Κυριακή 17 Απριλίου 2016

ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙΣ. Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Νάσσου

          ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
Στήν Πατερική μας Γραμματεία διαβάζουμε, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς ἐγκωμιαστικά λόγια, πρός τήν Μητέρα τοῦ πάντων Δεσπότου, τήν Θεοτόκο Μαρία: «Θεοτόκος γάρ ὑπάρχεις, τόν Λόγον ἐκ σοῦ σαρκωθέντα τεκοῦσα· Θεοτόκος ὑπάρχεις, τόν Θεόν Λόγον ἐν μορφῇ δούλου κυήσασα· Θεοτόκος ὑπάρχεις, ὅτι Θεόν Λόγον δεξαμένη σαρκωθέντα ἔτεκες· Θεοτόκος ὑπάρχεις, μόνη τοῦ μόνου Μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ γεννήσασα· οὐ πρόσκαιρον Θεόν γεννήσασα, ἀλλ᾿ αἰώνιον, τόν πρό σοῦ και πάντων Θεόν,ἐκ σοῦ σαρκωθέντα»1.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς «ἡ ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα»2.
Καί ὄντως εἶναι ἔτσι, ὅπως πιστεύουμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι προστρέχουμε ὀρμεμφύτως πρός αὐτήν, δοξολογητικῶς καί ἱκετευτικῶς. Αὐτή ἡ εὐλογημένη ὕπαρξη, μέ τήν ἐπί γῆς παρουσία της, μετέτρεψε τή γῆ σέ οὐρανό, ὅπως ψάλλουμε στήν ὑμνολογία, ἄδειασε τόν Ἅδη ἀπό τούς δεσμώτες, κατέστησε τούς ἀνθρώπους πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, συνένωσε τούς ἐπί γῆς μέ τούς Ἀγγέλους, συνέβαλε ἐνεργητικά στή σωτηρία παντός τοῦ κόσμου, διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως - ἐξ αὐτῆς – τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν ἐπέλεξε ὁ Θεός, ὡς «προεκλελεγμένην πρό πασῶν τῶν γενεῶν», ὡς πάγκαλο ὄντως καί καθαρώτατον σκεῦος ἐκλογῆς, προκειμένου νά λάβει τό κατά σάρκα, ἀνακτώντας «τήν πρίν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ» καί πραγματοποιώντας τήν σωτηρία καί θεώση τοῦ «βροτείου φυράματος». Προσφυῶς, ὁ ἐκ τῶν σπουδαίων θεοτοκόφιλων Πατέρων καί μεγάλων Θεολόγων, ἅγιος Γρηγόριος ὀ Παλαμᾶς (+1349) ἀποκαλεῖ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο «μεθόριον μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως»3! Προσφυῶς ἐπίσης, ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους, Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης (+1809), ἀπευθυνόμενος μέ ἄπειρη εὐλάβεια καί μέθεξη ψυχῆς πρός αὐτήν γράφει τά ἀκόλουθα: «Ἠράσθη τοῦ κάλλους σου Χριστός Πανάμωμε, καί τήν μήτραν σου κατώκησεν, ὅπως παθῶν ἐξ ἀμορφίας, τό γένος τῶν ἀνθρώπων λυτρώσηται, καί κάλλος τό ἀρχαῖον δωρήσηται»4. Ὁ δέ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως θά ἐκφραστεῖ ἀνθρωποπρεπῶς καί θά πεῖ ὅτι ἔψαξε ὁ Θεός ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ἄλλη τόσο κατάλληλη καί καθαρωτάτη γυναῖκα ὡσάν τήν Μαρία, γιά νά τήν καταστήσει Μητέρα Του. «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα…ἐκ σοῦ τῆς ἠγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γενήσσεται»5. Καί αὐτό διότι, ἡ Παναγία «τῇ καθαρότητι θέλγει Θεόν ἐν αὐτῇ οἰκῆσαι»6
Οἱ Ὀρθόδοξοι τιμοῦμε τήν ὑπερευλογημένη Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, «δι᾿ ἦς τό ἐκπεσόν πλάσμα εἰς οὐρανούς ἀναλαμβάνεται»7, ἀλλά ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε πῶς τήν τιμοῦμε, γιατί τήν τιμοῦμε καί ποιά εἶναι ἡ περί τήν Θεοτόκο Δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως αὐτή ἀποκρυσταλλώθηκε μέσα ἀπό Συνόδους Οἰκουμενικές.
Ἡ τιμή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι πολύ μεγάλη, ἀλλ᾿ ὅμως δέν εἶναι ἀπόλυτη. Εἶναι τιμή σχετική ἐν ἀναφορᾷ πρός τήν λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἄλλωστε μᾶς συνιστοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. «Πέρα τοῦ δέοντος οὐ χρῆ τιμᾶν τούς ἁγίους, ἀλλά τιμᾶν τόν αὐτῶν Δεσπότην», θά γράψει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου8. Θά δοῦμε στή συνέχεια τήν πλάνη τῆς ἀπόλυτης τιμῆς τῆς Θεοτόκου ἀπό πλευρᾶς τῶν παπικῶν μέ τήν ἐπινοημένη θεωρία τῆς Ἀσπίλου συλλήψεως.
ΑΣΠΙΛΗ ΣΥΛΛΗΨΗ
Στή Δύση, ὅπου ὑπάρχει τό στοιχεῖο τῆς ἡ ὑπερβολῆς (ἐνῶ, ἀντίθετα, στόν Προτεσταντισμό ὑπάρχει ἡ μείωση) τιμᾶται ἡ Παναγία μέ μιά ἀπόλυτη τιμή, σύμφωνα μέ τά ἐξαγγελόμενα δόγματα τῶν παπικῶν, ἐκ τῶν ὁποίων πρῶτο εἶναι ἡ «ἄσπιλη σύλληψη» τῆς Θεοτόκου9. Ἡ θεωρία αὐτή ἔγινε δόγμα - ὅρος πρός σωτηρίαν - στή Δύση τό 1854. Σύμφωνα μέ τό δόγμα αὐτό, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἀπό τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά ἀπό κάθε σπίλο τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας. Καταρχήν, εἶναι ἀπαραίτητο, πρίν κάνουμε λόγο γιά τό δόγμα αὐτό τῶν παπικῶν, νά διευκρινήσουμε ὅτι ὑπάρχει διαφορά ἀντιλήψεως μέ τούς δυτικούς ὡς πρός τό τί κληρονόμισε ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τούς γενάρχες μας, μετά τήν λεγομένη προπατορική ἁμαρτία, ἤ Πτώση ὅπως εἶναι ὀρθότερα νά λέγεται. Οἱ δυτικοί φρονοῦν ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα κληρονόμησε ἀπό τούς προπάτορες Ἀδάμ καί Εὖα τήν ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε καί κηρύττουμε ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα κληρονομεῖ τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, πού εἶναι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα πού εἰσόρμησαν μέσα στό γένος τῶν ἀνθρώπων, καθώς καί ἡ ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, λοιπόν, ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ πρώτου Ἀδάμ κληρονομοῦμε ὄχι τήν ἐνοχή, ἀλλά τίς συνέπειες τῆς προπατορικῆς Πτώσεως. Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ὑπόκειται σ᾿ αὐτές τίς συνέπειες, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος10. Ὑπάρχει, μεταξύ ἄλλων, ἕνα καταπληκτικό κείμενο τοῦ ἀγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τό ὁποῖο δείχνει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα τῆς φθορᾶς πού ὑπέστη ἡ φύση μας ἕνεκα τῆς Πτώσεως, ἀφοῦ πρῶτα ἐφθάρη ἡ προαίρεση τῶν προπατόρων, καί χάθηκε ἀπ᾿ αὐτούς ἡ κατάσταση τῆς ἀπαθείας. Ὁ Αγιος ὁμιλεῖ γιά δύο ἁμαρτίες, τήν διαβεβλημένη καί τήν ἀδιάβλητη, πού ἦρθε ὡς ἀπόρροια/συνέπεια τῆς διαβεβλημένης. Ἡ φθορά/ἔκπτωση τῆς προαιρέσεως, ἔφερε τήν φθορά τῆς φύσεως («μεταποίησις»), καθώς εἰσῆλθε ἡ θνητότητα στό ἀνθρώπινο γένος. «Φθαρεῖσα πρότερον τοῦ κατά φύσιν λόγου Ἀδάμ ἡ προαίρεσις, τήν φύσιν ἑαυτῇ συνέφθειρε, ἀποθεμένη τῆς ἀπαθείας την χάριν και γέγονεν ἁμαρτία· πρώτη μέν καί εὐδιάβλητος, ἡ πρός τήν κακίαν ἀπό τοῦ ἀγαθοῦ τῆς προαιρέσεως ἔκπτωσις· Δευτέρα δέ, διά τήν πρώτην, ἡ τῆς φύσεως ἐξ ἀφθαρσίας εἰς φθοράν ἀδιάβλητος μεταποίησις»11.
Ἑπομένως, καί Μητέρα τοῦ Κυρίου δέν ἐξαιρεῖται ἀπό τήν κοινή μοῖρα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ καί αὐτή γεννήθηκε μέ τρόπο φυσικό, καί τοῦτο διότι οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτία τῶν προπατόρων μεταδίδονται διά τῆς φυσικῆς γεννήσεως στούς ἀνθρώπους. Μόνη ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Ὁποίος ἐγεννήθη μέ τρόπον ὑπερφυσικόν, καί ὡς ἀναμάρτητος δέν εἶχε, φυσικά, ἀνάγκη λυτρώσεως. Καί θά συμπληρώσει ὁ ἅγιος Μάξιμος στό ἀνωτέρω κείμενο ὅτι, «ταύτην οὖν, τήν διάλληλον φθοράν τε καί ἀλλοίωσιν τῆς φύσεως ὁ Κύριος ἡμῶν τε καί Θεός διορθούμενος, ὁλόκληρον τήν φύσιν λαβών, εἶχε καί αὐτός ἐν τῇ ληφθείσει φύσει τό παθητόν, τῇ κατά προαίρεσιν ἀφθαρσίᾳ κοσμούμενον»12.
Θεοτόκος, τώρα, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγεύθη πρώτη τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τήν προπατορική καί ἀπό κάθε ἄλλη προσωπική ἁμαρτία ἀπό τή στιγμή ὅπου συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ἐσώθη ἀπό τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, ὁποία Χάρις τῆς ἔδωσε δύναμη δεκτική τῆς θεότητος, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, καί γεννητική τοῦ Λόγου. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει ἀκριβῶς ὅτι «μετά οὖν τήν συγκατάθεσιν τῆς ἁγίας Παρθένου, Πνεῦμα Ἅγιον ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτήν κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον, ὄν εἶπεν ὁ ἄγγελος, καθαῖρον αὐτήν, και δύναμιν δεκτικήν τῆς τοῦ Λόγου θεότητος παρέχον, ἅμα δέ καί γεννητικήν»13. Μόνο τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀπόλυτη ἀναμαρτησία. Ἡ Παναγία Μητέρα του ἔχει σχετική ἀναμαρτησία, ἀφοῦ και ἡ Θεοτόκος Μαρία ἐσώθη μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου μέσα της. Ἀντίθετα, ἡ δυτική θεολογία τοποθετεῖ τήν σωτηρία τῆς Θεοτόκου στήν δική της γέννηση καί ἀρχή καί ὄχι στήν σύλληψη τοῦ Λυτρωτοῦ Χριστοῦ. Διδάσκουν μάλιστα οἱ παπικοί ὅτι ἡ ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου δέν εἶναι φυσική, ἀλλά συνετελέσθη ὑπό τοῦ Θεοῦ. Πότε ὅμως συνετελέσθη ἡ λύτρωση καί σωτηρία τῆς Παναγίας; Πῶς ἐσώθη, ἐνῶ δέν εἶχε ἀρχίσει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ δέν εἶχε ἀκόμη σαρκωθεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Μέχρι τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ «προεκλελεγμένη» καί ὑπερευλογημένη Μαρία βρίσκεται στόν κόσμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὅλοι οἱ Δίκαιοι τῆς περιόδου αὐτῆς. Στόν κόσμο τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀνήκει ἀπό τή στιγμή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου σαρκοῦται ἐντός της ὁ Λόγος μέ τό «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» πού εἶπε, ἀποκρινομένη στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Νά σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, ὅτι αὐτό θά ἔλεγε ὁπωσδήποτε ἡ Παναγία, διότι εἶχε φθάσει ἤδη στή θέωση ἐνδιαιτωμένη μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, καί ὡς ἐκ τούτου εἶχε φυσικό θέλημα καί ὄχι γνωμικό, ὥστε νά ὑπάρχει δυναντότητα ἀρνήσεως τῆς κλήσεώς της, καθώς ἰσχυρίζονται κάποιοι λανθασμένα σήμερα. Πρίν, λοιπόν, τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου πῶς θά ἐσώζετο ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ ὡς πρόσωπο πού θα συνεργοῦσε στό ἐν Χριστῷ μυστήριον τῆς σωτηρίας εἶχε μέν ἀϊδίως προορισθεῖ, ἀλλά τό μυστήριο δέν εἶχε ἀκόμη ἐν χρόνῳ πραγματοποιηθεῖ;
Ἡ δυτική θεολογία, μέ τή θεωρία περί ἀφέσεως ἁμαρτίας καί σωτηρίας τῆς Θεοτόκου πρό τῆς ἐλέυσεως τοῦ «ἐξ αὐτῆς τεχθέντος» Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποξενώνει τήν Θεοτόκο ἀπό τήν στενή σχέση μέ τόν Σωτῆρα Υἱό της καί ὑποτιμᾶ τό ἀπολυτρωτικό, σωτηρώδες ἔργο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ. Γενικά, ἡ δυτική θεολογία, μέ τήν λεγομένη «μαριολογική θεολογία» καί τήν αὐτοτελῆ «Μαριολογία» καί «Μαριολατρεία» πού ἀναπτύχθηκε στό χῶρο ἐκεῖνο, ὑπερτίμησε αὐτόνομα τήν Θεοτόκο καί τήν ἀπέσπασε ἀπό τόν Κύριο, δηλαδή ἀπέκοψε τήν Μητέρα ἀπό τόν Υἱό της! Ὁ παπισμός θεωρεῖ τήν Παναγία μεμονωμένα, ἀποσπασματικά καί ἀνεξάρτητα ἀπό τή σχέση της μέ τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὑποβιβάζοντας τό ἀπολυτρωτικόν ἔργον τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας. Αὐτό σέ ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, κατά τήν ὁποία τιμᾶται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐν ἀναφορᾷ πρός τό Χριστολογικό δόγμα καί τήν Ἐναθρώπιση τοῦ Λόγου, στήν ὁποία συνήργησε ὡς «ὑπουργός τοῦ τόκου» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) μέ τήν κατά μέθεξιν Θεοῦ Ἁγιότητά της καί τήν θετική ἀπάντηση πρός τήν κλῆση της. Πρέπει, λοιπόν, νά εἶναι σέ ὅλους γνωστό ὅτι ὅλο τό μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συνοψίζεται στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτό ἐξηγεῖται. Ἡ Θεοτόκος συνδέεται φυσικῶς μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Μητέρα του καί δογματικῶς γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ὀρθόδοξη σωτηριολογία. Δέν εἶναι θεά ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος! Εἶναι «ἡ πρώτη θεωθεῖσα ἀνθρωπίνη ὑπόστασις παραλλήλως τῆς ἐνσαρκωνθείσης θείας ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ»14, ἡ πρώτη ἀπό τό ἀνθρὠπινο γένος πού κοινώνησε μέ τόν ἔνσαρκο Λόγο15, ἀλλά δέν εἶναι θεά. «Μόνον μή ποιείτω τήν Παρθένον θεάν», διακηρύττει ὁ ὑπέρμαχος τῆς Θεοτόκου ἅγιος Κύριλλος16. Ἡ Θεοτόκος Μαρία, σέ καμία περίπτωση δέν τοποθετεῖται στό ἐπίπεδο τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Ναί, μέν, ἔφθασε στήν κατά Χάριν θέωση μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, βιώνοντας τόν Ὀρθόδοξο Ἠσυχασμό καί γενομένη θεωρητική διδάσκαλος αὐτοῦ, ὅπως γράφει στίς περίφημες Ὁμιλίες του στά Εἰσόδεια τῆς Θεοτόκου ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλ᾿ ὅμως δέν εἶναι θεά/ ἰσόθεος, ὅπως φρονοῦν οἱ παπικοί. Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στόν ὅρο «Θεοτόκος», ὁ ὁποῖος εἰσάγει ἄμεσα στήν καρδιά τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος καί θά ποῦμε, κάπως συνοπτικῶς, τά ἀκόλουθα.
ΘΕΟΤΟΚΟΣ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος καί ὄχι Χριστοτόκος, ὅπως κήρυττε ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος. Στόν ὅρο «Θεοτόκος» συμπεριλαμβάνεται τό πραγματικόν τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παρθένο καί τῆς ὑποστατικής ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὁ ὅρος «Θεοτόκος» συνοψίζει ἄριστα τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ὄνομα «Θεοτόκος», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας (Ἐνανθρωπήσεως) συνήστησι»17. Βεβαίως, τόν ὅρο «Θεοτόκος» συναντοῦμε πρίν τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοοδο, σέ ἔργα θεολόγων καί ἐκκλησαστικῶν συγγραφέων, ὅπως λ.χ. τοῦ Ὠριγένη τόν Γ΄ αἰῶνα, ὅπως καί τοῦ μαθητοῦ του Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ. Ὁ Ὠριγένης γράφει: «Τήν ἤδη μεμνηστευμένην γυναῖκα καλεῖ. Οὕτω καί ἐπί τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Θεοτόκου ἐλέχθη»18. Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός σημειώνει: «Θεοτόκον γάρ ποιήσας με πάλιν παρθένον διεφύλαξεν καί διά τῆς ἐμῆς γαστρός πασῶν γενεῶν ἀνακεφαλαιοῦται τό πλήρωμα»19. Στή συνέχεια, ὁ ὅρος «Θεοτόκος» ἐμφανίζεται τόν 4ο αἰώνα καί συγκεκριμένα σέ κείμενα Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ὅπως τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων κ.ἄ. Νά σημειωθεῖ ὅτι καί ἀπό αἱρετικούς χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος «Θεοτόκος», ὅπως λ.χ. ἀπό τόν Ἄρειο καί τόν Ἀπολινάριο, ἀλλά ἡ ὀρθόδοξη χρήση τοῦ ὅρου βρίσκεται στούς Καππαδόκες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης. Ἰδιαίτερο λόγο, ὅμως, περί τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» καί τήν θεολογική σημασία καί σπουδαιότητα πού ἐνέχει, κάνει ἐκεῖνος ὁ Πατήρ ὁ ὁποῖος κατεξοχήν ἠγωνίσθη γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στήν Ἐκκλησία καί εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), ἅγιος Κύριλλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, ἡ «σφραγίς τοῦ Πνεύματος», ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ20. Τό 428 μ.Χ. ξέσπασε τό λεγόμενο «οἰκουμενικόν σκάνδαλον» μέ τήν ἄρνηση τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» ἀπό τόν Νεστόριο, καί τότε ὁ μεγάλος Πατήρ καί Διδάσκαλος, Κύριλλος, ἀπεδύθη σέ ἀγῶνες θεολογικούς, ἀφοῦ κατέδειξε θεολογικά καί τήν ἑνότητα τῶν δύο ἀσυγχύτων φύσεων καί τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ21. Ἡ Παναγία γέννησε Θεόν καί ὄχι «ψιλόν» (=σκέτον) ἄνθρωπον. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζεται Θεοτόκος καί ὄχι Χριστοτόκος, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ Νεστόριος. Βεβαίως, ὁ ὅρος «Χριστοτόκος» χρησιμοποιήθηκε καί ἀπό Πατέρες καί ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο, ἀλλά μέ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία, ὅτι δηλαδή ἡ Θεοτόκος γέννησε τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, τελικά καθιέρωσε τόν ὅρο «Θεοτόκος», γιά νά ἀντιπαρατεθεῖ στή Νεστοριανή κακοδοξία, πού οὐσιαστικά κατέλυε τό χριστολογικό μυστήριο.
ΠΑΡΘΕΝΟΣ, ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Ἡ Θεοτόκος λέγεται καί εἶναι Παρθένος καί Ἀειπάρθενος. Καί αὐτό εἶναι δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας, περί τήν Θεοτόκο, ὁποία εἶναι «πρό τόκου Παρθένος, ἐν τόκῳ Παρθένος καί μετά τόκον Παρθένος», ὅπως διδάσκει ἠ ὀρθόδοξη Θεολογία καί ὅπως ἀκοῦμε στήν Ὑμνογραφία. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει ὅτι ὁ Υἱός τῆς Παρθένου, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, «ὥσπερ συλληφθείς παρθένον την συλλαβοῦσαν ἐτήρησε, οὕτω καί τεχθείς, τήν αὐτῆς παρθενίαν ἐφύλαξεν ἄτρωτον, μόνος διελθών δι᾿ αὐτῆς, καί κεκλεισμένην τηρήσας αὐτήν»22. Ὀρθά καί ἐπακριβῶς διατυπώνει τό δόγμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου ὁ καθηγητής Ἰω. Καρμίρης, ὑπογραμμίζοντας τις τρεῖς προθέσεις «πρό», «ἐν» καί μετά», οἱ ὁποίες δηλώνουν το μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας μας. «Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀειπάρθενος καί ἀείπαις, τ.ἔ. παρθένος πρό, ἐν καί μετά τόκον ἀφθόρως καί ἀφράστως καί ἀνερμηνεύτως τόν Χριστόν γεννήσασα»23. Ναί, εἶναι ὄντως θαῦμα, εἶναι ὑπέρλογο, εἶναι μυστήριο καί δέν ἑρμηνεύεται μέ τήν ἀνθρώπινη λογική!
Ὑπάρχει στήν Ὑμνογραφία ἕνα θεολογικώτατο μελώδημα, λεγόμενο «Κάθισμα», ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τό ὁποῖο παρουσιάζει αὐτήν ἀκριβῶς τήν πραγματικότητα τῆς Παρθενίας καί Ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης διηγεῖται ὅτι τοῦ συνιστοῦσε ἕνας πνευματικός του διδάσκαλος, ὁ ἱερομόναχος Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης, νά μήν λησμονεῖ ποτέ νά λέγει αὐτό τό «Δεκαπάρθενον ἆσμα», προκειμένου νά εὐχαριστήσει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί νά λαμβάνει τήν ἀρωγή καί μεσιτεία της. «Παρθένος ἀληθῶς, πρό τοῦ τόκου Παρθένε, Παρθένος ἀληθῶς ἐν τῷ τόκῳ Παρθένε, Παρθένος ἀειπάρθενος, μετά τόκον διέμεινας, καί Παρθένον σε ὁμολογοῦμεν Παρθένε, καί ἐλπίζομεν ἐν σοί Παρθένε σωθῆναι, Παρθένων τό καύχημα»24.
«ΠΡΟΕΚΛΕΛΕΓΜΕΝΗ». ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ, ΠΡΟΓΝΩΣΙΣ ΘΕΟΥ
Ἀναφορικά μέ τήν ἐκλογή «πρό πασῶν τῶν γενεῶν» τῆς Θεοτόκου Μαρίας καί τό ζήτημα τοῦ προορισμοῦ, τό ὁποῖο τίθεται, θά πρέπει νά ἐξετάσουμε πῶς ἑρμηνεύεται αὐτός προορισμός καί ἐκλογή τῆς Θεοτόκου ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ, πῶς, ἔπειτα, νοεῖται προορισμός ὅλων τῶν ἀνθρώπων στή σωτηρία τήν ἀπώλεια. Ἆράγε ὁ Θεός ἐκλέγει ἐπιλεκτικά, καί ἄλλους ἐκ τῶν ἀνθρώπων προορίζει νά σωθοῦν καί νά μετάσχουν τῶν αἰωνίων καί ἀφθάρτων ἀγαθῶν Του στή Βασιλεία Του καί ἄλλους προορίζει γιά τήν ἀπώλεια καί τήν αἰώνια Κόλαση; Κάνει, λοιπόν, διακρίσεις ὁ Δικαιότατος Θεός;
Τό ζήτημα αὐτό εἶναι βαθύ καί θεολογικό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ μία ἐπιστολή του λέει ὅτι ὁ Θεός, «οὕς προέγνω και προώρησε…οὕς δέ προώρησε,τούτους καί ἐκάλεσε∙ οὕς ἐκάλεσε τούτους καί ἐδικαίωσεν∙ οὕς δέ ἐδικαίωσε, τούτους και ἐδόξασε».25 Οἱ προωρισθέντες καί κληθέντες ὑπό τοῦ Θεοῦ, κατά τό ἀνωτέρω χωρίο, εἶναι «κατά πρόθεσιν κλητοί», εἶναι δηλαδή κλητοί καί προορισμένοι λόγῳ τῆς δικῆς τους προαιρέσεως τήν ὁποία γνωρίζει ὁ παντέφορος Ὀφθαλμός! Ὁ προορισμός στηρίζεται πάντοτε στήν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καταργεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός προορίζει, ἐπειδή προγνωρίζει. Οἱ ἄνθρωποι «προωρίσμεθα κατά πρόγνωσιν»26. Γι᾿ αὐτό καί τονίζει ἕνας ἑρμηνευτής, ὁ Θεοδώρητος, ὅπως καί ἄλλοι πολλοί, ὅτι ὁ Θεός «οὐχ ἁπλῶς προώρισεν, ἀλλά προγνούς προώρισεν». Καί αὐτό σημαίνει ὅτι «προγινώσκει τους ἀξίους τῆς κλήσεως, εἶθ᾿ οὕτως προορίζει», ὅπως λέγει ἄλλος ἑρμηνευτής, ὁ Θεοφύλακτος, διότι «προτέρα ἡ πρόγνωσις, εἶτα ὁ προορισμός». Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, θά τονίσει ὅτι ὁ Κύριός μας «τούς διαφόρους περί ἡμᾶς τῆς Προνοίας τρόπους τοῖς ἡμῖν ἐγνωσμένοις πάθεσι διαπλάττει».27 Ὑπάρχει στήν Πατρολογία ἕνας ὡραίος διάλογος, σχετικά με την πρόγνωση, τόν προορισμο καί τό ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο. Κάποτε, ρώτησε τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἕνας ἐπίσκοπος, ὀνόματι Θεοδόσιος: πῶς εἶσαι πάτερ; Καί ὁ Ἄγιος ἀπάντησε, «ὅπως πρόρισε ὁ Θεός πρό πάντων τῶν αἰώνων τήν πρόνοιά του γιά μένα, ἔτσι εἶμαι». Ὁ ἐπίσκοπος ἀπόρησε: «τί, λοιπόν, γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς ἔχει προορίσει ὁ Θεός πρίν ἀπό τούς αἰῶνες»; Καί ὁ σοφώτατος θεολόγος ἀπάντησε: «σύμφωνα μέ ὅσα προγνωρίζει ὁ Θεός, ἔχει προορίσει». Πάλι ἐρωτᾶ ἀπορούμενος ὁ Θεοδόσιος: «Καί τί εἶναι τό <προγνώρισε καί προόρισε>»; Καί ὁ Ὁμολογητής Πατήρ ἐνημερώνει: Ἡ πρόγνωση ἔχει νά κάνει μέ τό αὐτεξούσιό μας, βάσει τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνονται οἱ σκέψεις μας, τά λόγια μας καί τά ἔργα μας. Ὁ προορισμός ἔχει νά κάνει μέ αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν στή ζωή αὐτή καί τά ὁποῖα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς. Ὁ θεοφόρος Μάξιμος, λοιπόν, ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τά «ἐφ᾿ ἡμῖν» καί γιά τά «οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν», δηλαδή γιά ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, ἀπό τή δική μας προαίρεση, καί γιά ὅσα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς. «Ἡ πρόγνωσις, τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν ἐννοιῶν καί λόγων ἔργων ἐστίν· ὁ προορισμός δέ, τῶν οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν συμβαινόντων ἐστί»28.
Ἀργότερα, τόν ὄγδοο αἰῶνα ὁ πατήρ τῆς Δογματικῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά γράψει ὅτι ὁ Θεός «πάντα μέν προγινώσκει, οὐ πάντα δέ προορίζει∙ προγινώσκει γάρ καί τά ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ προορίζει δέ αὐτά».29 Γνωρίζει ὁ Θεός αὐτά τά ὁποῖα θα διαπράξουμε κατά τή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας, ἀλλά δέν τά ἐμποδίζει. Δέν θέλει νά γίνεται ἡ ἁμαρτία, ἀλλά καί δέν ἐξαναγκάζει τήν ἀρετή. «Οὐ γάρ θέλει τήν κακίαν γενέσθαι, οὐδέ βιάζεται τήν ἀρετήν».30
Ὁ προορισμός, λοιπόν, δέν νοεῖται χωρίς τή λειτουργία τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό τόν Θεό εὐθύς ἀμέσως ἀπό τῆς δημιουργίας του. Πάντοτε ὁ προορισμός συνδέεται μέ τό αὐτεξούσιο, το ὁποῖο ποτέ δέν παραβιάζει ὁ Δημιουργός! Ὁ Ἰούδας λ.χ. μέ τή θέλησή του ἔγινε προδότης τοῦ Χριστοῦ, λόγῳ κακῆς χρήσεως τοῦ αὐτεξουσίου του, λόγῳ τῆς κακῆς του προαιρέσως∙ δέν ἀναγκάστηκε ἀπό κάποιον, οὔτε τόν προόρισε ὁ Θεός γιά τήν ἀπώλεια, ἀλλά βεβαίως τό προγνώριζε ὁ Θεός. «Οὐκ ἐπεί προώρισται παρέδωκεν, ἀλλ᾿ ἐπεί παρέδωκε προώρισται», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ἡ πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι προσδιοριστική τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐξέλιξής του, οὔτε βουλητικά δεσμευτική, ὅπως δέν εἶναι προσδιοριστική καί δεσμευτική ἡ πρόγνωση τοῦ γιατροῦ γιά τήν καλή ἤ ἄσχημη ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως τοῦ ἀσθενοῦς.
  καθηγητής . Θεοδώρου, συσχετίζοντας τόν προορισμό πρός τό θέμα τῆς συνεργίας τῆς χάριτος μέ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, δίνει μία πολύ καλή θεολογική ἑρμηνεία καί διασάφηση, τήν ὁποία παραθέτουμε: « ὀρθόδοξος θεολογία ἐξῆρεν ἀνέκαθε τήν σχετικήν τοῦ ἀνθρώπου ἐλευθερίαν, σύμμορφον οὗσαν πρός τάς ἀνθρωπολογικάς αὐτῆς ἀρχάς, καί τόν ἐπί τῆς διδασκαλίας ταύτης ἐρειδόμενον σχετικόν προορισμόν. Καθ᾿ ὅσον δηλαδή ὁ Θεός ἀπ᾿ αἰῶνος προβλέπει τήν ἐξέλιξιν τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων, εὔδηλον, ὅτι ἀπ᾿ αἰῶνος ὥρισε τούς μέν εἰς σωτηρίαν, τούς δέ εἰς ἀπώλειαν». 31
Ὁ καθένας, λοιπόν, προορίζεται, ἀνάλογα μέ τή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, ἤ πρός σωτηρία, ἤ πρός τήν ἀπώλεια, χωρίς νά ἐπεμβαίνει στή θέλησή του ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἁπλῶς γνωρίζει ὡς Παντογνώστης και Παντέλειος τά πάντα «πρό γεννέσεως αὐτῶν».
Θεολογικά τοποθετεῖ τά πράγματα περί τοῦ προορισμοῦ καί ἕνας ἀρχαῖος Ἀπολογητής τῆς Ἐκκλησίας μας καί μάρτυς, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, σέ κάποιο πολύ σπουδαῖο κείμενό του:
«Μαθόντες ἀπό τούς προφήτας, διακηρύσσομεν ὡς ἀληθές ὅτι αἵ τιμωρίαι, αἵ κολάσεις, αἵ ἀγαθαί ἀμοιβαί ἀποδίδονται εἰς ἕκαστον κατ᾿ ἀξίαν τῶν πράξεων του, ἐπειδή, ἄν δέν συμβαίνει τοῦτο, ἀλλ᾿ ὅσα γίνονται κατά τήν εἰμαρμένην, δέν ὑπάρχει καμμία αὐτεξουσιότης εἰς ἡμᾶς διότι ἐάν εἶναι προωρισμένον οὖτος νά εἶναι ἀγαθός καί ἐκεῖνος φαῦλος, οὔτε οὖτος εἶναι ἀποδεκτός οὔτε ἐκεῖνος ἀξιόμεμπτος. Καί πάλιν, ἐάν τό ἀνθρώπινον γένος δέν ἔχει δύναμιν νά ἀποφεύγει τά αἰσχρά καί νά προτιμᾷ τά καλά μέ ἐλευθέραν προαίρεσιν, εἶναι ἀνεύθυνον δι᾿ ὁποιεσδήποτε πράξεις. Ἀλλ᾿ ὅτι καί ἐπιτυγχάνει καί ἀποτυγχάνει μέ ἐλευθέραν προαίρεσιν, τό ἀποδεικνύομεν οὗτως. Βλέπομεν τόν ἴδιον ἄνθρωπον νά ἐπιδιώκει τά ἐναντία. Ἐάν δέ εἶναι προωρισμένον νά εἶναι ἤ φαῦλος ἤ σπουδαῖος, δέν θά ἦτο ποτέ δεκτικός τῶν ἐναντίον καί δέν θά μετέβαλε γνώμιν συχνάκις, οὔτε θά ἦσαν ἄλλοι μέν σπουδαῖοι, ἄλλοι δέ φαύλοι, ἐπειδή θά διεκηρύσσομεν τήν εἱμαρμένην ὡς αἰτίαν φαύλων καί ὡς πράττουσαν τά ἀντίθετα εἰς ἑαυτήν, ἤ ἐκεῖνο τό προειρημένον θά ἐφαίνετο νά εἶναι ἀληθές, ὅτι τίποτε δέν εἶναι ἀρετή οὐδέ κακία, ἀλλά νομίζονται ἀγαθά μόνον μέ τήν γνώμην, πρᾶγμα τό ὁποῖον, ὅπως δεικνύει ὁ ἀληθής λόγος, εἶναι ἀσέβεια καί ἀδικία. Ἀλλά θεωροῦμεν ὡς ἀπαραβίαστον εἱμαρμένην, τάς ἀξίας ἀνταμοιβάς διά τούς ἐκλέγοντας τά καλά, καί τάς ἀξίας τιμωρίας διά τούς ἐκλέγοντας τά ἀντίθετα. Διότι ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, ὅπως τά ἄλλα ζῶα τά ὁποῖα δέν δύνανται νά πράξουν τίποτε κατά προαίρεσιν διότι δέν θά ἦτο ἄξιος ἀμοιβῆς ἤ ἐπαίνου, ἐφ᾿ ὅσον δέν θά ἐξέλεγε μόνος του τό ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ἔγινεν ἀγαθός, οὔτε, ἐάν ἦτο κακός, θά εὕρισκε δικαίως τιμωρίαν, ἀφοῦ δέν ἦτο ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τοιούτος, ἀλλά δέν ἠδύνατο νά εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ὅτι ἔγινεν».32
Αὐτή τήν ὀρθόδοξη περί προορισμοῦ διδασκαλία, τή συναντοῦμε καί μέσα στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου φαίνεται ὅτι Θεός προορίζει τούς Ἁγίους στήν κατά χάριν θέωση καί ὁμοίωση μαζί Του, σύμφωνα μέ τή δική τους προαίρεση, τήν ὁποία Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὄχι ἁπλῶς πρίν ἀπό τή γέννησή τους, ἀλλά ἀπό καταβολῆς κόσμου. Στόν ἐσπερινό λ.χ. τῆς ἑορτῆς τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου (Μηναῖο Μαΐου, α΄) ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Κύριε, σύ πρό τοῦ πλασθῆναι προέγνως Ἱερεμίαν τόν ἔνδοξον, καί πρό τοῦ τό τεχθῆναι ἐκ μήτρας, ὑποφήτην καθηγίασας, ὡς προειδώς ἀληθῶς, τῆς γνώμης τό ἐλεύθερον». Ἀνάλογες φράσεις ὑπάρχουν καί στήν ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου καί σέ ἄλλους Ἁγίους. Αὐτά φρονεῖ περί τοῦ προορισμοῦ ἡ Ὀρθόδοξη, Ἀνατολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀντίθετα, στή Δύση, ἰσχύει ὁ λεγόμενος «ἀπόλυτος προορισμός», πού δογματοποιήθηκε ὡς διδασκαλία καί ἐκφράστηκε ἀπό τούς Παπικούς θεολόγους (Θωμᾶ Ἀκινᾶτη κ.ἄ.) καί ἀπό τούς Προτεστάντες Λούθηρο καί Καλβίνο. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή, κάποιοι ἐκ ταῶν ἀνθρώπων εἶναι προορισμένοι γιά τήν αἰώνια ζωή καί κάποιοι ἄλλοι γιά τήν ἀπώλεια, κατά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τή δική τους ἀξία ἤ ἀπαξία. Ὁ ἀπόλυτος προορισμός, δέχεται πώς ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία εἶναι προορισμένη νά ἐπιτελέσει τό ἀγαθό καί ὅπως ο σκηνοθέτης ρυθμίζει την πορεία ἑνός ἔργου καί τήν ἐκτελοῦν ἐλεύθερα τά πρόσωπα πού μετέχουν σ᾿ αὐτό, ἔτσι καί ὁ Θεός, ἀφοῦ προόρισε τους μέν γιά τή σωτηρία καί τούς δέ γιά τήν ἀπώλεια, ἔβαλε στήν ἱστορία, στό θέατρο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τόν καθένα νά παίξει τό ρόλο του. Ἀπουσιάζει βεβαίως ἡ ἄσκηση κατά τῶν πειρασμῶν, ὁ δέ Διάβολος θεωρεῖται τιμωρό ὄργανο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος προσέβαλε τή δικαιϊκή τάξη τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου «περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης», ὁ ἀπόλυτος προορισμός τῶν δυτικῶν βρῆκε τήν πιό καλή βάση καί τεκμηρίωση. Μέ τήν ἱκανοποίηση δηλαδή ἔληξε τό δράμα τῆς σωτηρίας.  Ὅλη ἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε ἀπό το ἄπειρο θῦμα πού «πλήρωσε» τόν Θεό Πατέρα καί ἐντεῦθεν οἱ ἄνθρωποι κατά προορισμό μποροῦν νά μετέχουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως κατανοοῦμε, αὐτά εἶναι πλάνες καί κακοδοξίες τίς ὁποῖες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπορρίπτει διαρρήδην.
Ἡ Θεοτόκος, λοιπόν, ὑπῆρξε προορισμένη κατά τήν δική της προαίρεση. Καί ἐπετέλεσε τό μεγάλο ἔργο γιά τό ὁποῖο ἐπροορίσθη. Ἔγινε Μήτηρ τοῦ πάντων Θεοῦ φυσική καί Μητέρα πνευματική πάντων τῶν Χριστιανῶν.
Δικαίως, λοιπόν, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τήν τιμοῦμε. Δικαίως «ὁμολογοῦμε τήν χάριν, κηρύσσομεν τήν εὐεργεσίαν» καί μέ υἱική ἀγάπη ἀπευθυνόμαστε πρός αὐτήν, γνωρίζοντας ὅτι ἡ στάση μας καί ὁ βαθμός ἀγάπης, τιμῆς καί εὐχαριστίας πρός τήν Παναγία, δίδουν τό μέτρο τῆς Ὀρθοδοξίας καί πνευματικότητός μας.
Θά κλείσουμε μέ τά λόγια τοῦ βαθυνούστατου θεοτοκόφιλου Πατρός, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο: «Ἐσένα Θεοτόκε οἱ τῶν θείων Γραφῶν ἔμπειροι, ἀποκαλοῦσιν ἀκροστιχίδα πάντων τῶν Προφητῶν· πίνακα τῶν δύο διαθηκῶν· ὑπόθεσιν τῶν Ἀποστόλων· ὕλην τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων· στερέωμα τῶν Μαρτύρων· παρηγορίαν τῶν Ὁσίων· τῆς νοερᾶς Προσευχῆς διδάσκαλον, τῆς ταπεινώσεως εἰσηγήτριαν, τῆς ἀγάπης τῆς διπλῆς παράδειγμα ἔμψυχον, ἴνδαλμα παρόμοιον τῆς ἀρχικῆς ὡραιότητος· θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἄγαλμα τῆς φύσεως...Θεοῦ μίμημα, φανέρωσιν τῶν τῆς θείας ἀκαταληψίας βυθῶν· ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως συνελθουσῶν ἐπι Χριστοῦ φύσεων· καί διά νά εἰπῶ τό τελευταῖον καί ἔσχατον, ἐσένα Θεοτόκε οἱ θεολόγοι ὀνομάζουσι Μεθόριον Κτίστου καί κτίσεως, τιμιωτέραν ταῶν Χερουβίμ, ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, θεόν μετά Θεόν, καί τῆς ἁγίας Τριάδος τά δευτέρεια ἔχουσαν»33.
1 Ἐγκώμιον εἰς τήν Ἁγίαν Θεοτόκον, Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, MPG. 43, 493 A/B.
2 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄, MPG. 96, 729 Α.
3ΕΠΕ, 11, 308.
4Ὄρθρος Ἑορτῆς Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Κανόνας, Θ΄ Ὠδή.
5 Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, MPG. 98, 329 C.
6 Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τήν εἴσοδον τῆς Θεοτόκου, MPG. 301 A.
7 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 4, MPG. 77, 992 C.
8 Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, Κατά αἱρέσεων, MPG. 42, 737 Α.
9 Τό δόγμα περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως ἐξήγγειλε Πάπας Πῖος Θ΄ τόν Δεκέμβριο τοῦ 1854, μέ τή Βούλλα «Ineffabilis Deus». Βλ. Μ. Φαράντου, θέσις και σημασία τῆς Θεοτόκου εἰς τήν πίστιν καί εἰς τήν ζωήν, Δογματικά καί ἠθικά Ι, Ἀθῆνα 1983, σελ. 268.
10Ρω. 5, 12 καί ἑξ.
11 MPG. 90, 405 CD.
12ὅπου π. MPG. 90, 405 CD.
13 Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG. 94, 985 B.
14 Βλ. Λόσκι, Κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, σελ. 201, Χρ. Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, σελ. 52.
15ὅπου π.
16Κατά Νεστορίου, MPG. 76, 57 ΑΒ.
17Ἔκδοσις, 3, 12, MPG. 94, 1029 C.
18 MPG. 12, 813 C. Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 153.
19 Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Παναγἰας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου τῆς Μαρίας, MPG. 10, 1168 A-1169 C, ὄπου π. Χρ. Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, σελ. 153.
20 ἅγιος Ἀναστάσιος Σιναΐτης ἀποκαλεῖ τόν Κύριλλο «σφραγίδα τῶν Πατέρων». Βλ. Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Β΄, σελ. 233.
21Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Γ΄, σελ. 470.
22Ἔκδοσις…MPG. 1160 AB.
23 Ἰω. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Αθῆναι 1957, σελ. 50.
24 Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης, ὁ θερμός λάτρης τῆς Πορταΐτισσας (1885-1973), ἐκδ. Σπηλιώτη, χ.χ., σελ. 43.
25 Ρωμ. 8, 28-30.
26Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, MPG.70, 832 C.
27 ΜPG. 90, 269 D.
28 MPG. 90, 137 B.
29 Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 202.
30 ὅπου π.
31 Βλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, Α΄’εκδ. σελ. 85, Β΄εκδ. σελ. 119.
32 Ἰουστῖνος, Ἀπολογία Α΄, 43:1.
33 Πρβλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Ἅγιον Ὄρος 1988, σελ. 274-275.