα Καραγιώργη τῆς Σερβίας κατά τῶν Τούρκων (1809) καί πέτυχε τήν ἕνωση μέ τό Μαυροβούνιο μεγάλων παραθαλασσίων τμημάτων στίς Δαλματικές ἀκτές. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1830.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1834 καί σήμερα φυλάσσεται στή Μονή Τσετίνιε τοῦ Μαυροβουνίου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 18η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Πιτιρίμ Ἐπίσκοπος Ταμπώφ Ρωσίας (+ 1698)
Δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς ἕδρας τοῦ Ταμπώφ, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἰωακείμ (1674 - 1690).
Γεννήθηκε στή Βιάζμα τοῦ Σμολένσκ καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Ἦταν καλλίφωνος ψάλτης καί ταλαντοῦχος ἁγιογράφος. Ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο στή Μονή Τιμίου Προδρόμου στήν πατρίδα του, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν. Τό 1677 ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος στή μετάνοιά του καί τό 1685 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ταμπώφ ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (διαδέχθηκε τόν Ἐπίσκοπο Λεόντιο, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σέ σχίσμα καί ἐξορισθεῖ στή Μονή ἁγ. Εὐθυμίου, στό Σούζνταλ).
Νηστευτής, ἁπλός καί ταπεινός, ἵδρυσε στήν Ἐπισκοπή του σχολεῖο καί οἰκοτροφεῖο, τήν Μονή τῆς Ἀναλήψεως στό Ταμπώφ (τό 1690, μέ Ἡγουμένη τήν κατά σάρκα ἀδελφή του μ. Αἰκατερίνη) καί τήν Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Τρεγκουλώφ. Τό 1694, μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἀδριανοῦ, ἄρχισε τήν ἀνέγερση πέτρινου Καθεδρικοῦ Ναοῦ στήν ἕδρα του, ὅπου ἐργάσθηκε σάν ἀρχιτέκτονας, ἀλλά καί ἁπλός ἐργάτης!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1698, σέ ἡλικία μόλις 53 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε στό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέφσκι, στόν Καθεδρικό Ναό Μεταμ. Σωτῆρος, στό Ταμπώφ. Ἀναδείχθηκε ἕνας τῶν πλέον θαυματουργῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας (μέχρι τό 1832 εἶχαν καταγραφεῖ 250 περίπου περιπτώσεις θαυματουργικῆς θεραπείας ἀσθενῶν· τό 1913 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μελέτησε 128 νεώτερα θαύματα).
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1832. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1914. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, τό Λείψανο ἐκτέθηκε στό τοπικό Μουσεῖο τοῦ Ταμπώφ. Μετά τήν πτώση τοῦ μαρξιστικοῦ καθεστῶτος, τό 1988, ὁ Ἐπίσκοπος Ταμπώφ Εὐγένιος παρέλαβε τό Λείψανο καί τό κατέθεσε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται. (Ἐπισκόπου Ταμπώφ Εὐγενίου, "Ὁ φωστήρας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ταμπώφ - 75η ἐπέτειος τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ ἁγ. Πιτιρίμ"· στό "Περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας", φ. 9/1989, σελ. 19 - 24).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Φεβρουαρίου καί τήν 28η Ἰουλίου.
Ὅσιος Προκόπιος τοῦ Οὐστγιάνσκ Ρωσίας
Τόν 17ο αἰ., βρέθηκε κοντά στόν ἐνοριακό Ναό τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου τοῦ χωριοῦ Οὐστγιάνσκ (τῆς Ἐπισκοπῆς Βολόγδας), τό ἀδιάφθορο Λείψανο ἑνός ἀγνώστου Ἁγίου. Δέν ὑπῆρχαν πληροφορίες γιά τήν καταγωγή καί τήν ζωή του. Τό ὄνομά του ἔγινε γνωστό μετά ἀπό ἐμφάνισή του σέ μία πιστή Χριστιανή.
Τό Λείψανο ἐξετάσθηκε τό 1645 (ἤ 1696) καί τό 1739, ὁπότε καί ἀνεγέρθηκε Παρεκκλήσιο πρός τιμήν τοῦ Ὁσ. Προκοπίου, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1818. Τό Λείψανο ἔμεινε στήν κοινή θέα γιά δύο αἰῶνες καί ἀναδείχθηκε θαυματουργό. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Τιμᾶται τήν 8η Ἰουλίου.
Ὅσιος Ραφαήλ τῆς Μονῆς Ἀγαπία Ρουμανίας (16ος - 17ος αἰ.)
Ρουμανικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στή Μολδαβία, στήν περιοχή τοῦ Νεάμτς καί ἔγινε ὑποτακτικός τοῦ φημισμένου ἡσυχαστοῦ Εὐφροσύνου, τόν ὁποῖο μιμήθηκε στούς ἀγώνες καί τίς ἀρετές. Τά περισσότερα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἀγωνίσθηκε στό Ὄρος Θρόνος καί ἀργότερα στή Μονή Ἀγαπία τῆς Μολδαβίας πού ἵδρυσε ὁ Γέροντάς του. Γιά τήν ἀρετή του ἀξιώθηκε τῆς Ἱερωσύνης καί τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος.
Μετά τήν κοίμησή του, "ἀρκετά θαύματα πραγματοποιήθηκαν ἐπάνω στόν τάφο του καί σάν βεβαιώθηκαν οἱ πατέρες, ὅτι τόν ἐδόξασε ὁ Θεός, ἀνακόμισαν ἄφθαρτο τό ἅγιο Λείψανό του ἀπό τόν τάφο καί τό ἐτοποθέτησαν στήν ἐκκλησία, ὡς κοινό προσκύνημα ὅλων τῶν πιστῶν".
Τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου προσκύνησε καί ὁ Μητροπολίτης Μολδαβίας Δοσίθεος, ὁ ὁποῖος καί τόν μνημονεύει στό ἔργο του "Βίοι τῶν Ἁγίων", πού ἐκδόθηκε στό Ἰάσιο τό 1686. Ἀργότερα, λόγῳ τῶν Ὀθωμανικῶν εἰσβολῶν στήν Ρουμανική Χώρα, τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου ἐνταφιάσθηκε σέ ἀπόκρυφο τόπο, ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα παραμένει ἄγνωστος.
Ἅγιος Ραφαήλ Ἐπίσκοπος Μπρούκλιν Η.Π.Α. (+ 1915)
Ἀραβικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε τό 1860 στήν Συρία. Τό 1879 ἔγινε μοναχός ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἱερόθεο, ὁ ὁποῖος τόν προσέλαβε στήν προσωπική του ὑπηρεσία. Φοίτησε στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, μέ ὑποτροφεῖα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Διάκονος χειροτονήθηκε τό 1885 καί Πρεσβύτερος τό 1886. Ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Γεράσιμο (τοῦ ὁποίου ἦταν μόνιμος συνοδός - Ἱεροκήρυκας), στάλθηκε στή Ρωσία γιά ἀνώτερες θεολογικές σπουδές καί φοίτησε στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Τό 1889 χειροθετήθηκε ἀρχιμανδρίτης ἀπό τόν Μητροπ. Μόσχας Ἰωαννίκιο καί ἀνέλαβε τόν Ναό τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στή Μόσχα.
Μετά τήν μετάθεση τοῦ Πατριάρχου Γερασίμου στό Θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων, ὁ π. Ραφαήλ ἀρθρογράφησε ὑπέρ τῆς ἐκλογῆς Ἄραβος Πατριάρχου στήν Ἀντιόχεια, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔρθει σέ σύγκρουση μέ τόν Κυπριακῆς καταγωγῆς Πατριάρχη ΚΠόλεως Σπυρίδωνα καί νά τεθεῖ σέ ἀργία. Μετά τήν συμφιλίωσή του μέ τόν Πατριάρχη Σπυρίδωνα, ὑπήχθηκε στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ἀνέλαβε τήν ἕδρα τῶν Ἀραβικῶν Σπουδῶν στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Καζάν.
Τό 1895 προσκλήθηκε ἀπό τήν Φιλανθρωπική Ἕνωση Συρορθοδόξων τῆς Νέας Ὑόρκης καί ἀνέλαβε τήν ἱεραποστολική αὐτή θέση, ἐργαζόμενος ὑπό τόν ἐπ. Τύχωνα, ἔπειτα Πατριάρχη Ρωσίας. Τό 1904 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Μπρούκλιν (ἦταν ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος πού χειροτονήθηκε στήν Ἀμερικανική ἥπειρο). Μετά τήν μετάθεση τοῦ ἐπ. Τύχωνος συνέχισε τήν ἱεραποστολική του ἐργασία ὑπό τόν Μητροπ. Πλάτωνα, ἐργαζόμενος ἑνωτικά μεταξύ τῶν διαφόρων ἐθνικοτήτων Ὀρθοδόξων τῆς Ἀμερικῆς. Ὅταν κοιμήθηκε ἄφησε πίσω του 25. 000 περίπου πιστούς, μέ 30 ἐνορίες καί πολλούς Κληρικούς.
Κοιμήθηκε τό 1915 μετά ἀπό σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα. Τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο κατά τήν μεταφορά του στό Ἀντιοχειανό χωριό Λιγκονιέρ τῆς Πενσυλβάνια, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τόν Μάρτιο τοῦ 2000 ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς καί τήν Ἀρχιεπισκοπή Βορείου Ἀμερικῆς τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Φεβρουαρίου.
Ἅγιος Ρωμανός Ἡγεμόνας τοῦ Οὔγκλιτς Ρωσίας (+ 1285)
Ἦταν γιός τοῦ Ἡγεμόνα Βλαδιμήρου καί ἀνηψιός τοῦ ἁγ. Βασιλείου τοῦ Ροστώφ (+ 1238). Γεννήθηκε τό 1235. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του (1248) καί τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ του (1261), ἀνέλαβε τήν ἡγεμονεία, σέ ἡλικία 26 ἐτῶν. Ἐξαιρετικά εὐσεβής καί φιλάνθρωπος ἵδρυσε ἕνα πρωχοκομεῖο καί ἔκτισε 15 περίπου ναούς. Συμμετεῖχε καθημερινά στήν Θεία Λειτουργία καί συνήθιζε νά συναναστρέφεται ἐνάρετους μοναχούς. Ἀπό τό 1280, μετά τόν θάνατο τῆς συζύγου του, ἔζησε στόν κόσμο σάν πραγματικός μοναχός, ἀσχολούμενος μέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1285 καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή Μεταμ. Σωτῆρος τοῦ Ἄγκλιχ. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1486. Τό 1595 ἐξετάσθηκε ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Καζάν καί ἔπειτα Πατριάρχη ἅγ. Ἑρμογένη (+ 1612), μέ ἐντολή τοῦ Πατριάρχη ἁγ. Ἰώβ καί στή συνέχεια ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε Συνοδικά. Τό 1609, κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν (1584 - 1613), τό Λείψανο κάηκε ἀπό τούς Πολωνούς, μαζί μέ τόν ναό στόν ὁποῖο ἦταν κατατεθημένο. Τμήματα τοῦ Λειψάνου πού διασώθηκαν φυλάσσονται στή Μονή Μεταμ. Σωτῆρος τοῦ Οὔγκλιτς.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Φεβρουαρίου.
Ὅσιος Σάββας ὁ Ἀγιασμένος (+ 533)
Ἕνας τῶν μεγάλων Μοναστικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε στήν Καππαδοκία τό 439, ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς. Μόνασε σέ ἡλικία μόλις 8 ἐτῶν ! στήν Μονή τῶν Φλαβιανῶν, στήν πατρίδα του, καί ἀγωνιζόμενος ἔφθασε σέ ὕψη ἀρετῆς καί πλήρη ἀπάθεια (μαρτυρεῖται, ὅτι κάποτε μπῆκε μέσα στόν ἀναμμένο φοῦρνο, γιά νά βγάλει τά ἐνδύματα τοῦ ἀρτοποιοῦ μοναχοῦ, χωρίς νά βλαφθεῖ!). Σέ ἡλικία 18 ἐτῶν πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί ἔγινε μαθητής τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἐλεήθηκε μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καί τῆς προφητείας καί ἀναδείχθηκε "πολιστής τῆς ἐρήμου" καί "Πατήρ Πατέρων", μέ τήν ἵδρυση τῆς περιώνυμης Λαύρας πού φέρει τό ὄνομά του. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 533, σέ ἡλικία 94 ἐτῶν.
Τό 548, 16 χρόνια μετά τήν κοίμησή του, τό Λείψανό του βρέθηκε ἄφθαρτο, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ βιογράφος του Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ὅταν ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του γιά νά ἐνταφιαστεῖ ὁ Ἡγούμενος Κασσιανός. «Τῆς τιμίας θήκης ἀνοιχθείσης – γράφει – πρός τό κατατεθῆναι τοῦ μακαρίου Κασσιανοῦ τό λείψανον, κατέβην προσκυνῆσαι τοῦ θείου πρεσβύτου τό σῶμα καί εὗρον αὐτό σῶον καί ἀδιάλυτον πεφυλαγμένον καί θαυμάσας ἐδόξασα τόν Θεόν τόν δοξάσαντα τόν δοῦλον Αὐτοῦ καί τῆ ἀφθαρσίᾳ τιμήσαντα αὐτόν πρός τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καί καθολικῆς» (Ed. Schwartz, “Kyrillos von Skythopolis”, 1884).
Τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Σάββα μεταφέρθηκε ἀπό τήν Παλαιστίνη στήν ΚΠολη κατά τήν περίοδο τῶν Ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν καί μᾶλλον κατατέθηκε στό Μαρτύριο τοῦ ἁγ. Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου (στό Στρατήγιο, στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγ. Φιλήμονος), ἐφ’ ὅσον κατά τό Τυπικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τελοῦνταν ἐκεῖ σύναξις τήν 5η Δεκεμβρίου πρός τιμήν.
Γιά τίς συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες τό Λείψανο μεταφέρθηκε στή Βενετία ἐπικρατοῦν στή Δύση δύο παραδόσεις. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη τό Λείψανο εἶχε μεταφερθεῖ στήν ΚΠολη, ἀπ’ ὅπου τό 1026 τό ἔκλεψε ὁ Βενετός εὐγενής Πέτρος Centranico (ἔπειτα Δόγης, 1026 – 1031), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Δόγη Tribunio Menio (982 - 1026), τό μετέφερε στή Βενετία καί τό κατέθεσε στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἀντωνίνου.
Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη παράδοση τό Λείψανο δέν μεταφέρθηκε ποτέ στήν ΚΠολη, ἀλλά διαφυλάχθηκε στόν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Ἄκρας, ἀπ’ ὅπου μεταφέρθηκε ἀπό τούς Γενουάτες στήν ἀνταγωνίστρια τῆς Βενετίας πόλη τους. Τό 1257 οἱ Βενετοί πέτυχαν νά μεταφέρουν τό Λείψανο στή Βενετία.
Ἡ παρουσία τοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Σάββα στή Βενετία ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν σχετική ὁμολογία τοῦ Σαββαϊτου Μοναχοῦ Σωφρονίου στόν Μητροπολίτη Ρωσίας ἅγ. Μακάριο, τό 1547.
Τό 1965, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Βενεδίκτου, ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἐπέστρεψε τό Λείψανο στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί φυλάσσεται ἔκτοτε στή Μονή του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Δεκεμβρίου.
Ἅγιος Σάββας Α' Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (+ 1236)
Ὁ Πρίγκιπας Ράσκο, νεώτερος γιός τοῦ Σέρβου Μεγάλου Ζουπάνου Στεφάνου Α' Νεμάνια (ὁσ. Συμεών) καί τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας Ἄννας (ὁσ. Ἀναστασίας, 22α Ἰουνίου). Μόνασε νεώτατος στή Ρωσική Μονή τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος, στό Ἅγιο Ὄρος. Ἡ ἐπιλογή του αὐτή ὁδήγησε καί τούς γονεῖς του στήν ἀπόφαση τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως. (Ὁ πατέρας του μόνασε ἀρχικά στή Μονή τῆς Στουντένιτσας, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει, καί στή συνέχεια στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου μαζί μέ τόν γιό του μ. Σάββα ἵδρυσαν τήν Σερβική Μονή Χιλανδαρίου, μέ χρυσόβουλλο τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ' τοῦ Κομνηνοῦ).
Στόν ἅγ. Σάββα ἡ Σερβική Ἐκκλησία ὀφείλει τήν ἀνεξαρτησία καί τήν ὀργάνωσή της. Περίπου τό 1219, ὁ Ἅγιος ἐπισκέφθηκε στή Νίκαια, τίς πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές Ἀρχές τοῦ Βυζαντίου, γιά τήν ἐπίλυση μοναστηριακῶν διαφορῶν. Ἐκεῖ πέτυχε τήν ἀναγνώριση ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη καί τόν Πατριάρχη Μανουήλ Σαραντινό, τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καί χειροτονήθηκε ὁ ἴδιος πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπός Της. Διοίκησε τήν Σερβική Ἐκκλησία ἀρχικά ἀπό τήν Βασιλική Μονή τῆς Στουντένιτσας καί στή συνέχεια ἀπό τήν Μονή τῆς Ζίτσας. Ἵδρυσε 12 Ἐπισκοπές, χειροτόνησε Ἐπισκόπους, μετέφρασε τόν "Νομοκάνονα" τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἔφερε καλλιτέχνες ἀπό τήν ΚΠολη γιά τήν ἀνέγερση καί διακόσμηση ναῶν στή Σερβία καί ἐγκαινίασε μία λαμπρή περίοδο εἰρήνης, προόδου καί ἀρίστων σχέσεων μέ τό Βυζάντιο.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας, τό 1236. Τό Λείψανό του διαφυλάχθηκε ἀδιάφθορο στή Σερβική Μονή τοῦ Μιλέσεβο, γιά 350 περίπου χρόνια, μέχρι τήν πυρπόλησή του ἀπό τόν Ὀθωμανό Σινάν Πασά στό Βελιγράδι, τό 1594, σέ ἀντίποινα γιά τήν πατριωτική δράση τοῦ Πατριάρχη Σερβίας Ἰωάννη.
Ἡ κοίμησή του τιμᾶται τήν 14η Ἰανουαρίου, ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 6η Μαϊου καί ἡ πυρπόληση τοῦ Λειψάνου του τήν 27η Ἀπριλίου. (Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, "Βίος καί Πολιτεία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν Σάββα καί Συμεών, Κτιτόρων τῆς Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου καί Φωτιστῶν τῶν Σέρβων", 1984).
Ἅγιος Σάββας Β’ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (+ 1271)
Βασιλικῆς καταγωγῆς, γόνος τοῦ Ἡγεμονικοῦ Οἶκου τῶν Νεμάνια, ἦταν γιός τοῦ Κράλη Στεφάνου Β’ τοῦ Πρωτοστεφῆ (ὁσίου Σίμωνος, + 1228, 24η Σεπτεμβρίου) καί τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας Εὐδοκίας, κόρης τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ' Κομνηνοῦ (1195 - 1203), ἄρα ἀνηψιός τοῦ ἁγ. Σάββα Α’.
Ὁ κατά κόσμον Πρεδισλάβος γεννήθηκε τό 1208 καί μετά ἀπό ἕνα προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους ἐγκαταβίωσε στή Σερβική Μονή Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους. Ὑπηρέτησε τήν Σερβική Ἐκκλησία σάν Ἐπίσκοπος Ζαχουμίου καί τό 1263 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή Μονή τοῦ Πεκκίου τό 1271. Τά Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν ἀδιάφθορα καί σήμερα φυλάσσονται στό Πατριαρχεῖο Πεκκίου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Φεβρουαρίου.
Ἅγιος Σάββας Γ’ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας (+ 1316)
Ἁγιορείτης μοναχός, ὑπηρέτησε τήν Σερβική Μονή Χιλανδαρίου σάν Ἡγούμενος, ἀπό ὅπου ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Πριζρένης. Τό 1309 διαδέχθηκε στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο τῆς Σερβίας τόν Ἀρχιεπίσκοπο Εὐστάθιο Β’. Μέ θεολογική κατάρτιση, ἡσυχαστικό πνεῦμα καί ἰδιαιτέρως εὐλαβής, ὑπηρέτησε τήν Σερβική Ἐκκλησία μέχρι τήν κοίμησή του, τό 1316.
Τό Λείψανό του φυλάσσεται ἀδιάφθορο στό Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Πατριαρχείου Πεκκίου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Ἰουλίου.
Ὅσιος Σάββας - "Εὐδόκιμος", ὁ διά Χριστόν Σαλός (14ος αἰ.)
Μία τῶν μεγάλων μορφῶν τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ. Γεννήθηκε στήν Θεσσαλονίκη, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς, καί μετά τήν δέουσα προπαιδεία μόνασε στόν Ἄθωνα. Προσκύνησε στούς Ἁγίους Τόπους, ὑποκρίθηκε τόν Σαλό στήν Κύπρο, γεύθηκε σέ σπήλαιο τοῦ Ἰορδάνη τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός καί ἀσκήθηκε στήν ΚΠολη, ὅπου κοιμήθηκε. Τόν βίο του κατέγραψε ὁ ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1379).
Τήν 5η Ὀκτωβρίου 1840 βρέθηκαν στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, τά Λείψανα ἑνός ἀγνώστου Ὁσίου. Τά Λείψανα αὐτά κατά τόν Ἁγιορείτη Μοναχό Ἀνδρέα Θεοφιλόπουλο, "βρέθηκαν ἀδιάφθορα μέ ἄρρητη εὐωδία" ("Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους", σελ. 294) καί σήμερα σώζονται στή Μονή "ἐν δέρματι". Τόν ἄγνωστο αὐτό ἀσκητή οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς ἀποκάλεσαν Εὐδόκιμο, ἐπειδή εὐδοκίμησε - πέτυχε στή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἀπέδειξαν καί τά θαύματά του. Ἀργότερα ὁ ἄγνωστος Ὅσιος ἐμφανίσθηκε σέ ἕνα ἐνάρετο ἀσκητή καί στόν Ἡγούμενο καί τούς εἶπε: "Σάββας εἶναι τό ὄνομά μου, ἀλλά δέν πειράζει· οἱ Πατέρες ἄς μέ λένε Εὐδόκιμο". Ἔτσι στήν Ἁγιορειτική συνείδηση ὁ ἅγ. "Εὐδόκιμος" ταυτίζεται μέ τόν ὅσ. Σάββα τόν διά Χριστόν Σαλό (Βλ. Δημ. Τσάμη, "Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος ἁγ. Σάββα τοῦ Νέου", σελ. 1983).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 5η Ὀκτωβρίου.
Σημείωσις: Ὁ Ἱερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης στόν "Νέο Συναξαριστή..." του, μνημονεύει χωριστά τούς ἁγίους Εὐδόκιμο καί Σάββα (τήν 5η Ὀκτωβρίου), σημειώνοντας, ὅτι "ἡ παράδοσι τοῦ Βατοπεδίου συνεχίζει τήν ταύτιση τοῦ ἁγ. Εὐδοκίμου μέ τόν ἅγ. Σάββα, παρά τίς ἀμφιβολίες πού ἔχουν ἐκφρασθεῖ, λαμβανομένου ὑπ' ὄψη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἅγ. Σάββας ἀναφέρεται ὅτι ἀπεβίωσε στήν ΚΠολη· ἐφ' ὅσον ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀποφασίσει ἐπ' αὐτοῦ, ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Σάββα εἶναι προσωρινά τοποθετημένη ἐδῶ, μετά ἀπό ἐκείνη τοῦ ἁγ. Εὐδοκίμου" (τ. 1, Σεπτεμβρίου - Ὀκτωβρίου, σελ. 286).
Ὅσιος Σάββας τοῦ Σβενίγκοροντ Ρωσίας (+ 1406)
Ὑπῆρξε μαθητής τοῦ ὁσ. Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, λάτρης τῆς ἡσυχίας καί μεγάλος ἀγωνιστής τῆς ἀσκήσεως. Ἀπό τόν Γέροντά του ὅσ. Σέργιο ὁρίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Κοιμ. Θεοτόκου, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας ἅγ. Δημήτριος Ντόνσκοϊ, σέ ἀνάμνηση τῆς νίκης τῶν Ρώσων κατά τῶν Τατάρων τοῦ Χάν Μαμάη. Τό 1392, μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ ὁσ. Σεργίου στήν ἔρημο, ὁ ὅσ. Σάββας ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό 1399 ἵδρυσε τήν Μονή τοῦ Σβενίγκοροντ, μέ τήν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου Μεγ. Ἡγεμόνα Γεωργίου Δημήτριεβιτς. Στό Συναξάριό του (τοῦ 16ου αἰ.), σημειώνεται ἐμφάνισή του στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Σαβίνσκ Διονύσιο καί τοῦ ζήτησε νά ἁγιογραφήση τήν μορφή του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1406. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1652. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή του τήν 19η Ἰανουαρίου.
Ὅσιος Σεβερῖνος, Ἀπόστολος τῆς Νορικῆς (+ 482)
Προερχόμενος ἀπό τήν Μικρά Ἀσία, ὅπου ἔγινε μοναχός, τό ἔτος 454 παρουσιάσθηκε στήν μικρή πόλη Ἀστούρα - στίς ὄχθες τοῦ Δουνάβεως, στά σύνορα Πανονίας καί Νορικῆς (Αὐστρίας) - καί προεῖπε στούς κατοίκους τήν ἐπικείμενη ἅλωση τῆς πόλεως ἀπό τούς βαρβάρους. Ὅταν ὁ λαός δέχθηκε τήν προφητεία του μέ εἰρωνείες καί χλευασμούς, ὁ Ὅσιος πῆγε στήν κώμη τῆς Κομαγηνῆς καί περίμενε ἐκεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας του. Μετά τήν ἅλωση καί καταστροφή τῆς Ἀστούρα, ὁ λαός τῆς περιοχῆς ἀναγνώρισε τήν ἁγιότητά του.
Ἐγκατεστημένος σέ ἕνα ἐρημητήριο τῆς περιοχῆς τῶν Φαβιανῶν, ὁ Ἅγιος ἔζησε φορῶντας ἕνα μόνο χιτῶνα, μέ ἐλάχιστη τροφή μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου (κατά τήν Μεγ. Τεσσαρακοστή ἔτρωγε μία φορά τήν ἑβδομάδα!), προσευχόμενος διαρκῶς, εἰρηνεύοντας τούς ἀντιμαχομένους Ρωμαίους καί βαρβάρους καί ἐξευγενίζοντας τά ἤθη τῆς βάρβαρης ἐποχῆς του. Τό 473 προεῖπε μία νέα ἐπίθεση τῶν βαρβάρων κατά τῆς ἐπαρχίας του καί ἔδωσε τήν εὐκαιρία στόν Ἐπίσκοπο Παυλίνο νά προετοιμάσει τήν ἄμυνα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 482, ἀφοῦ οἱ μαθητές του εἶχαν ἐκχριστιανίσει τήν περιοχή, τό ἐρημητήριό του εἶχε ἐξελιχθεῖ σέ μοναστήρι καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀρνηθεῖ τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο, γιά νά μήν στερηθεῖ τήν ποθητή του ἡσυχία. Τό 494, κατά τήν διάρκεια μιᾶς βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς, οἱ μαθητές του ἄνοιξαν τόν τάφο του γιά νά πάρουν τά λείψανά του. Τότε τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε στή Νεάπολη τῆς Ἰταλίας, ὅπου ἀναδείχθηκε θαυματουργό. Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ἰανουαρίου.
Ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ Ρωσίας (+ 1329)
Ἕνας τῆς τριάδος τῶν Μοναστικῶν Πατέρων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας (μαζί μέ τούς Ὁσίους Θεοδόσιο τοῦ Κιέβου καί Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ), σημάδεψε μέ τήν ἁγιότητα καί τήν ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητός του τήν ταραγμένη ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε καί ὀνομάσθηκε "Κτίτορας τῆς Ἁγίας Ρωσίας", ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἵδρυσε τήν περιώνυμη Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί οἱ μαθητές του ἄλλες 100 Μονές!
Σκεῦος ἐκλογῆς, "ἀφορισμένος ἐκ κοιλίας μητρός" (ἀφοῦ κραύγασε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του κατά τήν διάρκεια μιᾶς Θείας Λειτουργίας !), γεννήθηκε στό Ροστώφ τό 1314. Ἔμαθε θαυματουργικά ἀνάγνωση καί γραφή ἀπό Ἄγγελο σέ σχῆμα μοναχοῦ, τόν ὁποῖο σάν ἄλλος Ἀβραάμ ἀξιώθηκε νά φιλοξενήσει! Ἀκολούθησε τόν ἐρημητικό βίο καί ἐγκαταστάθηκε μαζί μέ τόν ἀδελφό του Στέφανο στό κέντρο ἄγριου δάσους. Μέ τήν ἄσκησή του ἔφθασε σέ ὕψη ἁγιότητος (ἀνέστησε καί νεκρό !), εἶχε συμφιλιωθεῖ μέ τήν φύση καί τά ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους καί ἀξιώθηκε ἐμφανίσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (τό 1388), ἡ Ὁποία ἐπισκέφθηκε τόν "ἐκλεκτό Της", συνοδευόμενη ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο.
Μέ ἀπαίτηση τῶν συμμοναστῶν του καί τοῦ Ἐπισκόπου Βολυνίας Ἀθανασίου, δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἔφθασε στήν ΚΠολη, ὁ τότε Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος (+ 1376), τοῦ ἔστειλε δῶρα γιά τήν Μονή καί μέ ἐπιστολή του τοῦ σύστησε νά τήν ὀργανώσει κατά τό κοινοβιακό σύστημα. Εὐλόγησε τόν Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ἅγ. Δημήτριο Ντόνσκοϊ, νά συγκρουσθεῖ μέ τούς Τατάρους στόν Ἀγρό τῆς Μπεκάτσας (Κουλίκοβο Πόλ) καί βοήθησε μέ τίς προσευχές του στήν νίκη τῶν χριστιανικῶν στρατευμάτων. Τό 1377, μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας ἁγ. Ἀλεξίου, Κλῆρος καί λαός ζήτησαν ἀπό τόν Ὅσιο νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐκεῖνος δέν δέχθηκε.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1392. Τό Λείψανό του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1422, σήμερα σώζεται στήν Λαύρα του, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα, καί ἀποτελεῖ ἕνα τῶν μεγαλυτέρων σεβασμάτων τοῦ Ὀρθοδόξου Ρωσικοῦ Ἔθνους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 25η Σεπτεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 5η Ἰουλίου.
Ἱερομάρτυς Σεραφείμ Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου Θεσσαλίας (+ 1601)
Γεννήθηκε στή Μπεζούλα Ἀγράφων, "υἱός Στεφάνου καί Μαρίας", στά μέσα τοῦ 16ου αἰ. Μόνασε στή Μονή Παναγίας Κορώνας, στήν ὁποία ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος. Τό 1592 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Φαναρίου καί Καπούης καί ἀργότερα ἀναγορεύθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καί Νεοχωρίου (στή Δυτική Θεσσαλία). Τό 1601, μετά τήν ἀποτυχία τοῦ κινήματος τοῦ Μητροπ. Λαρίσης Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου, συνελήφθη ἀπό τούς Τούρκους καί τοῦ ζητήθηκε νά ἐξωμώσει γιά νά σώσει τήν ζωή του. Μαρτύρησε στήν ἕδρα του Φανάρι, τήν 4η Δεκεμβρίου 1601, μέ σουβλισμό, ἀφοῦ προηγουμένως βασανίσθηκε ἀνελέητα.
Τό μαρτυρικό του Λείψανο "περασμένο στή σοῦβλα", ἔμεινε στερεωμένο ὄρθιο ἀρκετές ἡμέρες, σέ ἕνα κυπαρίσσι στήν πλατεῖα τοῦ Φαναρίου, γιά νά τρομοκρατηθοῦν οἱ Χριστιανοί ραγιάδες, ὅμως δέν παρουσίασε κανένα σημεῖο φθορᾶς, ἀλλοίωση ἤ δυσωδία, ἀντίθετα εὐωδίασε! Μπροστά στό θαῦμα αὐτό οἱ Ὀθωμανοί τρομοκρατήθηκαν καί οἱ Χριστιανοί δόξασαν τόν Θεό, ζήτησαν μάλιστα νά κηδεύσουν τό σῶμα τοῦ Ἱερομάρτυρος, ὅμως ὁ τοπικός ἀξιωματοῦχος Χαμουζάμ Μπέης ἀρνήθηκε καί τοποθέτησε φρουρούς νά τό ἐπιτηροῦν. Μετά ἀπό πάροδο ἡμερῶν οἱ Τοῦρκοι ἀποκεφάλισαν τό Λείψανο καί ἔστειλαν τήν κεφαλή στά Τρίκαλα, μαζί μέ τίς κεφαλές ἄλλων Ἑλλήνων (τότε χάθηκαν τά ἴχνη τοῦ σώματος). Κατά τήν βάρβαρη συνήθεια τῆς ἐποχῆς, κάρφωσαν τίς κεφαλές σέ ἀκόντια καί τίς ἔστησαν στραμμένες πρός τήν Δύση. Ἐκεῖ ὁ Θεός οἰκονόμησε νέο θαῦμα: Τό ἑπόμενο πρωϊ, ἐνῶ ὅλες οἱ κεφαλές ἦταν στραμμένες πρός τήν Δύση, ἡ τιμία Κεφαλή τοῦ ἁγ. Σεραφείμ ἦταν στραμμένη πρός τήν Ἀνατολή!
Τίς ἡμέρες ἐκείνες ἦταν στά Τρίκαλα ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Δουσίκου, ὁ ὁποῖος βλέποντας τό θαῦμα, σκέφθηκε νά ἀποκτήσει τό τίμιο Λείψανο γιά τό μοναστήρι του. Ὅμως, ἐπειδή οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι δέν μποροῦσαν νά κινηθοῦν, δωροδόκησε ἕναν Ἀλβανό φρουρό ὁ ὁποῖος ἔκλεψε τήν Κάρα μερικές νύκτες ἀργότερα. Ὅμως κατά τήν στιγμή τῆς κλοπῆς ἔπεσε τό κοντάρι καί ἀπό τόν θόρυβο ἔγινε ἀντιληπτός ἀπό τούς ἄλλους στρατιώτες, καταδιώχθηκε καί τρομοκρατημένος ἔριξε τήν Κάρα στό Ληθαῖο ποταμό. Τότε οἰκονομήθηκε ἕνα τρίτο θαῦμα: Ἡ Κάρα σκάλωσε σέ μία καλαμωτή ψαράδων καί ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς ὁδήγησε τούς εὐσεβεῖς ψαράδες στόν πολύτιμο μαρτυρικό θησαυρό, τόν ὁποῖο παρέδωσαν στή Μονή Δουσίκου. Ἀργότερα, ὅταν ἡ Μονή Κορώνας διεκδίκησε τό Λείψανο, ὁ Μητροπ. Λαρίσης Θεωνᾶς τό ἀπέδωσε σ' αὐτήν.
Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Ἱερομάρτυρος καί Ἐθνομάρτυρος Ἱεράρχου, ἀναδείχθηκε στήν ἱστορική πορεία θαυματουργός. Σήμερα φυλάσσεται ἄφθαρτη στό Καθολικό τῆς Μονῆς Κορώνας, σέ ἀργυρή λειψανοθήκη. (Σέ ἄλλη λειψανοθήκη φυλάσσεται ἡ σιαγόνα). Παρά τίς κακοποιήσεις καί τίς κακουχίες πού ὑπέστει, ἀποτελεῖ ἕνα διαρκές θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ "περιβάλλεται ἀπό τό δέρμα, τό ὁποῖο σέ μερικά μέρη ἔχει ἀποσπασθῆ ἀπό τούς πιστούς, γιά φυλαχτό (καί) φέρει τά σημάδια τοῦ μαρτυρίου· ἐνῶ τό ἀριστερό μάτι τοῦ Ἁγίου εἶναι γαλήνια κλεισμένο, τό δεξί φέρει ἐμφανῆ τά ἴχνη κακοποιήσεων, καθώς ἐπίσης ἐμφανέστατα φαίνεται καί ἡ ἀποκοπή τῆς μύτης!" (Βλ. Ἀρχιμ. Μακαρίου Τόγκα, "Ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Κορώνας - Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ἁγίου τοῦ Χριστοῦ Νέου Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ, Ἀρχιεπισκόπου Φαναρίου καί Νεοχωρίου, τοῦ Θαυματουργοῦ (+ 1601)"· καί "Ἀκολουθία..."· ἔκδοσις Ἱ. Μητροπόλεως Καστορίας 2001).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Δεκεμβρίου.
Ὅσιοι Σέργιος καί Γερμανός τοῦ Βαλαάμ Ρωσίας (10ος – 11ος αἰ.)
Πρόκειται περί τῶν κατά παράδοσιν κτιτόρων τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Βαλαάμ στή λίμνη Λαντόγκα, ἑνός προκεχωρημένου Ρωσικοῦ φυλακίου ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς σημασίας.
Σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατέστερη ἐπιγραφή (ἡ ὁποία βασίζεται στόν Βίο τοῦ ὁσ. Ἀβρααμίου τοῦ Ροστώφ, κατά τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος ἔζησε στό Βαλαάμ ἕνα διάστημα κατά τόν 10ο αἰ.), ἡ Μονή ἱδρύθηκε τόν 10ο αἰ. ἀπό τόν ὅσ. Σέργιο καί διοργανώθηκε ἀπό τόν ὅσ. Γερμανό.
Σχετικά μέ τήν καταγωγή τῶν Ὁσίων ἐπικρατοῦν δύο ἐκδοχές. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη ὁ ὅσ. Σέργιος ἦταν Δυτικός ἱεραπόστολος καί ὁ ὅσ. Γερμανός τοπικός παγανιστής Ἱερέας, τόν ὁποῖο ἐκχριστιάνισε ὁ πρῶτος καί κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Κουάρτος. Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη καί ἐπικρατέστερη ἐκδοχή οἱ Ὅσιοι ἦσαν Ἕλληνες ἱεραπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στή Λαντόγκα ἀπό τό Κίεβο, ἀκολουθῶντας τήν πορεία τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου στή χώρα τῶν Σκυθῶν.
Σημειώνεται πώς στή Ρωσική Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ἡ παράδοση, ὅτι μετά τό Βυζάντιο ὁ ἀπ. Ἀνδρέας ἔφθασε στό Δνείπερο καί εὐλόγησε τόν τόπο ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε τό Κίεβο. Ἀπό ἐκεῖ μέσῳ τῶν ποτάμιων ὁδῶν πῆγε στό Νόβγκοροντ καί στή Λαντόγκα, ὅπου ὕψωσε ἕναν πέτρινο σταυρό στό μεγαλύτερο νησί, ἐκεῖ πού οἱ παγανιστές θυσίαζαν ἄλογα στους θεούς τους, καί προφήτευσε τήν ἵδρυση μεγάλου κέντρου τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.
Ὅταν ὁ ὅσ. Σέργιος ἔφθασε στή Λαντόγκα, ἐγκαταστάθηκε στό σημεῖο τοῦ σταυροῦ τοῦ ἀπ. Ἀνδρέου καί ἀναλώθηκε ἀγωνιζόμενος ἀσκητικά γιά τήν προσωπική του ἐν Χριστῶ τελείωση, διδάσκοντας στούς παγανιστές ἰθαγενεῖς τήν Χριστιανική Πίστη.
Ὁ ὅσ. Γερμανός ἦταν σύγχρονος ἤ ἄμεσος διάδοχος τοῦ ὁσ. Σεργίου. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἀναπτύχθηκαν στό Βαλαάμ καί οἱ τρεῖς μορφές τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ, ἡ κοινοβιακή, ἡ σκητιωτική καί ἡ ἐρημητική. Κατά τόν 14ο αἰ. ἡ κεντρική Μονή ἀποτελοῦσε πολυάριθμο κοινόβιο, λειτουργοῦσαν 18 Σκῆτες, ἐνῶ ἀσκοῦνταν κατά μόνας καί πολλοί ἐρημίτες.
Οἱ Ὅσιοι κοιμήθηκαν εἰρηνικά, ἐλεημένοι μέ τά χαρίσματα τῆς προοράσεως καί τῶν ἰαμάτων καί ἐνταφιάσθηκαν ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο. Στήν Ὀρθόδοξη Ρωσική παράδοση θεωροῦνται προστάτες τῶν ναυτικῶν καί δαιμονοδιώκτες.
Ἡ πρώτη ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τους ἔγινε τό 1163, ὅταν οἱ μοναχοί ἀνέσκαψαν τούς τάφους τους, κατά τήν διάρκεια κάποιας ἐχθρικῆς ἐπιδρομῆς. Τότε τά Λείψανα βρέθηκαν ἀδιάφθορα καί μεταφέρθηκαν στό Νόβγκοροντ γιά ἀσφάλεια. Ἡ διατήρησις τῶν Λειψάνων ἦταν τέτοια, ὥστε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ ἅγ. Ἰωάννης ἀνέθεσε σέ ἁγιογράφους τήν ἁγιογράφηση τῆς εἰκόνας τους, σύμφωνα μέ τά χαρακτηριστικά τῶν Λειψάνων!
Τά Λείψανα ἐπέστρεψαν στό Βαλαάμ τό 1182, ἀλλά ἀπομακρύνθηκαν καί ἄλλες φορές, ἀναλόγως τῶν περιστάσεων. Τήν 20ή Φεβρουαρίου 1579 τό Βαλαάμ καταστράφηκε ἀπό Λουθηρανούς Σουηδούς καί 34 Μοναχοί καί δόκιμοι μαρτύρησαν γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Πρίν τήν καταστροφή οἱ μοναχοί πρόλαβαν καί ἐνταφίασαν τά Λείψανα τόσο βαθειά, ὥστε νά μήν εἶναι δυνατή ἡ σύλλησή τους.
Τό 1611, ἐπί ἡγουμενείας Μακαρίου, τό μοναστήρι καταστράφηκε καί πάλι ἀπό τούς Σουηδούς καί πολλοί μοναχοί ἐκτελέστηκαν. Ὅταν μέ τήν Συνθήκη τοῦ 1617 ἡ περιοχή δόθηκε στή Σουηδία, οἱ ἐναπομείναντες μοναχοί πῆραν τά Λείψανα καί κατέφυγαν στή Μονή Βασιλιέφσκυ στό Βολκώφ, ὅπου τά Λείψανα διαφυλάχθηκαν μέχρι τό 1721. Τό Βαλαάμ ἐπανῆλθε στή Ρωσική ἐπικράτεια μέ τήν Συνθήκη τοῦ Νυστάντ (1721). Τότε οἱ μοναχοί ἐπέστρεψαν μέ τά Λείψανα στό μοναστήρι, τά Λείψανα ὅμως ἐνταφιάσθηκαν γιά ἀσφάλεια καί στό σημεῖο τοῦ ἐνταφιασμοῦ ὑψώθηκε ἕνας ξύλινος ναός προς τιμήν τῆς Θείας Μεταμορφώσεως.
Ὅταν ἐπί ἡγουμενείας Ἀββᾶ Ναζαρίου (1735 – 1809), ἄρχισε ἡ ἐκσκαφή τῶν θεμελίων τοῦ νέου Καθολικοῦ καί τυχαῖα βρέθηκαν οἱ τάφοι τῶν Ὁσίων, ὁ ὅσ. Ναζάριος δέν ἐπέτρεψε νέα ἀνακομιδή τους. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἡγούμενος Ἰωνάθαν (+ 1891), προσπάθησε νά ἀποκαλύψει τά Λείψανα, μία τεράστια φλόγα κάλυψε τήν ἐκσκαφή!
Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ἡ Μονή Βαλαάμ ἀριθμοῦσε περίπου 1.200 μοναχούς καί ἦταν ἄριστα ὀργανωμένη. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 βρέθηκε σέ Φινλανδικό ἔδαφος καί ἡ περιουσία της κατασχέθηκε ἀπό τόν Φινλανδικό στρατό. Τό 1918 πολλοί μοναχοί ἀπεβίωσαν ἀπό τήν πεῖνα καί τίς κακουχίες. Τό 1923 ἡ Φινλανδική Κυβέρνηση ὑποχρέωσε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Φινλανδίας νά δεχθεῖ τό Νέο Ἡμερολόγιο. Αὐτό προκάλεσε σχίσμα στήν ἀδελφότητα τοῦ Βαλαάμ καί κατά τήν περίοδο 1925 – 1926 ἀπελάθηκαν ἀπό τήν Μονή 42 μοναχοί. Ἀρκετοί ἀπό αὐτούς ἀποφάσισαν νά πᾶνε στή Ρωσία, παρά τούς διωγμούς τῶν ἀθεϊστῶν κατά τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ Ἱερομόναχος Ἀρέθας (κατά κόσμον Ἀλέξανδρος Μιτρένιν), ὁ ὁποῖος ἵδρυσε στό νησί Βασιλιέφσκυ τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως μυστική μονή ὑπαγόμενη στήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν. Τήν 18η Φεβρουαρίου 1932 συνελήφθη μαζί μέ 318 μοναχούς, μοναχές καί λαϊκούς τῶν Κατακομβῶν, μέ τήν κατηγορία τῆς ἀντεπαναστατικῆς δραστηριότητας καί καταδικάσθηκε σέ ἐξορία. Ἀπεβίωσε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1932, καθ’ ὁδόν προς τόν τόπο ἐξορίας του. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Ὀκτωβρίου.
Κατά τόν Ρωσο-Φινλανδικό Πόλεμο τοῦ 1939 – 40, τό μοναστήρι βομβαρδίσθηκε ἀπό τούς Σοβιετικούς (2 - 4/2/1940) καί ὑπέστη σοβαρές ζημειές. Ὅταν τελικά ἡ χερσόνησος τῆς Καρελίας καταλήφθηκε ἀπό τούς Σοβιετικούς, 200 μοναχοί ἐγκατέλειψαν τό Βαλαάμ καί ἵδρυσαν στό Χαϊναβέσι τῆς Φινλανδίας τήν Μονή τοῦ Νέο Βαλάμο. Ὅσοι μοναχοί ἔμειναν πίσω ὑπέστησαν στόν σκληρό κατά τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας διωγμό τῶν ἀθεϊστῶν, μέ φυλακίσεις καί καταδίκες σέ καταναγκαστικά ἔργα.
Τό 1949 τό Βαλαάμ μετατράπηκε σέ κρατικό ἀγρόκτημα. Ἀπό τό 1952 μέχρι τό 1984 λειτούργησε ἐκεῖ ἵδρυμα ἀναπήρων στρατιωτῶν, ἐνῶ τό 1979 ἕνα τμῆμα του μετατράπηκε σέ Ἱστορικό Ἀρχιτεκτονικό Μουσεῖο. Μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστώτος ἄρχισε ἡ σταδιακή ἐπιστροφή τῶν κτηρίων τῆς ἱστορικῆς Μονῆς στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τήν 14η Δεκεμβρίου 1989 ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ οἱ 6 πρῶτοι μοναχοί καί ἄρχισε τό τιτάνιο ἔργο τῆς κτηριακῆς ἀναστηλώσεως καί τῆς πνευματικῆς του ἐξυψώσεως. Σήμερα (2007) ἀσκοῦνται στή Μονή Βαλαάμ 200 περίπου μοναχοί!
Τά Λείψανα τῶν Ὁσίων Σεργίου καί Γερμανοῦ ἔμειναν ἐνταφιασμένα καί μετά τήν προσπάθεια ἀνακομιδῆς τοῦ Ἡγουμένου Ἰωνάθαν (+ 1891) καί ἔτσι σώθηκαν ἀπό τήν διωκτική μανία τῶν ἀθεϊστῶν καί τήν πιθανή καταστροφή τους. Σήμερα ἀναπαύονται στόν ἰσόγειο ναό τοῦ Καθολικοῦ Ναοῦ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως, κατατεθημένα σέ κοινή λάρνακα, καί ἀποτελοῦν τόν θησαυρό τῆς Μονῆς Βαλαάμ.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τιμᾶται κοινῶς τήν 28η Ἰουνίου καί ἡ μεταφορά τῶν Λειψάνων τους ἀπό τό Νόβγκοροντ στό Βαλαάμ (1182) τήν 11η Σεπτεμβρίου.
Ὅσιος Σίμων Ἐπίσκοπος Βλαδιμήρ καί Σούζνταλ Ρωσίας (+ 1226)
Ἀδελφός τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, μέ μεγάλη ἀρετή καί ἁγιότητα. Ἀξιώθηκε ἐμφανίσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν Ὁποία εἶδε "ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη πεποικιλμένη"!, ἀνάμεσα στούς ἱδρυτές τῆς Λαύρας Ὁσίους Ἀντώνιο καί Θεοδόσιο. Ἀρχιεράτευσε στήν Ἐπισκοπή Βλαδιμήρ καί Σούζνταλ 12 χρόνια, συνέγραψε Βίους Σπηλαιωτῶν Ὁσίων καί κοιμήθηκε εἰρηνικά, τό 1226. Τό Λείψανό του σώζεται ἀδιάφθορο στήν Λαύρα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 10η Μαϊου.
Ὅσιος Σίμων τῆς Στουντένιτσας Σερβίας (+ 1228)
Ὁ κατά κόσμον Κράλης Στέφανος Β' ὁ Πρωτοστεφής, δευτερότοκος γιός τοῦ Μεγάλου Ζουπάνου Στεφάνου Α' Νεμάνια (ὁσ. Συμεών τοῦ Μυροβλύτου, κτίτορος τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους). Νυμφεύθηκε τήν Πριγκίπισσα Εὐδοκία, κόρη τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ' Κομνηνοῦ (1195 - 1203), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε τέσσερεις γιούς: Τόν Ραδοσλάβο καί τούς ἁγίους Βλαδισλάβο (κράλη τῆς Σερβίας, κτίτορα τῆς Μονῆς Μιλέσεβο, + 1243, μνήμη τήν 24η Σεπτεμβρίου), τόν Πρεδισλάβο (Σάββα Β' Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας, μνήμη τήν 8η Φεβρουαρίου) καί τόν Οὔρος Α' (κτίτορα τῆς Μονῆς Σοπόσανι).
Στέφθηκε ἀπό τόν ἀδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας ἁγ. Σάββα Α' (+ 1236), πρῶτος Βασιλιᾶς - Κράλης τῆς Σερβίας, κατά τήν Ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ ἔτους 1220. Κυβέρνησε τόν λαό του μέ σύνεση, ταπείνωσι καί δικαιοσύνη, μεριμνῶντας προσωπικά γιά τούς πτωχούς. Παρά τήν δόξα πού τόν περιέβαλε, ζοῦσε μέ διαρκῆ μετάνοια καί μνήμη θανάτου καί ἐπιθυμοῦσε νά γίνει μοναχός, ἀλλά ὁ ἅγ. Σάββας τό ἀνέβαλε. Ὅταν ἀσθένησε ζήτησε νά καρεῖ μοναχός, ἀλλά κοιμήθηκε πρίν πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία του. Τότε ὁ ἅγ. Σάββας τόν ἀνέστησε "δι' εὐχῶν" του καί τόν κούρευσε μοναχό μέ τό ὄνομα Σίμων !
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1228, ἀφοῦ παρέδωσε τόν Θρόνο στό γιό του Ραδοσλάβ. Ἐνταφιάσθηκε στή Βασιλική Μονή τῆς Στουντένιτσας, δίπλα στόν πατέρα του ὅσ. Συμεών. Ἐκεῖ φυλάσσεται σήμερα τό ἀδιάφθορο Λείψανό του, σέ ἄριστη κατάσταση.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 24η Σεπτεμβρίου.
Ἁγία Σολομονή (2ος αἰ. π.Χ.)
Ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων 7 Μακαβαίων (Ἀβείμ, Ἀντωνίου, Γουρία, Ἐλεάζαρου, Εὐσεβωνᾶ, Ἀχείμ καί Μάρκελλου). Κατά τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων ἀπό τόν Ἀντίοχο Σελευκίδη, πιέσθηκαν νά παραβοῦν τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου τίς σχετικές μέ τήν χοιροφαγία καί ἐπειδή ἀρνήθηκαν καταδικάσθηκαν σέ θάνατο καί μαρτύρησαν στήν πυρά. Ἡ ἁγ. Σολομονή ἀνῆκει στούς λεγόμενους "αὐτόκλητους Μάρτυρες", διότι ρίχθηκε μόνη της στήν πυρά, μετά τόν θάνατο τῶν παιδιῶν της.
Τό Λείψανό της σεβάσθηκε ἡ φωτιά καί σήμερα φυλάσσεται ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 1η Αὐγούστου.
Ἅγιος Σοφρώνιος Ἐπίσκοπος Ἰρκούτσκ Σιβηρίας (+ 1771)
Τό βιογραφικό σημείωμα τοῦ ἁγ. Σοφρωνίου ἐπ. Ἰρκούτσκ εἶναι ὑπό ἐπεξεργασία.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1771. Τό Λείψανό του παρέμεινε ἄταφο, χωρίς ἐνδείξεις φθορᾶς, γιά διάστημα ἕξη μηνῶν, μέχρι νά ἀποφασίσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τίς λεπτομέρειες τῆς κηδείας του! Ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1833. Ἡ ἀφθαρσία του διαπιστώθηκε καί κατά τίς ἐξετάσεις του τῶν ἐτῶν 1854, 1870 καί 1909. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν στοιχεία γιά τήν τύχη του.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγ. Σοφρωνίου διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1918, ἐπί Πατριαρχείας ἁγ. Τύχωνος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30ή Ἰουνίου.
Μάρτυς Σουχίας καί οἱ σύν αὐτῷ τῆς Γεωργίας (+ 123)
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σουχίας, Ἀνδρέας, Ἀναστάσιος, Ταλάλε, Θεοδώρητος, Γιουχηρωδίων, Ἰορδάνης, Κοδράτος, Λουκιανός, Μίμνεμος, Νεράτζιος, Πολυεύκτος, Ἰάκωβος, Φωκάς, Δομετιανός, Βίκτωρ καί Ζωσιμᾶς, ἦσαν διακεκριμένοι ἀξιωματούχοι τῆς Αὐλῆς τῆς Γεωργίας. Κατά τήν περίοδο ἐκείνη (ἀρχές τοῦ 2ου μ. Χ. αἰ.), κήρυττε στήν Γεωργία ὁ Ἕλληνας Ἐπίσκοπος Χρυσός, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπό τόν Ἀπόστολο Θαδδαῖο. Ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ οἱ 17 ἀξιωματοῦχοι ἀσπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό καί βαπτίσθηκαν στόν Εὐφράτη.
Μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Χρυσοῦ, ὁ ἅγ. Σουχίας ἀναδείχθηκε ὁ πνευματικός ἡγέτης τῆς ὁμάδος. Σύντομα ὅλοι ἄφησαν τίς θέσεις τους καί ἀκολούθησαν τόν ἐρημητικό βίο στό Ὄρος Σουκακετί. Ὅταν ὁ Ἡγεμόνας Δατιανός ἔμαθε τήν ἀποστασία τῶν ἀξιωματούχων του ἀπό τήν πατρογονική εἰδωλολατρία, τούς καταδίκασε σέ θάνατο. Οἱ Ἅγιοι τελειώθηκαν καρφωμένοι στό ἔδαφος σέ σχῆμα Σταυροῦ καί πάνω στά σώματά τους ἀνάφθηκε φωτιά!
Τά Λείψανά τους ἔμειναν ἄταφα καί ἀδιάφθορα μέχρι τόν ἐκχριστιανισμό τῆς Γεωργίας (τόν 4ο αἰ.)! Τότε κάποιοι Χριστιανοί τά συγκέντρωσαν καί τά ἐνταφίασαν μέ τιμές. Ἀργότερα ὁ μεγάλος Ἱεραπόστολος τῆς περιοχῆς, ἅγ. Γρηγόριος ὁ Φωτιστής, Ἐπίσκοπος Μεγάλης Ἀρμενίας, ἔκτισε Ναό στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους καί ἵδρυσε Μονή.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 15η Ἀπριλίου.
Ἅγιος Σπυρίδων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Κύπρου (+ 348)
Ἕνας τῶν μεγάλων Πατέρων καί οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Κύπριος στήν καταγωγή, ἁπλός καί ταπεινός ἔγγαμος χωρικός καί ποιμένας προβάτων, ἀναδείχθηκε γιά τήν ἀρετή του Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος καί μέ τήν ἰδιότητα αὐτή πῆρε μέρος στήν Ἁγία Α' Οἰκουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 325), ὅπου ἐπετέλεσε τό γνωστό θαῦμα τοῦ κεραμιδιοῦ, σέ ἀπόδειξη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 348, σέ ἡλικία 78 ἐτῶν. Τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του καί τήν μεγάλη σειρά τῶν θαυμάτων του, ἐπισφράγισε ἡ ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Δέν εἶναι γνωστές οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες τό Λείψανο μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη, πρίν τήν Ἅλωση πάντως τοῦ 1453, μεταφέρθηκε ἀρχικά στήν Παραμυθιᾶ τῆς Θεσπρωτίας καί τελικά στήν Κέρκυρα, ἀπό τόν Ἱερέα Γρηγόριο Πολύευκτο, ὁ ὁποῖος τό δώρησε στόν ἐπίσης πρόσφυγα Ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη. Ἔκτοτε καί ἐπί σειρά πολλῶν ἐτῶν, τό Λείψανο ἔγινε ἀντικείμενο... προικοδοσίας!
Τό Λείψανο κατατέθηκε ἀρχικά στόν Ναό τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, στή συνέχεια στόν Ναό τοῦ ἁγ. Λαζάρου καί τελικά - τό 1489 - στό Ναό τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ. Τό 1527, ὁ "ἰδιοκτήτης" του Σταμ. Βούλγαρης ἔκτισε Ναό πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου, στόν ὁποῖο κατατέθηκε τό Λείψανο (τό 1531). Ὁ Ναός αὐτός κατεδαφίσθηκε ἀπό τούς Ἐνετούς τό 1557, γιά νά γίνουν κάποια ὀχυρωματικά ἔργα.
Σήμερα τό Λείψανο φυλάσσεται στόν ἱστορικό Ναό τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος (ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάσθηκε τό 1589), σέ ἀργυρόχρυση θήκη μέ κρυστάλλινο κάλλυμα (τό ὁποῖο ἐπιτρέπει στούς πιστούς νά τό βλέπουν κατά τίς λιτανεύσεις). Ἡ θήκη αὐτή εἶναι συνήθως τοποθετημένη μέσα σέ λαμπρή ἀργυρή λάρνακα. Οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι τῆς Κερκύρας λιτανεύουν μέ κάθε ἐπισημότητα τό Λείψανο, τέσσερεις φορές τόν χρόνο:
Τήν 11η Αὐγούστου (σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως τῆς Κερκύρας ἀπό τούς Τούρκους, τό 1716)·
Τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου (σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως ἀπό ἐπιδημία χολέρας, τό 1673)·
Τήν Κυριακή τῶν Βαϊων (σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως ἀπό ἐπιδημία πανώλης, τό 1630· πρόκειται γιά τήν μεγαλοπρεπέστερη λιτάνευση)· καί
Τό Μεγάλο Σαββάτο (σέ ἀνάμνηση τῆς ἀφίξεως σιτοφόρου πλοίου, τό ὁποῖο ἔσωσε τήν Κέρκυρα ἀπό λοιμό· πρόκειται περί παλαιοῦ θαύματος, γι' αὐτό καί ἡ λιτανεία αὐτή εἶναι ἡ χρονολογικά παλαιότερη).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Δεκεμβρίου.
Νεομάρτυρας Στάνκο ὁ βοσκός (+ 1712)
Γιά τόν ἅγιο αὐτό Νεομάρτυρα δέν εἶναι γνωστά πολλά στοιχεῖα. Γνωρίζουμε, ὅτι ἦταν βοσκός καί φονεύθηκε ἀπό τούς Τούρκους σέ παιδική ἡλικία ἐξαιτίας τῆς Χριστιανικῆς του πίστεως, στήν περιοχή τοῦ Νίκσιτς Μαυροβουνίου (ἀπό αὐτό μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι ἦταν Σερβικῆς καταγωγῆς), τήν 15η Σεπτεμβρίου 1712. Ὅταν ἀνακομίσθηκαν τά τίμια Λείψανά του αὐτά βρέθηκαν ἀδιάφθορα. Ἀπό αὐτά, τά «δύο παιδικά χέρια, καθαγιασμένα καί ἄφθορα, κατατέθηκαν στή Μονή τοῦ Ὀστρόγκ, στό σπήλαιο τοῦ ἁγ. Βασιλείου» («Νέος Συναξαριστής», τ. Ἀπριλίου, σελ. 281).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 28η Ἀπριλίου. Πιθανῶς ἡ ἡμερομηνία αὐτή νά ἀφορᾶ τήν ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του.
Πρωτομάρτυρας Στέφανος ὁ Ἀρχιδιάκονος (1ος αἰ.)
Ὁ πρῶτος τῶν Ἑπτά Διακόνων τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Γιά τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγήθηκε ἀπό τούς Ἰουδαίους στό κριτήριο καί καταδικάσθηκε σέ θάνατο μέ λιθοβολισμό. Τελειώθηκε δεόμενος "Κύριε, μή στήσης αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην" (Πράξ. 7, 60).
Τό μαρτυρικό του Λείψανο κηδεύθηκε ἀπό τόν Γαμαλιήλ στά πλάγια μέρη τοῦ Ναοῦ. Ὅταν σταμάτησε ὁ διωγμός, ὁ Ἅγιος ἐμφανίσθηκε στόν ἐνάρετο Ἱερέα Λουκιανό καί τοῦ ὑπέδειξε τήν θέση τοῦ Λειψάνου του, τό ὁποῖο ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στήν Ἁγία Σιών. Ἀπό τούς αὐτόπτες τῆς Ἀνακομιδῆς μαρτυρεῖται, ὅτι "αἱ πληγαί αἱ προελθοῦσαι ἐκ τῶν λιθοβολημάτων ἔλαμπον ὡς οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ"! Κατά τήν βασιλεία τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου τό Λείψανο - ἐκτός τῆς δεξιᾶς χειρός - ἀνακομίσθηκε στήν ΚΠολη. Ἀργότερα ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β' ὁ Μικρός, ἔστειλε στή Σιωνίτιδα Ἐκκλησία μεγάλες δωρεές καί πέτυχε νά δωρηθῆ ἡ δεξιά τοῦ Πρωτομάρτυρος στήν ἀδελφή του ἁγ. Πουλχερία .
Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθήκες τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Στεφάνου διαλύθηκε. Σήμερα πάντως μέρος τῆς δεξιᾶς του σώζεται στή Μονή Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους, ἡ δεξιά του παλάμη στήν Μονή Νεάμτς Ρουμανίας καί τμήματα τῆς Κάρας του στίς Μονές Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους καί Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Σεπτεμβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 2α Αὐγούστου.
Ὅσιος Στέφανος ὁ Σιναϊτης
Περί τοῦ ὁσ. Στεφάνου διηγεῖται ὁ ὅσ. Ἰωάννης στήν "Κλίμακα" (Λόγος ζ' "Περί τοῦ χαροποιοῦ πένθους"). Ἦταν σύγχρονός του καί ἀρχικά κατοικοῦσε σέ ἐρημητικό κελλί στήν κατάβασι "ὑποκάτω τῆς Ἁγίας Κορυφῆς, ὅπου τό σπήλαιον τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ". Μετά ἀπό πολλά χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς, ἀνεχώρησε ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ καί πῆγε στή Σίδη, "τόπον σκληρόν καί ὑστερημένον ἀπό κάθε πράγμα καί ἀπό ἀνθρώπους ἀπέραστον καί ἀδιάβατον, ἕως ἑβδομήκοντα μίλια μακράν ἀπό τό Μοναστήριον". Ἐκτός ἄλλων ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα "νά ἡμερώνει τά ἄγρια ζῶα"!
Στό ἀρχικό του κελλί ἐπέστρεψε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του. Κατά τήν κοίμησί του, οἰκονόμησε ὁ Θεός "θέαμα φοβερόν καί ἕνα κριτήριον ἀθεώρητον", τόν ἔλεγχο τοῦ Ὁσίου γιά τίς πράξεις του ἀπό τούς πονηρούς δαίμονες.
Τό Λείψανο τοῦ ὁσ. Στεφάνου σώζεται ἀδιάφθορο - σέ καθήμενη στάση, ἐνδεδυμένο μέ τά μοναχικά ἐνδύματα καί τό Ἀγγελικό Σχῆμα, "ἔχον μέν τάς χεῖρας τεθειμένας σταυροειδῶς ἐπί τοῦ στήθους, τήν δέ κεφαλήν κεκυφῆαν" - στό Κοιμητήριο τῆς Μονῆς ἁγ. Αἰκατερίνης Σινᾶ.
Ἅγιος Στέφανος Βασιλιάς τῆς Οὐγγαρίας (+ 1038)
Ἦταν γιός τοῦ Δοῦκα Geza τῆς Οὐγγαρίας (970 - 997), ὁ ὁποῖος μεταστράφηκε στό Χριστιανισμό χάρις στήν ἐπιρροή τῆς συζύγου του, τῆς Πολωνῆς Πριγκίπισσας Ἀδελαϊδας. Ὁ Στέφανος βαπτίσθηκε τό 985 σέ ἡλικία 10 ἐτῶν, μαζί μέ τόν πατέρα του, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε τό 997.
Στόν ἁγ. Στέφανο ὀφείλεται ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς Οὐγγαρίας, ὁ ὁποῖος ἐπιτεύχθηκε μέ τήν ἱεραποστολική ἐργασία κληρικῶν ἀπό τίς ὄμορες χριστιανικές χώρες καί τήν ἀνέγερση πολλῶν Ναῶν, Μονῶν καί εὐαγῶν ἱδρυμάτων (μεταξύ αὐτῶν καί τῆς Μονῆς Panonhalma, τοῦ κέντρου τοῦ Τάγματος τῶν Βενεδικτίνων στήν Οὐγγαρία). Τήν 17η Αὐγούστου 1001 ὁ ἅγ. Στέφανος στέφθηκε ἀπό τόν Πάπα Σίλβεστρο Β' πρώτος Βασιλιᾶς τῆς Οὐγγαρίας.
Ἡ ζωή τοῦ ἁγ. Στεφάνου ὡς Βασιλέως διακρινόταν ἀπό τήν ἀγάπη του πρός τόν πάσχοντα ἄνθρωπο καί τόν ἱεραποστολικό του ζῆλο. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ἅγ. Στέφανος ταλαιπωρήθηκε ἀπό ἀσθένειες, οἰκογενειακά προβλήματα καί παγανιστικές κινήσεις καί κυρίως ἀπό τόν θάνατο κατά τήν διάρκεια κυνηγιοῦ τοῦ γιοῦ καί διαδόχου του Emeric (931), ὁ ὁποῖος προκάλεσε δυναστικά προβλήματα πού ἀπείλησαν τήν ζωή του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 15η Αὐγούστου 1038, σέ ἡλικία 63 ἐτῶν, καί ἐνταφιάσθηκε στό Ναό τῆς Θεοτόκου τοῦ Stuhlweissenburg, ὅπου στή συνέχεια ἐνθρονίζονταν καί ἐνταφιάζονταν οἱ Βασιλεῖς τῆς Οὐγγαρίας. Λόγῳ τῶν θαυμάτων πού τελοῦνταν στόν τάφο του, ὁ Πάπας Γρηγόριος Ζ', μετά ἀπό αἴτημα τοῦ Βασιλέως Ladislas, διέταξε τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του καί τήν κατάθεσή του στό λαμπρό Παρεκκλήσιο πού ἔφερε τό ὄνομά του, στό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Βουδαπέστης (ἔκτοτε ὁ Ναός εἶναι γνωστός μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγ. Στεφάνου). Ἡ Ἀνακομιδή πραγματοποιήθηκε τήν 20η Αὐγούστου 1073. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε τό 1083.
Σήμερα ἀπό τά ἄφθαρτα Λείψανα τοῦ ἁγ. Στεφάνου σώζεται ἡ ἀδιάφθορη δεξιά του. Φυλάσσεται στόν πρός τιμήν του Ναό τῆς Βουδαπέστης καί ἀποτελεῖ ἕνα τῶν μεγάλων σεβασμάτων τοῦ Οὐγγρικοῦ λαοῦ. Σώζονται ἀκόμη τό Στέμμα, τό Σκήπτρο καί ἡ Σφαίρα πού χρησιμοποιήθηκαν κατά τήν στέψη του ὡς πρώτου Βασιλέως τῆς Οὐγγαρίας. Τά πολύτιμα αὐτά κειμήλια - σύμβολα τῆς ἐλευθερίας τῶν Οὔγγρων, κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο φυγαδεύθηκαν στίς Η.Π.Α. ἀπ' ὅπου ἐπιστράφηκαν στήν Οὐγγαρία τό 1978, προσωπικά ἀπό τόν τότε Ἀμερικανό Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν Cyrus Vance.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Αὐγούστου.
Ἅγιος Στέφανος Μιλοῦτιν Κράλης τῆς Σερβίας (+ 1322)
Ὁ Στέφανος Οὔρεσης Β', ἕνας τῶν ἐπιφανεστέρων Σέρβων Ἡγεμόνων τῆς Δυναστείας τῶν Νεμανιδῶν. Ἦταν γιός τοῦ Κράλη τῆς Σερβίας Οὔρεση Α' (ὁσίου Σίμωνος, + 1282, 1η Μαϊου) καί τῆς Βασιλίσσης Ἑλένης (ὁσίας, 30ή Ὀκτωβρίου) καί ἀδελφός τοῦ Κράλη Δραγούτιν (ὁσίου Θεοκτίστου, 30ή Ὀκτωβρίου).
Κατά τήν Ἱστορία ὁ Δραγούτιν ἀνέτρεψε τόν πατέρα του μέ πραξικόπημα καί ἀφοῦ ἐπικράτησε, τόν φυλάκισε στό Δυρράχιο. Ἐκεῖ ὁ Οὔρεσης ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Σίμων καί ἀξιώθηκε ὁσιακοῦ τέλους, τό ὁποῖο ὁδήγησε τόν Δραγούτιν σέ μετάνοια. Ἀμέσως παραιτήθηκε, παρέδωσε τόν Θρόνο στόν ἀδελφό του Στέφανο, ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Θεόκτιστος καί ἔζησε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς προσφέροντας στό Θεό καρπούς μετανοίας.
Ὁ Μιλούτιν βασίλευσε κατά τήν περίοδο 1282 - 1321. Σ' αὐτόν ἡ μεσαιωνική Σερβία ὀφείλει τήν ἐπέκτασή της σέ βάρος Ἑλλήνων καί Βουλγάρων. Ἀρχικά κατέλαβε τά Σκόπια (τά ὁποῖα ἔκανε πρωτεύουσσά του) καί ἔπειτα τό Δυρράχιο καί ἄλλα σημαντικά Βυζαντινά κέντρα στήν Ἤπειρο καί τήν Δυτική Μακεδονία. Τό 1299 ὁ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β' ὁ Παλαιολόγος (1282 - 1328), σύναψε εἰρήνη μαζί του. Τό γεγονός ἐπισφαγίσθηκε μέ τόν πολιτικῆς σκοπιμότητος γάμο τοῦ Σέρβου Κράλη μέ τήν μόλις πέντε ἐτῶν θυγατέρα τοῦ Ἀνδρονίκου ἀπό τόν β' γάμο του, τήν Σιμωνίδα. Ἡ προίκα τῆς Βυζαντινῆς Πριγκίπισσας ἦταν ἡ ἀναγνώριση τῆς Σερβικῆς κυριαρχείας στίς κατακτημένες περιοχές.
Ὁ Στέφανος ἀναδείχθηκε εὐσεβέστατος Ἡγεμόνας. Κατά τήν παράδοση, ὑποσχέθηκε στόν Θεό νά ἀνεγείρει ἕνα Ναό γιά κάθε χρόνο βασιλείας του, σάν εὐχαριστήριο γιά τίς πολλές εὐλογίες Του πρός τό Σερβικό Ἔθνος. Ἔτσι, στά 42 χρόνια τῆς βασιλείας του, ὕψωσε 42 ναούς! Οἱ πλέον ἀξιόλογοι ἀπό αὐτούς εἶναι τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους (1293), τοῦ ἁγ. Νικήτα στά Σκόπια (1307), ἡ λεγόμενη Βασιλική Ἐκκλησία στή Μονή Στουντένιτσας Σερβίας (1314) καί κυρίως ἡ Μονή τῆς Γκρατσάνιτσας (1315). Στό Ἅγιο Ὄρος, ἐκτός ἀπό τό Καθολικό τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου, ἀνακαίνισε καί τήν τράπεζα τῆς Μονῆς καί ὕψωσε τόν μέχρι σήμερα σωζόμενο ὀχυρωματικό πύργο πού φέρει τό ὄνομά του, διότι κατά τήν περίοδο ἐκείνη οἱ ἐπιδρομές τῶν Τούρκων στά ἀνατολικά παράλια τοῦ Ἄθωνα, γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές.
Κατά τήν βασιλεία τοῦ Μιλούτιν ἄρχισε ὁ λεγόμενος ἐκβυζαντινισμός τῆς Σερβικῆς κοινωνίας, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἱστορικό προηγούμενο στό παρελθόν. Τά σημεῖα τῆς οὐσιαστικῆς Βυζαντινῆς ἐπιρροῆς πολλαπλασιάσθηκαν στήν διοίκηση τοῦ Κράτους, στήν κοινωνικό-οἰκονομική διάρθρωση, στή ναοδομία, στή Θεία Λειτουργία (ἡ ὁποία μεταρυθμίσθηκε κατά τό Ἁγιορειτικό Τυπικό). Ἡ ἔντονη οἰκοδομική δραστηριότητα τοῦ Σέρβου Κράλη, ἔφερε στή Σερβία τούς καλύτερους τεχνίτες τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί δημιούργησε τήν λεγόμενη Σερβο - Βυζαντινή Σχολή.
Ὁ Κράλης ἅγ. Στέφανος κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1322. Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Ναό τῆς ἁγ. Κυριακῆς, στή Σόφια τῆς Βουλγαρίας (ἐκτός ἀπό τήν τιμία Κάρα ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ).
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 30η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Στέφανος Ντεστάνσκι Κράλης τῆς Σερβίας (+ 1331)
Ὁ Στέφανος Οὔρεσης Γ', γιός τοῦ Κράλη Στεφάνου Οὔρεση Β' Μιλοῦτιν καί τῆς Πριγκίπισσας τῆς Οὐγγαρίας Ἐλισσάβετ. Ἦταν καλοῦ χαρακτῆρος καί ἔτυχε ἱκανῆς παιδείας. Ὅταν ὁ πατέρας του (σέ μία προσπάθεια διατηρήσεως τῶν εὐθραύστων πολιτικῶν ἰσοροπιῶν τῆς ἐποχῆς των), τόν ἔστειλε ὄμηρο στήν Ὀρδή τῶν Τατάρων (ἐπικυριάρχων τῆς γειτονικῆς Βουλγαρίας), ὁ νεαρός Πρίγκιπας μέ τήν ἐξαιρετική συμπεριφορά καί τό ἦθος του, πέτυχε νά δημιουργήσει φιλίες μέ Τατάρους εὐγενεῖς. Καί πάλι γιά τήν διατήρηση πολιτικῶν ἰσοροπιῶν, νυμφεύθηκε τήν θυγατέρα τοῦ Βούλγαρου Ἡγεμόνα Σμίλατζ. Τότε τοῦ ἀνατέθηκε ἀπό τόν πατέρα του ἡ διοίκηση τῆς σημαντικῆς περιοχῆς τῆς Ζέτας (Διοκλείας), στήν Ἀδριατική.
Ὁ Στέφανος Ντετσάνσκι εἶναι ἕνας ἀπό τούς πρωταγωνιστές τῆς Ἱστορίας τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί χαρακτηριστικό παράδειγμα θύματος τῶν αὐλικῶν δολοπλοκιῶν. Τό 1313 (14 χρόνια μετά τόν γάμο τοῦ Μιλούτιν μέ τήν μόλις 5 ἐτῶν Βυζαντινή Πριγκίπισσα Σιμωνίδα, θυγατέρα τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β' Παλαιολόγου, μέ τόν ὁποῖο ἐπισφραγίσθηκε ἡ Βυζαντινό - Σερβική Συνθήκη τοῦ 1299), ἡ Σιμωνίδα (μητέρα ἤδη ἑνός γιοῦ, τοῦ Κων/νου, τόν ὁποῖο προωθοῦσε στό Σερβικό Θρόνο), διέβαλε στόν Μιλούτιν τόν γιό του Στέφανο καί πέτυχε νά τόν στρέψει ἐναντίον του. Τό ἀποτέλεσμα τῆς διαβολῆς ἦταν νά συλληφθεῖ ὁ Στέφανος μέ τήν κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας (μαζί μέ τά παιδιά του Δουσάν καί Δουσίτσα), νά τυφλωθεῖ μέ πυρωμένο σίδερο καί νά ὁδηγηθεῖ ὅμηρος στήν ΚΠολη!
Τό βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας πού ὑπέστη αὐτή τήν φοβερή (ἀλλά κοινή στήν ἐποχή του) τιμωρία, ὁ Στέφανος δέχθηκε τήν "κατ' ὄναρ" ἐμφάνιση τοῦ ἁγ. Νικολάου Ἐπισκόπου Μύρων, ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε νά μήν θλίβεται, διότι τά μάτια του ἦσαν στά χέρια του!
Στήν ΚΠολη ὁ Ἀνδρόνικος Β' δέχθηκε μέ ἐγκαρδιότητα τόν ἐξόριστο τυφλό γιό τοῦ γαμπροῦ του Κράλη Μιλούτιν, ὅμως ὁ Στέφανος δέν προτίμησε γιά διαμονή του τό Ἱερό Παλάτιο, ἀλλά τήν Μονή Παντοκράτορος, ὅπου ἐντυπωσίασε μέ τήν διαγωγή του τούς ἐκεῖ ἀσκουμένους μοναχούς.
Ἡ ἐξορία τοῦ Στεφάνου στήν Βασιλεύουσσα κράτησε πέντε χρόνια. Τό 1318 ὁ Μιλούτιν ἀντιλήφθηκε τήν σκευωρία σέ βάρος τοῦ γιοῦ του καί μετανοημένος τοῦ ζήτησε νά ἐπιστρέψει στή Σερβία. Τό βράδυ πρίν τήν ἀναχώρησή του ὁ ἐνάρετος Πρίγκιπας, δέχθηκε μία ἀκόμη ἐμφάνιση τοῦ ἁγ. Νικολάου, κατά τήν ὁποία ὁ Ἅγιος φάνηκε νά τοῦ προσφέρει ἕνα ζευγάρι μάτια! Ὅταν συνῆλθε ἀπό αὐτό τό ὅραμα ὁ Στέφανος βρέθηκε θαυματουργικά θεραπευμένος!
Ὁ Μιλούτιν ἀπεβίωσε τό 1321 καί ὁ Στέφανος στέφθηκε Κράλης τῶν Σέρβων (μαζί μέ τόν γιό του Στέφανο Οὔρεση Δ' Δουσάν), στό Πέκκιο, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας Νικόδημο (1317 - 1324). Ἀρχικά ἀντιμετώπισε τήν ἐπανάσταση ἐναντίον του τοῦ ἀδελφοῦ του Κων/νου, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς ὁποίας στράφηκε διπλωματικά πρός τήν Δύση καί τόν Πρίγκιπα τοῦ Τάραντα Φίλιππο. Ταυτόχρονα πρότεινε στόν ἀδελφό του νά ζήσει εἰρηνικά μαζί του, δεύτερος μετά ἀπό αὐτόν στό βασίλειό του, ἀλλά ὁ Κων/νος προτίμησε τήν ἔνοπλη ἀντιπαράθεση, κατά τήν ὁποία νικήθηκε καί αἰχμαλωτίσθηκε.
Στό στρατιωτικό τομέα ὁ Στέφανος σημείωσε μεγάλες ἐπιτυχίες σέ βάρος τῶν Βυζαντινῶν καί τῶν Βουλγάρων, μέ ἀρχηγό τοῦ στρατοῦ του τόν Δουσάν (τό 1330 λ.χ. νίκησε στό Βελασβούδιο τούς Βουλγάρους καί τούς Βυζαντινούς τοῦ Μιχαήλ Σισμάν). Ἀναμίχθηκε στόν ἐμφύλιο πόλεμο μεταξύ τῶν δύο Ἀνδρονίκων (Β' καί Γ') καί βοήθησε στρατιωτικά τόν Ἀνδρόνικο Β', τό 1327. Προηγουμένως, τό 1326 ἤ 1327, εἶχε νυμφευθεῖ τήν ἀνηψιά τοῦ Αὐτοκράτορα Πριγκίπισσα Μαρία, ἐγγονή τοῦ λογίου ἀναωτάτου ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη.
Στόν κοινωνικό τομέα ὁ Στέφανος ὑπῆρξε γενναιόδωρος πρός τούς πτωχούς καί ἔστειλε μεγέλες δωρεές στή Μονή Παντοκράτορος ΚΠόλεως καί σέ Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀλεξανδρείας. Σέ ἀνάμνηση τῶν νικῶν του, συνεργαζόμενος μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας ἅγ. Δανιήλ, ὕψωσε τήν περίφημη Μονή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, στό Ντέτσανι τοῦ Κοσσυφοπεδίου. Ἡ ἀνέγερση ἄρχισε τό 1327 καί ὁλοκληρώθηκε τό 1335, μετά τόν θάνατό του, ἀπό τόν γιό καί διάδοχό του Τσάρο Δουσάν.
Πιστός στήν παράδοση τῶν Σέρβων Ἡγεμόνων, ὁ Κράλης Στέφανος ἐπιθυμοῦσε νά ἀποσυρθεῖ ἀπό τήν πολιτική καί τόν κόσμο καί νά ἡσυχάσει στήν κτητορική του Μονή, ὅμως ἔπεσε θῦμα τῆς φιλαρχίας τοῦ γιοῦ του Δουσάν, ὁποῖος - παρασυρμένος ἀπό τίς στρατιωτικές του ἐπιτυχίες - τόν φυλάκισε στό φρούριο τῆς Σβένης. Ἐκεῖ τελειώθηκε μαρτυρικά, μέ στραγγαλισμό ἤ ἀπαγχονισμό, τό 1331. Τόν ἑπόμενο χρόνο μετανοημένος ὁ Δουσάν, μετέφερε τό σῶμα τοῦ πατέρα του στή Μονή τῆς Ντέτσανης καί τό ἐνταφίασε ἐκεῖ, σέ μαρμάρινο τάφο. Τό 1339 τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Στεφάνου ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Σήμερα φυλάσσεται στή Μονή τῆς Ντέτσανης, ἐνδεδυμένο μέ βασιλικά ἐνδύματα.
Ὁ ἅγ. Στέφανος ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό "μετά θάνατον", μέ τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων. Ἔχουν καταγραφεῖ πολλές περιπτώσεις θεραπείας ἀσθενῶν, κυρίως τυφλῶν ἤ ἀτόμων μέ σοβαρές παθήσεις τῶν ὀφθαλμῶν, οἱ ὁποῖοι θεραπεύθηκαν ἐπικαλούμενοι τήν πρεσβεία του, ἀφοῦ προσκύνησαν τό χαριτόβρυτο Λείψανό του.
Ὅσιος Στέφανος τοῦ Μακχρίς Ρωσίας (+ 1406)
Γεννήθηκε στό Κίεβο καί μόνασε στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων, ὅπου διακρίθηκε γιά τήν ἀρετή του. Οἱ πιέσεις τῶν Παπικῶν Πολωνῶν τόν ἀνάγκασαν νά πάει στή Μόσχα, ὅπου ὁ Μεγ. Ἡγεμόνας Ἰβάν Β' (1353 - 59), τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐγκατασταθεῖ στό Μακχρίς, τῆς περιφερείας Γκοροντίς. Ἔζησε ἐρημητικά, ἀσκούμενος στή σιωπή. Τό 1358 ἵδρυσε Μονή, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος, ἐκδιώχθηκε ὅμως ἀπό τούς τοπικούς γαιοκτήμονες Γιούρκωφ καί κατέφυγε μέ τόν μαθητή του Γρηγόριο στήν Βολόγδα. Ἐκεῖ, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἀβνέζα, ἵδρυσε τό Ἐρημητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐπιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1406. Τό 1550, κατά τήν διάρκεια ἐργασιῶν στό Ἐρημητήριο, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 14η Ἰουλίου.
Ἅγιος Στέφανος Μπράνκοβιτς, Δεσπότης τῆς Σερβίας (+ 1476)
Ἦταν ἀπόγονος τοῦ Κράλη τῆς Σερβίας Μάρτυρος Λαζάρου καί γιός τοῦ Δεσπότη Γεωργίου Μπράνκοβιτς. Γεννήθηκε περίπου τό 1417. Ὅταν ἡ ἀδελφή του Μάρα δόθηκε σύζυγος στό Σουλτάνο Μουράτ Α', τήν συνόδευσε - μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γρηγόριο - σάν ὄμηρος στήν ΚΠολη. Ἐκεῖ καί οἱ δύο ἀδελφοί τυφλώθηκαν ἀπό τούς Τούρκους! Μερικά χρόνια ἀργότερα ὁ πατέρας τους ἐξαγόρασε τήν ἐλευθερία τους καί ἔτσι ἐπέστρεψαν στή Σερβία.
Τό 1457, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του καί τοῦ ἀδελφοῦ του, ἡγεμόνευσε στή Σερβία, ἀλλά ἀνατράπηκε μέ συνωμοσία καί ἐξορίσθηκε στήν Ἀλβανία, ὅπου - τό 1461 - γνώρισε καί νυμφεύθηκε τήν δυναμική Πριγκίπισσα ἅγ. Ἀγγελίνα (κόρη τοῦ Γεωργίου Καστριώτη ἤ Σκεντέρμπεη), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε τρία παιδιά. Φεύγοντας τήν ὀργή τῶν Τούρκων κατέφυγε στήν Τεργέστη, ὅπου παρέμεινε σταθερός στήν Ὀρθοδοξίας, παρά τίς πιέσεις νά προσχωρήσει στόν Παπισμό, μέ ὑποσχέσεις πολιτικῆς καί στρατιωτικῆς βοηθείας γιά τήν ἀνάκτηση τοῦ Θρόνου του.
Κοιμήθηκε ἐξόριστος στήν Τεργέστη τό 1476, ἔχοντας ὑποφέρει σάν ἄλλος Ἰώβ πολλούς πειρασμούς.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο, ὅταν ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς ἄρχισε νά ἐπισκιάζει τόν τάφο του. Τό Λείψανο μετέφερε στή Σερβία καί κατέθεσε στή Μονή τοῦ Κουπίνοβο (Κρούσεντολ), ἡ σύζυγός του ὁσ. Ἀγγελίνα (ἡ ὁποία μετά τόν θάνατό του ἔγινε μοναχή). Τό 1716 ἡ Μονή καταστράφηκε ἀπό τούς Τούρκους. Τότε κομματιάσθηκε καί τό ἅγιο Λείψανο καί μεγάλα τμήματά του χάθηκαν. Σήμερα στή Μονή φυλάσσονται κάποια μικρά τμήματά του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 9η Ὀκτωβρίου καί μαζί μέ ἐκείνη τῆς συζύγου του ἁγ. Ἀγγελίνας καί τῶν παιδιῶν του ἁγίων Μαξίμου Μητροπολίτου Βλαχίας καί Ἰωάνννη Δεσπότη τῆς Σερβίας, τήν 10η Δεκεμβρίου.
Ἅγιος Στέφανος Στυλιάνοβιτς, Δεσπότης τῆς Σερβίας (+ 1540)
Γεννήθηκε στό Μαυροβούνιο καί τό 1502 ἀναδείχθηκε Δεσπότης στό Σίρμιο, τό μόνο ἐλεύθερο τμῆμα τῆς Σερβίας (τό ὁποῖο, ὅμως, ἀσφυκτιοῦσε μεταξύ τῶν Παπικῶν Οὔγγρων στά βόρεια καί τῶν Μωαμεθανῶν Τούρκων στά νότια). Παρά τήν ἦττα τῶν Οὔγγρων στό Μοχάτς (1526), τήν πτώση τῆς Βουδαπέστης (1529) καί τήν πολιορκία τῆς Βιέννης, προέβαλε μεγάλη ἀντίσταση κατά τῶν Τούρκων.
Ἐξαιρετικά φιλάνθρωπος, σέ περίοδο πεῖνας, μοίρασε στούς πτωχούς τό λιγοστό ψωμί του.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1540 καί ἐνταφιάσθηκε στόν λόφο τοῦ Djuntir, ὅπου ἡ σύζυγός του Πριγκίπισσα Ἑλένη, εἶχε καταφύγει κατά τήν διάρκεια τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων.
Λίγο μετά τόν θάνατό του, ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς καταύγασε τόν τάφο του καί ὅταν οἱ Ὀθωμανοί τόν ἀνέσκαψαν γιά νά βροῦν... θησαυρό, ἀποκαλύφθηκε τό ἀδιάφθορο Λείψανό του. Κατ' οἰκονομία Θεοῦ, τό Λείψανό του βρῆκε ὁ ἐξισλαμισμένος συγγενής του ἀρχηγός τῶν Γενιτσάρων Ἀμίρ, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε σέ κάποιους Σέρβους μοναχούς νά τό μεταφέρουν στήν Μονή τοῦ Σισάτοβατς (τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει τό 1520 ἡ σύζυγός του Ἑλένη).
Μετά τήν ἀνακομιδή ἡ Πριγκίπισσα Ἑλένη ἔγινε μοναχή στήν ἴδια μονή, μέ τό ὄνομα Ἐλισσάβετ. Κοιμήθηκε ἐκεῖ εἰρηνικά μετά ἀπό τρία χρόνια καί ἐνταφιάσθηκε στή Μονή. (Τιμᾶται ἐπίσης ὡς Ἁγία, τήν 4η Ὀκτωβρίου).
Ἡ Μονή τοῦ Σισάτοβατς καταστράφηκε ἀπό τούς Παπικούς Κροάτες Οὐστάσι κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὁποῖοι ἐκτέλεσαν τούς Μοναχούς. Τότε τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Στεφάνου μεταφέρθηκε στόν Κάθεδρικό Ναό τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 4η Ὀκτωβρίου.
Ὅσιος Στέφανος τοῦ Πιπέρσκ Σερβίας (+ 1697)
Γεννήθηκε στό Νίκσιτς τοῦ Μαυροβουνίου, σέ πτωχή οἰκογένεια. Νέος μόνασε στή Σερβική Μονή Μοράτσα, ὅπου δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος. Ὅταν οἱ μοναχοί πιεζόμενοι ἀπό τίς βιαιοπραγίες τῶν Ὀθωμανῶν ἐγκατέλειψαν τήν μονή, ὁ Ὅσιος ἐγκαταβίωσε σέ ὀρεινό σπήλαιο, ὅπου ἀπέφυγε τίς Τουρκικές ληστοσυμμορίες μέ τρόπο θαυματουργικό. Μετά ἀπό ἑπτά χρόνια διαμονῆς στόν τόπο αὐτό, ἀναχώρησε στήν περιοχή τῆς Σκεντερίας καί ἐγκαταβίωσε σέ κτῆμα τῆς Οἰκογενείας Πίπερι, ὅπου ἔκτισε παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στό Γεννέθλιο τῆς Παναγίας. Σταδιακά ἡ διαμονή του ἐξελίχθηκε σέ μονή, στήν ὁποία ὁ Ὅσιος ἡγουμένευσε 37 χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 20η Μαϊου 1697 καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή του. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα, τό 1701, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί κατατέθηκε στό Ναό τῶν Ἀρχαγγέλων, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 20ή Μαϊου.
Ἅγιος Συμεών τοῦ Βερχότσκ Ρωσίας (+ 1642)
Ἕνας εὐσεβής λαϊκός πού ἔζησε στόν κόσμο ζωή μεγάλης ἀσκήσεως, μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί μεγάλη αὐστηρότητα. Γιά νά ἐργασθεῖ ἱεραποστολικά μεταξύ τῶν παγανιστικῶν φυλῶν, εἶχε ἐγκατασταθεῖ στήν περιοχή του Πέρμ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1642 καί γιά διάστημα 50 περίπου ἐτῶν ἦταν ξεχασμένος, ὅταν θαύματα ἄρχισαν νά γίνονται στόν τάφο του.
Κατά τήν ἀνακομιδή του τό Λείψανό του βρέθηκε ἀδιάφθορο. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 18η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος Τίτος ὁ Πρεσβύτερος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (+ 1190)
Ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἀπό φθόνο τοῦ πονηροῦ διαβόλου φυγαδεύθηκε ἡ ἀγάπη μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Διακόνου Εὐαγρίου. Τήν στιγμή τοῦ θανάτου του "ἦλθεν εἰς ἑαυτόν" καί ζήτησε συγγνώμη καί ὅταν ὁ Εὐάγριος τήν ἀρνήθηκε καί ἔπεσε νεκρός, ὁ Ὅσιος εἶδε τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τοῦ συνασκητοῦ του.
Τό Λείψανό του φυλάσσεται ἀδιάφθορο στήν Λαύρα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Φεβρουαρίου.
Ἅγιος Τριφύλλιος Ἐπίσκοπος Λεδρῶν Κύπρου (4ος αἰ.)
Καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς (ἀπό πατέρας του ἦταν ἕνας ἀπό τούς 12 μεγιστάνες, τούς ὁποίους ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔφερε ἀπό τήν Πρεσβυτέρα στήν Νέα Ρώμη - ΚΠολη). Σπούδασε νομικά στήν ΚΠολη καί τήν Βηρυτό καί συνδέθηκε μέ τόν ἅγ. Σπυρίδωνα Ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος, ἀπό τόν ὁποῖο δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη. Ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Λεδρῶν (σημ. Λευκωσίας) καί μέ τήν ἰδιότητα αὐτή συμμετεῖχε στήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (343).
Ὑπῆρξε λόγιος Ἱεράρχης καί πολυγραφώτατος συγγραφέας (μνημονεύεται ἀπό τόν ὅσ. Ἱερώνυμο· Πατρολογία Μιγνίου, 23, 695), ἀλλά καί καλός ποιμένας τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου. Μαρτυρεῖται, ὅτι κατά τόν μεγάλο σεισμό τοῦ 4ου αἰ. ὁ ὁποῖος κατέστρεψε τήν Κύπρο, ἀνέσυρε ὁ ἴδιος μέ τά χέρια του μέσα ἀπό τά ἐρείπια τούς νεκρούς καί τούς ἐνταφίαζε ! Ἀκόμη, μαζί μέ τήν μητέρα του ὁσ. Δομνίκη (μνημονεύεται ἀπό τούς Βολλανδιστές στά Ἀνάλλεκτα, τ. 1948, σελ. 17), ἵδρυσε Μονή γιά τήν φιλοξενία τῶν μοναζουσῶν πού πήγαιναν νά προσκυνήσουν στούς Ἁγίους Τόπους.
Ὁ Ἱστορικός Σωκράτης διάσωσε τό ἀκόλουθο χαριτωμένο περιστατικό: Κάποτε ὁ ἅγ. Σπυρίδων συμμετεῖχε σέ Σύνοδο στήν ἕδρα τοῦ μαθητή του ἁγ. Τριφυλλίου. Ὁ ἅγ. Τριφύλλιος ὡς πρός τήν γλῶσσα ἦταν ἀρχαϊστής καί κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου, ἀνέγνωσε ἀπό τό Εὐαγγέλιο ὄχι "ἆρον τόν κράββατόν σου", ἀλλά "ἆρον τόν σκίμποδάν σου". Ὁ ἁπλός ἅγ. Σπυρίδων μόλις τό ἄκουσε, σηκώθηκε ἐπιδεικτικά ἐνῶ φοροῦσε τά ἄμφιά του καί κατευθύνθηκε πρός τήν ἔξοδο τοῦ Ναοῦ λέγοντας: "Δέν μπορῶ νά μείνω ἐδῶ, μαζί μέ ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ντρέπεται νά πῆ αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος" (Περιοδικό "Ὀρθόδοξη Μαρτυρία" Ἱ. Μονῆς Ἁγίων Αὐγουστίνου καί Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ Τρικόρφου Δωρίδος, φ, 103, σελ. 83).
Κοιμήθηκε στά τέλη τοῦ 4ου αἰ. καί ἐνταφιάσθηκε στό Ναό πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει, στή Λευκωσία. Ὁ ὅσ. Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος στό ἔργο του "Ἐγκώμιον κεφαλαιῶδες εἰς τόν Ὅσιον καί Θαυματουργόν Πατέρα ἡμῶν Διομήδην τόν Νέον, τόν ἐγγύς Λευκουπόλεως Κύπρου καί κώμης Λευκομιάδος τηλαυγῶς διαλάμψαντα", ἀναφέρει ὅτι ὁ ὅσ. Διομήδης, κατά τήν διάρκεια μιᾶς Ἀραβικῆς ἐπιδρομῆς κατά τῆς Λευκωσίας, προσπάθησε νά περισώσει τό ἀδιάφθορο Λείψανο τοῦ ἁγ. Τριφυλλίου, ὅμως οἱ Ἄραβες τό ἀποκεφάλισαν. Τότε συνέβη παράδοξο θαῦμα. Τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔρρευσε αἷμα, "σημεῖον ὅτι ὁ Θεός ἐβράβευσεν αὐτόν ὡς Μάρτυρα". Παρά τήν φοβερή αὐτή θεοσημεία, τό Λείψανο ρίχθηκε στή φωτιά καί καταστράφηκε καί μόνο μικρά τμήματά του διασώθηκαν (Βλ. Περιοδικό "Ὀρθόδοξη Μαρτυρία" Λευκωσίας, φ.59/1999, σελ. 26).
Σήμερα ἡ τιμία Κάρα τοῦ ἁγ. Τριφυλλίου φυλάσσεται σέ ἀργυρή θήκη στή Μονή Κύκκου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 13η Ἰουλίου (σέ ἔντυπα Μηναία καί στό Συναξαριστή τῆς ΚΠόλεως μνημονεύεται τήν 12η Ἰουλίου καί σέ χειρόγραφο τήν 11η τοῦ ἴδιου μῆνα).
Ὅσιος Τρύφων τῆς Βιάτκα Ρωσίας (+ 1612)
Ἦταν νεώτερος γιός ἑνός πλουσίου χωρικοῦ τῆς περιφερείας τοῦ Ἀρχαγγέλου. Ἔφυγε κρυφά ἀπό τό σπίτι του γιά νά ἀποφύγει τόν γάμο καί βρῆκε καταφύγιο κοντά σέ ἕνα χαρισματοῦχο Ἱερέα στό Ὀρλώφ. Σέ ἡλικία 22 ἐτῶν ἔγινε μοναχός στή Μονή Πισόρσκ. Κάποτε, ἐνῶ ἦταν ἀσθενής ἔπεσε σέ κώμα καί εἶδε ἕναν Ἄγγελο νά ζητάει τήν ψυχή του, μία φωνή ὅμως τόν διέταξε νά τόν ἀφήσει ἀκόμη στήν γῆ. Ὅταν ἄνοιξε τά μάτια του, εἶδε τόν ἅγ. Νικόλαο ἐπ. Μύρων νά τόν θεραπεύει!
Φεύγοντας τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων ὁ Ὅσιος ἔφυγε στήν ἔρημο καί ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά μεταξύ τῶν παγανιστικῶν φυλῶν. Ἀργότερα ἵδρυσε στή Βιάτκα τήν Μονή Κοιμ. Θεοτόκου. Γιά τίς ἀνάγκες τίς Μονῆς χρειάσθηκε νά ταξιδέψει στή Μόσχα καί τό Καζάν. Σέ μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις αὐτές γνωρίσθηκε μέ τόν τότε Μητροπολίτη Καζάν καί ἔπειτα Πατριάρχη Μόσχας ἅγ. Ἑρμογένη. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἀντιμετώπισε τήν ἀνταρσία τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου μοναχοῦ Ἰωνᾶ καί ἔφυγε ἀπό τήν Μονή. Τότε ἵδρυσε στό Σλομπόντσκ τήν Μονή τῶν Θεοφανείων.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1612 στήν Μονή τῆς Βιάτκας, μετά τήν μετάνοια τοῦ Ἰωνᾶ, τόν ὁποῖο ὀνόμασε διάδοχό του.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1648. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ὀκτωβρίου.
Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, Ἀρχιεπίσκοπος Βορονέζ Ρωσίας (+ 1783)
Ὁ "Χρυσόστομος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας".
Γεννήθηκε τό 1724 στό χωριό Κορότσκε τοῦ Νόβγκοροντ καί ἀπό μικρός ἔμεινε ὀρφανός. Ἐξαιρετικά φιλομαθής, ὅταν φοιτοῦσε στό Ἐκκλησιαστικό Σεμινάριο, πουλοῦσε τό μισό ψωμί του κι ἀγόραζε κερί, γιά νά μπορεῖ νά διαβάζει τίς νύχτες! Ἐνῶ ἦταν ἤδη σπουδαστής, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν! Τό 1758 ἀφιερώθηκε στήν Ἐκκλησία καί ἔγινε μοναχός, στήν συνέχεια δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί διορίσθηκε Προϊστάμενος δύο Μονῶν καί Διευθυντής τοῦ Σεμιναρίου τοῦ Τβέρ. Τό 1761, σέ ἡλικία 37 ἐτῶν, χειροτονήθηκε βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Νόβγκοροντ καί τό 1763 ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Βορονέζ (μιᾶς περιφερείας μέ ποίμνιο 800.000 πιστῶν).
Τό κύριο μέλημά του ὡς Ἀρχιεπισκόπου ἦταν ἡ ἄνθηση τοῦ Μοναχισμοῦ καί ἡ ἀνάδειξη ἀξίων Κληρικῶν. Συνήθιζε νά λέει, ὅτι τό Ἀρχιερατικό ὠμοφόρειο ἦταν πολύ βαρύ καί δέν μποροῦσε νά τό σηκώσει! Ἔτσι, ἕνα μόλις χρόνο μετά τήν ἀνάδειξή του σέ Ἀρχιεπίσκοπο ὑπέβαλλε τήν παραίτησή του στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτή. Τό 1766 ὑπέβαλλε νέα παραίτηση, ἡ ὁποία καί πάλι ἀπορρίφθηκε. Χρειάστηκε νά παρέμβουν τά Ἀνάκτορα γιά νά τόν ἀπαλλάξει ἡ Σύνοδος ἀπό τά καθήκοντά του, τήν 3. 1. 1768.
Ἐλεύθερος ἀπό ποιμαντικές ὑποχρεώσεις ὁ ἅγ. Τύχων, ἐγκαταστάθηκε σέ ἕνα ταπεινό κελλί τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας στό Ζαντόνσκ (στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δόν, 95 χιλιόμετρα ἀπό τό Βορονέζ), ὅπου ἔζησε τά ὑπόλοιπα 15 χρόνια τῆς ζωῆς του σάν ἁπλός μοναχός, μέ ἄσκηση καί ἡσυχία. Ἐλεημένος μέ τό χάρισμα τῶν θαυμάτων, ἀναδείχθηκε πνευματικός καθοδηγητής χιλιάδων ψυχῶν. Τά θαύματά του - τόσο τά πρίν, ὅσο καί τά μετά τήν μακαρία του κοίμηση - τοῦ προσέδωσαν τήν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ.
Κατά τόν N. Zernov, "ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στό Ὄπτινο τό 1879, δίνει μία ὁλοζώντανη περιγραφή ἑνός Ρώσου Στάρετς, παρ' ὅλο πού ὁ Ζωσιμᾶς δέν εἶναι τό συγκεκριμένο πορτραῖτο κανενός Γέροντα πού εἶδε ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας. Στόν Ζωσιμᾶ ὁ περίφημος μυθιστοριογράφος συνεδύασε ὡρισμέα γνωρίσματα πού θαύμαζε στούς μοναχούς τῆς Ὄπτινο, τά χαρακτηριστικά πού ἀνῆκαν στόν παλαιότερο ἐκπρόσωπο τῆς παράδοσης, τόν ἅγ. Τύχωνα τοῦ Ζαντόνσκ" (N. Zernov, "Οἱ Ρῶσοι καί οἱ Ἐκκλησία τους", ἔκδοσις ΑΣΤΕΡΟΣ 1972, σελ. 150).
Ὁ ἴδιος συγγραφέας γράφει γιά τήν ἡσυχαστική ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἁγίου: "Αὐτή ἡ ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο, δέν σήμαινε καί τήν ἐσωτερική διακοπή τῶν σχέσεων μέ τήν βασανισμένη ἀνθρωπότητα. Ἀντίθετα ὁ ἅγ. Τύχων προσφέρθηκε ὁλόψυχα στήν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον. Παρ' ὅλη τήν κακή του ὑγεία, ποτέ δέν κοιμόταν παραπάνω ἀπό 4 ἤ 5 ὧρες. Ὁ ὑπόλοιπος χρόνος ἀφιερωνόταν στήν προσευχή καί τήν βοήθεια ὅσων ζητοῦσαν τήν συμβουλή του. Τηροῦσε μία μεγάλη ἀλληλογραφία καί παρ' ὅλο πού σπανια ἐγκατέλειπε τό γυμνό κελλί του, ἦταν πάντα διαθσιμος νά δεχτεῖ ἐπισκέπτες.
Συνέγραψε κάμποσα βιβλία γιά τήν πνευματική ζωή. Ἦταν ταλαντοῦχος συγγραφέας, στενά συνδεδεμένος μέ τήν Ἐκκλησία του, ἀλλά καί φιλικά διατεθειμένος πρός τήν Χριστιανική Δύση καί ἐπίτηδες συμπεριελμβανε στά ἔργα του ὅσα στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας της εὕρισκε κοινά μέ τήν Ὀρθοδοξία" (αὐτ. σελ. 150).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 13η Αὐγούστου 1783, σέ ἡλικία μόλις 59 ἐτῶν. Τήν 13η Αὐγούστου 1861 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του καί ἡ διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του. Τό Λείψανο βρέθηκε ἀδιάφθορο, μέ ἀνέπαφα ἀκόμη και τά ἀρχιερατικά ἄμφια! Ἡ ἀνακομιδή ἔγινε παρουσίᾳ τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Β', πολλῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί περίπου 300.000 πιστῶν ἀπό ὅλη τήν Ρωσία! ("Ὅσιος Νεκτάριος - ὁ τελευταῖος μεγάλος Στάρετς τῆς Ὄπτινα", ἔκδοσις Ἱ. Μ. ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Καλάμου Ἀττικῆς, 2003, σελ. 25 - 26).
Ἀπότμημα τοῦ Λειψάνου του φυλάσσεται στή Μονή ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 13η Αὐγούστου.
Ἱερομάρτυρας Φίλιππος Μητροπολίτης Ρωσίας (+ 1569)
Γεννήθηκε τό 1507 σέ οἰκογένεια Βογιάρων, μέ ὑψηλή θέση στήν Ρωσική Αὐλή (ὁ πατέρας του ἦταν ὑπασπιστής τοῦ διανοητικά καθυστερημένου Μεγάλου Δοῦκα Γεωργίου, γιοῦ τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ' καί ἀδελφοῦ τοῦ Τσάρου Ἰβάν Δ' τοῦ Τρομεροῦ). Δέν ἀκολούθησε πολιτική ἤ στρατιωτική σταδιοδρομία, ἀλλά κοινοβίασε (τό 1537) στήν ἀκριτική Μονή Σολόβκι, στό Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό. Ἀρχικά ὑποτάχθηκε στόν Ἡγούμενο Ἀλέξιο καί στή συνέχεια στό διακριτικό Στάρετς Ἰωνᾶ, ἀπό τόν ὁποῖο διδάχθηκε τόν Ἡσυχασμό καί τήν νοερά προσευχή. Ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καί διοίκησε μέ σύνεση τούς 200 περίπου μοναχούς της γιά 18 χρόνια, συνδέοντας τό ὄνομά του μέ μεγάλα κτηριακά καί φιλανθρωπικά ἔργα.
Τό 1550 πῆρε μέρος στήν τοπική Σύνοδο τῆς Μόσχας (τήν γνωστή μέ τό ὄνομα "100 Κεφάλαια") καί ἔκανε ζωηρή ἐντύπωση γιά τήν θεολογική του κατάρτιση, στό νεαρό Τσάρο Ἰβάν Δ', τόν ἔπειτα Τρομερό. Τό 1566 ἀναδείχθηκε Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας. Κατά τήν σύντομη πρωθιεραρχεία του χειροτόνησε Ἐπισκόπους, συγκάλεσε Συνόδους, ὀργάνωσε τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση καί τόνωσε τήν πνευματική ζωή. Ὅταν τό 1567 ὁ Τσάρος ἄρχισε τήν λεγόμενη "Ἐπανάσταση τῆς Ὀπρίτσινα", ὁ Μητροπ. Φίλιππος βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τήν ἀνακτορική αὐθαιρεσία καί ὕψωσε τήν φωνή τοῦ Χριστιανοῦ Ἐπισκόπου κατά τῆς ἀδικίας καί τοῦ καθημερινοῦ λουτροῦ αἵματος, μέ ἀποτέλεσμα νά φυλακισθεῖ σέ κάποια μονή καί τελικά νά στραγγαλισθεῖ, ἀπό ἔμπιστο τοῦ Τσάρου, τήν 23η Δεκεμβρίου 1569.
Τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1590 (21 χρόνια μετά τό μαρτύριό του) καί μεταφέρθηκε στή μονή τῆς μετανοίας του, τό Σολόβκι. Τό 1652 ὁ Τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς Ρωμανώφ, μετέφερε τό Λείψανο στή Μόσχα καί τό κατέθεσε στόν περίφημο Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στό Κρεμλίνο. Σήμερα μέρος τοῦ ἀδιαφθόρου Λειψάνου φυλάσσεται στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 9η Ἰανουαρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου του τήν 3η Ἰουλίου. Τιμᾶται ἀκόμη καί κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας, τήν 5η Ὀκτωβρίου.
Ὁσιομάρτυρας Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία (+ 1589)
Κορυφαία μορφή στή σεπτή χορεία τῶν μετά τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως Ἁγίων Νεομαρτύρων τοῦ Γένους.
Γεννήθηκε τό 1552, ἀπό τήν ἀρχοντική Ἀθηναϊκή οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων, νυμφεύθηκε μέ ἀπαίτηση τῶν γονέων της καί μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο καί ἀφιερώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί ἀγάπης. Ἵδρυσε τήν Μονή τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου Ἀνδρέου (ἐκεῖ πού βρίσκεται σήμερα τό Μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν) καί τήν κατέστησε τόσο κέντρο πνευματικῆς ζωῆς, ὅσο καί κέντρο κοινωνικῆς ἐργασίας, φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας.
Τό ἔργο της ὑπῆρξε (γιά τήν ἐποχή του) μεγάλης σημασίας, ὄχι μόνον ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλά καί κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς, διότι μέ τίς σχολές πού ἵδρυσε γιά τά κορίτσια τῶν Ἀθηναίων, ἀπέτρεψε τούς ἐξισλαμισμούς καί βοήθησε οὐσιαστικά τήν θέση τῶν ὑποδούλων. Ἀκόμη προσέφερε ἄσυλο σέ Ἑλληνίδες πού δραπεύτευαν ἀπό τά χαρέμια τῶν Ὀθωμανῶν καί γιά τόν λόγο αὐτό διώχθηκε ἀπό τούς Τούρκους.
Κοιμήθηκε τό 1589, μετά ἀπό τόν ξυλοδαρμό της ἀπό Ὀθωμανούς ἀτάκτους. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν (ἐκτός τῆς τιμίας Κάρας ἡ ὁποία ἔχει χαθεῖ), κατατεθημένο σέ περίτεχνη ἀργυρή λάρνακα.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 19η Φεβρουαρίου.
Ἁγία Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες Ρουμανίας (16ος αἰ.)
Βουλγαρικῆς καταγωγῆς, γεννήθηκε στό Τύρνοβο ἀπό πτωχούς γονεῖς. Στήν τρυφερή παιδική της ἡλικία ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα, ἀπό τήν ὁποία εἶχε διδαχθεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Βρῆκε τόν θάνατο σέ ἡλικία 11 ἐτῶν, ἀφοῦ ὑπέφερε τά πάνδεινα ἀπό τήν μυτριά της, κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες:
Κάποια φορά πού ὁ πατέρας της δούλευε στήν ἐξοχή, ἡ μυτριά της τῆς ἔδωσε φαγητό γιά νά τοῦ τό πάει. Ἡ Φιλοθέη, ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε πρός τούς πτωχούς, μοίρασε τό φαγητό κατά τήν διαδρομή καί ἔτσι ὁ πατέρας της τό βράδυ ἐπέστρεψε νηστικός καί κουρασμένος. Τό περιστατικό αὐτό συνέβη ἀρκετές φορές. Κάποτε ὁ πατέρας της παραφύλαξε σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, γιά νά διαπιστώσει τί κάνει ἡ κόρη του τό φαγητό πού προοριζόταν γι' αὐτόν. Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε νά τό μοιράζει στούς πτωχούς, "ὥρμησε μέ ἕνα ρόπαλο κατεπάνω της, τήν ἔδεσε μέ σχοινιά καί ἄρχισε νά τήν κτυπάει καί νά τήν τσαλαπατάη μέ τά πόδια του"!
Στόν τόπο ἐκεῖνο καί ἀπό τά χέρια τοῦ πατέρα της, ἡ Φιλοθέη ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς Ἀγάπης καί τῆς Ἐλεημοσύνης. Ὁ παιδοκτόνος μετά τό ἔγκλημά του, στήν προσπάθειά του νά κρύψει τό σῶμα τοῦ θύματος, διαπίστωσε ὅτι ἦταν ὑπερφυσικά βαρύ! Ἔσπευσε λοιπόν νά παραδωθεῖ στίς Ἀρχές, ἐνῶ στόν τόπο τοῦ συμβάντος πῆγε ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος, μέ τήν συνοδεία Κληρικῶν καί πολλῶν Χριστιανῶν. Παρά τίς δεήσεις τό σῶμα τῆς Φιλοθέης παρέμενε ἀμετακίνητο! Ἔτσι, "ἀποφάσισαν νά μνημονεύσουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας, μήπως εἶναι θέλημά Της νά ἐγκατασταθῆ σέ κάποιο ἱερό τόπο. Ἀφοῦ τελείωσαν τήν μνημόνευση τῶν ἱερῶν τόπων τῆς Βουλγαρίας καί τό Λείψανο παρέμενε ἀσήκωτο, ἄρχισαν νά μνημονεύουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Ρουμανίας. Ὅταν ἐμνημόνευσαν τήν περικαλλῆ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, ἀμέσως τό σῶμα τῆς Μάρτυρος ἐλάφρωσε περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τό φυσικό του βάρος! Ἔτσι ὅλοι ἐγνώρισαν, ὅτι εἶναι θέλημά Της νά μεταφερθῆ στήν Μονή ἐκείνη, μακριά ἀπό τήν πατρίδα Της".
Τό παρθενικό Λείψανο τῆς Παιδομάρτυρος Φιλοθέης, ὑποδέχθηκε στήν βόρεια ὄχθη τοῦ Δουνάβεως ὁ Ἡγεμόνας Ράδος ὁ Μέγας, μέ κάθε πολιτική καί ἐκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια καί τό ἐναπέθεσε στόν περίφημο γιά τό κάλλος του Ναό τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, πρώτης πρωτεύουσσας τῆς Οὐγγροβλαχίας. Τό Λείψανο ἀργότερα ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, στήν ἴδια Μονή, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
Ἡ ἁγ. Φιλοθέη ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἐπιληπτικῶν καί ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 7η Δεκεμβρίου.
Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Πρεσβύτερος
Καταγόταν ἀπό τό Θέμα τοῦ Ὀψικίου Μ. Ἀσίας. Τήν εὐσέβεια διδάχθηκε ἀπό τήν μητέρα του Θεοφίλη καί ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀσκοῦσε τό σῶμα μέ νηστείες, γονυκλισίες καί ἀγρυπνίες, προσευχόμενος ὥρα πολλή ὄρθιος μέ τά χέρια ὑψωμένα. Μολονότι ποθοῦσε τόν μοναχικό βίο, ὅταν ἔφθασε σέ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε, ἀλλά μετά τήν γέννηση τῶν παιδιῶν του ἔζησε μέ τήν σύζυγό του μέ σωφροσύνη. Γιά τήν ἀρετή του ἀξιώθηκε τῆς Ἱερωσύνης καί τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμησή του τό Λείψανό του παρέμενε ἀδιάφθορο καί εὐωδιάζον! Θέλοντας οἱ ἐγχώριοι νά τόν τιμήσουν περισσότερο, κατασκεύασαν νέο περίτεχνο τάφο. Κατά τήν κατάθεση τοῦ Λειψάνου του, καθώς δύο Ἱερεῖς ἔσκυψαν νά τόν σηκώσουν, ὁ Ἅγιος ἅπλωσε τά χέρια του, τούς κράτησε ἀπό τούς ὤμους, σηκώθηκε ὄρθιος, ἔκανε τρία βήματα καί κατατέθηκε μόνος του στό νέο τάφο! Σέ ἔνδειξη τῆς καθαρῆς καί θαυμαστῆς του πολιτείας, ἀπό τόν τάφο του ἀνάβλυζε ἀέναο μύρο!
Σήμερα δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 15η Σεπτεμβρίου.
Μάρτυρες Φλῶρος καί Λαύρος τῆς Δαρδανίας
Ἦσαν ἀδελφοί κατά σάρκα καί λιθοξόοι στό ἐπάγγελμα. Μετά τό μαρτύριο τῶν διδασκάλων τους Μαρτύρων Πατρόκλου καί Μαξίμου (ἀπό τούς ὁποίους ἐκτός ἀπό τέχνη διδάχθηκαν καί τήν Χριστιανική Πίστη), ἔφυγαν ἀπό τό Βυζάντιο καί ἦρθαν στή Δαρδανία (σημ. Σερβία). Ἐκεῖ ἐργάσθηκαν γιά τόν Ἡγεμόνα τῆς Ἰλλυρίας Λικίνιο, στήν κατασκευή ἑνός εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ καί τίς μέν χρηματικές προσφορές τοῦ Ἡγεμόνα ἔδωσαν κρυφά στούς πτωχούς, τόν δέ ναό γκρέμισαν μετά τήν ἀποπεράτωσή του, γιά νά καταγγείλουν τήν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἡγεμόνα ἦταν ἄμεση: Οἱ πτωχοί κάηκαν σέ κάμινο καί οἱ Ἅγιοι δέθηκαν σέ τροχό καί μετά ρίχθηκαν καί βαθύ καί ἄνυδρο πηγάδι, ὅπου τελειώθηκαν. Ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους δέν διασώθηκε.
Ἀργότερα τά Λείψανά τους ἀνακομίσθηκαν ἀδιάφθορα καί μεταφέρθηκαν στήν ΚΠολη. Τό ἔτος 1200 ὁ Ρώσος προσκυνητής ἀπό τό Νόβγκοροντ Ἀντώνιος τά εἶδε στήν ΚΠολη. Μετά τά Λείψανα πρέπει νά διαλύθηκαν, διότι περίπου τό 1350, ὁ προσκυνητής Στέφανος (ἐπίσης ἀπό τό Νόβγκοροντ), προσκύνησε τίς Κάρες τους στή Μονή Παντοκράτρος ΚΠόλεως. Ἔκτοτε δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τους.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τήν 18η Αὐγούστου.
Ὅσιος Φούρσεϋ τοῦ Περόν Γαλλίας (+ 650)
Γεννήθηκε στήν Ἰρλανδία περίπου τό 575 καί ἔζησε ἀσκητικά στό νησί Lough Corrib, ὅπου σήμερα σώζονται τά ἐρρείπια ναοῦ πρός τιμήν του. Ὅταν ἡ ἁγιότητά του ἔγινε γνωστή, αὐτοεξορίσθηκε γιά νά ἀποφύγει τά πλήθη τῶν ἀνθρώπων καί ἦρθε - μαζί μέ μία ὁμάδα ἱεραποστόλων - στό Σούφλοκ, ὅπου ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Βασιλιά Σιγεβέρτο καί τοῦ ἀνατέθηκε τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Σέ ἔδαφος πού τοῦ παραχώρησε ὁ Σιγεβέρτος, ἵδρυσε Μονή στό Brugh Castle, ἕνα Ρωμαϊκό ὀχυρό τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας. Ἀξιώθηκε νά δεῖ "ἐν ὀράματι" τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά καί τήν κόλαση. Ἡ προσωπικότητά του ἄσκησε τέτοια ἐπιρροή στόν Ἡγεμόνα, ὥστε παραιτήθηκε ἀπό τόν Θρόνο ὑπέρ τοῦ συγγενούς του Ἐγρίκου καί ἔγινε μοναχός.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Σιγεβέρτου ἀπό τόν εἰδωλολάτρη Ἡγεμόνα Πένδα, ὁ ὅσ. Φούρσεϋ πῆγε στή Γαλλία καί ἵδρυσε Μονή στό Langy-sur-Marne. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 650 στό Μεζορέλ καί ἐνταφιάσθηκε στό Περόν.
Ὅταν 27 ἡμέρες μετά τόν θάνατό του, ἀποφασίσθηκε νά κατατεθεῖ τό Λείψανό του μέσα σέ Ναό, αὐτό βρέθηκε ἀδιάφθορο. Ἡ ἀφθαρσία του διαπιστώθηκε καί τέσσερα χρόνια μετά, κατά τήν ἀνακομιδή του. Μετά τήν Διαμαρτύρηση δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Ἰανουαρίου.
Μάρτυρας Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα (1ος αἰ.)
Πρόκειται γιά τήν ἀναφερόμενη στό Εὐαγγέλιο Σαμαρείτιδα πού συνομίλησε μέ τόν Κύριο στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Μετά τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀκολούθησε τούς Ἁγίους Ἀποστόλους στόν ἱεραποστολικό τους ἔργο καί ἐπέστρεψε πολλούς στήν θεοσέβεια.
Μαρτύρησε στή Ρώμη κατά τόν διωγμό τοῦ Νέρωνα, μαζί μέ τούς γιούς της Βίκτωρα (πού ὑπηρετοῦσε στό Ρωμαϊκό Στρατό μέ τόν βαθμό τοῦ Στρατηλάτη καί ὀνομάστηκε Φωτεινός ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο) καί Ἰωσῆ καί τίς ἀδελφές της Ἀνατολή, Φωτώ, Φωτίδα, Παρασκευή καί Κυριακή. Μαζί τους μαρτύρησαν ὁ "φαρμακός" Λαμπάδιος (ὁ ὁποῖος κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Θεόκλητος) καί ὁ Δοῦκας Σεβαστιανός (τόν ὁποῖο μετέστρεψε ὁ ἅγ. Φωτεινός). Οἱ Ἅγιοι τελειώθηκαν μετά ἀπό φοβερά βασανιστήρια μέ τούς ἀκόλουθους τρόπους:
Ἡ ἁγ. Φωτεινή τελειώθηκε στή φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως "ἐξεδάρη τό δέρμα"! Οἱ ἁγίες Ἀνατολή, Φωτώ, Παρασκευή καί Κυριακή τελειώθηκαν μέ ἀποκεφαλισμό, ἀφοῦ ἔκοψαν τούς μαστούς καί τίς ἔγδαραν! Ἡ ἁγ. Φωτίς δέθηκε στίς λυγισμένες κορυφές δύο δέντρων στούς βασιλικούς κήπους καί "διεμοιράσθη εἰς δύο μέρη"! Οἱ ἅγιοι Σεβαστιανός, Φωτεινός καί Ἰωσῆς τελειώθηκαν μέ ἀποκεφαλισμό, ἀφοῦ τούς ἔκοψαν "τά παιδογόνα μόρια" καί τούς ἔγδαραν!
Ἀπό τά Λείψανα τῆς ἁγ. Φωτεινῆς, μία ὠλένη μέ ἄφθαρτη σάρκα σώζεται στή Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους. Σώζονται ἀκόμη ἡ τιμία της Κάρα στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἕνας τῶν ποδῶν της καί μία ὠμοπλάτη στή Μονή Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους καί ἀποτμήματα Λειψάνων της στίς Μονές Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Γηρομερίου Φιλιατῶν καί Κύκκου Κύπρου.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 26η Φεβρουαρίου.
Ἅγιος Φώτιος Μητροπολίτης Ρωσίας (1408 – 1431)
Ἦταν Ἕλληνας, Πελοποννησιακῆς καταγωγῆς. Τό 1407 ἀναδείχθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως Μητροπ. Κιέβου καί Βλαδιμήρ καί τό 1408 Μητροπ. Μόσχας.
Βρῆκε τήν Μητροπολιτική του περιφέρεια νά μαστίζεται ἀπό ταραχές, πεῖνα καί ἀσθένειες, τήν ἐκκλησιαστική διοίκηση σέ κατάρρευση καί τό ἐκκλησιαστικό ταμεῖο ἄδειο. Κατέλειπε μνήμη ἀγαθοῦ καί ἐλεήμονα Ἱεράρχη, προστάτη τῶν πτωχῶν καί τῶν ἐνδεῶν. Ἐκτός ἄλλων ἵδρυσε ἕνα ἐρημητήριο στή Λίμνη Σένγκο κοντά στό Βλαδιμήρ, ὅπου κατέφευγε γιά περισυλλογή καί προσευχή. Τό 1430 καί ἐνῶ ἦταν στό Βλαδιμήρ, οἱ Τατάροι κατέλαβαν τήν πόλη, ἀλλά αὐτός πέτυχε νά διαφύγει στό ἐρημητήριο τῆς λίμνης, ὅπου παρέμεινε τρεῖς μῆνες. Κατά τήν ἐπιστροφή του στή Μόσχα ἕνας Ἄγγελος τόν πληροφόρησε γιά τήν ἐπικείμενη ἀναχώρησή του, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε 7 ἡμέρες ἀργότερα.
Ὁ Μητροπ. Φώτιος ἀγωνίστηκε γιά τήν διατήρηση τῆς διοικητικῆς ἑνότητας, ἀλλά καί τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως, ἡ ἐξάρτηση - ὅμως - χάθηκε κατά τούς ἀμέσους διαδόχους του, Μητροπολίτες Ἰσίδωρο καί Ἰωνᾶ., μέ ὑπαιτιότητα τοῦ πρώτου.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1431. Κατά τήν ἀνακομιδή του τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στόν Καθεδρικό Ναό Κοιμ. Θεοτόκου Κρεμλίνου.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Μαϊου, τήν 2α Ἰουλίου καί τήν 27η Αὐγούστου.
Ἱερομάρτυρας Χαράλαμπος τῆς Μαγνησίας Μ. Ἀσίας (3ος αἰ.)
Ἱερεύς ἀπό τήν Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας, μαρτύρησε κατά τόν διωγμό τοῦ Λικινίου, σέ ἡλικία 113 ἐτῶν! Βασανίσθηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα Λουκιανό (τόν ξέσχισαν "ἀπό κεφαλῆς μέχρις ποδῶν" μέ σιδερένιες χειράγρες, μέχρις ὅτου "κρεμάσθηκαν" τά χέρια τοῦ δημίου καί "στράφηκε" τό πρόσωπο τοῦ Ἡγεμόνα!). Μετά τήν θαυματουργική θεραπεία τους, ὁ μέν δήμιος (Δοῦκας στόν βαθμό), ἔγινε Χριστιανός, ὁ δέ Ἡγεμόνας σταμάτησε τόν διωγμό καί ἀναφέρθηκε στόν Αὐτοκράτορα Λικίνιο. Ἐκεῖνος διέταξε νά καρφώσουν στή ράχη τοῦ Ἁγίου καρφιά! καί νά τόν ὁδηγήσουν μπροστά του 300 στρατιώτες, δεμένο ἀπό τήν γενειάδα! Ἐκεῖ τόν ὑπέβαλε σέ νέα μαρτύρια (τοῦ πέρασαν στό στῆθος πυρακτωμένη σοῦβλα, τοῦ ἔβαλαν στό στόμα χαλινάρι καί τόν διαπόμπευσαν! ). Τελειώθηκε μέ ἀποκεφαλισμό.
Ἀπό τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους σήμερα σώζονται: Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς τιμίας Κάρας του στή Μονή ἁγ. Στεφάνου Μετεώρων· μέρη Κάρας στήν Μητρόπολη Θηβῶν καί Λεβαδείας καί τήν Μονή Κλειστῶν Ἀττικῆς· ἡ σιαγόνα στή Μονή Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὄρους· μία πλευρά "μετά δέρματος" στή Μονή Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους (ἐπίσης δέρμα καί στό Παρεκκλήσιο ὅσ. Ξένης Μάνδρας Ἀττικῆς)· καί ἡ ἀριστερά παλάμη ἀδιάφθορη, σέ σχῆμα εὐλογίας, στήν Μονή Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων. Ἀκόμη, στό Μουσεῖο Μπενάκη τῶν Ἀθηνῶν, ἐκτίθεται ἀργυρή καρδιόσχημη λειψανοθήκη, στήν ὁποία διαφυλάχθηκε ἡ καρδιά τοῦ Ἁγίου!
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 10η Φεβρουαρίου.
Μεγαλομάρτυρας Χριστίνα (+ 193 – 211)
Καταγόταν ἀπό τήν Τύρο τῆς Φοινίκης καί ἦταν κόρη τοῦ Στρατηγοῦ Οὐρβανοῦ, ὁ ὁποῖος τήν περιώρισε σέ πύργο, γιά νά μήν πληροφορηθεῖ γιά τήν Χριστιανική Πίστη καί πιστέψει στό Χριστό. Ὅμως παρά τήν προσπάθειά του ἡ νέα δέχθηκε τήν νέα πίστη, τεμάχισε τά πολύτιμα εἴδωλα τοῦ πύργου καί τά μοίρασε στούς πτωχούς. Ἐξαγριωμένος ὁ πατέρας της τήν φυλάκισε καί ἀργότερα τήν ἔριξε στή θάλασσα, ὅπου τήν βάπτισε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος!
Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα της οἱ Ἄρχοντες Δίων καί Ἰουλιανός τήν βασάνισαν στή φυλακή, ἀλλά ἡ καρτερία της εἵλκυσε στήν Ἐκκλησία 3.000 περίπου ψυχές. Παρέδωσε τό πνεῦμα μετά ἀπό λογχισμούς καί ἀφοῦ τῆς εἶχαν κόψει τούς μαστούς καί τήν γλώσσα, κατά τήν βασιλεία τοῦ Σεβήρου (193 – 211).
Στή Βενετία φυλάσσεται ἄφθορο Λείψανο πού ἀποδίδεται στή Μεγαλομάρτυρα Χριστίνα. Μέ δεδομένο, ὅτι ἡ μνήμη της «ἐτελεῖτο ἐν τῶ ἁγιωτάτῳ αὐτῆς μαρτυρίῳ ἐν τῶ νέῳ Παλατίῳ καί ἐν Νύμφαις ταῖς Μεγάλαις καί τῶ μαρτυρίῳ τοῦ ἁγ. Τρύφωνος πλησίον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς ἀρχαίας καί νέας» (Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, «Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», σελ. 475), συμπερένεται ὅτι τό ἀδιάφθορο Λείψανο τῆς Μεγαλομάρτυρος, ἄγνωστο πότε, μεταφέρθηκε ἀπό τήν Συρία ὅπου μαρτύρησε στήν ΚΠολη καί κατατέθηκε σέ Ναό πρός τιμήν της στήν περιοχή τοῦ Ἱεροῦ Παλατίου. Τό Λείψανο ἀφαιρέθηκε κατά τήν Φραγκοκρατία καί μεταφέρθηκε στή Βενετία. Τό 1252 τό Λείψανο κατατέθηκε στή Μονή τοῦ ἁγ. Μάρκου στό Τορσέλλο καί τό 1340 μεταφέρθηκε στό Ναό τοῦ ἁγ. Ματθαίου στό Μουράνο. Τό 1435 ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’ διέταξε τήν μεταφορά του στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἐπίσης στό Τορσέλλο. Τό 1793 μεταφέρθηκε στή Μονή τῆς Μάρτυρος Ἰουστίνης Βενετίας καί τό 1810 στό Ναό τοῦ ἁγ. Φραγκίσκου τῆς Ἀμπέλου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται, κατάτεθημένο σέ κρυστάλλινη λάρνακα. (Ἐπ. Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, «Ἱερά Λείψανα Ἁγίων τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς στή Βενετία», σελ. 343 – 344).
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 24η Ἰουλίου.
Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Λατρινός (+ 1094)
Μία τῶν διαπρεπεστέρων μορφῶν τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Καταγόταν ἀπό τήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί μόνασε νεώτατος στό Ὄρος τοῦ Ὀλύμπου, "πρίν ἤ εὐλογηθῆ ὑπό τοῦ Ἱερέως ὁ ἀρραβών του". Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε σέ νηπτικό Γέροντα καί ἀσκήθηκε τρία χρόνια. Μετά ἀπό προσκύνημα στή Ρώμη, μπῆκε σέ κοινόβιο στά Ἱεροσόλυμα, σέ ἡλικία 25 ἐτῶν. Κατά τήν διάρκεια ἐπιδρομῆς Ἀγαρηνῶν, διέφυγε μέ πλοῖο στήν Μ. Ἀσία καί μόνασε στό ὄρος Λάτρος, ὅπου ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῶν ἐκεῖ μοναστικῶν καθιδρυμάτων, ἀπό τόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Νικόλαο Γ' τόν Κυρδινιάτη.
Ἡ ἀρετή του καί τά σημεία τά ὁποῖα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπετέλεσε, τοῦ προσέδωσαν τήν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Φεύγοντας καί πάλι τίς ἐπιδρομές τῶν Ἀγαρηνῶν, ἵδρυσε μονή πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν Κῶ καί τέλος τήν περιώνυμη Μονή τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Πάτμο, κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἀλεξίου Α' Κομνηνοῦ. Μέ ἐντολή τοῦ ἴδιου Αὐτοκράτορα, ἔγραψε Μοναστικό Κανόνα γιά τούς μοναχούς τοῦ Πηλίου.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν Λίμνη Εὐβοίας τό 1094 (ὅπου εἶχε καταφύγει μέ μοναχούς του, λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Νορμανδῶν, σέ μονή πού εἶχε ἱδρύσει). Ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμησή του, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί μεταφέρθηκε στή Μονή ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου Πάτμου, ὅπου καί σήμερα φυλάσσεται.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 16η Μαρτίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου