Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Ο ΑΓ. ΜΕΓΑΛΟΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑ

 Στα χρόνια που Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ό Διοκλητιανός, φοβερός πολέμιος του Χριστιανισμού, βλέποντας πόσο γρήγορα διαδιδόταν ή θρησκεία του Ναζωραίου, αποφάσισε να κηρύξει για μια ακόμα φορά διωγμό ένατίον των Χριστιανών. Απεσταλμένοι του μετέφεραν σε όλη την αχανή Αυτοκρατορία την επείγουσα διαταγή. Όλοι οί διοικητές, μόλις την έλαβαν, προσπάθησαν με περισσό ζήλο να την εφαρμόσουν.
Το ίδιο έγινε καί στην επαρχία της Καππαδοκίας. Από τους πρώτους Χριστιανούς πού συνελήφθησαν ήταν καί ό πατέρας του Γεωργίου, ο Γερόντιος. Ό δεκάχρονος Γεώργιος μαζί με τη μητέρα του παρακολούθησε την δίκη καί την ομολογία του πατέρα του, ότι είναι Χριστιανός καί ότι την πίστη του δεν την αλλάζει με τίποτε. Άκουσε δε τον πατέρα του να άπαντα στον Έπαρχο:
«Προτιμώ να πεθάνω για την πίστη του Χρίστου παρά να τον αρνηθώ, έστω κι αν μου προσφέρεις, όλα όσα μου έταξες».
Άκουσε ακόμα από το στόμα του Έπαρχου την απόφαση ότι καταδικάζεται σε θάνατο, διότι περιφρόνησε τους θεούς της Ρώμης. Στή συνέχεια είδε βάρβαρους στρατιώτες να τον σέρνουν στον τόπο οπού εκτελούνταν οί θανατικές καταδίκες. Εκεί μπροστά στα μάτια εκατοντάδων ειδωλολατρών που φώναζαν, είδε τον πατέρα του να παραδίδει την αγία του ψυχή στα χέρια φωτεινών Αγγέλων, οι όποιοι την μετέφεραν στο θρόνο του Θεού.
«Ό πατέρας σου, παιδάκι μου - του είπε η αγία του μητέρα - πήγε κοντά στο θρόνο του Θεού, εκεί που τόσο πολύ ποθούσε να ζήσει. Εμείς μπορεί να μην τον βλέπουμε, αλλά αυτός όμως είναι κοντά μας καί μας φυλάγει από κάθε κακό. Το σπίτι μας απέκτησε έναν μεγάλο καί ισχυρό προστάτη. Μακάρι να μας αξιώσει ό Θεός να ομολογήσουμε την πίστη μας καί να προσφέρουμε τη ζωή μας θυσία σ' Αυτόν. Δεν πρέπει, παιδί μου, να λυπάσαι. γιατί έχασες τον πατέρα σου, μια μέρα καί πάλι θα συναντηθούμε. Εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε, όπως γνωρίζεις, ότι έχουμε ψυχή αθάνατη καί ότι κάποια μέρα θα αναστηθούμε καί θα ζοϋμε ατελεύτητα κοντά στο θρόνο του Θεού».
H μητέρα του Αγίου όλες αυτές τίς ήμερες πού βασανιζόταν (o άγ. Γεώργιος), προσπαθούσε όχι μόνο να τον ενδυναμώνει, να του δίνει θάρρος καί να του υπενθυμίζει τον Παράδεισο πού θα κερδίσει, αν μείνει σταθερός στην πίστη του, αλλά προσευχόταν, νήστευε καί καθημερινά του πήγαινε τα Άχραντα Μυστήρια. Μια μέρα τη συνάντησε στη φυλακή ό Διοκλητιανός. Όταν την είδε να είναι κοντά στο Γεώργιο καί να μιλά μαζί του, την ρώτησε: «Ποιά είσαι συ πού μιλάς με το στρατιώτη
Ή μητέρα του Μάρτυρα με θάρρος του άπαντα: «Με λένε Πολυχρόνια καί είμαι Χριστιανή, όπως κι ό γιος μου, πού τόσες μέρες τώρα τον βασανίζεις. Να ξέρεις Βασιλιά ότι με όσα υποφέρει του ετοιμάζεις στεφάνι αμάραντο στον ουρανό καί μια θέση αξιοζήλευτη κοντά στο θρόνο του Θεού».
Όταν ακούσε τα παραπάνω ό Διοκλητιανός, της λέγει: «Εσύ τον δίδαξες να μη σέβεται τους αθάνατους καί δοξασμένους Θεούς μας; Εσύ τον συμβουλεύεις να  σέβεται τον Χριστό;"
Η του Χριστού αθλήτρια του απαντά άφοβα: «Μάθε, Βασιλιά, ότι εμείς γεννηθήκαμε Χριστιανοί. Την πίστη στο Χριστό μας την δίδαξαν οι γονείς μας. Ό Θεός μας πού είναι καί ό μόνος αληθινός καί παντοδύναμος, ποτέ δεν μας αρνήθηκε ό,τι κι αν του ζητήσαμε, γι' αυτό κι εμείς δεν θα τον αρνηθούμε ποτέ. Μύρια βασανιστήρια κι αν υποφέρουμε θα τα υπομείνουμε ".
Ο Διοκλητιανός, όταν άκουσε τα θαρραλέα λόγια της Πολυχρόνιας, οργίστηκε καί προστάζει να την κτυπήσουν καί στη συνέχεια να την κατακάψουν με αναμμένες λαμπάδες. Μεγάλος ό πόνος, μα ή πίστη καί ή γλυκιά προσμονή του Παραδείσου τον εξαφάνιζαν. Κάποια στιγμή η Μάρτυς ανάφωνεί: «Κύριε Ίησού Χριστέ, δέξου το πνεύμα της δούλης Σου».
Έτσι ή πιστή καί ταπεινή δούλη του Κυρίου παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια φωτεινών αγγέλων οι όποιοι την έφεραν χαρούμενοι μπροστά στο θρόνο του Κυρίου, από τον Οποίο έλαβε τον στέφανο της αιωνίου δόξης. Το βράδυ οι Χριστιανοί παρέλαβαν κρυφά το τίμιο λείψανο της καί το ένταφίασαν δοξάζοντας καί αίνουντες τον Θεόν.





ΟΣΙΟΣ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ ΤΗΣ ΟΜΠΝΟΡΑΣ (+ 1479)



Ο Όσιος Σιλβέστρος της Ομπνόρα, γεννήθηκε τον 15ο αιώνα στη Ρωσία. Από νεαρή ηλικία είχε εσωτερικά τον πόθο να μονάσει. Έτσι εγκατέλειψε τον κόσμο και κατάφυγε στη Mονή της Αγίας Τριάδος, όπου υπήρξε δόκιμος και υποτακτικός του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ (τιμάται 5 Ιουλίου). Αφού παρέμεινε εκεί για ένα χρονικό διάστημα και πρόκοψε στην υπακοή, ο Όσιος Σιλβέστρος έλαβε την ευλογία για να μείνει μόνος στην έρημο και να συνεχίσει εκεί τον ασκητικό του αγώνα.
Μέσα στο πυκνό δάσος, δίπλα στον ποταμό Ομπνόρα ο οποίος συνεχίζει την ροή του στον ποταμό Κοστρομά, έστησε ένα σταυρό στο σημείο όπου διάλεξε και ξεκίνησε από εκεί τον πνευματικό του αγώνα. Για μια μεγάλη χρονική περίοδο κανείς δεν ήξερε τίποτα για τον Άγιο ερημίτη. Το κελλί του αποκαλύφθηκε τυχαία από έναν χωρικό, ο οποίος είχε χάσει τον δρόμο του. Αυτός είπε στον ενοχλημένο ερημίτη, ότι οι άνθρωποι είχαν δει λαμπρές ακτίνες και ένα στρώμα νεφέλης επάνω από την κατοικία του. Ο Όσιος Σιλβέστρος ξέσπασε τότε σε δάκρυα πικρίας, επειδή το μέρος της απομονώσεώς του είχε ανακαλυφθεί. Ο προσκυνητής παρακάλεσε επίμονα τον Όσιο να του μιλήσει για τον εαυτό του. Ο Όσιος Σιλβέστρος είπε ότι εκεί έμενε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τρώγοντας φλοιούς δένδρων και ρίζες. Στην αρχή ήταν αδύναμος χωρίς ψωμί και μια φορά έπεσε στο έδαφος από την αδυναμία του. Τότε, ένας Άγγελος με τη μορφή ενός θαυμάσιου άνδρα εμφανίσθηκε μπροστά του και τον άγγιξε στο χέρι. Από εκείνη την στιγμή ο Όσιος δεν ένιωσε ξανά αδυναμία.
Άλλη μια φορά ο χωρικός πήγε πάλι στον Όσιο και του έφερε ψωμί και αλεύρι, για να έχει προμήθειες. Αυτή η μοναδική συνάντηση ήταν αρκετή, ώστε να μαθευτούν σε πολλούς τα πνευματικά κατορθώματα του Οσίου. Σύντομα, χωρικοί ξεκίνησαν να έρχονται σε αυτόν από τους γύρω οικισμούς. Ο Όσιος Σιλβέστρος τους επέτρεψε να χτίσουν κελλιά κοντά στο δικό του κελλί. Όταν πλέον είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί αδελφοί στη σκήτη, ο Όσιος Σιλβέστρος πήγε στη Μόσχα και ζήτησε την ευλογία του Αγίου Μητροπολίτου Αλεξίου (τιμάται 12 Φεβρουαρίου), για να κατασκευάσει ένα ναό αφιερωμένο στην Ανάσταση του Χριστού. Ο Άγιος Ιεράρχης έδωσε στον Όσιο Σιλβέστρο ένα αντιμήνσιο για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και τον έκανε Ηγούμενο της νέας μονής. Με την κατασκευή της εκκλησίας ο αριθμός των αδελφών αυξήθηκε γρήγορα και ο Όσιος πολύ συχνά αποσυρόταν στο κοντινό δάσος, ώστε να απομονώνεται και να προσεύχεται. Αυτός ο τόπος έλαβε το όνομα «απαγορευμένο άλσος», επειδή ο Όσιος Σιλβέστρος διέταξε να μην κοπεί από εκεί κανένα δένδρο. Σε αυτό το άλσος ο Όσιος έσκαψε τρία πηγάδια, ενώ ένα τέταρτο πηγάδι έσκαψε στην πλευρά ενός λόφου, στον ποταμό Ομπνόρα. Όταν ο Όσιος επέστρεφε από την απομόνωσή του, τον περίμεναν πολλοί άνθρωποι στο μοναστήρι και ο καθένας ήθελε να λάβει την ευλογία του και να ακούσει τις συμβουλές του.
Κάποια ημέρα ο Όσιος αρρώστησε από μια ανίατη ασθένεια και οι αδελφοί της μονής, που στεναχωρούνταν όταν έφευγε από το μοναστήρι για απομόνωση, τώρα ήταν ακόμη πιο θλιμμένοι αναλογιζόμενοι τον επικείμενο θάνατό του. «Μη στενοχωρείσθε με αυτό, αδελφοί», έλεγε ο Όσιος για να τους παρηγορήσει, «γιατί τα πάντα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ακολουθήστε τα εντολές του Κυρίου και μη φοβηθείτε να υποφέρετε από δοκιμασίες σε αυτή τη ζωή. Έτσι θα λάβετε ανταμοιβή στον Ουρανό. Εάν εύρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου και αν η ζωή μου Τον ευχαρίστησε, τότε αυτός ο άγιος τόπος δεν θα διαλυθεί μετά την αποχώρησή μου. Προσευχηθείτε στον φιλάνθρωπο Θεό και στην πάναγνη Μητέρα Του, ώστε να ελευθερωθείτε από τον πειρασμό».
Ο Όσιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε το έτος 1479 και ενταφιάσθηκε στην δεξιά πλευρά του ναού της Αναστάσεως. Η  μνήμη  του  τιμάται  την 25η Απριλίου.

ΙΕΡΟΜ. ΒΙΚΤΩΡ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΚΛΑΖΩΦ (+1934)


Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Βίκτωρ, Επίσκοπος Γκλάζωφ, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Αλεξάνδροβιτς Οστροβίντωφ, διετέλεσε Βικάριος της επαρχίας Βιάτσκαγια και γεννήθηκε στις 20 Μαΐου του 1875, στο χωριό Ζολοτόε της περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ο πατέρας του ήταν ιεροψάλτης και η οικογένειά του τον ανέθρεψε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ο Κωνσταντίνος φοίτησε αρχικά στην Ιερατική Σχολή του Σαράτωβ και στη συνέχεια στην Ακαδημία του Καζάν. Φοιτητής, ακόμη, κείρεται μοναχός με το όνομα Βίκτωρ. Το έτος 1903  αποφοιτά από την Ακαδημία ως Διδάκτωρ της Θεολογίας και διορίζεται υπεύθυνος του Ναού Τρόιτσκι (Αγίας Τριάδος) της πόλεως Χβαλίνσκ. Από το 1905  έως το 1908  ο Βίκτωρ κατέχει την θέση του Ιερομονάχου της Ιεραποστολής των Ιεροσολύμων και μετά το 1908 γίνεται Επιθεωρητής της Ιερατικής Σχολής της πόλεως του Αρχαγγέλσκ. Μετά από λίγο μετατίθεται στην πρωτεύουσα και διορίζεται ως Ιερομόναχος της Λαύρας του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ. Το 1910  γίνεται Αρχιμανδρίτης και αναλαμβάνει καθήκοντα Ηγουμένου της Μονής Αγίας Τριάδος του Ζελενέτσκ, που βρίσκεται στην επαρχία της Αγίας Πετρουπόλεως. Στην δύσκολη περίοδο του εμφυλίου πολέμου, από τις 21 Φεβρουαρίου έως τον Δεκέμβριο του έτους 1919, ο Αρχιμανδρίτης Βίκτωρ εκτελεί τα καθήκοντα του υπευθύνου της Λαύρας του Αγίου Αλεξάνδρου.
Το έτος 1919  ο Άγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στην Αγία Πετρούπολη, σε λίγο όμως αποφυλακίζεται. Τον Ιανουάριο του 1920  χειροτονείται Επίσκοπος Ουρζούμσκι και Βικάριος της επαρχίας Βιάτσκαγια. Την ίδια χρονιά το στρατοδικείο της επαναστάσεως της επαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τον Αρχιερέα Βίκτωρα σε φυλάκιση μέχρι το τέλος του πολέμου με την Πολωνία, όμως σε πέντε μήνες αποφυλακίζεται. Λόγω των έντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται και πάλι στις 12 Αυγούστου του 1922 και εκτοπίζεται για τρία χρόνια στην περιοχή του Ναρίμ. Μετά την απελευθέρωσή του, το έτος 1924, του αφαιρείται το δικαίωμα παραμονής σε μεγάλες πόλεις. Ο Επίσκοπος επιστρέφει στη Βιάτκα και την ίδια χρονιά διορίζεται Επίσκοπος του Γκλαζώφ και προσωρινός διοικητής της επαρχίας Βιάτσκαγια και Όμσκαγια. Στις 14 Μαΐου του 1926 συλλαμβάνεται και πάλι κατηγορείται για οργάνωση παράνομου επαρχιακού γραφείου και εκτοπίζεται για τρία χρόνια με αφαίρεση του δικαιώματος παραμονής, όχι μόνο σε μεγάλες πόλεις, αλλά και στην επαρχία Βάτσκαγια. Έτσι μένει πλέον στην πόλη Γκλάζοβο. Τον Σεπτέμβριο του 1926  του ανατίθεται η διοίκηση της γειτονικής επαρχίας Βότκινσκαγια και της επαρχίας Ιζέβσκαγια.
Τον Οκτώβριο του 1927 ο Επίσκοπος Βίκτωρ απευθύνεται στον Μητροπολίτη Σέργιο, με επιστολή στην οποία τον προειδοποιεί για τις κακές συνέπειες του συμβιβασμού με τους άθεους. Μετά από αυτό μετατίθεται στο Σάντρινσκ με δικαίωμα διοικήσεως της επαρχίας Αικατερινμπούργκσκαγια. Ο Επίσκοπος Βίκτωρ αρνήθηκε να υπακούσει στην απόφαση της Συνόδου και δεν έφυγε για το Σάντρινσκ. Ο Άγιος απέρριπτε την ιδέα της «νόμιμης υπάρξεως της Εκκλησίας», μέσω της δημιουργίας μιας Κεντρικής Διοικήσεως αναγνωρισμένης από την εξουσία, η οποία δήθεν θα εξασφάλιζε την εξωτερική ηρεμία της Εκκλησίας. Αυτό το σχέδιο υποταγής της Εκκλησίας στην εξουσία το θεωρούσε ως αλλοτρίωση και μέσο το οποίο μετέτρεπε την Εκκλησία από οίκο του Θεού σε μια κοσμική οργάνωση της εξουσίας.
Τον Μάρτιο του 1928  ο Άγιος αποστέλλει νέα επιστολή προς τους Ιερείς, με σκοπό να τους προφυλάξει από την ιδέα της βίαιης ενώσεως της Εκκλησίας (με τρόπο που θα μετατραπεί σε κομματική οργάνωση) με την κρατική εξουσία. «Το θέμα μας», έγραφε, «ευρίσκεται όχι στην αποχώρηση από την Εκκλησία, αλλά στην υπεράσπιση της αλήθειας».
Στις 22 Μαρτίου του 1928 συλλαμβάνεται στο Γκλάζωφ και καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλακίσεως σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ' όλη την διάρκεια της παραμονής του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της νήσου Σολόφσκι, εργάζεται ως λογιστής, λειτουργεί κρυφά και χειροτονεί με άλλους Επισκόπους Αρχιερείς για την Εκκλησία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του στρατοπέδου απαγορευόταν η μακριά ενδυμασία και όλοι οι κρατούμενοι έπρεπε να κουρευτούν. Ο Επίσκοπος Βίκτωρ αρνήθηκε να υπακούσει σε αυτή τη διάταξη. Έτσι τον έκλεισαν στην απομόνωση, διά της βίας τον ξύρισαν και έκοψαν τα μαλλιά του, τραυματίζοντάς τον στο πρόσωπο, και κόντυναν τα ενδύματά του.
Το έτος 1931, μετά την αποφυλάκισή του, διαμένει στο χωριό Ουστ - Τσίλμα της βόρειας Ρωσίας. Όμως σε μερικούς μήνες, το 1932, συλλαμβάνεται πάλι και εξορίζεται αυτή την φορά στην Αυτονομία των Κόμι, στη Σιβηρία. Εδώ, στο χωριό Νέριτσα, έζησε τρία χρόνια. Ο Άγιος βοηθούσε τους χωρικούς στις δουλειές και συζητούσε μαζί τους για την πίστη. Συχνά απομακρυνόταν στο δάσος και προσευχόταν.
Αγωνιζόμενος για την αλήθεια ο Επίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε όλα τα βάσανα με πνευματική χαρά και υπομονή, μιμούμενος τους Μάρτυρες της πρώτης Εκκλησίας και διατηρώντας μια αξιοθαύμαστη πνευματική ηρεμία και ειρήνη. Κοιμήθηκε το έτος 1934 από πνευμονία.
Στις 18 Ιουνίου του έτους 1997  τα ιερά λείψανά του βρέθηκαν άφθαρτα στο κοιμητήριο του χωριού Νέριτσα, παρόλο που έμειναν ενταφιασμένα σε βαλτώδες έδαφος περί τα εξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στη Μόσχα και στις 2 Δεκεμβρίου του 1997 πραγματοποιήθηκε η επίσημη μετακομιδή τους στο γυναικείο μοναστήρι της πόλεως Βιάτκα.
Η  μνήμη  του  τιμάται  την 19η Ιουλίου.

Σημείωσις του http://www.churchsynaxarion.blogspot.com/ : Ο  άγιος Ιερομάρτυς Βίκτωρ Επίσκοπος Γκλαζώφ, ανήκει  στην  μαρτυρική  Ρωσική Εκκλησία  των  Κατακομβών  και  όχι  στο  Σοβιετοποιημένο Πατριαρχείο  Μόσχας.





ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΡΜ ΣΙΒΗΡΙΑΣ


Ο Άγιος Στέφανος, Φωτιστής της πόλεως Περμ και Απόστολος των Ζυριανών, γεννήθηκε το έτος 1345 στην πόλη Ούστιουγκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας, από την οικογένεια του Iερέα Συμεών και της Πρεσβυτέρας Μαρίας. Στην διάπλαση του χαρακτήρα του επηρεάστηκε πάρα πολύ από την ευσεβή μητέρα του. Προικισμένος με πολλές δυνατότητες, είχε ήδη δείξει ένα ασυνήθιστο ζήλο για τον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε μάθει να διαβάζει τα ιερά βιβλία και βοηθούσε τον πατέρα του στο ναό κατά την διάρκεια των Ακολουθιών, εκτελώντας χρέη κανονάρχου και αναγνώστου.
Ο νεαρός Στέφανος εκάρη μοναχός στη Μονή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, στο Ροστώβ. Το μοναστήρι ήταν διάσημο για την περίφημη βιβλιοθήκη του. Επειδή ο Άγιος Στέφανος θέλησε να μελετήσει τους Πατέρες στην αυθεντική τους γλώσσα, σπούδασε τα Ελληνικά.
Κατά την περίοδο της νεότητάς του, όταν βοηθούσε τον Ιερέα πατέρα του στην εκκλησία, πολύ συχνά συνομιλούσε με τους Ζυριανούς. Τώρα πια, έχοντας εντρυφήσει στην πλούσια παράδοση της Εκκλησίας, ο Στέφανος φλεγόταν από την επιθυμία να κηρύξει στους Ζυριανούς το Ευαγγέλιο του Χριστού. Για να επιτύχει τον φωτισμό των Ζυριανών σχεδίασε ένα αλφάβητο γιά την γλώσσα τους και μετέφρασε μερικά από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Γι' αυτή την σπουδαία πολιτιστική, ιεραποστολική και θεολογική εργασία ο Επίσκοπος Ροστώβ Αρσένιος (1374-1380) τον χειροτόνησε Διάκονο.
Έχοντας ετοιμασθεί για ιεραποστολική δραστηριότητα, μετά από παραμονή δεκατριών ετών μέσα στο μοναστήρι, ο Άγιος Στέφανος ταξίδεψε στη Μόσχα, το έτος 1379, για να δει τον Επίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ο οποίος τότε προΐστατο της διοικήσεως στη μητροπολιτική περιφέρεια. Ο Άγιος τον ικέτευσε: «Ευλόγησέ με, Γέροντα, για να πάω σε μια ειδωλολατρική χώρα, το Περμ. Θέλω να διδάξω την Αγία Πίστη στους άπιστους ανθρώπους. Έχω αποφασίσει είτε να τους οδηγήσω στον Χριστό, είτε να θυσιάσω την ζωή μου γι' αυτούς και τον Κύριο». Ο Επίσκοπος με χαρά τον ευλόγησε και τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Του πρόσφερε μάλιστα ένα αντιμήνσιο, Άγιο Μύρο και λειτουργικά βιβλία, ενώ ο Μεγάλος Πρίγκιπας Δημήτριος του έδωσε ένα έγγραφο για ασφαλή διάβαση.
Από την πόλη Ούστιουγκ ο Άγιος Στέφανος ξεκίνησε για τον βόρειο ποταμό Ντβίνα, μέχρι τη συμβολή του ποταμού Βικέγκντα, περιοχή μέσα στην οποία υπήρχαν οικισμοί των Ζυριανών. Ο πρόδρομος της πίστεως του Χριστού υπέφερε πολλές μοχθηρίες, αγώνες, στερήσεις και πικρίες, ζώντας ανάμεσα σε ειδωλολάτρες, οι οποίοι τιμούσαν είδωλα με φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μια χρυσή γυναικεία φιγούρα και εμπιστεύονταν την ζωή τους σε μάγους.
Το ιεραποστολικό έργο του Αγίου με την βοήθεια του Θεού άρχισε να καρποφορεί. Εκεί που άλλοτε υψωνόταν ένα είδωλο, οικοδομήθηκε ναός προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητή του σκότους. Ο ιερέας των ειδωλολατρών, μετά από μια ισχυρή δοκιμασία κατά την οποία αποκαλύφθηκε η πλάνη των ειδώλων, αρνήθηκε να δεχθεί το Φως της Θεότητας και αυτοεξορίσθηκε. Και ο Άγιος Στέφανος, για να ευχαριστήσει τον Θεό, έχτισε στο Βισερό μια εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Νικολάου.
Το έτος 1383 ο Άγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Επίσκοπος της Περμ. Ως στοργικός πατέρας αφοσιώθηκε στο ποίμνιό του. Για να ενθαρρύνει τους νεοβαπτισθέντες άνοιξε σχολεία δίπλα στις εκκλησίες, όπου μελετούσαν τα ιερά κείμενα στην Περμιανή γλώσσα. Τους δίδαξε τι έπρεπε να ξέρουν προκειμένου να γίνουν Ιερείς και Διάκονοι για να διακονήσουν την Εκκλησία, όπως επίσης και το πώς να γράφουν στην Περμιανή γλώσσα.
Ο Άγιος Στέφανος προστάτευε το ποίμνιό του από τις απάτες των διεφθαρμένων αξιωματούχων, προσέφερε ελεημοσύνη και το βοηθούσε στην οργάνωση της άμυνάς του εναντίων των εισβολών των άλλων φυλών. Άλλοτε πάλι ταξίδευε στη Μόσχα και το Νόβγκοροντ, για να υποστηρίξει τα συμφέροντα των Ζυριανών, που πολλές φορές καταπιέζονταν από τους Ρώσους υπαλλήλους. Η ιεραποστολική προσπάθεια του Αγίου και η προσευχή του απέδωσαν καρπούς. Οι κάτοικοι της περιοχής της Περμ ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και την αλήθεια.
Όταν το έτος 1390 ο Άγιος Στέφανος ταξίδευε στην Μόσχα για υποθέσεις της Εκκλησίας, πέρασε από το μοναστήρι του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Το μοναστήρι απείχε από τον τόπο που βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος περί τα δέκα χιλιόμετρα. Ο Άγιος Στέφανος διακαώς αγαπούσε τον Άγιο ασκητή του Ραντονέζ και επιθυμούσε πάρα πολύ να τον επισκεφθεί, δεν είχε όμως χρόνο για να το κάνει. Τότε ο Άγιος Στέφανος γύρισε προς την κατεύθυνση του μοναστηριού και κάνοντας μία υπόκλιση είπε: «Ειρήνη σε εσένα, πνευματικέ μου αδελφέ». Ο Άγιος Σέργιος, ο οποίος εκείνη την στιγμή γευμάτιζε μαζί με τους αδελφούς, σηκώθηκε, έκανε μια προσευχή και υποκλινόμενος προς την κατεύθυνση όπου βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος απάντησε: «Χαίρε και σε εσένα, αρχηγέ του ποιμνίου του Χριστού. Είθε η ειρήνη του Θεού να είναι μαζί σου».
Ο Άγιος Στέφανος ίδρυσε επίσης αρκετές μονές για τους Ζυριανούς: Την μονή του Σωτήρος στην έρημο του Ουλιάνωβ, την Μονή του Στεφάνωβ, την Μονή του Αρχαγγέλου στο Ουστ-Βιμ και την Μονή του Αρχαγγέλου στο Ιάρενκ.
Το έτος 1395 ο Άγιος Στέφανος πήγε πάλι στη Μόσχα για υποθέσεις του ποιμνίου του. Εκεί ασθένησε και μετά από λίγες ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως, στο Κρεμλίνο της Μόσχας. Οι Ζυριανοί με πικρία θρήνησαν το θάνατο του ποιμένα τους. Με ειλικρίνεια παρακάλεσαν τον Πρίγκιπα της Μόσχας και τον Μητροπολίτη να στείλουν το σκήνωμα του προστάτου τους, πίσω στην Περμ, αλλά η Μόσχα δεν θέλησε να φύγουν από εκεί τα ιερά λείψανα του Αγίου Στεφάνου.
Η  μνήμη  του  αγ. Στεφάνου  τιμάται  την 26η Απριλίου.

ΒΡΕΘΗΚΕ Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ;


Με τρομερό ενδιαφέρον διαβάσαμε την αναφορά της Daily Mail. H ταλαιπωρημένη οροφή σε ένα μικρό, Oθρόδοξο (σημ. δικήμας, εννοεί  των  Μονοφυσιτών  Αββυσινῶν) εκκλησάκι στην Αιθιοπία, είναι η αφορμή να αποκαλυφθεί στο ευρύτερο κοινό η Κιβωτός της Διαθήκης που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έχει μέσα της τις δύο πέτρινες επιγραφές με τις 10 εντολές που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή. Ο πρώτος ναός που φιλοξένησε την Κιβωτό της Διαθήκης ήταν ο Ναός του Σολομώντα και η ύπαρξή της για τους ιστορικούς, φέρει τον ίδιο μύθο όπως το Άγιο Δισκοπότηρο ή ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μύθος που αποτυπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο στην πρώτη ταινία με ήρωα τον αρχαιολόγο Ιντιάνα Τζόουνς, το 1981, στους "Kυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού", που σκηνοθέτησε ο Στήβεν Σπίλμπεργκ.
Ο Ναός της Παναγίας της Σιών, στην πόλη Ακσούμ (Αξώμη) στην Αιθιοπία, σύμφωνα λοιπόν με το ρεπορτάζ της εφημερίδας που στηρίζεται στη μαρτυρία του Βρετανού φωτογράφου Tim Makins, φιλοξενεί σε παρεκκλήσιό  της την Κιβωτό από την δεκαετία του '60  και είναι απροσπέλαστο από οποιονδήποτε.  Γύρω του υπάρχει μία ψηλή κατασκευή με μυτερά κάγκελα και ο μόνος που έχει το δικαίωμα να μπει μέσα είναι ο Πρωθιερέας του Ναού της Παναγίας της Σιών, που έχει επιφορτιστεί με την φύλαξη της Κιβωτού μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο τελευταίο του ταξίδι στην περιοχή, ο φωτογράφος ανακάλυψε πως είχαν γίνει κάποιες αλλαγές γύρω από το εκκλησάκι, που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε επί της βασιλείας του Αιθίοπα Βασιλιά Χάιλε Σελασιέ. Η ρωγμή στη στέγη του, επιτρέπει στο νερό να μπει και η ανακαίνισή του είναι αναγκαία, καθώς η Κιβωτός κινδυνεύει. Για να γίνει αυτό, το φερόμενο ως πολύτιμο κειμήλιο πρέπει να μεταφερθεί μέχρι το πέρας των εργασιών. Έχουν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες για την κατασκευή ενός πρόχειρου καταλύματος, δίπλα στον μικρό ναό, εργασίες που θα διαρκέσουν περίπου 3 μήνες, όπως λένε οι εργάτες. Εν τω μεταξύ, στη στέγη του πρώτου ναού έχει τοποθετηθεί μία πρόχειρη αδιάβροχη τέντα. Ο ηλικιωμένος Πρωθιερέας αποκλείεται να κατορθώσει να μεταφέρει το κειμήλιο από τον ένα ναό, στον άλλο, μόνος του, λένε οι συντάκτες της Daily Mail. Η κιβωτός υπολογίζεται πως έχει διαστάσεις 1,31 χ 0,79 χ 0,79 μέτρα. Είναι φτιαγμένη από ξύλο, ντυμένο με φύλλα χρυσού και στο πάνω μέρος της φέρεται να έχει δύο φτερωτούς αγγέλους, όπως την είδαμε και στην ταινία με τον Ιντιάνα Τζόουνς, αλλά έχει αποτυπωθεί και σε αρκετές αγιογραφίες και πίνακες.  Καθώς λοιπόν κρίνεται αναγκαία η μεταφορά της, ο Βρετανός φωτογράφος, αλλά και πολλοί άλλοι υπολογίζουν ότι θα κατορθώσουν για πρώτη φορά να πάρουν φωτογραφικά στιγμιότυπα από το κειμήλιο που η Ορθόδοξη Εκκλησία υποστηρίζει πως είναι το αυθεντικό. Είναι σίγουρο πάντως πως ο πόλη Ακσουμ, ή αλλιώς Αξώμη, της Αιθιοπίας θα δει πολλούς επισκέπτες τους επόμενους μήνες

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

Περιεχόμενα
Προλεγόμενα.
Ὁ σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας.
α. Λειτουργικές μαρτυρίες.
β. Πατερικές μαρτυρίες.
Ὁ ἐπιούσιος ἄρτος τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς.
Α. Ἡ πρακτική τῆς Πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Πατέρες καί Ἀπολογητές γιά τήν συχνότητα συμμετοχῆς.
Β. Ἡ ἐκκλησιαστική πρακτική μέχρι τόν 15ο αἰώνα.
Ἱεροκανονικές Διατάξεις.
Τά μοναστηριακά Τυπικά.
Γ. Ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησις τῶν Κολλυβάδων Πατέρων (18ος αἰ.).
Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ἅγ. Μακάριος ἀρχιεπ. Κορίνθου.
Δ. Ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησις στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καί τήν Ρωσία.
Ἅγ. Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ - Στάρετς τῆς Ὄπτινα - Ἱερομάρτυς Νεκτάριος, Στάρετς τῆς Ὄπτινα - ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης.
Ε. Συνοδικές Ἀποφάσεις.
α. Τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως.
β. Τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
γ. Τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
Στ. Νεώτερες μαρτυρίες.
Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος - Πρωτ. Ἰωάννης Ρωμανίδης - Ἀρχιμ. Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος - Ἀρχιμ. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος – Ἀρχιμ. Εὐσ. Ματθόπουλος - Πρωτ. Κων. Καλλίνικος - Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας – Καθηγητής Μᾶρκος Σιώτης.

Προλεγόμενα
Ἡ μελέτη τοῦ θέματος τῆς συχνότητος συμμετοχῆς στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς προετοιμασίας γιά τήν συμμετοχή, σέ σχέση μέ τήν νηστεία, προέκυψε ἀπό τήν δίωξη Ἱερομονάχου (Σλαυϊκῆς καταγωγῆς) ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του (Ἑλληνικῆς  καταγωγῆς), μέ τήν ἐπιβολή μάλιστα πολυμήνου ἀργίας, σέ σχέση μέ τό θέμα αὐτό. Γιά τόν λόγο αὐτό, σέ συννενόηση μέ τόν καθ’ ὕλην ἁρμόδιο Καθηγητή κ. Βλάσιο Σαββίδη, τό θέμα περιελήφθηκε στήν διδακτέα ὕλη τοῦ α’ ἑξαμήνου τοῦ τρέχοντος ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 2011 – 2012, μέ σκοπό νά προβληθεῖ ὡς πρόβλημα καί νά προκληθεῖ ἡ συμμετοχή καί ἄλλων ἐνδιαφερομένων (ἐκκλησιαστικῶν  καί  ἀκαδημαϊκῶν  παραγόντων) στήν ἐπεξεργασία του.
Ὅπως φαίνεται, παρά τήν Φιλοκαλική Ἀναγέννηση τοῦ 18ου καί 19ου αἰ., τῶν χλευαστικῶς ὀνομαζομένων Κολλυβάδων Πατέρων, οἱ δύο αὐτές παράμετροι ἐξακολουθοῦν νά ἀπασχολοῦν κάποιους κύκλους τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου. Ἐνῶ τό θέμα θά ἔπρεπε νά θεωρεῖται λυμένο, παρατηροῦνται ἀκρότητες ξένες πρός τό πνεῦμα καί τήν σχετική διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τήν αἰωνόβιο πρακτική τῆς Ἐκκλησίας καί τούς Ἱερούς Κανόνες Της, τόσο σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν συχνότητα συμμετοχῆς, ὅσο καί σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν προετοιμασία γιά τήν συμμετοχή, σέ συνάρτηση μέ τόν θεσμό τῆς νηστείας.
Ὁ Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, ἀρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης, στήν ἔκδοση τοῦ περισπούδαστου ἔργου τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων» (Ἐκδόσεις ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, σέ νεοελληνική ἀπόδοση, γ’ ἔκδοση 2009· τό ἔργο αὐτό θά χρησιμο-ποιοῦμε στή συνέχεια), σημειώνει στόν Πρόλογό του, ἀναφερόμενος στίς ἐπιπτώσεις τοῦ Φιλοκαλικοῦ Κινήματος στήν σύγχρονη Ἑλληνική ἐκκλησιαστική ζωή:
«Ὁ ἅγ. Νικόδημος καί ὁ ἅγ. Μακάριος, εἶναι οἱ πιο σπουδαῖοι ἐκπρόσωποι τοῦ Φιλοκαλικοῦ Κινήματος, ἑνός κινήματος πνευματικῆς ἀνανεώσεως μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ Τουρκοκρατία εἶχε ὁδηγήσει σέ μία παρακμή τήν πνευματική ζωή τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ τήρησις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἡ συχνή συμμετοχή στή Θεία Κοινωνία, ἡ ἐπιστροφή στούς Πατέρες, ἡ ἄσκησις τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί ἡ ἀναγέννησις τοῦ Μοναχισμοῦ, ἦταν οἱ βασικότεροι σκοποί αὐτοῦ τοῦ Κινήματος…
Δυστυχῶς μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἡ καθεστηκυΐα νοοτροπία δέν ἀνατράπηκε. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο ἐλάχιστα ἐπηρέασε τό Φιλοκαλικό Κίνημα. Κυρίως οἱ καρποί αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, φάνηκαν στό τέλος τοῦ 19ου καί στόν 20ο αἰώνα. Καί χαρακτηρίζει μία μερίδα λαοῦ πού ἔχει σχέσι μέ τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκκλησιάζεται, ἐξομολογεῖται, ἀγωνίζεται στήν πνευματική ζωή. Ὁ περισσότερος λαός καί σήμερα εἶναι μακρυά ἀπό τό Ποτήριο τῆς ζωῆς. Καί αὐτός ὁ περισσότερος λαός ἀξακολουθεῖ καί φέρνει τίς ἴδιες δικαιολογίες γιά νά δικαιολογῆ αὐτή τήν ἀπομάκρυνση. Σ’ αὐτή τήν νοοτροπία βρίσκονται οἱ περισσότεροι Χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται μέν, ἀλλά δέν θεωροῦν ἀπαραίτητο νά κοινωνήσουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ζοῦμε σέ μία ἐποχή παρακμῆς στήν ἐκκλησιαστική ζωή τοῦ τόπου μας. Ἡ ἀκμή ἤ ἡ παρακμή φαίνεται ἀπό τήν συμμετοχή τῶν πιστῶν στή Θεία Κοινωνία. Ἀπό τήν στιγμή πού οἱ περισσότεροι ἐκκλησιαζόμενοι ἀπέχουν συνειδητά καί πεισματικά ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, ζοῦμε μία ἐκκλησιαστική παρακμή» (ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων», σελ. 8).
Στό ἴδιο συμπέρασμα καταλήγει καί ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν: «Ἡ Κοινωνία - γράφει - ἔχει παύσει νά εἶναι αὐταπόδεικτος ὁλοκλήρωσις τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Μυστηρίου (τό 90% τῶν Εὐχαριστιακῶν μας Λειτουργιῶν τελοῦνται χωρίς νά μεταλαμβάνει κανείς), ἀνεπτύχθη μία πρόσθετος καί οὐσιαστικῶς ἀνεξάρτητος Θεολογία τῆς Εὐχαριστίας ὡς θυσίας, ἐγκύρου καθ’ ἑαυτήν, ἀνεξαρτήτως τῆς παρουσίας ἤ τῆς συμ-μετοχῆς τοῦ λαοῦ» (π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, «Θεολογία τῆς Εὐχαριστίας»· βλ. «ΘΕΟΛΟΓΙΑ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ», 1962, σελ. 116).
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἀφορᾶ τό α’ μέρος τῆς ὅλης ἐργασίας (τήν συχνότητα συμμετοχῆς στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας). Βασίζεται στίς παραδόσεις τοῦ α’ ἑξαμήνου τοῦ τρέχοντος ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 2011 - 2012 καί προσπαθεῖ νά φωτίσει ὅσο τό δυνατόν περισσότερες πτυχές αὐτῶν τῶν δύο ζητημάτων, ὑπό τό φῶς τῆς σχετικῆς Πατερικῆς διδασκαλίας, τῆς αἰωνοβίου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως καί τοῦ Ἱεροκανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας.
Τό κείμενο ἀναρτᾶται πρό τελικῶν διορθώσεων, ὁπότε θά ἦταν «εὐχῆς ἔργον» ἡ καλοπροαίρετος ὑπόδειξις τῶν σημείων πού χρειάζονται μεγαλύτερη ἀνάπτυξη ἤ περισσότερη ἐπεξεργασία.

Καθηγητής Ἀντώνιος Μάρκου

Μεγάλη Τεσσαρακοστή 2012


Μέρος ΠΡΩΤΟ:

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

«Χρόνος προσόδου ἔστω ἡμῖν τό καθαρόν συνειδός»
Ἱερός Χρυσόστομος

Μία πρώτη, εἰσαγωγική παρατήρηση, ἡ ὁποία εἶναι καί καταληκτικό συμπέρασμα τῆς πρώτης αὐτῆς ἑνότητος τῆς ἐπεξεργασίας τοῦ θέματος, ἀφορᾶ τίς ἱστορικές φάσεις τῆς Εὐχαριστιακῆς συμμετοχῆς (πρωτοχριστιανική περίοδος – α’ Χριστιανική χιλιετηρίδα – Μέσοι Χρόνοι – Νεώτεροι Χρόνοι).
Ἐνῶ ἀρχικά, κατά τήν πρωτοχριστιανική περίοδο, ἡ κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη/Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, στή συνέχεια κατά τήν πρώτη Χριστιανική χιλιετηρίδα, ἡ Θεία Κοινωνία ἔγινε τακτικό/καθημερινό γεγονός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί τῶν λαϊκῶν, γιά νά ἐκπέσει κατά τούς Μέσους Χρόνους σέ ἔκτακτο γεγονός, κατά δέ τούς Νεώτερους Χρόνους ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησις τῶν Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου – Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ καί τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, ἐπανέφερε τήν συχνότητα στήν σωστή της θέση, τῆς συνεχούς Θείας Κοινωνίας.
Εἰσαγωγικῶς καί πρίν εἰσέλθουμε στήν ἐπεξεργασία τοῦ θέματος, ἀναφερόμεθα μέ κάθε δυνατή συντομία στόν σκοπό τῆς Θείας Λειτουργίας καί στήν Πατερική ἑρμηνεία τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς.

Ὁ σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας
Κατά τόν λόγιο Μητροπ. Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβῆρο (+ 1616), ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται γιά τρεῖς λόγους:
α. Εἰς μνήμην τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου («τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»)·
β. Ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων· καί
γ. Ὑπέρ τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ζώντων πιστῶν. Πάνω στό τελευταῖο παρατηρεῖ: «Οἱ ζῶντες δέ πιστοί μή κοινωνοῦντες εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ἀπορῶ πῶς ἡμποροῦν νά ἁγιασθῶσιν». (Φιλαδελφείας Γαβριήλ, «Περί Μυστηρίων»).
Τό ὅ,τι ὁ ἁγιασμός τῶν πιστῶν δίδεται μόνο μέ τήν Θεία Κοινωνία, προκύπτει καί ἀπό τήν μυστική εὐχή ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται μετά τόν Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δωρων: «Ὥστε γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος, εἰς Βασιλείας Οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς παρρησίαν τήν πρός Σέ, μή εἰς κρῖμα ἤ εἰς κατάκριμα».
Ἀπό τό προηγούμενο «ἕπεται – σημειώνει ὁ Δημ. Παναγόπουλος - ὅτι οἱ μή συνεχῶς κοινωνοῦντες δέν ἁγιάζονται, ἔστω καί ἄν ἐκκλησιάζονται καθημερινῶς. Καί κατά συνέπειαν δέν πρόκειται νά ἴδουν τόν Κύριον, διότι ὁ Παῦλος λέγει: «Διώκετε… καί τόν ἁγιασμόν, οὐ χωρίς οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον» (Ἑβρ. 12, 14· αὐτ. σελ. 17· Δημ. Παναγοπούλου, «Τό Ἀντίδοτον τοῦ Θανάτου», σελ. 8).
«Ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Θεία καί Ἱερή Λειτουργία – γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης - » (ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Περί τῆς συνεχούς…», σελ. 78). Εἰδικώτερα:

Α. Λειτουργικές μαρτυρίες.
α. Ἡ ἀρχαία Λειτουργία τοῦ ἁγ. Κλήμεντος παραδίδει ὡς ἐξῆς τό γεγονός τῆς Θείας Κοινωνίας: «Καί μετά τοῦτο (ἐνν. τόν Καθαγιασμό), μεταλαμβανέτω ὁ Ἐπίσκοπος· ἔπειτα οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Διάκονοι καί οἱ Ὑποδιάκονοι καί οἱ Ἀναγνῶσται καί οἱ Ψάλται καί οἱ ἀσκηταί καί ἐν ταῖς γυναιξίν αἱ Διακόνισσαι καί αἱ παρθένοι καί αἱ χῆραι, εἶτα τά παιδία καί τότε πᾶς ὁ λαός, κατά τάξιν καί μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας, ἄνευ θορύβου» The Liturgies of St. Mark, St. James, St. Clement, St. Chrysostom, St. Basil», ἔκδοσις Rev. J. M. Nealle, 1859, σελ. 107).
β. Ἡ ἀρχαία ἐπίσης Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου (ἡ ὁποία διασώζεται στόν λεγόμενο Ἀρμενικό Λειτουργικό τύπο), περιλαμβάνει καί τήν ἐξῆς Διακονική ἐκφώνηση: «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ καί οἱ μή δυνάμενοι ἐξ ὑμῶν μετασχεῖν τοῦ θείου τούτου Μυστηρίου, ἐξέλθετε ἔξω τῶν θυρῶν καί δέεσθε». (Ε. Θεοδώρου, «Σημειώσεις Λειτουργικῆς», 1971, σελ. 85).
γ. Στήν δεύτερη εὐχή τῶν πιστῶν, στήν Θεία Λειτουργία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ Λειτουργός εὔχεται: «Χάρισαι δέ ὁ Θεός καί τοῖς συνευχομένοις ἡμῖν προκοπήν βίου καί πίστεως καί συνέσεως πνευματικῆς· δός αὐτοῖς πάντοτε μετά φόβου καί ἀγάπης λατρεύειν Σοι ἀνενόχως καί ἀκατακρίτως μετέχειν τῶν Ἀχράντων Σου Μυστηρίων καί τῆς ἐπουρανίου Σου Βασιλείας ἀξιωθῆναι». «Πάντοτε… μετέχειν» καί ὄχι μόνο σήμερα πού τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία.
δ. Στήν Εὐχή μετά τήν τελείωση τῶν Μυστηρίων ἀναγινώσκεται: «Ὥστε γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς καί ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Ἡ νῆψις τῆς ψυχῆς καί ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι καθημερινό αἴτημα προσευχῆς καί ζωῆς καί δίδεται μόνο μέ τήν Θεία Κοινωνία.
ε. Ὁμοίως μετά τόν Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων: «Σοί παρακατατιθέμεθα τήν ζωήν ἡμῶν ἅπασαν καί τήν ἐλπίδα… καί παρακαλοῦμεν Σε καί δεόμεθα καί ἱκετεύομεν· καταξίωσον ἡμᾶς μεταλαβεῖν τῶν ἐπουρανίων καί φρικτῶν Μυστηρίων, ταύτης τῆς ἱερᾶς καί πνευματικῆς τραπέζης, μετά καθαροῦ συνειδότος, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
στ. Στήν Εὐχή πρό τῆς Μεταλήψεως τοῦ Λειτουργοῦ, αὐτός εὔχεται: «Καί καταξίωσον τῇ κραταιᾷ Σου χείρι μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ Ἀχράντου Σώματός Σου καί τοῦ Τιμίου Σου Αἵματος καί δι’ ἡμῶν παντί τῷ λαῷ». «Παντί τῷ λαῷ» καί ὄχι «τινῶν» ἤ καί «οὐδενί ἐκ τοῦ λαοῦ».
ζ. Οἱ Λειτουργικές ἐκφωνήσεις «λάβετε, φάγετε» καί «πίετε» ἀπευθύνονται στόν λαό σέ χρόνο ἐνεστῶτα καί ὄχι παρελθόντα. Ὅταν δέ ἐξερχόμενος μέ τό Ἅγιο Ποτήριο καλεῖ τόν λαό καί πάλι κατά τόν ἁρμόδιο χρόνο («προσέλθετε»).
η. Μετά δέ τήν Θεία Κοινωνία τῶν πιστῶν, ὁ Λειτουργός καλεῖ ὅσους κοινώνησαν, νά εὐχαριστήσουν ἀπό κοινοῦ τόν Κύριο γιά τήν μεγάλη αὐτή δωρεά: «Ὀρθοί· μεταλαβόντες τῶ θείων, ἁγίων, ἀχράντων, ἐπουρανίων καί ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ».
θ. Οἱ ἐκφωνήσεις μετά τήν Θεία Κοινωνία ἀναφέρονται στήν κοινωνία ὅλου τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός: «Πληρωθήτω τό στόμα ἡμῶν αἰνέσεώς Σου, Κύριε, ὅτι ἠξίωσας ἡμᾶς μετασχεῖν τῶν Ἁγίων, Ἀχράντων καί Ἀθανάτων Σου Μυστηρίων».
ι. Ἡ θέσπιση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας, ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη ἴσως ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ μετοχή τῶν πιστῶν στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κάθε Σάββατο καί Κυριακή, δέν εἶναι ἀρκετή γιά τήν κάλυψη τῶν πνευματικῶν τους ἀναγκῶν.
Ἡ Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία ἐπινοήθηκε (οὐσιαστικά δέν πρόκειται περί Λειτουργίας, ἀλλά περί Ἀκολουθίας, κατά τήν ὁποία μεταδίδονται στούς πιστούς τά Προηγιασμένα κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς Τίμια Δῶρα), διότι ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν περίοδος πένθους καί μετανοίας τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους. Ἀντίθετα ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι γεγονός χαρᾶς καί ἀναστάσεως. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν τελεῖται Θεία Λειτουργία κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος, παρά μόνον τό Σάββατο καί τήν Κυριακή. Ἡ Προηγιασμένη ἐπινοήθηκε γιά νά κοινωνοῦν οἱ πιστοί καί ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος, κατά τήν διατύπωση τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Οὐ γάρ ταὐτόν Πάσχα καί Τεσσαρακοστή, ἄλλ’ ἕτερον Πάσχα καί ἕτερον Τεσσαρακοστή… Τεσσαρακοστή ἅπαξ τοῦ ἑνιαυτοῦ γίνεται· Πάσχα δέ τρίτον τῆς ἑβδομάδος, ἔστι δ’ ὅτε καί τέταρτον, μᾶλλον δέ ὁσάκις ἄν βουλόμεθα. Πάσχα γάρ οὐ νηστεία, ἀλλά ἡ προσφορά καί ἡ θυσία, ἡ καθ’ ἑκάστην γενομένη σύναξις». (Ἡ Προηγιασμένη, θεσμοθετημένη ἀπό τόν 52ο Κανόνα τῆς Ἁγίας Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, συνήθως ἀποδίδεται στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Διάλογο, ἐνῶ κατ’ ἄλλους διαμορφώθηκε ἤδη ἀπό τῶν ἡμερῶν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων).

Β. Πατερικές μαρτυρίες.

Ἀναφερόμενοι διάφοροι Πατέρες στόν σκοπό τῆς Θείας Λειτουργίας διδάσκουν:
Ὁ ἀνώνυμος συντάκτης τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» ἀναφέρει, ὅτι ὁ σκοπός τῆς παρουσίας/συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στήν Θεία Λειτουργία, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Συνέρχονται οἱ πιστοί «ἐν τῇ τοῦ Κυρίου ἀναστασίμῳ ἡμέρᾳ…ἵνα μεταλαβόντες αὐτοῦ (ἐνν. τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου), βεβαιωθῶσι πρός εὐσέβειαν, ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τύχωσι, τοῦ διαβόλου καί τῆς πλάνης ῥυσθῶσι, Πνεύματος Ἁγίου πληρωθῶσιν, ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ Σου γένωνται, ζωῆς αἰωνίου τύχωσι, Σοῦ καταλλαγγέντος αὐτοῖς, Δέσποτα Παντοκράτωρ» (P.G. 1, σελ. 1104· βλ. σχετικά: Ἰω. Φουντούλη, «Κείμενα Λειτουργικῆς, τ. γ’ , Θείαι Λειτουργίαι», 1985, σελ. 344· Μητροπ. Τυρολόης καί Σερεντίου Παντ. Ροδοπούλου, «Ἡ ἀναφορά τοῦ Κλήμεντος», στό «Μελέται Α’», 1993, σελ. 563 – 565).
Ἅγ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Τῆς ἁγίας τελετῆς τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων ἔργον μέν ἡ τῶν Θείων Δώρων εἰς τό θεῖον Σῶμα καί Αἷμα μεταβολή, τέλος δέ τό τούς πιστούς ἁγιασθῆναι δ’ αὐτῶν».
Ἅγ. Συμεών ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης: «Ἡ Θεία Λειτουργία ἐστί τελετή εἰς τό ἱερουργηθῆναι αὐτό τό Πανάγιον Σῶμα τοῦ Κυρίου καί τοῖς πιστοῖς ἅπασιν εἰς κοινωνίαν δοθῆναι καί ἔστι καθ’ ἑαυτήν μόνη εἰς κοινωνίαν» καί «τό κοινωνεῖν πᾶσι πιστοῖς πρόκειται καί οὐ τελετή εἰς τόν Ἀρχιερέα ἐστιν».
Σχολιάζοντας τά προηγούμενα ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «Ἡ κοινωνία τῶν Μυστηρίων εἰς ὅλους καί δι’ ὅλους τούς πιστούς εἶναι ἕτοιμος καί δέν εἶναι διά νά κοινωνῇ μόνος ὁ Ἀρχιερεύς, ἀλλά ὁ Ἀρχιερεύς ἤ Ἱερεύς εἶναι διά νά ἱερουργήσῃ τό πανάγιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί διά νά μεταδώσῃ εἰς ὅλους τούς πιστούς καί ὅλως διόλου εἶναι διά τήν κοινωνίαν αὐτῶν» (ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Περί τῆς συνεχοῦς…», σελ. 141).
Ὅσιος Ἰώβ ὁ Ὁμολογητής: «Τῇ μεταλήψει τῶν ἁγιασμάτων ἅπασα ἡ ἱερά τελετή (ἐνν. τῆς Θείας Λειτουργίας) συνεννοεῖται, εἴπερ τό τέλος αὐτῆς καί ὁ σκοπός καί τό ἔργον ἡ τῶν ζωοποιῶν ἐστί καί φρικτῶν Μυστηρίων καί Ἁγιασμάτων μετάληψις».
Ἱερός Χρυσόστομος, «ἀκολουθῶντας τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς Ἱερῆς Συνόδου – γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – πού ἀναφέραμε προηγουμένως καί στοχαζόμενος πώς ὅλες αὐτές οἱ ἱεροπραξίες τῆς Θείας Λειτουργίας ἀποβλέπουν στό νά μεταλαμβάνουν οἱ πιστοί, κρίνει ὅτι εἶναι ἀνάξιοι ἀκόμα καί νά εἰσέλθουν στό ναό, ὅσοι πηγαίνουν στή Λειτουργία καί δέν κοινωνοῦν» (ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Περί τῆς συνεχούς…», σελ. 81). Ἀκολουθεῖ τό κείμενο τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου:
«Πολλούς ὁρῶ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μετέχοντας ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε καί συνηθείας μᾶλλον καί νόμῳ ἤ λογισμῷ καί διανοίᾳ. Ἄν ἐπιστῇ φησίν, ὁ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς καιρός, οἷος ἄν ἦ τις, μετέχει τῶν Μυστηρίων· ἄν ἐπιστῇ τῶν Θεοφανείων ἡμέρα, καί τοι καιρός οὐ τοῦτο προσόδου· οὐ γάρ Ἐπιφάνεια, οὐδέ Τεσσαρακοστή ποιεῖ ἀξίους τοῦ προσιέναι, ἀλλά ψυχῆς εἰλικρίνια καί καθαρότης· μετά ταύτης ἀεί πρόσιθι, χωρίς ταύτης μηδέποτε… Πολλήν ὁρῶ τοῦ πράγματος τήν ἀνωμαλίαν". 
Περί τοῦ ὡς ἄνω σκοποῦ καί τῆς φύσεως τῆς Θείας Λειτουργίας συνηγορεῖ καί ἡ Λειτουργική πρακτική καί τάξις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς ΚΠόλεως, τοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας (γιά νά ἀναφερθοῦμε σέ ἕνα μόνο παράδειγμα). Στήν Ἁγία Σοφία ὑπηρετοῦσαν κατά τήν βασιλεία τοῦ Ἰουστινιανοῦ (6ος αἰ.) 60 Ἱερεῖς, 100 Διάκονοι καί 90 Ὑποδιάκονοι, κατά δέ τήν βασιλεία τοῦ Ἡρακλείου (7ος αἰ.) 80 Ἱερεῖς, 150 Διάκονοι καί 70 Ὑποδιάκονοι.
«Καί ἔρχεται εἰς τά χείλη τοῦ καθενός – γράφει ὁ Δημ. Παναγόπουλος - τό εὔλογον ἐρώτημα: Τί ἐχρειάζετο αὐτός ὁ κόσμος; Τι ἐχρειάζοντο 80 Ἱερεῖς καί 150 Διάκονοι; Ἡ ἀπάντησις ἐπί τοῦ εὐλόγου αὐτοῦ ἐρωτήματος εἶναι μία, σαφής καί ἀληθής, ὅτι εἰς τόν Ναόν τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐκκλησιάζοντο 20.000 – 28.000 πιστοί κάθε Κυριακήν, οἱ ὁποῖοι καί ἐκοινώνουν κάθε Κυριακήν. Μάλιστα, ἐκοινώνουν κάθε Κυριακήν. Δι’ αὐτό ἐχρειάζοντο ὅλοι αὐτοί οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Διάκονοι, διά νά κοινωνοῦν τόν λαόν. Οἱ Ὑποδιά-κονοι δέ μετέφερον καί εἰς τάς οἰκίας ἀκόμη τήν Θείαν Κοινωνίαν εἰς τούς ἀσθενεῖς, τούς μή δυναμένους νά προσέλθουν εἰς τήν ἐκκλησίαν» (Δημ. Παναγοπούλου αὐτ. σελ. 92).
«Ἡ φύσις (λοιπόν) – καταλήγει ὁ Ἁγιορείτης Μοναχός Θεοδώρητος - ὡς εἴδομεν καί ὁ σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀπαιτοῦν καί θά ἀπαιτοῦν ἐσαεί τήν συμμετοχήν εἰς τό θειότατον Μυστήριον, τῶν μή ἐν ἐπιτιμίοις ὄντων πιστῶν. Ἐνταῦθα πρέπει νά τονισθῇ πρός ἀπόδειξιν τῶν λεχθέντων ὅτι, καίτοι αἱ καθημεριναί συνάξεις τῶν πιστῶν ἔπαυσαν νά τελῶνται εἰς τούς μεταποστολικούς χρόνους καί ὡρίσθησαν τακταί πρός τοῦτο ἡμέραι, παρά ταῦτα ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, πρός συνεχῆ πνευματικήν τροφοδοσίαν τῶν τέκνων Της, εὗρε τρόπον ἵνα καταστήσῃ τόν ὄντως ἐπιούσιον ἄρτον, τό οὐράνιον μάνα, καθημερινήν τροφήν, μιμουμένη εἰς τοῦτο τήν φιλόστοργον λεχώ, τήν συνεχῶς παρέχουσα τήν ἑαυτῆς ζωηφόρον θηλύν τοῖς νεογεννήτοις» (μ. Θεοδωρήτου, «Ἡ Εὐχαριστιακή συμμετοχή ἐν Ἁγίῳ Ὄρει», σελ. 109).

Ὁ ἐπιούσιος ἄρτος τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς.
Μία ἄλλη παράμετρος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, σχετική μέ τήν συχνότητα συμμετοχῆς στήν Θεία Εὐχαριστία, ἀφορᾶ τήν Πατερική ἑρμηνεία τῆς φράσεως, «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον, δός ἡμῖν σήμερον» τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ «ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. 6, 51).
Κατά τόν μέγιστο τῶν τῆς Ἐκκλησίας Θεολόγων Πατέρων ἅγ. Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «οὗτος ὁ ἄρτος ἐστίν ἡ ἀπαρχή τοῦ μέλλοντος ἄρτου, ὅς ἐστιν ἐπιούσιος· τό γάρ ἐπιούσιος δηλοῖ ἤ τόν μέλλοντα, τουτέστιν τόν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἤ τόν πρός συντήρησιν τῆς ἡμετέρας οὐσίας λαμβανόμενον· εἴτε οὖν οὕτως, εἴτε οὕτως, τό τοῦ Κυρίου σῶμα προφανῶς λεχθήσεται» (Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως», βιβλ. 4, κεφ. 14).
Ὁμοίως κατά τόν ἅγ. Κύριλλο Ἱεροσολύμων, «ὁ ἄρτος ὁ κοινός οὐκ ἔστιν ἐπιούσιος· ἄρτος δέ οὗτος ὁ ἅγιος, ἐπιούσιος ἐστίν ἀντί τοῦ (ἐπί) τήν οὐσίαν τῆς ψυχῆς καταστησόμενος· οὗτος δέ ὁ ἄρτος, οὐκ εἰς κοιλίαν χωρεῖ καί εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται, ἀλλ’ εἰς πᾶσαν σου τήν σύστασιν ἀναδίδοτα, εἰς ὠφέλειαν σώματος». (Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυστ. Κατήχησις 5, 12).
ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «Εἰ ἔλθει ποτέ τις εἰς ἑαυτόν, ὡς ὁ ἄσωτος υἱός, εἰ ἐπιθυμήσει πατρώας τροφῆς, εἰ ἐπανδράμει πρός τήν πλούσιαν τράπεζαν, ἐν ᾖ πολύς ὁ ἐπιούσιος ἄρτος, ὁ τρέφων τούς τοῦ Κυρίου μαθητάς» (Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εἰς τήν χειροτονίαν του).
ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης διδάσκει σχετικῶς: «Ἡ εὐχή ἥν ὁ Κύριος ἐδίδαξε, οὐδέν γήϊνον ἔχει, ἀλλά πάντα οὐράνια καί εἰς ψυχῆς ὠφέλειαν βλέποντα καί αὐτό τό δοκοῦν μικρόν εἶναι καί αἰσθητόν· μάλιστα μέν περί τοῦ θείου λόγου, ἔδοξε σοφοῖς ἀνδράσιν εἰρῆσθαι, τοῦ τήν ἀσώματον ψυχήν τρέφοντος καί τήν οὐσίαν αὐτῆς τρόπον τινά κιρνωμένου καί χωροῦντος· διό ἐπιούσιος ἄρτος εἴρηται, τοῦ τῆς οὐσίας ὀνόματος μᾶλλον τῇ ψυχῇ ἤ τῷ σώματι ἁρμόττοντος» (Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου Ἐπιστολή 281).
ἅγ. Ἀμβρόσιος ἐπ. Μεδιολάνων, κατελέγχοντας τήν παρατηρουμένη ἤδη στήν ἐποχή ἀπομάκρυνση τῶν πιστῶν ἀπό τό Ἅγιο Ποτήριο, γράφει: «Περί τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς, ὅτι ὁ Θεός ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τόν Ἄρτον τοῦτον καθημερινόν καί ἡμεῖς ποιοῦμεν τοῦτον ἑνιαύσιον» (πρβλ. Migne 19, σελ. 678).
ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει, ὅτι ὁ ἐπιούσιος ἄρτος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός: «Δεξώμεθα γάρ κατ’ εὐχάς οὕτω πολιτευόμενοι, καθάπερ ἄρτον ἐπιούσιόν τε καί ζωτικόν διατροφήν τῶν ἡμετέρων ψυχῶν καί συντήρησιν τῆς τῶν χαρισθέντων ἡμῖν ἀγαθῶν εὐεξίας, τόν εἰπόντα λόγον, «ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ», ἀναλόγως ἡμῖν τοῖς τρεφομένοις δι’ ἀρετῆς καί σοφίας πάντα γινόμενον» (Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τό «Πάτερ ἡμῶν»).
Ὁμοίως καί ὁ ἑρμηνευτής τοῦ Εὐαγγελίου Θεοφύλακτος ἀρχιεπ. Βουλγαρίας: «Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ - γράφει - ἄρτος ἐστίν ἐπιούσιος, οὗ μεταλαμβάνειν ἀκατακρίτως εὐχόμεθα» (Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τό «Πάτερ ἡμῶν», κεφ. 6).
«Ἐπειδή δέ λέγουσιν οἱ Πατέρες – συγκεφαλαιώνει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης - ὅτι τό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας λέγεται ἄρτος ἐπιούσιος, δέν ἀναιροῦσι τόν κοινόν ἄρτον ὅπου δίδεται διά τήν σύστασιν τοῦ σώματός μας· ἐπειδή καί αὐτός εἶναι δῶρον Θεοῦ καί κανέν φαγητόν δέν εἶναι καταφρονημένον καί ἀπερριμένον, κατά τόν Ἀπόστολον, ὅταν μετ’ εὐχαριστίαν τήν πρός τόν Θεόν μεταλαμβάνεται … Ἀλλά ἐπειδή καί αὐτός μέν ὁ κοινός ἄρτος καταχρηστικῶς λέγεται ἐπιούσιος καί ὄχι κυρίως, διότι δυναμώνει μόνον τό σῶμα καί ὄχι τήν ψυχήν, κυρίως δέ καί καθολικά ἄρτος ἐπιούσιος λέγεται τό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διότι δυναμώνουσι τήν ψυχήν καί τό σῶμα, καθώς τό τοιοῦτον εἰς πολλούς ἔγινεν κατά καιρούς» ( ἁγ. Νικοδήμου, «Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως…», σελ. 44).

Α. Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πατέρες καί Ἀπολογητές γιά τήν συχνότητα συμμετοχῆς

Κατά τήν παράδοση τῶν «καθ’ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων» ἀπό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, δέν καθορίζεται τόσο ὁ χρόνος/συχνότητα τῆς προσελεύσεως, ὅσο καί ἡ προετοιμασία γιά τήν συμμετοχή. Ὁ Κύριος εἶπε στούς Μαθητές Του, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22,19) καί «ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίετε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6, 53). Ἀπό τά προηγούμενα Δεσποτικά λόγια, δέν προκύπτει ἐντολή ὡς πρός τήν συχνότητα ἤ τήν προετοιμασία. Προκύπτει ὅμως ἐντολή ὡς πρός τό ὑποχρεωτικό τῆς συμμετοχῆς.
«Ὅταν παρέδιδε τό Μυστήριον τοῦτο ὁ Κύριος εἰς τούς μαθητάς Του – παρατηρεῖ ὁ Δημ. Παναγόπουλοςδέν εἶπε συμβουλευτικῶς, ὅστις θέλει νά φάγῃ τό Σῶμα μου καί νά πίῃ τό Αἷμα μου, καθώς εἶπεν, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16, 24), ὡς καί «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι» (Ματθ. 19, 21), ἀλλά προστατικῶς ἐξεφώνησε, «λάβετε, φάγετε, τοῦτο μου ἐστι το σῶμα» καί «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο εστι τό αἷμα μου». Δηλαδή, ὁπωσδήποτε πρέπει νά φάγητε τό σῶμα μου καί νά πίητε τό αἷμα μου. Καί πάλιν, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22, 20). Δηλαδή, τοῦτο τό Μυστήριον σᾶς τό παραδίδω νά τό τελῆτε, ὄχι μίαν ἤ δύο ἤ τρεῖς φοράς, ἀλλά καθ’ ἑκάστην (καθώς ἐξηγεῖ τοῦτο ὁ θεῖος Χρυσόστομος), εἰς ἐνθύμησιν τῶν παθῶν μου, τοῦ θανάτου μου καί ὅλης τῆς ὑπέρ ὑμῶν οἰκονομίας μου» (Δημ. Παναγοπούλου, «Τό Ἀντίδοτον τοῦ Θανάτου», σελ. 8).
Μία εἰκόνα τῶν κρατούντων σχετικά μέ τήν Θεία Εὐχαριστία, ἀρχίζει νά διαμορφώνεται κατά τά μέσα τοῦ β’ μ.Χ. αἰ. Ἡ Θεία Εὐχαριστία/Θεία Λειτουργία τελοῦνταν ἀπαραιτήτως κάθε Κυριακή καί ἡ συμμετοχή σ’ αὐτήν τῶν πιστῶν ἦταν αὐτονόητη. (Βλ. R. Taft, “The frequency of the Eucharist throughout history”· βλ. “Beyond East and West – Problems in Liturgical understading”, 1984, σελ. 61 – 62). Στήν πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία δέν νοεῖται παρουσία/συμμετοχή στήν Θεία Λειτουργία, χωρίς συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία/Θεία Κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τά ἀκόλουθα:
Ἡ «Διδαχή τοῦ Κυρίου» (κείμενο τοῦ α’ μ. Χ. αἰ.), ἀναφέρει σχετικά: «Κατά Κυριακήν δέ Κυρίου, συναχθέντες κλάσατε ἄρτον καί εὐχαριστήσατε προεξομολογούμενοι τά παραπτώματα ὑμῶν, ὅπως καθαρά ἡ θυσία ὑμῶν ἦ· πᾶς δέ ἔχων ἀμφιβολίαν μετά τοῦ ἑτέρου αὐτοῦ, μή συνελθέτω ὑμῖν, ἕως οὗ διαλλαγῶσιν, ἵνα μή κοινωθῇ ἡ θυσία ὑμῶν» (ΒΕΠΕΣ τ. 2, σελ. 220).
Ἀπό τό κείμενο αὐτό προκύπτουν πληροφορίες τόσο γιά τήν συχνότητα τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας (κάθε Κυριακή), ὅσο καί γιά τήν προετοιμασία συμμετοχῆς στήν Θεία Εὐχαριστία, μέ ἔμφαση στίς εἰρηνικές σχέσεις μεταξύ τῶν πιστῶν, κατά τό Εὐαγγελικό «ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου» (Ματθ. 5, 24).
Τό ὅ,τι οἱ παριστάμενοι πιστοί συμμετεῖχαν στήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων σέ κάθε Θεία Εὐχαριστία/Θεία Λειτουργία, προκύπτει καί ἀπό ἕνα ἐξαιρετικά πρώϊμο κείμενο, τήν «Ἀπολογία» τοῦ ἁγ. Ἰουστίνου τοῦ Φιλοσόφου καί Μάρτυρος (110 - 165 μ. Χ.). «Τῇ τοῦ Ἡλίου λεγομένῃ ἡμέρᾳ, πάντων κατά πόλεις καί ἀγρούς μενόντων, ἐπί τό αὐτό συνέλευσις γίνεται… ἔπειτα… παυσαμένων ἡμῶν τῆς εὐχῆς, ἄρτος προσφέρεται καί οἶνος καί ὕδωρ καί ἡ διάδοσις καί ἡ μετάληψις τῶν εὐχαριστηθέντων ἑκάστῳ γίνεται» (P.G. 6, σελ. 429).
Δεδομένης τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας λέγει τά ἐξῆς: «Σπουδάζετε οὗν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καί δόξαν· ὅταν γάρ πυκνῶς… καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ» (ΒΕΠΕΣ τ. 2, σελ. 266).
Τοῦ αὐτοῦ πνεύματος εἶναι καί ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος ἐπ. Μεδιολάνων, ὁ ὁποῖος κατελέγχει τήν παρατηρουμένη ἤδη στήν ἐποχή ἀπομάκρυνση τῶν πιστῶν ἀπό τό Ἅγιο Ποτήριο: «Περί τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς, ὅτι ὁ Θεός ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τόν Ἄρτον τοῦτον καθημερινόν καί ἡμεῖς ποιοῦμεν τοῦτον ἑνιαύσιον», διότι δέν «ζῶμεν τοιαύτην ζωήν, ὥστε νά εἴμεθα εἰς θέσιν νά κοινωνῶμεν καθημερινῶς» (πρβλ. Migne 19, σελ. 678).
Ὁ Ὅσιος  Ἰώβ ὁ Ὁμολογητής γράφει: «Καί καθ’ ἡμέραν εἰ οἷόν τε (ἐάν εἶναι δυνατόν), τοῖς ἀξίοις ἐπιτελεῖσθαι συγκεχώρειται (ἡ Θεία Κοινωνία). Ἱερεῦσί τε ὁμοίως καί ἰδιώταις, ἀνδράσι τε καί γυναιξί, νηπίοις καί γέρουσι καί πάςῃ Χριστιανῶν ἡλικίᾳ, ἁπλῶς καί τάξει».
ἅγ. Κυπριανός ἐπ. Καρχηδόνος μαρτυρεῖ, ὅτι στήν ἐποχή του στίς ἐκκλησίες τῆς βορείου Ἀφρικῆς, ἴσχυε ἡ καθημερινή Θεία Κοινωνία. «Καθημερινῶς - γράφει - τήν Εὐχαριστίαν ὡς τροφήν σωτηρίας λαμβάνομεν» (“De oratione Domini”, 18). Τό αὐτό δέχονται ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος ἐπ. Μεδιολάνων (In Psal. 118),ἅγ. Ἱερώνυμος καί ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος (PL 22, 672, 38, 1099).
Ὑπέρ τῆς καθημερινῆς Θείας Κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνηγορεῖ καί ἡ μαρτυρία τοῦ Τερτυλλιανοῦ (155 - 240 μ. Χ.), τοῦ ἀποκαλουμένου «Πατρός τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ περί τῆς συνηθείας τῶν πιστῶν νά λαμβάνουν κατ’ ἰδίαν μερίδες καθαγιασμένου Ἄρτου, ὥστε νά μεταλαμβάνουν καθημερινά (Τερτυλλιανοῦ, “Ad uxorem”, 2, 5). Ἡ πρακτική αὐτή διατηρήθηκε γιά μέν τούς λαϊκούς μέχρι τόν 7ο αἰώνα, γιά δέ τούς μοναχούς ἐπί μεγαλύτερο διάστημα (Taft, ὅπ. παρ., σελ. 62).
Τό αὐτό δέχεται καί ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πάντες γάρ οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή ἔστιν Ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἀφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν· ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἕκαστος καί τῶν ἐν λαῷ τελούντων, ὡς ἐπί τῷ πλεῖστον, ἔχει Κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (Ἐπιστολή 93η. Βλ. Νικ. Καλογερᾶ, «Χριστιανική Ἀρχαιολογία», σελ. 437).
Τό αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν «Εἰσηγητική Ἔκθεση» τοῦ ἔτους 1970 (μεταξύ τῶν συντακτῶν της ἦταν καί ὁ Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης), μέ τήν ὁποία ἀπάντησε στούς μοναχούς ἐκείνους πού πρέσβευαν τήν συνεχῆ Θεία Κοινωνία. «Καίτοι δέ αἱ τῶν πιστῶν συνάξεις ἐπαύσαντο καθ’ ἡμέραν γινόμεναι, ὡς ἀνωτέρω εἴρηται, ἀλλ’ ὅμως ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μετάληψις τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐνομίζετο παρά τοῖς Χριστιανοῖς ἀναγκαιοτάτη καί ἀπαραίτητος πρός σωτηρίαν. Τούτου δέ ἔνεκα καί τῆς β’ καί γ’ ἑκατονταετηρίδος, ἐπεκράτησε τό ἔθος τοῦ παραλαμβάνειν ἕκαστον ἀπό τοῦ Ἱερέως Ἄρτον ἡγιασμένον καί τηρεῖν αὐτόν κατ’ οἶκον, ἵνα ἑκάστης ἡμέρας αὐτός τε καί οἱ ἑαυτοῦ οἰκεῖοι μεταλαμβάνουσιν… Ἀλλά καί κατά τήν δ’ καί ε’ ἑκατονταετηρίδα, εὑρίσκομεν τό ἔθος τοῦτο ἐπικρατοῦν ἐν ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις».
Ὁ πόθος αὐτός τῶν Χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων γιά τήν καθημερινή συμμετοχή στά Ἄχραντα Μυστήρια, ὁδήγησε πρός τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. στήν συχνότερη τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας/ Λειτουργίας. Ἔτσι, πλέον τῆς Κυριακῆς, ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνταν στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, τήν Τετάρτη, τήν Παρασκευή καί τό Σάββατο. Ὁ ἅγ. Ἐπιφάνιος Κύπρου (403 μ. Χ.) - ἀναφερόμενος στήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἀλλά καί στήν Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν, τά Ἱεροσόλυμα - γράφει σχετικά μέ τίς ἡμέρες τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας: «Συνάξεις δέ ἐπιτελούμεναι, ταχθεῖσαί εἰσιν ἀπό τῶν Ἀποστόλων, Τετράδι καί Προσαββάτῳ καί Κυριακῇ» (P.G. 42, σελ. 825).
Μαρτυρίες τοῦ 4ου αἰ. γιά τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναφέρουν τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κάθε Σάββατο καί Κυριακή, ἐνῶ κατά τόν 5ο αἰ. ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνταν πλέον καθημερινά («…ἐπί τόν πνευματικόν οἶκον τοῦ οὐρανίου ἄρτου, τουτέστι τήν Ἐκκλησίαν, ἐν Ἧ μυστικῶς καθ’ ἑκάστην ἱερουργεῖται»· P.G. 33, σελ. 1305 καί 72, σελ. 489).
Γιά τήν τοπική Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων τό «Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας» (προσκυνητρίας μοναχῆς ἀπό τήν Ἰσπανία, 4ος αἰ.) μαρτυρεῖ, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνταν κάθε Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή καί Σάββατο καί ἐνδιάμεσα στίς μνῆμες ἑορταζομένων Ἁγίων Sources Chretiennes», τ. 21, σελ. 210 ἑξ.).
Ὁ ἐκκλησιαστικός Ἱστορικός Εὐσέβιος Καισαρείας ἀναφέρεται «περί καθημερινῆς ἀναμνήσεως τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ», ἡ ὁποία ἵσχυε ἐπί τῶν ἡμερῶν του στίς Ἐκκλησίες τῆς Παλαιστίνης, ἀναφερόμενος δέ στήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τονίζει, ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά μεταλαμβάνουν κάθε Κυριακή («ἔστι δέ καθ’ ἑκάστην Κυριακήν μεταλαβεῖν»· Εὐσεβίου Καισαρείας, «Ἐξηγητικά σχόλια εἰς τούς Ψαλμούς», P.G. 23, σελ. 213).
Οἱ «Ἀποστολικές Διαταγές» (380/385 μ.Χ.), μνημονεύουν γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ὡς ἡμέρες τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας τό Σάββατο καί τήν Κυριακή καί τίς μνῆμες τῶν ἑορταζομένων Ἁγίων (P.G. 1, σελ. 744, 904, 1015 – 1016, 1133). Στό ἴδιο ἔργο ἀναφέρεται ἐπίσης καί ὁ σκοπός τῆς παρουσίας/συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Συνέρχονται οἱ πιστοί «ἐν τῇ τοῦ Κυρίου ἀναστασίμῳ ἡμέρᾳ…ἵνα μεταλαβόντες αὐτοῦ (ἐνν. τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου), βεβαιωθῶσι πρός εὐσέβειαν, ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τύχωσι, τοῦ διαβόλου καί τῆς πλάνης ῥυσθῶσι, Πνεύματος Ἁγίου πληρωθῶσιν, ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ Σου γένωνται, ζωῆς αἰωνίου τύχωσι, Σοῦ καταλλαγγέντος αὐτοῖς, Δέσποτα Παντοκράτωρ» (P.G. 1, σελ. 1104· βλ. σχετικά: Ἰω. Φουντούλη, «Κείμενα Λειτουργικῆς, τ. γ’ , Θείαι Λειτουργίαι», 1985, σελ. 344· Μητροπ. Τυρολόης καί Σερεντίου Παντ. Ροδοπούλου, «Ἡ ἀναφορά τοῦ Κλήμεντος», στό «Μελέται Α’», 1993, σελ. 563 – 565).
Οἱ ἴδιες Ἀποστολικές Διαταγές ἀπαγορεύουν στόν Λειτουργό νά λάβει τά δῶρα (τό πρόσφορο - δηλαδή - καί τό νάμα), ἀπό ἐκείνους πού δέν πρόκειται νά κοινωνήσουν. Γράφει σχετικά ὁ Ἱεροκήρυξ Πατρῶν ἀρχιμ. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος: «Κατά τάς Ἀποστολικάς Διαταγάς (βιβλ. Δ’, κεφ. στ’), ὤφειλον οἱ λειτουργοῦντες Ἱερεῖς νά μή δέχωνται τοῦ παντός Χριστιανοῦ τά δῶρα, ἀλλά μόνον ἐκείνων οἴτινες ἦσαν εἰς θέσιν νά κοινωνήσωσι καί κατ’ ἐξαίρεσιν καί τῶν ἐν μετανοίᾳ, οἵτινες ἠδύναντο νά συνίστανται μόνον μετά τῶν πιστῶν…Καί ὅταν ὅμως συνεχωροῦντο, ἀπηγορεύετο, ἐπί τι διάστημα, ὡς ἔνδειξις τῆς μή τελείας αὐτῶν καταλλαγῆς, νά προσφέρωσι οὗτοι δῶρα καί ἐκαλοῦντο οἱ χωρίς προσφορᾶς κοινωνοῦντες».
Ἡ πρακτική αὐτή προκύπτει καί ἀπό σχετική ἀναφορά τοῦ ἁγ. Κυπριανοῦ ἐπ. Καρχηδόνος: «Ἐλαμβάνομεν – λέγει – τά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου ἐκ τῶν ἑκουσίων προσφορῶν, ἅς πάντα τά ὑγιᾶ τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητος μέλη προσέφερον εἰς τό θυσιαστήριον» (μνημ. ἔργο, σελ. 23, σημ. 1). Ὡς ὑγιᾶ μέλη τῆς Χριστιανικῆς κοινότητος θεωροῦνταν πάντοτε, ὅσα δέν εἶχαν κώλυμα προσόδου στήν Θεία Κοινωνία.
Κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο (στήν πατρίδα του Ἀντιόχεια;), ἡμέρες τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν ἡ Παρασκευή, τό Σάββατο καί ἡ Κυριακή, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἡμέρες μνήμης τῶν Ἁγίων, ἄρα οἱ πιστοί εἶχαν τήν δυνατότητα κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων σχεδόν καθημερινῶς (Ὁμιλία Ν’ καί ΝΑ’ εἰς τό κατά Ματθαῖον, P.G.58, σελ. 508). «Τοῦτο ἐστί τό δεινόν – διδάσκει ὁ Ἱερός Πατήρ - ὅτι οὐ καθαρότητι διανοίας, ἀλλά διαστήματι χρόνου τήν ἀξίαν ὁρίζεις τῆς προσόδου καί τοῦτο εὐλάβειαν εἶναι νομίζεις, τό μή πολλάκις προσελθεῖν, οὐκ εἰδώς, ὅτι τό ἀναξίως προσελθεῖν, κἄν ἅπαξ γένηται, ἐκηλίδωσε· τό δέ ἀξίως, κἄν πολλάκις ἔσωσεν· οὐ ἔστι τόλμα τό πολλάκις προσιέναι, ἀλλά τό ἀναξίως, κἄν ἅπαξ, τοῦ παντός χρόνου προσέλθῃ… Διατί γάρ χρόνῳ τό πράγμα μετερχόμεθα; Χρόνος προσόδου ἔστω ἡμῖν τό καθαρόν συνειδός» (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Ὁμιλία στ’ εἰς τήν α’ πρός Τιμόθεον).
Καί συνεχίζει: «Μή τοίνυν ταῦτα πρόβαλλον (δηλαδή δικαιολογίες περί ἑορτῶν καί περιόδων), ἀλλ’ ἐκεῖνό μου, ὅτι οὕτως ἐκέλευσε ποιεῖν ὁ Χριστός. Ἐγώ γάρ τοὐναντίον δείκνυμι, ὅτι μόνον οὐκ ἐκέλευσε παρατηρεῖν ἡμέρας, ἀλλά καί ἀπέλυσεν ἡμᾶς τῆς ἀνάγκης ταύτης. Ἄκουσον γοῦν τί φησίν ὁ Παῦλος. Ὅτε δέ Παῦλος εἶπον, τόν Χριστόν λέγω· Ἐκεῖνος γάρ ἐστιν ὁ τήν τοῦ Παύλου κινῶν ψυχήν. Τί οὗν οὗτος φησίν; «Ἡμέρας παρατηρεῖται καί μῆνας καί καιρούς καί ἑνιαυτούς· φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλ. 4, 11)… Ὁσάκις δέ ἐσθίετε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνετε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλετε. Ὁσάκις δέ εἰπών, κύριον ἐποίησε τόν προσιόντα, πάσης ἡμερῶν παρατηρήσεως ἀπαλλάξας αὐτόν. Οὐ γάρ ταὐτόν Πάσχα καί Τεσσαρακοστή, ἄλλ’ ἕτερον Πάσχα καί ἕτερον Τεσσαρακοστή… Τεσσαρακοστή ἅπαξ τοῦ ἑνιαυτοῦ γίνεται. Πάσχα δέ τρίτον τῆς ἑβδομάδος, ἔστι δ’ ὅτε καί τέταρτον, μᾶλλον δέ ὁσάκις ἄν βουλόμεθα. Πάσχα γάρ οὐ νηστεία, ἀλλά ἡ προσφορά καί ἡ θυσία, ἡ καθ’ ἑκάστην γενομένη σύναξις. Καί ὅτι τοῦτο ἐστίν ἀληθές ἄκουσον τοῦ Παύλου λέγοντος: «Τό Πάσχα ἡμῶν ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός» (Α’ Κορ. 5, 7). Ὥστε, ὁσάκις ἄν κοινωνῇς μετά καθαροῦ συνειδότος, Πάσχα ἐπιτελεῖς· οὐχ ὅταν νηστεύῃς, ἀλλ’ ὅταν τῆς θυσίας μετέχῃς. Ὁ γάρ κατηχούμενος οὐδέποτε Πάσχα ἐπιτελεῖ, καίτοι νηστεύων κατ’ ἑνιαυτόν, ἐπειδή προσφορᾶς οὐ κοινωνεῖ. Ὥσπερ καί ὁ μή νηστεύων, ἄν μετά καθαροῦ συνειδότος προσέλθῃ, Πάσχα ἐπιτελεῖ, ἄν σήμερον, κἄν αὔριον, κἄν ὁποτεοῦν μετάσχῃ τῆς Κοινωνίας. Οὐ γάρ ἐν παρατηρήσει καιρῶν, ἀλλ’ ἐν συνειδότι καθαρῷ ἡ ἀρίστη κρίνεται πρόσοδος».
Ἡ σχεδόν καθημερινή συμμετοχή τῶν πιστῶν στήν Θεία Εὐχαριστία (ἀλλά καί ἡ Θεία Κοινωνία ἐκτός ναοῦ, «κατ’ οἶκον», ἄνευ Ἱερέως, τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί λαϊκῶν), ἐκφράζεται μέ σαφέστερο τρόπο ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο:
«Καί τό κοινωνεῖν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καί μεταλαμβάνειν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλόν καί ἐπωφελές…Τίς γάρ ἀμφιβάλλει, ὅτι τό μετέχειν συνεχῶς τῆς ζωῆς, οὐδέν ἄλλο ἐστί ἤ ζῆν πολλαχῶς; Ἡμεῖς μέντοιγε τέταρτον καθ’ ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν· ἐν τῇ Κυριακῇ, ἐν τῇ Τετράδι, ἐν τῇ Παρασκευῇ καί τῷ Σαββάτῳ καί ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐάν ἦ μνήμη Ἁγίου τινός.
Τό δέ ἀναγκάζεσθαί τινα, μή παρόντος Ἱερέως, τήν κοινωνίαν τῇ ἰδίᾳ χειρί λαμβάνειν, μηδαμῶς εἶναι βαρύ, περιττόν ἐστιν ἀποδεικνύεται, διά τό κατά τήν μακράν συνήθειαν καί δι’ αὐτῶν τῶν ἔργων πιστώσασθαι. Πάντες γάρ οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή ἐστν Ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἐφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν. Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ, ἕκαστος καί τῶν λαῶν τελούντων, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἔχει κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καί ὅτε βούλεται μεταλαμβάνει δι’ ἑαυτοῦ. Ἅπαξ γάρ τοῦ Ἱερέως τήν θυσίαν τελειώσαντος καί δεδωκότος, ὁ λαβών αὐτήν καί μεταλαμβάνων πιστεύειν ὀφείλει, ὡς παρ’ αὐτοῦ Ἱερέως μεταλαμβάνειν ὀφείλει. Καί γάρ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὁ Ἱερεύς ἐπιδίδωσι τήν μερίδα καί κατέχει αὐτήν ὁ ὑποδεξάμενος μετ’ ἐξουσίας ἁπάσης καί οὕτω προσάγει τῷ στόματι τῇ ἰδίᾳ χειρί. Ταυτόν τοίνυν ἐστί τῇ δυνάμει, εἴτε μίαν μερίδα δέξηταί τις παρά τοῦ Ἱερέως, εἴτε πολλάς μερίδας ὁμοῦ» Πρός Καισαρίαν Πατρικίαν», P.G. 32, 484 – 485).
Τό αὐτό μαρτυρεῖ καί ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος ὁ Μέγας. Ἀπαντῶντας στήν ἐρώτηση ἄν κάποιος μπορεῖ νά κοινωνεῖ στό κελλί του κάθε ἡμέρα, λέγει: «Περί δέ τοῦ ἔρχεσθαι τήν Θείαν Κοινωνίαν, ὁπότε κατά καταφρόνησιν οὐ γίνεται, ἀλλά κατά ἀσθένειαν, οὐκ ἐστι κατάκρισις· καί γάρ ὁ ἀρχίατρος πρός τούς πάνυ κάμνοντας καί κακῶς ἔχοντας, ἀφ’ ἑαυτοῦ ἦλθεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός» (ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Βίβλος ψυχωφελεστάτη Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου», σελ. 96).
«Δέν θά πρέπει νά ἀποφεύγουμε τήν Μετάληψη – γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης Κασσιανός (τό κείμενο σέ νεοελληνική ἀπόδοση) - ἐπειδή θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς, ἀλλά νά προσερχόμαστε ἀκόμα πιο συχνά γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος… Εἶναι ἀνάρμοστο νά μεταλαμβάνουμε μία φορά τόν χρόνο, ὅπως ὁρισμένοι συνηθίζουν, θεωρῶντας τήν ἱερότητα τῶν Θείων Μυστηρίων προσιτή μόνον στούς Ἁγίους…Πολύ καλύτερο θά ἦταν ἐάν, μέ ταπείνωση καρδίας, γνωρίζοντας ὅτι ποτέ δέν εἴμαστε ἄξιοι τῶν Θείων Μυστηρίων, μετέχουμε κάθε Κυριακή πρός ἴαση τῶν ἀσθενειῶν μας, παρά τυφλωμένοι ἀπό ὑπερηφάνια, νά νιμίζουμε ὅτι μέ τήν πάροδο ἑνός χρόνου ἀποχῆς, γινόμαστε ἄξιοι τῆς Θείας Μετάληψης» (Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, «Ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία», Περιοδικό «ΕΠΙΓΝΩΣΗ», τ. 86, Φθινόπωρο 2003).
«Θεωρούμενος ὁ τῆς Εὐχαριστίας Ἄρτος – σημειώνει ὁ Παν. Τρεμπέλας - ἤδη ὑπό τοῦ Τερτυλλιανοῦ ὡς ὁ ἐν τῇ Κυριακῇ προσευχῇ «ἄρτος ἡμῶν ὁ ἐπιούσιος»…παρέχει βάσιν εἰς τόν συγγραφέα τοῦ «De Sacramentis» νά προβάλῃ τό ἐρώτημα καί μετ’ αὐτό τήν προτροπήν: «Ἐάν καθημερινῶς ἐστιν ὁ ἄρτος, διατί τοῦτον μετά ἔτος ὁλόκληρον λαμβάνεις; Λάμβανε καθ’ ἑκάστην, ὅτι καθ’ ἑκάστην σοι πρόκειται. Οὕτω ζῆθι, ἵνα ἧς ἄξιος καθ’ ἑκάστην νά κοινωνῇς. Ὅστις δέν εἶναι ἄξιος καθ’ ἡμέραν νά λαμβάνῃ, δέν εἶναι ἄξιος οὐδέ μετά παρέλευσιν ἔτους νά λάβῃ». (Παν. Τρεμπέλα, «Δογματική», τ. 3ος, σελ. 148).
Ἕνα περιστατικό ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσ. Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ φρονήματος τῶν Ἁγίων περί τῆς συχνῆς ἤ μή Θείας Κοινωνίας. Ὅπως διηγεῖται ὁ Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως, ὁ ὅσ. Μακάριος «ἀφοῦ θεράπευσε ἐκείνη τήν γυναίκα πού μέ τήν συνεργία τοῦ διαβόλου φαινόταν σάν φοράδα στούς ἀνθρώπους, τῆς ἔδωσε αὐτή τήν συμβουλή λέγοντάς της: «Γυναίκα, ποτέ σου νά μή λείψεις ἀπό τήν Κοινωνία τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά μεταλαμβάνεις συχνά. Αὐτή ἡ διαβολική ἐνέργεια σέ ἀκολούθησε ἐπειδή γιά πέντε ἑβδομάδες δέν μετέλαβες. Ἀπό αὐτό βρῆκε χῶρο ὁ διάβολος καί σέ πείραξε» (ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Περί τῆς συνεχούς Μεταλήψεως…», σελ. 125).
«Ἀπό τίς παραπάνω πληροφορίες – σημειώνει ὁ Πρωτ. Ἀθανάσιος Γκίκας - συμπεραίνεται, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία ἐνῶ στήν ἀρχή τῆς Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας γινόταν μία φορά τήν ἑβδομάδα, κατά τήν «ἡμέρα τοῦ Κυρίου» (δηλαδή τήν Κυριακή), προϊόντος τοῦ χρόνου ἐπεβλήθη νά γίνεται τρεῖς ἤ τέσσερεις φορές τήν ἑβδομάδα. Ἀσφαλῶς ἡ συχνότερη τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν σέ συνάρτηση μέ τήν ἀπαίτηση τῶν Χριστιανῶν νά κοινωνοῦν συχνότερα, ὅπως ἐξάλλου φαίνεται ἀπό τήν παραπάνω παραίνεση τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας» (Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα, «Προϋποθέσεις καί συχνότητα προσελεύσεως στή Θ. Μετάληψη – Ποιμαντική προσέγγιση», 1994, σελ. 15).

Β. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 15ο αἰ.
Ἱεροκανονικές Διατάξεις
Εἴδαμε στά προηγούμενα, ὅτι τόσο ἡ Πατερική διδασκαλία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅσο καί ἡ πρακτική Της, ταυτίζουν τήν παρουσία/ συμμετοχή τῶν πιστῶν στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη/Θεία Λειτουργία, μέ τήν συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία/Κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἡ θέση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας ἐνωρίτατα θεσμοθετεῖται μέ Κανονικές Της διατάξεις/Ἱερούς Κανόνες.
1. Ὁ 8ος Ἀποστολικός Κανόνας λέγει τά ἀκόλουθα: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος ἤ ἐκ τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ, προσφορᾶς γενομένης μή μεταλάβοι, τήν αἰτίαν εἰπάτω· καί ἄν ἦ εὔλογος, συγγνώμης τυγχανέτω· εἰ δέ μή λέγοι, ἀφοριζέσθω, ὡς αἴτιος βλάβης γενόμενος τῷ λαῷ καί ὑπόνοιαν ἐμποιήσας κατά τοῦ προσενέγκαντος, ὡς μή ὑγιῶς ἀνενέγκαντος».
2. Ὁμοίως ὁ 9ος Ἀποστολικός Κανόνας: «Πάντας τούς εἰσιόντας πιστούς καί τῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μή παραμένοντας δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ Ἁγίᾳ Μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀφορίζεσθαι χρή». (Ἱερόν Πηδάλιον, ἔκδοσις 12η ὑπό τῶν Ἐκδόσεων Παπαδημητρίου, σελ. 15· καί Ράλλη – Ποτλῆ, «Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων», τ. 2ος , σελ. 12 καί 14 καί τ. 3ος, σελ. 127 – 8).
Σχολιάζοντας ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών (Πατριάρχης Ἀντιοχείας, σχολιστής Κανόνων, 12ος αἰ.), τόν 9ο Ἀποστολικό Κανόνα γράφει: «Ὁ τοῦ παρόντος Κανόνος διορισμός δριμύτατος ἐστιν· ἀφορίζει γάρ τούς ἐκκλησιάζοντας καί μή παραμένοντας μέχρι τέλους, μηδέ μεταλαμβάνοντας. Καί ἄλλοι Κανόνες παρομοίως διορίζονται, πάντας ἑτοίμους εἶναι καί ἀξίους τῆς Μεταλήψεως καί τούς ἐπί τρισί Κυριακαῖς μή μεταλαμβάνοντας ἀφορίζουσι» Σύνταγμα…», τ. 3ος, σελ. 13 – 14).
Ὁ αὐτός Βαλσαμών, στήν 17η ἀπόκρισή του πρός τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μᾶρκο, ἀπαντᾶ ὅπως ἀκολουθεῖ στίς δύο ἐρωτήσεις πού τοῦ ἔθεσε:
Ἐρώτησις: «Ἡ τῶν Θείων Ἁγιασμάτων μετάληψις, αὐθαίρετος ἐστι πᾶσι τοῖς μή κεκωλυμένοις μοναχοῖς, κληρικοῖς τε καί λαϊκοῖς, ὥστε δύνασθαι τούτους καθ’ ἑκάστην σχεδόν δι’ αὐτῆς ἁγιάζεσθαι ἤ ὡς ὑπό στάθμης ζυγοστατεῖται τό δώρημα
Ἀπάντησις: «Ὡς νενόμισται δίδοσθαι τοῖς ἀξίοις τά ἀξιώματα, οὕτω καί τοῖς ἁγίοις τά ἅγια. Ὅσοι γοῦν διά καθαρότητα βίου τῆς Θείας Μεταλήψεως τήν ὁδόν ἐξωμάλισαν, ἀπαρεμποδίστως δεχθήσονται».
Ἐρώτησις: «Ἀλλά καί τοῖς ἐκκλησιαζομένοις ἀναγκαστική ἐστι τοῦ ἀγαθοῦ ἡ μετάδοσις ἤ προαιρετέα καί αὐτοκέλευστος
Ἀπάντησις: «Ἐκκλησιάζειν μέν γάρ τούς πιστούς μέχρι τέλους τῆς θείας ἱεροτελεστίας καί τῆς τελευταῖας τοῦ ἱερουργοῦντος εὐχῆς καί τοῦ ἀντιδώρου τῆς μεταλήψεως ψηφιζόμεθα. Μεταλαμβάνειν δέ αὐτούς οὐκ ἀναγκάζομεν, διά τήν τῆς συνειδήσεως βάσανον». Σύνταγμα…», τ. 4ος, σελ. 461).
Ματθαῖος Βλάσταρις (σχολιαστής Κανόνων τῆς ὕστερης Βυζαντινῆς περιόδου) γράφει: «Ἐγώ νομίζω, ὅτι οἱ παλαιοί Χριστιανοί, καθώς ἐσπούδαζον νά πιστεύωσιν ὀρθά, παρομοίως ἐσπούδαζον νά πολιτεύωνται ὀρθά. Διά τοῦτο καί πολλά καλά ἔθιμα ὅπου ἀναφέρουσιν οἱ θεῖοι Κανόνες, συνηθιζόμενα εἰς τούς τότε καιρούς, αὐτά τώρα εἰς τούς ἐδικούς μας εἶναι ἀλλοιότικα καί διαφορετικά. Τόσον μᾶς ἐκατέστησεν ἡ διεστραμμένη καί ἀμελημένη ζωή ὅπου ζῶμεν, ὥστε οὐδέ νά πιστεύωμεν ἄν καμμίαν φοράν οἱ Χριστιανοί ἔφθασαν εἰς τόσην ἀρετήν, ὅπου νά μεταλαμβάνουν συνεχῶς, εἰς κάθε Λειτουργίαν ὅπου ἐγίνετο» (Σημείωση στό Ἱερό Πηδάλιο, στόν 9ο Ἀποστολικό Κανόνα).
Ὁ αὐτός σχολιαστής, ἀναφερόμενος στούς 8ο καί 9ο Ἀποστολικούς Κανόνες γράφει: «Ὁ Η’ καί Θ’ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἑτοίμους ἀεί πάντας βουλόμενοι εἶναι καί ἀξίους τῆς τῶν Θείων κοινωνίας Ἁγιασμάτων…, ἀλλά καί τούς προσιόντας τοῦ λαοῦ πιστούς καί τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἀκούοντας καί μή τῇ προσευχῇ καί τῇ ἁγίᾳ παραμένοντας μεταλήψει ἀφορίζεσθαι ὡς ἀτάκτους» Σύνταγμα…», τ. 6, σελ. 116).
Τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι καί ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ὁποῖος σχολιάζοντας τούς Κανόνες 8ο καί 9ο Ἀποστολικούς καί τόν τόν 2ο τῆς Ἀντιοχείας, στόν Νομοκάνονά του ἐπιγράφει τό 12ο κεφάλαιο, «Περί τῶν ἀκουόντων τῶν Γραφῶν καί προσκαρτερούντων ἐν τῇ τελευταίᾳ εὐχῇ καί μεταλαμβανόντων» (αὐτ. σελ. 116).
Ὁ ἐπίσης σχολιαστής τῶν Ἱερῶν Κανόνων Ἰωάννης Ζωναρᾶς (12ος αἰ.), γράφει ἀναφερόμενος στόν 8ο Ἀποστολικό Κανόνα: «Ἑτοίμους πάντας ἀεί καί ἀξίους τῆς τῶν Ἁγιασμάτων μεταλήψεως ὁ Κανών βούλεται εἶναι καί μάλιστα τούς Ἱερωμένους. Διό φησίν, εἴ τις τούτων μή μεταλάβοι προσφορᾶς γινομένης ἤ τήν αἰτίαν εἰπάτω καί εἰ εὔλογος εἴη συγγνωσθήσεται ἤ μήν λέγων ἀφορισθήσεται» Σύνταγμα…», τ. 2ος, σελ. 11 – 12).
Γιά δέ τόν 9ο Ἀποστολικό γράφει: «Πάντας ὁ παρών Κανών ἀπαιτεῖ, τῆς ἁγίας τελουμένης θυσίας, μέχρι τέλους προσκαρτερεῖν τῇ προσευχῇ καί τῇ ἁγίᾳ Μεταλήψει» Σύνταγμα…», τ. 2ος, σελ. 13).
Ὁ δέ σχολιαστής Ἀριστηνός, δίδοντας ἔμφαση στήν μετάληψη τῶν Λειτουργῶν, γράφει: «Ἱερεύς ὁ μή μεταλαμβάνων λεγέτω τό αἴτιον, ἀφοριζέσθω δέ μή λέγων· ὕποπτον γάρ πεποίηκε τόν προσάγοντα» (αὐτ. σελ. 13). Γιά δέ τούς λαϊκούς γράφει: «Ἀφορίσεις τόν τῇ εὐχῇ καί τῇ μεταλήψει μή παραμένοντα» (αὐτ. σελ. 14).
Πάνω στά προηγούμενα ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: «Συνέχειαν τῆς Θείας Μεταλήψεως διδάσκει ὁ παρόν Κανών… Πῶς γάρ οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ἤθελαν νά νομοθετήσουν πρᾶγμα ἀδύνατον; Ἔπειτα ὁ Κανών δέν λέγει «καθ’ ἑκάστην», ἀλλά «τούς μή μετέχοντας τῇ Θείᾳ Μεταλήψει», ὅταν δηλαδή τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία» (Ἑρμηνεία 9ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος).
Ὁμοίως καί Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης σημειώνει: «Τῶν Ἱερῶν Κανόνων, οὔτε τέλος τῆς τοῦ ἱερουργοῦντος εὐχῆς, οὔτε ἀντιδώρου, ἀλλά Μυστηρίων μετάληψιν ρητῶς διαστελλόντων, πῶς ποτε δέξομαι, ἥν οὐκ οἷδα ἀλλοτρίαν φωνήν(Χ. Ν. σελ. 35 – 36).
3. Ὁ 2ος Κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (ἄλλως ἀποκαλουμένη «Σύνοδος τῶν Ἐγκαινίων», συνεκλήθη στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας τό ἔτος 341, ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας Πλάκητου μέ τήν συμμετοχή 90 Ἐπισκόπων καί ἐξέδωκε 25 Κανόνες), ἀναφερόμενος στήν λόγῳ μιᾶς κακῶς νοουμένης εὐλαβείας ἀποχή ἀπό τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γράφει: «Πάντας τούς εἰσιόντας εἰς τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μή κοινωνοῦντας δέ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ ἤ ἀποστρεφομένους τήν μετάληψιν τῆς Εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας».
Σχολιάζοντας τόν προηγούμενο Κανόνα ὁ Ἱερός Νικόδημος γράφει: «Συμφώνως μέ τόν θ’ Ἀποστολικόν Κανόνα καί ὁ παρών Κανών διορίζεται. Λέγει γάρ, ὅτι πρέπει νά ἀφορίζωνται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι, ὅπου πηγαίνουν μέν εἰς τήν ἐκκλησίαν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ καί ἀκούουσι τάς Γραφάς, δέν συμπροσεύχονται δέ μέ τούς πιστούς (σημ. ἡμ. Κατά τόν Κων. Καλλίνικο κ. ἄ. ἑρμηνευτές ἐννοεῖ αὐτούς πού δέν μένουν στήν Λειτουργία τῶν πιστῶν) ἤ ἀποστρέφονται τήν Θείαν Μετάληψιν, ἤτοι δέν μεταλαμβάνουν, ὄχι διά καμμίαν εὔλογον αἰτίαν, ἀλλά διά ἀταξίαν τινά. Ὄχι ὡς μισοῦντες καί συγχαινόμενοι τήν Θείαν Κοινωνίαν, ἄπαγε! (διότι, ἄν οὕτως αὐτήν ἀποστρέφοντο, ὄχι μόνον εἰς ἀφορισμόν, ἀλλά καί εἰς ἀνάθεμα τέλειον ἤθελον καταδικασθοῦν), ἀλλά διά ταπείνωσιν καί εὐλάβειαν τάχα, ἀποφεύγοντες αὐτήν. Τοῦτο γάρ ἀποστροφήν οἱ Πατέρες ὠνόμασαν».
Προηγουμένως ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει σχολιάζοντας τόν Κανόνα: «Ἀλλ’ εἴπερ ἐσμέν τῆς αἰωνίου ζωῆς ἐρασταί, εις τόν τῆς ἀθανασίας χορηγόν ἐν αὐτοῖς ἔχειν εὐχόμεθα, μή κατά τινας τῶν ἀμελεστέρων τό εὐλογεῖσθαι παραιτούμεθα, μηδέ παγίδα καί βρόχον ἡμῖν ἐξαρτυέτω τήν ἐπιζήμιον εὐλάβειαν ὁ βαθύς εἰς πανουργίαν διάβολος» (ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, «Ἑρμηνεία εἰς τό κατά Ἰωάννην», βιβλ. 4ον, κεφ.2).
Σχολιάζοντας τό προηγούμενο τοῦ ἁγ. Κυρίλλου ὁ ἅγ. Νικόδημος γράφει: «Ἄς ἠξεύρουν οἱ Χριστιανοί, ὅσοι ἀμελοῦσι νά πηγαίνουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά μεταλαμβάνουν καί πολύν καιρόν χωρίζονται ἀπό τήν Κοινωνίαν, ὅτι προφασίζονται μίαν πλαστήν καί ἐπιζήμιον εὐλάβειαν, ἄς ἠξεύρωσι λέγω, ὅτι ἐπειδή δέν μεταλαμβάνουν, ὑστεροῦνται τήν αἰώνιον ζωήν, μή θέλοντες νά ζωοποιηθοῦν· καί αὐτή ἡ παραίτησις, ἥν νομίζουν ὅτι κάμνουν ἀπό εὐλάβειαν, γίνεται εἰς αὐτούς παγίς ψυχόλεθρος καί ἐπιβλαβές σκάνδαλον».
Ἐπίσης ὁ ἅγ. Μακάριος ἐπ. Κορίνθου, σχολιάζοντας τούς προηγουμένους λόγους τοῦ ἁγ. Κυρίλλου, γράφει: «Ἀρκετά ὁ θεῖος Κύριλλος καί Ἰωάννης ὁ Ζωναρᾶς ἤλεγξαν τῶν ἀμελῶν τήν νομιζομένην εὐλάβειαν, ἡ ὁποία δέν γεννᾶ καρπόν ὠφελείας καί σωτηρίας, ἀλλά θάνατον ψυχικόν καί καί στέρηση παντελῆ της αἰωνίου ζωῆς, ἥτις προξενεῖται ἀπό τήν συχνήν κοινωνίαν τῶν Θείων Μυστηρίων. Ἐπειδή ὅσοι εἶναι κατ’ ἀλήθειαν εὐλαβεῖς, ὄχι μόνον δέν καταφρονοῦσι τούς λόγους τοῦ Κυρίου καί τόσους Ἱερούς Κανόνας, Ἀποστολικούς καί Συνοδικούς καί τῶν κατά μέρος Ἁγίων, ἀλλ΄ οὔτε εἰς τήν διάνοιάν των δέχονται τοῦτο, φοβούμενοι τό κρῖμα καί τήν καταδίκην τῆς παρακοῆς». Περί συνεχοῦς Θείας Κοινωνίας», σελ. 89).
Ὁμοίως καί ὁ Μέγας Οἰκονόμος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Πρωτ. Κων. Καλλίνικος (1870 – 1930), σχολιάζοντας τόν προηγούμενο Κανόνα γράφει: «Παραμένων τις ἐν τῇ ἱερουργίᾳ, μετέχων τῶν μυστηριακῶν ὕμνων καί εὐχῶν, λαμβάνων μέρος εἰς ὅλας τάς ψυχικάς ἀναβάσεις, ὧν κατάντημα τυγχάνει ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Θεοῦ καί εἶτα μή μεταλαμβάνων, εἶναι ὡς νά ἀναστρέφῃ τήν πρώραν χωρίς νά εἰσέλθῃ εἰς τόν ἐνώπιόν του λιμένα πρός ὅν κατευθύνετο, εἶναι ὡς νά φθάςῃ εἰς τήν κορυφήν τοῦ Θαβώρ καί νά μή συλλαλήσῃ μέ τόν Χριστόν· εἶναι τό αὐτό, ἔλεγεν ὁ Χρυσόστομος, ὡσάν νά προσκληθῇ τις εἰς ἑστίασιν, νά νίψῃ τάς χεῖρας, νά κατακλιθῇ, νά γείνῃ ἕτοιμος πρός τήν τράπεζαν καί ὕστερον νά μή μετάσχῃ, ὐβρίζων τόν καλέσαντα, ὁπότε θά ἦτο προτιμότερον ἐάν καθόλου δέν προσήρχετο» (Κων Καλλινίκου, «Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ», σελ. 392).
4. Ὁ 66ος Κανόνας τῆς Ἁγίας Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπιτάσσει τήν καθημερινή Θεία Κοινωνία κατά τήν Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα. «Ἀπό τῆς ἁγίας ἀναστασίμου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμέρας, μέχρι τῆς καινῆς Κυριακῆς (ἐνν. τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ), σχολάζειν δεῖ ἀπαραλείπτως τούς πιστούς ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, εὐφραινομένους ἐν Χριστῷ καί ἑορτάζοντας καί τῇ τὼν θείων Γραφῶν ἀναγνώσει προσέχοντας καί τῶν Ἁγίων Μυστηρίων κατατρυφῶντας. Ἐσόμεθα γάρ οὕτω Χριστῷ συνανιστάμενοι καί συνυψούμενοι».
«Ἀπό τοῦ παρόντος Κανόνος – σχολιάζει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης - ἄς μάθουν οἱ τωρινοί Χριστιανοί, ποίαν μέν ἁγίαν ζωήν ἐμεταχειρίζοντο ἐκεῖνοι εἰς τάς ἁγίας ταύτας τῆς Ἀναστάσεως ἡμέρας καί ποίαν ἐν τοῦ ἐναντίου ἄτακτον ζωήν ζῶιν αὐτοί τώρα καί ἄς διορθωθοῦν, παύοντες ἀπό τά ξεφαντώματα, χορούς, τραγούδια καί ἄλλα ἄτοπα ὅπου εἰς αὐτάς κάμνουσιν. Εἰς τήν Μοσχοβίαν ἀκούω, ὅτι οἱ Χριστιανοί κάθε μίαν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ταύτης, πηγαίνουν ἀπό μίαν ἐκκλησίαν εἰς ἄλλην καί κάμνουσι λιτανείας, διά νά μή εὑρίσκουν καιρόν νά κάμνουσιν ἄλλο κἀνέν ἄτοπον, τό ὁποῖον τοῦτο ἔπρεπε νά γίνεται καί εἰς τούς ἐδικούς μας Χριστιανούς, ἵνα μή ἐκκλίνωσιν εἰς τάς ἀταξίας καί τά ἄτοπα» (Πηδάλιον, σελ. 279).
80ός Κανόνας τῆς αὐτῆς Ἁγίας Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «αὐτολεξεί ἐρανισμένος ἀπό τόν ια’ (11ο) τῆς ἐν Σαρδικῇ» Τοπικῆς Συνόδου κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἐπιτάσσει: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος ἤ τῶν ἐν τῷ Κλήρῳ καταλεγομένων ἤ λαϊκός, μηδεμίαν ἀνάγκην βαρυτέραν ἔχοι ἤ πρᾶγμα δυσχερές, ὥστε ἐποπλεῖστον ἀπολείπεσθε τῆς αὐτοῦ ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἐν πόλει διάγων, τρεῖς Κυριακάς ἡμέρας, ἐν τρισίν ἑβδομάσι μή συνέρχοιτο, εἰ μέν Κληρικός εἴη, καθαιρείσθω, εἰ δέ λαϊκός, ἀποκινείσθω τῆς κοινωνίας».
Ὥστε, ἡ ἐπί τρεῖς Κυριακές ἀδικαιολόγιτη ἀπουσία ἀπό τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη/Θεία Λειτουργία, ἐπισύρει ποινή στερήσεως τῆς Θείας Κοινωνίας, ἡ ὁποία ὑπονοεῖται σέ κάθε Εὐχαριστιακή Σύναξη/ Θεία Λειτουργία.

Τά μοναστηριακά Τυπικά
Πέραν ὅμως τῆς Ἱεροκανονικῆς κατοχυρώσεως τῆς κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων σέ κάθε Εὐχαριστιακή Σύναξη/Θεία Λειτουργία, αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική πρακτική 15 αἰώνων, προκύπτει καί ἀπό τά μοναστικά Τυπικά καί τίς μοναχικές διατάξεις. (Βλ. Σχετικά: F. Miklosich καί J. Muller, “Acta et Diplomata Graeca medii aevi, sacra et profama”, τόμοι 1 – 6. Καί A. Dmitrievskij, “Opisanie Liturgitseskich rukopiseg…”, τόμος 1ος, Τυπικά).
1. Γιά τούς πρώτους Χριστιανικούς αἰῶνες ἀντλοῦμε πληροφορίες ἀπό τόν Κανονισμό τοῦ Μεγάλου Παχωμίου, τό Γεροντικό, τό Λαυσαϊκό, τόν Εὐεργετινό καί τό Τυπικό τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων.
α. Κατά τήν ὑπό τοῦ Ἀγγέλου παράδοση στόν Μέγα Παχώμιο τῶν κανόνων τῆς κοινοβιακῆς μοναχικῆς ζωῆς (ὅπως δέχεται ἡ συναξαριστική παράδοση), περιλαμβάνονταν καί τά ἐξῆς: «Ἕκαστος αὐτῶν (ἐνν. τῶν μοναχῶν) ἐχέτω μηλωτήν αἰγείαν, εἰργασμένην, ἧς ἄνευ μή ἐσθιέτωσαν. Ἀπιόντες δέ εἰς τήν κοινωνίαν κατά Σάββατον καί Κυριακήν, τάς ζώνας λυέτωσαν, τήν μηλωτήν ἀποτιθέσθωσαν καί μετά κουκουλίου μόνον εἰσιέτωσαν».
Τό ἴδιο διατυπώνει καί ὁ ἱστορικός Σωζομενός, ἀναφερόμενος στούς Παχωμιανούς μοναχούς: «Διφθέρας δέ ἀμφιέννυσθαι καί τιάραις ἐρίναις τάς κεφαλάς σκέπεσθαι (ἡ δέλτος προσέταττε)… Τῇ δέ πρώτῃ καί τελευταίᾳ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος (δηλαδή τό Σάββατο καί τήν Κυριακή), ἐπί κοινωνίᾳ τῶν Θείων Μυστηρίων τῷ θυσιαστηρίῳ προσιόντας, τάς ζώνας λύειν καί τάς διφθέρας ἀποτίθεσθαι» (M. P.G. 67, 1072 P.G. 24, 701).
Ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Παχώμιος στό 17ο ἄρθρο τοῦ Κανονισμοῦ του ἐντέλλεται, ὅπως «τήν Κυριακήν καί τήν σύναξιν, καθ’ ἥν θά γίνῃ ἡ μετάδοσις τῆς Θείας Μεταλήψεως, οὐδείς ἕτερος δικαιοῦται νά ψάλλῃ, πλήν τοῦ Προεστῶτος καί τῶν Πρεσβυτέρων, οἵτινες ἔχουσιν ἔξουσίαν τινά» (Δημ. Πετρακάκου, «Οἱ μοναχικοί θεσμοί ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ», τόμος 1ος, σελ. 100).
β. Ὁ ὅσ. Ποιμήν ὁ Μέγας λέγει: «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων…οὕτω καί οἱ μοναχοί, ἐν τῇ ἐρήμῳ καθεζόμενοι, καίονται ὑπό τοῦ ἰοῦ τῶν πονηρῶν δαιμόνων καί ἐπιποθοῦσι τό Σάββατον καί τήν Κυριακήν, ὥστε ἐλθεῖν ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων· τουτέστιν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἵνα καθαρισθῶσιν ἀπό τῆς πικρότητος τοῦ πονηροῦ» Γεροντικόν», σελ. 88).
γ. Ὁ ὅσ. Νεῖλος ὁ Ἀσκητής (5ος αἰ.) παρέδωσε σχετικῶς: «Πάσης ἀπέχου φθορᾶς καί τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου πᾶσαν ἡμέραν μέτεχε. Οὕτω γάρ Χριστοῦ τό σῶμα τό ἡμέτερον γίνεται» (P. G. 79, σελ. 1372· καί Μητροπ. Τρίκκης καί Σταγῶν Διονυσίου, «Ἀνατολικός Ὀρθόδοξος Μοναχισμός», σελ. 532).
δ. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως Παλλάδιος ἀναφερόμενος στήν τάξη τοῦ Ὁσίου Ἀββᾶ Ἀπολλῶ, καθώς καί τοῦ Ὁσίου Ἀββᾶ Ὤρ, γράφει: «Οἱ γάρ σύν αὐτῷ ἀδελφοί, οὐ πρότερον τῆς τροφῆς μετελάμβανον, πρίν ἤ τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Χριστοῦ κοινωνήσωσι· ἔθος γάρ τοῖς μεγάλοις, μή πρότερον τροφήν προσίεσθαι τῇ σαρκί, πρίν ἤ τήν πνευματικήν τροφήν τῇ ψυχῇ παραδοῦναι· αὕτη δέ ἐστίν ἡ τοῦ Χριστοῦ κοινωνία καί ὅτι δεῖ, εἰ δυνατόν, τοῖς μοναχοῖς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ κοινωνεῖν» Λαυσαϊκή Ἱστορία», P. G. 34, σελ. 1148).
Μάλιστα περί τοῦ Ἀββᾶ Ἀππολώ γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὁ ἐν Ἁγίοις Ἀββᾶς Ἀπολλώς, γνωρίζων ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι τελειωτική τῆς θείας ἀγάπης, τήν συναριθμεῖ μέ τήν ἐντολήν τῆς ἀγάπης καί λέγει, ὅτι εἰς τάς δύο αὐτάς ἐντολάς, ἤγουν εἰς τήν συχνήν Μετάληψιν καί εἰς τήν τοῦ πλησίον ἀγάπην, ὅλος ὁ νόμος καί οἱ Προφῆται κρέμανται» Περί τῆς συνεχοῦς ...», σελ. 137).
Τήν μαρτυρία τοῦ ἐπ. Παλλαδίου περιέλαβε ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης Ε’ Ὀξείτης (1051 – 1062), στό ἀνθολόγιο «Περί τῶν Θείων καί Ἀχράντων Μυστηρίων» (χειρόγραφο ἀριθμ. 394, Ἱ. Μ. Μεταμορφώσεως Μετεώρων, φφ. 370 – 378· βλ. M. Richard, “Florileges Grecs”, στό Dictionnaire de Spiritualite, fasc. XXXIII – XXXIV, σελ. 504 – 505).
ε. Ὁ περιώνυμος Ἀββᾶς Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής (4ος αἰ.) συμβούλευε τόν ὑποτακτικό του, ὅταν ἐπρόκειτο νά πάει γιά προσκύνημα στά Ἱεροσόλυμα, νά κοινωνεῖ σέ κάθε ἐκκλησία – προσκύνημα στό ὁποῖο θά πήγαινε («… εἰς ἑκάστην ἐκκλησίαν ἐν ἧ εἰσέρχῃ τοῦ εὔξασθαι καί κοινωνῆσαι…»· Αὐγουστίνου Ἰορδανίτου, «Λόγοι Ἀββᾶ Ἠσαΐου», σελ. 237).
στ. Στήν Ἱερά Μονή τοῦ ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων, τῆς ὁποίας τό Τυπικό ἐπηρέασε τά μετέπειτα Τυπικά τῶν Βυζαντινῶν Μονῶν, «οἱ μοναχοί κατά Σάββατον καί Κυριακήν καί ἑορτάς συνήρχοντο καί μετελάμβανον ἐν τῷ κεντρικῷ ναῷ τῆς τοῦ Ὁσίου μονῆς» (ἀρχιμ. Χρυσ. Παπαδοπούλου, «Αἱ διατάξεις τοῦ ἁγ. Σάββα», στόν «Ἐκκλησιαστικό Φάρο» Ἀλεξανδρείας, τ. 20 (1921), σελ. 142· καί A. Dmitrievskij, «Opisanie…», τ. 1ος, σελ. 223).
Αὐτό προκύπτει καί ἀπό τίς «Παραδόσεις τοῦ ὁσ. Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου», οἱ ὁποῖες κατά τόν Μανουήλ Γεδεών γράφθηκαν τό ἔτος 533 (Μ. Γεδεών, «Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον», σελ. 269) καί ἀναθεωρήθηκαν ἀπό τόν ἅγ. Σωφρόνιο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων καί τόν Ἱερό Δαμασκηνό, γιά νά ἐπικρατήσουν στή συνέχεια (ἀπό τόν 15ο αἰ.), «εἰς ἅπασαν τήν Ἀνατολικήν Ἐκκλησίαν, διά τε τάς μονάς καί τάς κατά κόσμον ἐκκλησίας» (Γ. Μπεκατώρου, «Τυπικόν», στήν Η.Θ.Ε., τ. ΙΙ, σελ. 901 – 902).
ζ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης Κασσιανός (370 – 435), κατά τό μεγάλο προσκύνημά του στήν Χριστιανική Ἀνατολή καί τά μοναστικά κέντρα τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης (ἀπ’ ὅπου μετέφερε στήν Δύση τόν ἀκμάζοντα Ἀνατολικό Μοναχισμό), παρέλαβε καί γι’ αὐτό συνιστᾶ τήν καθημερινή Θεία Κοινωνία: «Τήν δέ Ἁγίαν Κοινωνίαν - γράφει - ἀπό τούτων (ἐνν. τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων), οὐδέποτε μεμάθηκα κωλυθεῖσαν ὑπό τῶν ἡμετέρων Γερόντων, ἀλλά καί εἰ δυνατόν ἧν καθ’ ἡμέραν αὐτοῖς ταύτην χορηγεῖσθαι» Εὐεργετινός», βιβλ. Δ’, ὑπόθ. Λδ’, σελ. 539).
2. Κατά τόν 9ο αἰ. ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στίς «Κατηχήσεις» του, συνεχίζοντας τίς «Παραδόσεις» τοῦ ὁσ. Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, γράφει τά ἐξῆς: «Πολλά ἰσχύει τά δάκρυα, ἡ κατάνυξις καί γε πρό πάντων καί μετά πάντων ἡ μετάληψις τῶν Ἁγιασμάτων, περί ἥν οὐκ οἶδα ὅπως, ὁρῶν ὑμᾶς ἀμελῶς διακειμένους, λίαν θαυμάζω· κἄν μέν παρῇ Κυριακή, προσερχομένους τοῖς Μυστηρίοις· ἄν δέ ἐν ἑτέρᾳ ἡμέρᾳ γένηται σύναξις, οὐδαμῶς ὑπαντῶντας, καίτοι γε ἐν τῷ μοναστηρίῳ, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐξόν ἦν τῷ βουλομένῳ κοινωνεῖν» (Κατήχησις 107, τῆς Τετάρτης τῆς Ε’ Ἑβδομάδος).
Ὁ Ἅγιος – δηλαδή - ὁμιλεῖ περί καθημερινῆς Θείας Κοινωνίας ὅπως προκύπτει καί ἀπό τούς Κανόνες του. Τό 10ο Ἐπιτίμιό του διαλαμβάνει: «Ὁ μή κοινωνῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, ἀφοριζέσθω ἡμέραν μίαν» (ἐδῶ διεκρίνεται ἡ πλήρης ἐφαρμογή τοῦ 9ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος, καθώς καί τοῦ 31ου τοῦ Μεγάλου Βασιλείου). Ὁ 31ος Κανόνας του λέγει: «Εἴ τις ἐν ἡμέρᾳ τῆς Λειτουργίας οὐ μεταλαμβάνει, εἰπάτω τό αἴτιον· εἰ δέ μή εἴποι, νηστευέτω ὀψέ, ποιῶν μετανοίας». Ὁ δέ 61ος Κανόνας του γράφει: «Μοναχός ἤ κοσμικός μή ὤν ἐπιτετιμημένος καί ἀμελήσας ἡμέρας 40 μή κοινωνῆσαι, ἐνιαυτόν χωριζέσθω τῆς Ἐκκλησίας» (P. G. 99, σελ. 1735/1357).
3. Κατά τόν 10ο – 11ο αἰ., ὁ τρίτος τῶν Θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, ἅγ. Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (ὁ ὁποῖος μαθήτευσε στήν Μονή τοῦ Στουδίου), μεταφέρει τήν περί καθημερινῆς Θείας Κοινωνίας ἐκκλησιαστική πρακτική στά θαυμάσια θεολογικά του ἔργα. Λ.χ. στόν 52ο λόγο του γράφει σχετικά: «Μαζῇ μέ τά ἀγαθά ὅπου εἶναι θησαυ-ρισμένα εἰς τούς οὐρανούς, εἶναι καί τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπου κάθε ἡμέραν τά βλέπομεν καί τά τρώγομεν καί τά πίνομεν» (Δ. Ζαγοραίου, «Ἅπαντα…», ἔκδ. 1886, σελ. 266).
4. Κατά τόν 10ο ὁ ὅσ. Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ὁ θεμελιωτής τοῦ Κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ στό Ἅγιο Ὄρος, δέχεται τήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τουλάχιστον κάθε Κυριακή. Αὐτό προκύπτει ἀπό διάφορες πηγές.
α. Ὁ φίλος τοῦ Ἁγίου, ὁ ἔπειτα Αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς, φαίνεται νά εἶπε στόν Ἀθανάσιο: «Καί ὑπεσχέθη μέν ὁ Νικηφόρος τήν κουράν τῷ Ἀθανασίῳ, ἀλλά διά τοῦτο εἶπε, «σύ ἔπρεπε νά ἐπιστρέψης εἰς Ἄθωνα, νά κτίσης ἐκ τῶν πρώτων ἕν ἡσυχαστήριον διά τρία πρόσωπα καί ἐκεῖθεν εἰς μικράν ἀπόστασιν, νά κτίσῃς μίαν μεγάλην ἐκκλησίαν εἰς τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, διά νά κοινωνῶμεν ἐκεῖ ἑκάστην Κυριακήν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων» (ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου ὑπό μ. Παύλου Λαυρεώτου, ἔκδ. 1961, σελ. 8).
β. Τό αὐτό γράφεται καί στόν λεγόμενο Κώδικα τοῦ Κυρίλλου, (ἔργου τοῦ ἔτους 1360), τοῦ ἐξαρτηματικοῦ τῆς Μεγίστης Λαύρας Κελλίου τῆς Ἁγίας Τριάδος Καρυῶν: «Δέομαί σου τῆς ὁσιότητος – φέρεται νά λέγει ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς πρός τόν ὅσ. Ἀθανάσιο – πρῶτον μέν οἰκοδομῆσαι ἡμῖν κελλία ἡσυχαστικά, θεμελιῶσαι δέ καί ναόν καί ἀπαρτίσαι αὐτόν εἰς κοινόβιον· ὡς ἄν, ἐγώ μέν καί σύ, μετά ἑτέρων τριῶν ἀδελφῶν, ἐν τοῖς ἡσυχαστικοῖς κελλίοις μονάζομεν· τῇ δέ Κυρίᾳ Ἡμέρᾳ, κατερχώμεθα ἄμα εἰς τήν Λαύραν καί τῶν Θείων Ἁγιασμάτων μεταλαμβάνομεν» (μ. Θεοδοσίου Ἁγιοπαυλίτου, «Ὁ ἀγνοημένος θησαυρός», σελ. 105).
γ. Ἡ κατ’ ἑβδομάδα τουλάχιστον κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κατά τόν 10ο αἰ. στό Ἅγιο Ὄρος, προκύπτει καί ἀπό τίς κανονιστικές διατάξεις τοῦ ὁσ. Ἀθανασίου. Ἐπιτάσσει λ.χ. ὁ Ἅγιος τήν ἐπί τρεῖς ἑβδομάδες ἀποχή ἀπό τῆς Θείας Κοινωνίας γιά συγκεκριμένο παράπτωμα: «Καί εἰ μέν κατά συναπαγήν ἤ καί τινα μικροψυχίαν, συναπαχθείς ταῖς ἰδίαις ἀπαιδευσίαις, τόν ἀδελφόν ξενόκουρον ὠνείδισεν, ἀφορίζεσθαι τῆς ἐκκλησίας ἐπί τρισίν ἑβδομάσιν, ἀπεχόμενον δηλονότι τῶν Ἁγιασμάτων, μήτε δέ συνεισιέναι καί κοινῆς τραπέζης μεταλαμβάνειν τούς ἀδελφούς, ἀλλ’ ἰδίᾳ, οἴνου καί ἐλαίου χωρίς, διαιτᾶσθαι καί μετανοεῖν» (μ. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, «Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου: Τυπικόν. Διατύπωσις - Ὑποτύπωσις Α’», παρ. 14, σελ. 4 – 9).
5. Τήν μέχρι τόν 14ο αἰ. πρακτική τῆς συχνῆς (κατ’ ἑβδομάδα), ἄν ὄχι συνεχούς (καθ’ ἡμέραν) Θείας Κοινωνίας, εἶχαν υἱοθετήσει ἀπό τίς Μονές τοῦ ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύμων, τοῦ Στουδίου καί τῆς Μεγίστης Λαύρας, περιφανεῖς καί γνωστές γιά τήν πνευματικότητα τῶν μοναχῶν τους Βυζαντινές Μονές, ὅπως ἐκείνη τῆς Εὐεργέτιδος, τῆς Κοσμοσώτειρας, τοῦ Μαχαιρᾶ (στήν Κύπρο), κ.ἄ. (Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, «Φάρμακον Ἀθανασίας», σελ. 118).
α. Ὁ Τιμόθεος, β’ κτήτορας τῆς Μονῆς τῆς Εὐεργέτιδος ΚΠόλεως (11ος αἰ.), περιέλαβε στό Τυπικό του ὁλόκληρη διάταξη περί τῶν προϋποθέσεων καί τῆς συχνότητος προσελεύσεως τῶν Εὐεργετινῶν Μοναχῶν στά Ἄχραντα Μυστήρια. (Τό Τυπικό τῆς Μονῆς τῆς Εὐεργέτιδος συντάχθηκε τό ἔτος 1065· βλ. P. Gautier, “Le Typikon de la Theotokos Evergetis”, REB 40, 1982, σελ. 23). Στήν διάταξη αὐτή ἀναφέρεται, ὅτι ἡ μέν Θεία Λειτουργία «ὀφείλει τελεῖσθαι καθ’ ἑκάστην ἐν τῷ ναῷ», περί δέ τῆς Θείας Κοινωνίας ὁρίζει τά ἀκόλουθα:
«Ἐκείνους τοιγαροῦν τρίς τῆς ἑβδομάδος μεταληπτέον, ὅσοιπερ ἑαυτούς ἴσασι καθαρεύοντας τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν καί τῆς τούτων συγκαταθέσεως, ὀργῆς τε μήν καί γογγυσμοῦ, λύπης καί καταλαλιᾶς, ψεύδους καί γέλωτος ἀτάκτου, ἔτι τε μνησικακίας μᾶλλον καί θυμοῦ, αἰσχρολογίας τε καί τῶν ὁμοίων. Τούς δέ γε τοῖς εἰρημένοις περιπίπτοντας πάθεσι, δι’ ἐξαγορεύσεως δέ καί μετανοίας, πρός τήν τούτων σπεύδοντας ἀποχήν, ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος μεταληπτέον ἤ οὐδόλως, κατά τήν τοῦ προεστῶτος δηλονότι διάκρισιν».
Ἀκόμη, σέ ἄλλη διάταξη ὁ αὐτός Τιμόθεος, λειτουργικοῦ ἐνδιαφέροντος, σημειώνει: «Ἡμεῖς δέ διά τό καθ’ ἑκάστην σχεδόν πάντας μεταλαμβάνειν τῶν Θείων Μυστηρίων, δέν ἐκρίναμεν ψάλλειν…» (P. Gautier αὐτ., σελ. 25· καί Π. Κ. Χρήστου, «Ἡ Μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Εὐεργέτιδος», βλ. «Ἀναφορά εἰς μνήμην Μητροπ. Σάρδεων Μαξίμου, 1914 – 1986», τ. 5, σελ. 263 – 267).
β. Αὐτή ἡ διάταξη τοῦ Τυπικοῦ τῆς Εὐεργέτιδος σχετικά μέ τήν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, περιῆλθε καί στά Τυπικά ἄλλων Μονῶν, ὅπως τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου «ἐν Μοναχείῳ» στόν Βόσπορο, τῆς ὁποίας τό Τυπικό συνέταξε τό 1112 ὁ ἀνακαινιστής της μοναχός Ἰωάννης (Ἰ. Μ. Κονιδάρη, «Νομική θεώρηση τῶν μοναστηριακῶν Τυπικῶν», σελ. 53).
γ. Στό Τυπικό τῆς Ἁγίας Μονῆς Ναυπλίου, τό ὁποῖο συντάχθηκε τό 1143 «ὑπό τοῦ ταπεινοῦ Λέοντος καί εὐτελοῦς Ἐπισκόπου Ἄργους καί Ναυπλίου», ἀναφέρεται: «Ἡ μέντοι Θεία καί Ἀνήμαρτος Θυσία ἐκτελείσθω καθ’ ἑκάστην ἑβδομάδα, Σαββάτῳ μέν καί Κυριακῇ ἀπαραλείπτως, ἐν δέ ταῖς λοιπαῖς ἡμέραις, εἰ μέν ἑορτῇ τίς ἐπισταίη Δεσποτική ἤ Δεσποινική ἤ τινος τῶν ἐπισημοτέρων Ἁγίων, γινέσθω κατά ταύτην Λειτουργία», κατά τήν ὁποία «μεταληπτέον εὐλαβῶς καί μετά φόβου τῶν Θείων Ἁγιασμάτων, ὅσοις ἐπιτέτραπται τοῦτο παρά τοῦ δεχομένου τούς λογισμούς ἑκάστου καί διατηρητέον ἄχρι τῆς συμπληρώσεως» (Fr. Miklosish et Muller, “Acta et Diplomata Monasteriorum et Ecclesiorum Orientis”, σελ. 184).
δ. Κατά τόν 12ο ἐπίσης αἰ., μέ τό Τυπικό τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Ἐλεγμῶν - τό ὁποῖο συντάχθηκε τό 1162, μέ πρότυπο τό Τυπικό τῆς Εὐεργέτιδος - ἀρχίζει μία ἀπόκληση σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν συχνότητα τῆς συμμετοχῆς στήν Θεία Εὐχαριστία, ἐφ’ ὅσον προβλέπεται «ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος μεταληπτέον, ὅσοιπερ ἑαυτούς ἴσασι καθαρεύοντες τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν…Τούς δέ γε τοῖς εἰρημένοις περιπίπτοντας πάθεσι, ἅπαξ τοῦ μηνός ἤ καί τῶν δύο ἅπαξ μηνῶν, κατά τήν τοῦ προεστῶτος διάκρισιν» (Al. Dmitrievsij, “Opisanie liturgiceskich rukopisej”, σελ. 747 – 748).
ε. Τήν αὐτή τάξη περί Θείας Κοινωνίας μία φορά τήν ἑβδομάδα υἱοθετεῖ στήν Τυπική Διάταξη τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ Κύπρου, ὁ Ἐπίσκοπος Ταμασίας Νεῖλος, μέ τήν μόνη διαφορά ὅτι στούς περιπίπτοντας σέ αἰσχρούς λογισμούς ἐπιτρέπει ἡ μετοχή στό Μυστήριο «δίς τοῦ μηνός» (Fr. Miklosish et Muller αὐτ. σελ. 399 – 400).
στ. Ὁμοίως ἡ αὐτή τάξη υἱοθετεῖται καί ἀπό τήν Αὐτοκράτειρα Θεοδώρα (σύζυγο τοῦ Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου), στό Τυπικό τῆς Μονῆς Λιβός ΚΠόλεως, καθώς καί στό Τυπικό τῆς Βεβαίας Ἐλπίδος, τό ὁποῖο συντάχθηκε τό 1345. (H. Delehaye, “Synaxaires Byzantins, menologes, typika, varioum reprints”, σελ. 64 καί 122 – 123).
6. Κατά τόν 14ο αἰ. ὁ τέταρτος τῶν Θεολόγων καί Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐντέλλεται τήν καθ’ ἑκάστη Κυριακή καί μεγάλη ἑορτή μετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία: «Ἡμέραν μίαν τῆς ἑβδομάδος, ἥτις Κυριακή καλεῖται…προσκαρτερήσεις ἐν αὐτῇ τῷ τοῦ Θεοῦ ναῷ καί ταῖς ἐν αὐτῷ συνάξεσι παραμενεῖς καί μεταλήψει ἐν εἰλικρινῇ πίστει καί ἀκατακρίτῳ συνειδότι τοῦ ἁγίου Σώματος καί Αἵματος Χριστοῦ…Τῇ Κυριακῇ δέ τάς νενομισμένας μεγάλας ἑορτάς συνάψεις, τά αὐτά πράττων καί ἀπό αὐτῶν ἀπερχόμενος» (4η ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου τῆς κατά Χριστόν Νομοθεσίας).
Ὁ αὐτός ἱερός Πατέρας προσθέτει καί τά ἐξῆς: «Σπεύσεις δέ διά παντός τοῦ βίου Πνευματικόν ἔχειν Πατέρα καί ἐξαγγέλειν αὐτῷ πᾶν ἁμάρτημα καί πάντα λογισμόν καί λαμβάνειν τήν ἰατρείαν καί τήν ἄφεσιν· ταύτην τήν ἐντολήν οἱ βαλόντες εἰς πρᾶξιν, ἥτις ἐστιν ἡ κυρίως ἑτοιμασία, ὑπ’ οὐδενός κωλυθήσονται τῆς κοινωνίας τῶν Θείων Μυστηρίων· δοκιμαζέτω - γάρ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος – ἄνθρωπος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ Ἄρτου ἐσθιέτω καί τοῦ Ποτηρίου πινέτω· οὐ γάρ εἶπε «πληθυνέτω ἄνθρωπος τάς ἡμέρας αὐτοῦ», ἀλλά «δοκιμαζέτω», μή ἀναξίως προσερχέσθω, ἁμαρτίας ἔχων, αἵτινες τό μόνον καί κυρίως κώλυμα ἐστι» (Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, «Ἐπιτομή…», σελ. 393).
7. Κατά τόν αὐτό 14ο αἰ. ὁ μαθητής τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγ. Κάλλιστος ὁ Ξανθόπουλος (+ 1363), διδάσκει: «Οὐδέν δέ οὕτω πρός τε ψυχῆς κάθαρσιν… ὡς ἡ ἐξ εἰλικρινοῦς καρδίας τε διαθέσεως, κατ’ ἐφικτόν ἀνθρώπῳ, συνεχής μετάληψις καί κοινωνία τῶν ἁγίων καί ἀχράντων καί ἀθανάτων καί ζωοποιῶν Μυστηρίων, αὐτοῦ τε φαμέν τοῦ τιμίου Σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου» Περί τῶν αἱρουμένων ἡσύχως βιῶναι καί μοναστικῶς», P.G. 147, σελ. 793).
8. Κατά τόν 14ο τέλος αἰ., παρά τήν προηγούμενη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Καλλίστου Ξανθοπούλου, παρατηρεῖται ἀπόκληση ἀπό τίς μέχρι τότε μοναχικές τυπικές διατάξεις, μέ τό Τυπικό τῆς Μονῆς Προδρόμου Σερρῶν, τό ὁποῖο συνέταξε τό 1324 ὁ Μητροπ. Ζιχνῶν ἅγ. Ἰωακείμ. Ἐκεῖ, ἐνῶ προβλέπεται ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας «τετράκις τῆς ἑβδομάδος», ἐπιτρέπεται νά κοινωνοῦν «μετά πᾶσαν Κυριακήν, ὅσοι περ ἑαυτούς ἴσασι καθαρεύοντας τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν», ἀλλά γιά «τούς περιπίπτοντας τοῖς εἰρημένοις πάθεσι», ἐπιτρέπεται ἡ μετοχή στό Μυστήριο «τρίς καί τετράκις κατ’ ἐνιαυτόν ἤ καί πλειόνως, κατά τήν τοῦ πνευματικοῦ πατρός δηλονότι διάκρισιν» (M. Jugie, “Le Typicon du monastere du Prodrome”· βλ. «Βυζάντιον», τ. 12/1937, σελ. 52).
9. Ἡ θέση αὐτή εἰσάγεται τελικά καί στά Ἐξομολογητάρια τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας. «Ἰστέον δέ καί τοῦτο – γράφεται - ὅτι ὀφείλουσιν οἱ ὀρθῶς βιοῦντες καί τάς τετραδοπαρασκευάς φυλάττοντες ὅλου τοῦ χρόνου, ἵνα μεταλαμβάνωσιν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τῷ Μεγάλῳ Πάσχᾳ, τῶν Χριστουγέννων καί τῆς Θεοτόκου, ἐάν καί ταύτας τάς νηστείας φυλάττουσι, δηλονότι ὅσοι εἰσίν ἄξιοι καί ἔξω ἀπό κανόνος» (Χειρόγραφο ἀριθμ. 91, σελ. 303, Μονῆς Ξηροποτάμου· καί Θ. Παπαδοπούλου, «Κυπριακά Νόμιμα», στόν τόμο «Μελέται καί Ὑπομνήματα», σελ. 107).
Τήν ἴδια θέση δέχεται καί ὁ γνωστός Πρωθιερεύς τοῦ Ναυπλίου Μανουήλ Μαλαξός, στόν Νομοκάνονά του (Δ. Σ. Γκίνη – Ν. Πανταζοπούλου, «Νομοκάνων τοῦ Μανουήλ Νοταρίου Μαλαξοῦ ἐκ τοῦ Ναυπλίου τῆς Πελοποννήσου»· βλ. Νόμος Ι/1982, σελ. 278).
10. Ἡ ἀπόκλιση αὐτή στό τέλος τοῦ 18ο αἰ. ἐμφανίζεται καί σέ κείμενο πού ἀποδίδεται στόν Πατριάρχη ΚΠόλεως Καλλίνικο Γ’. Συγκεκριμένα τό 1791 ἐκδόθηκε στήν Ληψία βιβλίο μέ τόν τίτλο, «Τοῦ μακαρίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά Ἅπαντα, ἐν οἷς περιέχονται διάλογοι ἐκκλησιαστικοί Ἀρχιερέως καί κληρικοῦ… μεθ’ ὧν καί ἡ τοῦ σοφωτάτου καί λογιωτάτου Μάρκου Εὐγενικοῦ Μητροπολίτου ἐξήγησις τῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας, ἐν οἷς προσετέθη καί τις διδασκαλία πρός τούς Ἱερεῖς καί Διακόνους, περί τοῦ πῶς δεῖ διορθοῦν τά ἐν τῇ Ἱερᾷ Μυσταγωγίᾳ ἐξ ἀπροσεξίας συμβαίνοντα…».
Ἐνῶ, δηλαδή, ἐπρόκειτο γιά ἔκδοση τῶν Ἁπάντων τοῦ ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης Συμεών, στό βιβλίο προστέθηκε καί κείμενο τοῦ ἅγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, καθώς καί διδασκαλία ἀγνώστου συγγραφέα, ἡ ὁποία «θεωρηθεῖσα μετ’ ἀκριβείας παρά τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχου ΚΠόλεως Κυρίου Κυρίου Καλλινίκου καί τῆς Συνόδου» (Συμεών ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης, «Ἅπαντα» σελ. 461), ἀποδόθηκε τελικά στόν Πατριάρχη Καλλίνικο Γ’ καί στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως. Ἡ διδασκαλία αὐτή ἔχει ὡς ἐξῆς:
«Οἱ Ἱερεῖς δέ ὅπου ἔχουσιν ἐνορίτας, νά διδάσκωσιν αὐτούς νά μεταλαμβάνουν εἰς τάς Τεσσαρακοστάς τοῦ χρόνου καί νά προσέρχωνται μέ καθαράν καρδίαν καί συντριβήν καί εὐλάβειαν εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἐάν δέ θελήσωσι νά κοινωνήσωσι καί ἄλλην φοράν ἔξω ἀπό τάς Τεσσαρακοστάς τάς ἁγίας, ἑπτά ἡμέρας ἤ πέντε - τό ὀλιγότερον – νά νηστεύσωσι καί νά ἀκούωσι τήν καθημερινήν Ἀκολουθίαν εἰς τάς ἐκκλησίας ἤ νά τήν διαβάζωσιν εἰς τά ὀσπήτιά τους. Εἰς ἀνάγκην δέ, ἄς νηστεύσωσι καί τρεῖς ἡμέρας μόνον, προετοιμαζόμενοι μέ τήν Θείαν Ἐξομολόγησιν…Ὅσοι δέ εἶναι ἀσθενεῖς καί γέροντες ἤ παιδία, ὀλίγον τι ἀφ’ ἑσπέρας νά τρώγωσι, ἀφ’ οὗ δέ περάσωσι τά μεσάνυκτα, νά προσέχωσι νά μή βάλωσι τίποτες εἰς τό στόμα τους, μόνον νά σχολάζωσιν εἰς προσευχήν, εἰς προσκύνησιν καί μετανοίας καί πνευματικούς λογισμούς καί ὅσον τό δυνατόν νά ἑτοιμάζωνται» (Συμεών ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης, «Ἅπαντα» σελ. 479).
Ἡ διδασκαλία αὐτή πού ἀποδίδεται στόν Πατριάρχη Καλλίνικο Γ’, ἐνῶ ἀποκλίνει στό πρῶτο μέρος της ἀπό τήν παραδεδομένη ἐκκλησιαστική τάξη σχετικά μέ τήν συχνότητα συμμετοχῆς στήν Θεία Εὐχαριστία, ἔχει μεγάλη ἱστορική ἀξία γιά δύο λόγους: Πρῶτον διότι καταγράφει τήν συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη (τέλος 18ου αἰ.), σχετικά μέ τήν συχνότητα προσελεύσεως (4 φορές τόν χρόνο, μετά ἀπό πολυήμερη νηστεία). Καί δεύτερον διότι ἀπό τούς ἁπλουστέρους πιστούς (καί δή μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους), ἀποδόθηκε στόν Συμεών ἀρχιεπ. Θεσσαλονίκης, «τοῦ ὁποίου ἡ βαρύνουσα γνώμη περί τῶν λειτουργικῶν καί λατρευτικῶν θεμάτων ἦταν λίαν σεβαστή ἀπό τούς μοναχούς (καί) πολλοί θεώρησαν, ὅτι ὅσα ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Καλλίνικος, ἀνήκουν στόν Συμεών Θεσσαλονίκης καί ἔτσι δέχθηκαν τήν τριήμερο ἤ καί περισσότερη νηστεία, ὡς μία πράξη μέ Πατερικό κῦρος, καθότι ὁ Συμεών ἐκτιμᾶτο ὡς ἕνας μεγάλος ἑρμηνευτής τῆς Λειτουργικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας» (Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα, αὐτ., σελ. 38), ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά καί ὁ μ. Θεοδόσιος Ἁγιοπαυλίτης (Θεοδοσίου μ. Ἁγιοπαυλίτου, «Ὁ ἀγνοημένος θησαυρός», σελ. 150).

Γ. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΚΟΛΥΒΑΔΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (18ος αἰ.)
Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ἅγ. Μακάριος ἀρχιεπ. Κορίνθου.
Τό θέμα τῆς συχνότητος προσελεύσεως στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τέθηκε ἐπί νέας βάσεως κατά τόν 18ο καί 19ο αἰ., ἀπό τούς λεγομένους Κολλυβάδες Πατέρες. (Βλ. περί τῶν Κολλυβάδων γενικά: Χ. Σ. Τζώγα, «Ἡ περί τῶν Μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατά τόν ΙΗ’ αἰ.», 1969· καί Ἀρχιμ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, «Ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννηση τοῦ ΙΗ’ καί ΙΘ’ αἰ. καί οἱ πνευματικοί καρποί της», 1984).
Οἱ Κολλυβάδες Πατέρες - τῶν ὁποίων προεξάρχουν ὁ πρῶτος Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὁ Ἰάκωβος ὁ Πελοποννήσιος, ὁ Ἀγάπιος ὁ Κρής, ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης καί κυρίως ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου - ἀπ’ ἀρχῆς ἐπισημαίνουν τήν διακοπή τῆς πρακτικῆς τῆς συχνῆς, ἄν ὄχι συνεχούς, Θείας Κοινωνίας καί τήν ἀποδίδουν στίς συνέπειες τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 καί τήν ἀμάθεια καί πνευματική ἀπαιδευσία ποιμένων καί ποιμενομένων. Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει σχετικά:
«Ἡ γονυκλισία δέ αὕτη, καθ’ ἥν ἐπάνω εἰς τά γόνατα προσευχόμεθα, Εὐαγγελική οὖσα, Ἀποστολική καί Πατερική, σφαλερῶς καί ἀκανονίστως ἐσηκώθη ἀπό τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν· ὁμοίως καί ἡ συνέχεια τῆς Θείας Μεταλήψεως, Κανονική καί Ἀποστολική καί Πατερική οὖσα, κακῶς καί παρανόμως καί ἐπιβλαβῶς ἐσηκώθη ἀπό ἡμᾶς· καί ἴσως τοῦτο ἔγινεν, ἐπειδή οἱ ἰδικοί μας μετά τό Σχίσμα, ἀντιφερόμενοι μέ ἄλογον καί μή κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλον κατά τῶν Λατίνων, καί τά καλῶς καί κανονικῶς ἔχοντα παρ’ ἐκείνοις ἤθη καί νόμιμα ἀπέβαλον κακῶς καί ἀδιακρίτως.
Τά κακόδοξα φρονήματα καί τά παράνομα ἤθη τῶν Λατίνων καί τῶν ἄλλων αἱρετικῶν πρέπει νά μισῶμεν καί νά ἀποστρεφώμεθα· εἴ τι δέ εὑρίσκεται ἐν αὐτοῖς ὀρθόν ἔχον καί ὑπό τῶν Κανόνων τῶν Ἱερῶν Συνόδων βεβαιούμενον, τοῦτο δέν πρέπει νά μισῶμεν καί νά ἀποστρεφώμεθα, ἵνα μή λάθωμεν καί αὐτούς τούς Κανόνας μισοῦντες καί ἀποστρεφόμενοι. Ὅθεν, ὅποιος θέλει νά ἀκολουθῇ εἰς τούς Κανόνας, βλέπει εἰς αὐτούς ὅτι συγχωρεῖται νά μεταχειρίζωνται καί τά δύο, καί ἡ γονυκλισία καί ἡ συνέχεια τῆς Κοινωνίας. Κακῶς λοιπόν καί ἀνοήτως ποιοῦσι τινές, θέλοντες νά ἐμποδίσουν τούς θέλοντας συνεχῶς κοινωνεῖν» (ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Ἑορτοδρόμιον», ἑρμηνεία στήν θ’ ὠδή τοῦ Ἰαμβικοῦ Κανόνος τῆς Πεντηκοστῆς, σελ. 584).
Ὁ ἴδιος Πατέρας γνωρίζοντας, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι «ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία, οὐσιαστικά ἀποκόπτονται βαθμιαῖα ἀπό τήν λυτρωτική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας» (Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα αὐτ. σελ. 44), γράφει: «Οἱ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Κοινωνίας ἑαυτούς ἀπομακρύνοντες, ἐχθροί τοῦ Θεοῦ γίνονται καί τῶν δαιμόνων φίλοι» Περί τῆς συνεχοῦς...», σελ. 107).
Περί δέ τῆς ἀπαιδευσίας γράφει, ἀναφερόμενος στούς λόγους πού τόν ὥθησαν νά συντάξει τό Ἱερό Πηδάλιο: «Δέν ὑπεφέραμεν, ἀγαπητοί, νά βλέπωμεν εἰς πολλά πολλῶν Πνευματικῶν χυδαιονομοκάνονα χειρόγραφα, κατακερματισμένους τούς Ἱερούς Κανόνας, νενοθευμένους, ψευδεπιγράφους, ἄλλους ἀντ’ ἄλλων καί τάς ἑρμηνείας τῶν ἐξηγητῶν ἀντί τῶν κυρίως Κανόνων ἐκλαμβανομένας καί τό χειρότερον, ὅτι καί τάς ἑρμηνείας ταύτας περιέχοντα διεφθερμένας, παρεξηγημένας καί ἀλλόκοτά τινα ἐσφαλμένα διδάσκουσας» (ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Προλεγόμενα Ἱεροῦ Πηδαλίου, σελ. 12).
Ὁ λόγιος μοναχός Ἀγάπιος ὁ Κρής (1600 – 1670), ἐπισημαίνει ὅτι στήν ἐποχή του ἡ Θεία Κοινωνία ἔχει περιορισθεῖ σέ δέκα φορές τόν χρόνο γιά τούς μοναχούς καί σέ δύο – τρεῖς γιά τούς λαϊκούς. «Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος οἱ μοναχοί ἰδιῶται ἔχουσι συνήθειαν νά νηστεύουν, ὅταν θέλουν νά κοινωνήσουν ἀπό τήν Δευτέραν ἕως τό Σάββατον κρασί καί λάδι καί τά ἐπίλοιπα καί τρώγωσι μόνον μίαν φοράν τήν ἡμέραν ξηροφαγίαν, ἤγουν ψωμί καί νερόν μέ ἄψητα λάχανα καί τήν Παρασκευήν πίνουσι Μέγα Ἁγίασμα διά προκάθαρσιν καί τό Σαββάτον κοινωνοῦσιν, ἀγρυπνοῦντες ὅλην τήν περασμένην νύκτα προσευχόμενοι. Αὐτήν τήν τάξιν νά φυλάγετε καί ἐσεῖς οἱ κοσμικοί. Μάλιστα οἱ μοναχοί κοινωνοῦσι δέκα φοραῖς τόν χρόνον καί ἐσεῖς μεταλαμβάνετε μόνον δύο φοραῖς καί πάλιν δέν εἶσθε ἄξιοι νά κάμετε ὀλίγην ἐγκράτειαν» (Ἀγαπίου τοῦ Κρητός, «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία», σελ. 203).
Ἀπευθυνόμενος δέ συμβουλευτικῶς στόν λαϊκό Χριστιανό, λέγει: «Ἤγουν νά πηγαίνῃς ὅλαις ταῖς Κυριακαῖς, Δεσποτικαῖς Ἑορταῖς καί ἄλλαις ἑορταῖς μεγάλων Ἁγίων εἰς τήν ἀκολουθίαν τῆς ἐκκλησίας (Ἑσπερινόν, Ὄρθρον καί Λειτουργίαν), νά ἐξομολογῆσαι, νά κοινωνῆς κἄν τρεῖς φοραῖς τόν χρόνον, νά νηστεύης τάς νηστισίμους ἡμέρας» (αὐτ. σελ. 14).
Τά προηγούμενα ἀποτελοῦν διαπιστώσεις τοῦ μ. Ἀγαπίου γιά τά κρατοῦντα στήν ἐποχή του, ἡ προσωπική του γνώμη ὅμως εἶναι διαφορετική καί φαίνεται ἀπό τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα: «Δέν ἠμπορεῖς νά δείξῃς μεγαλυτέραν εὐχαριστίαν πρός τόν Κύριον, ὥσπερ νά κοινωνήσῃς ἀξίως τήν σάρκα Του…Καί ἄν οὕτως ἔχῃ, διατί νά μήν ἔρχεσαι καθ’ ἑκάστην εἰς ταύτην τήν θαυμασίαν Τράπεζαν;…Ὕπαγε μετά ταπεινώσεως καί κοινώνησον ὁσάκις κάμῃς τήν προετοιμασίαν ὅπου ἐγράψαμεν…ἤτοι ἀποφυγήν μίσους καί ἀκαθαρσίας» (αὐτ. σελ. 201).
Λίγο ἀργότερα, ἡ συνήθεια τῆς προσελεύσεως τῶν μοναχῶν στήν Θεία Κοινωνία, ἀπό δέκα φορές τόν χρόνο, περιορίσθηκε στίς τρεῖς! Ὁ λεγόμενος Ἀρχηγός τῶν Κολλυβάδων, ὁ λόγιος Ἱεροδιάκονος Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1713 – 1784), ὁ ὁποῖος δημοσίευσε ἀνωνύμως τό 1777 τό περισπούδαστο ἔργο «Ἐγχειρίδιον ἀνωνύμου τινός ἀποδεικτικόν περί τοῦ ὅτι χρεωστοῦν οἱ Χριστιανοί συχνότερον νά μεταλαμβάνωσι τά Θεῖα Μυστήρια…» (τό ὁποῖο ἀποτέλεσε τήν βάση τοῦ ὁμωνύμου ἔργου τῶν Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ), μεταξύ ἄλλων γράφει καί τά ἐξῆς:
«Ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, καθ’ ἑκάστην μεγαλώνυμον σύναξιν τοῖς πιστοῖς παρατίθεται πνευματικήν, τοῦ ἐπουρανίου Ἄρτου τράπεζαν καί συγκαλοῦσα μετά ὑψηλοῦ κηρύγματος λέγει, «ἔλθετε, φάγετε τόν ἐμόν ἄρτον καί πίετε οἶνον ὅν κεκέρακα ὑμῖν»· ταύτην ἡ τῶν πολλῶν ραθυμία παραιτουμένη, ἵνα μή λέγω κατά τούς Ἱερούς Κανόνας ἀποστρεφομένη, οὐ μέχρι τῆς παραιτήσεως ἔστι, ἀλλά καί καιρούς ὡρισμένους, ἧς αὐτός ἕκαστος τῶν πιστῶν κύριός ἐστι προσόδου νομοθετήσασα, δίς ἤ τό πολύ τρίς τοῦ ἐνιαυτοῦ τούς πιστούς ἀξιοῦσθαι τῶν Θείων Μυστηρίων ἐξέδωκεν, οὐκ ἀπό τοῦ Εὐαγγελίου, οὐκ ἀπό τῶν Ἀποστόλων ἤ Συνοδικῶν ἤ Πατερικῶν Κανόνων ἤ συγγραμμάτων τοῦτο ἀποδεικνῦσα, ἀλλά μᾶλλον καί ὑπεναντίως τῷ τε Εὐαγγελίῳ καί τοῖς Ἀποστολικοῖς καί Συνοδικοῖς Κανόσι καί κανονικοῖς Πατράσι τά ἀπό καρδίας αὐτῆς, ὡς ἄν εἴποι τό γράμμα ἱερόν, ἐρευγομένη» (μ. Θεοδωρήτου Ἁγιορείτου, «Ἡ Εὐχαριστιακή συμμετοχή ἐν Ἁγίῳ Ὄρει», σελ. 34 – 35).
Στό ἔργο αὐτό τοῦ Νεοφύτου, «γιά πρώτη φορά ἀμφισβητεῖται ἔντονα καί μέ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα ἡ πράξη τῆς μή συχνῆς Θείας Μεταλήψεως, ἡ ὁποία εἶχε κυριαρχήσει στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐν γένει στόν μοναχικό κόσμο τῆς Ὀρθοδοξίας. Βασιζόμενος στόν σκοπό καί τήν φύση τῆς Θείας Λειτουργίας, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς Πατερικές ἑρμηνευτικές θέσεις γιά τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Νεόφυτος ἀποκαλεῖ «τρισεπάρατον» τήν συνήθεια τοῦ «τρίς ἤ τετράκις κατ’ ἔτος μεταλαμβάνειν» καί ἀνατρέπει σέ 14 κεφάλαια τίς ἐνστάσεις τῶν ἀντιφρονούντων, προτρέποντας τήν ἐλεύθερη καί ἀδιόριστη πρόσοδο τῶν πιστῶν «εἰς κάθε Λειτουργίαν» (Πρωτ. Ἀθ. Γκίκα αὐτ. σελ. 28).
Τό ἔργο τοῦ Νεοφύτου ἐπεξεργάσθηκαν καί ἐμπλούτισαν μέ νέα στοιχεῖα οἱ Ἅγιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί Μακάριος ὁ Νοταρᾶς καί τό 1783 τό ἐξέδωσαν στήν Βενετία μέ τόν τίτλο, «Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων…».
«Ἡμεῖς πού ἠξιώθημεν νά λάβωμεν τήν πνευματικήν ἀναγέννησιν διά μέσου τοῦ Θείου Βαπτίσματος – γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος – εἶναι ἀνάγκη νά τρώγωμεν συνεχῶς καί μέ θερμήν ἀγάπην καί συντετριμμένην καρδίαν τήν πνευματικήν αὐτήν τροφήν, διά νά ζῶμεν ζωήν πνευματικήν καί νά φυλαττώμεθα ἀβλαβεῖς ἀπό τό φαρμάκι τοῦ νοητοῦ ὄφεως διαβόλου» Περί τῆς συνεχοῦς...», σελ. 44).
Καί συνεχίζει, σέ παραλληλισμό τῆς Θείας Εὐχαριστίας μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα: «Καθώς χωρίς τό Βάπτισμα εἶναι ἀδύνατον νά ζήσῃ κανείς ζωήν πνευματικήν καί νά σωθῇ, οὕτω εἶναι ἀδύνατον νά ζήσῃ καί χωρίς τήν Θείαν Μετάληψιν. Ἐπειδή ὅμως καί τά δύο ταῦτα ἔχουν ταύτην τήν διαφοράν μεταξύ των, τό μέν Βάπτισμα γίνεται μίαν φοράν, ἡ δέ Θεία Μετάληψις τελεῖται συνεχῶς καί καθ’ ἑκάστην, συμπεραίνεται μέ ὀρθόν συμπέρασμα, ὅτι δύο εἶναι τά ἀναγκαῖα τῆς Θείας Μεταλήψεως· ἕνα μέν, καθ’ ὅ πρέπει νά ἐνεργῆται ἁπλῶς· καί τό ἄλλο, καθ’ ὅ πρέπει νά ἐνεργῆται συνεχῶς» Περί τῆς συνεχοῦς...», σελ. 60 - 61).
Σέ ἄλλο ἔργο του ὁ αὐτός Ἱερός Πατέρας διδάσκει: «Νά ἑτοιμάζεσαι εἰς τό ἐρχόμενον μέ περισσοτέραν ἐπιμέλειαν καί προθυμίαν, εἰς τό νά μεταλαμβάνῃς μέ θερμοτέραν ἐξομολόγησιν, συντριβήν καί ἱκανοποίησιν, μέ τήν κατά δύναμιν νηστείαν καί μέ προσοχήν τῶν λογισμῶν, μέ φόβον Θεοῦ, πίστιν καί ἀγάπην, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἱερεύς, διά νά θεραπεύσῃς μέ τοιοῦτον τρόπον τόν Κύριον, διά νά εὐγάλῃς περισσοτέραν ὠφέλειαν ἀπό τά Θεῖα Μυστήρια. Ἐπειδή κατά τήν περισσοτέραν ἤ ὀλιγωτέραν προετοιμασίαν ὅπου κάμνει ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι λαμβάνει καί περισσοτέραν ἤ ὀλιγωτέραν τήν χάριν ἀπό τήν Θείαν Κοινωνίαν. Φανερόν εἶναι, ὅτι ὅσῳ συνεχῶς κάμνῃς μίαν τοιαύτην προετοιμασίαν, συνεχῶς λαμβάνεις τήν ἐκ τῶν Μυστηρίων ὠφέλειαν εἰς τήν ψυχήν σου, δεχόμενος αὐτά…Διά τοῦτο καί οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι εἰς τούς Κανόνας των (η’ καί θ’) καί οἱ θεῖοι Πατέρες εἰς τάς Λειτουργίας καί διδασκαλίας των, ὅλοι μέ ἕνα στόμα παρακινοῦν καί μοναχούς καί λαϊκούς Χριστιανούς, ὡς προείπομεν, νά μεταλαμβάνουν συχνάκις τά Θεῖα Μυστήρια, διότι ὅσον ἀργοποροῦν καί δέν μεταλαμβάνουν, τόσον περισσότερον κυριεύονται ἀπό τά πάθη καί τάς ἁμαρτίας» (ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Πνευματικά Γυμνάσματα», σελ. 220 – 221).
Ὅμως, αὐτόν ἀκριβῶς τόν θεῖο πόθο τῆς κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τήν πνευματική πεῖνα καί δίψα γιά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὁ Ἅγιος θεωρεῖ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καί οὐράνια δωρεά, γι’ αὐτό καί παροτρύνει τόν πιστό: «Παρακάλεσαί Τον νά κάμῃ τώρα καί τοῦτο τό θαῦμα, νά σέ μετατρέψῃ ὅλον εἰς τόν ἑαυτόν Του καί εἰς τήν ἀγάπην Του, ἀξιώνοντάς σε νά μεταλαμβάνῃς συνεχῶς καί πρεπόντως τήν αὐτοαγιότητα, τήν αὐτοκαθαρότητα, τήν αὐτομορφίαν, διά νά γίνῃς καί σύ ὅλος ἅγιος, ὅλος καθαρός» (αὐτ.).
Γιά δέ τά ἀποτελέσματα τῆς στερήσεως τῆς Θείας Κοινωνίας γράφει: «Διά δέ τήν καταφρόνησιν ταύτην, ἥν κάμνομεν, ἐξέλιπεν ἡ ἁγνότης ἀπό ἡμᾶς, ὠλιγόστευσεν ἡ ἀρετή, ηὔξησεν ἡ κακία». Ἐνῶ μέ τήν συχνήν Θείαν Κοινωνίαν οἱ μεταλαμβάνοντες γίνονται, «πραότεροι πρός διόρθωσιν, πρός τούς πόνους μακροθυμότεροι, θερμότεροι πρός ἀγάπην, πρός γνῶσιν ἀγχινούστεροι, προθυμότεροι εἰς ὑπακοήν, ὀξύτεροι πρός τήν τῶν χαρισμάτων ἐνέργειαν» («Περί τῆς συνεχοῦς...», σελ. 123 καί 83).
Γράφει σχετικά ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἑρμηνεύοντας τήν φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίετε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνετε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλετε» (Α’ Κορ. 11, 26): «Δέν χρειάζεται πάρα πολύ διά νά καταλάβωμεν, πῶς τό «ὁσάκις» δέν θέλει νά εἰπῇ «τοσάκις», τουτέστιν εἰς κάθε μῆνα, εἰς κάθε τεσσαράκοντα ἤ τρίμηνον ἤ ἑξάμηνον, ἐπειδή τό «ὁσάκις» ὁμολογουμένως ἀδιόριστον καιρόν δηλοῖ…Οὐ καθ’ ἑκάστην προσερχόμεθα, οὔτε τοῦτο διδάσκομεν, καθώς διαβαλλόμεθα· φρονοῦμεν δέ, ὡς ἐάν τις εὑρεθῇ τοῦτο ποιῶν μετά τῆς προσηκούσης δοκιμασίας, δέν θέλει προκριματισθῇ διά τήν συνέχειαν, ἔχων τούς Ἁγίους καί τήν ἰδίαν συνείδησιν δεφένσορας…Προσερχόμεθα εἰς τήν Θείαν Μετάληψιν, ὁ μέν βραδύτερον, ὁ δέ πυκνότερον, κατά τό ἑκάστῳ ἐγχωροῦν» (Ἀθανασίου Παρίου, «Ἔκθεσις…»· βλ. P. Ouspenkij, “Ftoroe Poutechestvie Po Sf. Goire Afonskoj”, σελ. 487 – 489).
Τοῦ αὐτοῦ φρονήματος εἶναι καί ὁ λόγιος Προκόπιος Μεγαλοσπηλιώτης, ὁ ὁποῖος τήν ἴδια ἐποχή γράφει τά ἐξῆς: «Ποιός δέν βλέπει, ὅτι αὐτή (ἐνν. ἡ Ἐκκλησία), ἐπιθυμεῖ νά ζῶσιν ὅλοι οἱ πιστοί μέ ἐκείνην τήν Χριστιανικήν καθαρότητα, διά νά ἠμπορῶσι νά μεταλαμβάνωσι καθ’ ἑκάστην ἡμέραν; Ἀμφιβάλετε ἆρά γε εἰς τοῦτο; Ἐγώ δέν θέλω νά σᾶς φέρω ἐδῶ εἰς μαρτυρίαν τάς διδασκαλίας τῶν Ἀγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου σᾶς παρακινοῦσι ὅλοι συμφώνως νά τρέφετε τάς ψυχάς σας συνεχῶς μέ αὐτήν τήν Ἱεράν Κοινωνίαν, διά νά μή μακρύνω τόν λόγον μου…
Ὅταν ὁ Χριστιανός καθαρίζει καλά τόν ἑαυτόν του μέ μίαν καλήν μετάνοιαν καί μέ μίαν ὀρθήν ἐξομολόγησιν, ἄς πλησιάζει συνεχῶς εἰς τήν Τράπεζαν τοῦ Κυρίου, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος…διότι ὅποιος μεταλαμβάνει συνεχῶς, συνεχῶς καθαρίζει ἀκόμα τήν συνείδησίν του μέ τήν ἱεράν ἐξομολόγησιν…Ἕνας Χριστιανός ὅπου ἀγαπᾶ νά ἀποφεύγῃ τά μιάσματα τῆς ἁμαρτίας, ὅσον περισσότερον αἰσθάνεται νά ἐνοχλῆται ἀπό ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν παθῶν, τόσον περισσότερον πρέπει νά πλησιάζῃ πλέον συνεχῶς, διά νά μπορεῖ νά ἐναντιώνεται εἰς τά βιαστικά στρατεύματα τῆς ὀρέξεώς του, μέ ἐκεῖνο τό σπαθί τοῦ Οὐρανίου Ἄρτου» (Προκοπίου Μεγαλοσπηλιώτου, «Ποιμενικός Αὐλός», σελ. 498 – 505).
Μέ τούς ἀγώνες τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. ἐπικρατοῦσε στό Ἅγιο Ὄρος μία κάπως καλύτερη κατάστασις, ἡ ὁποία ὅμως πολύ ἀπεῖχε ἀπό τήν θεσμοθετημένη συνεχή Θείαν Κοινωνίαν, ἐφ’ ὅσον οἱ μοναχοί κοινωνοῦσαν κάθε δεκαπενθήμερο καί κατά τήν Μεγ. Τεσσαρακοστή τά Σάββατα.
Ὅμως, «τόσον τόν κακόν ἦτο ἐρριζωμένον – γράφει ὁ Μοναχός Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης - (ὥστε) δέν ἦτο εὔκολον νά πείσῃ τις ἀνθρώπους κεκρατημένους τῇ μακρᾷ συνηθείᾳ, νά μεταλαμβάνουν δίς ἤ τρίς τοῦ ἔτους ἤ κατά τεσσαρακονθήμερον οἱ μετριοπαθέστεροι, ὅτι ἐν τῇ ἐξουσίᾳ αὐτῶν ἦτο νά προσέρχωνται ἅπαξ καί δίς τῆς ἑβδομάδος, κατόπιν ἀναλόγου προετοιμασίας» (μ. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης», σελ. 113).
Ἔτσι τό ἔτος 1903, ὁ λόγιος Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου ἀρχιμ. Γεράσιμος Σμυρνάκης, γράφει τά ἐξῆς: «Καθ’ ἕκαστον δέ δεκαπενθήμερον, κατόπιν τριημέρου ἤ τετραημέρου νηστείας καί ἐξομολογήσεως, κοινωνοῦσι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων πάντες οἱ ἐν τοῖς κοινοβίοις καί ἀσκητηρίοις πατέρες, ἴσως δέ τινες καί τῶν ἐν ταῖς ἰδιορρύθμοις, τήν δέ Μεγάλην Τεσσαρακοστήν κατά Σάββατον» (Γερ. Σμυρνάκη, «Τό Ἅγιον Ὄρος», σελ. 347).
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περί συχνότητος τῆς Θείας Κοινωνίας διδασκαλία μιᾶς μεγάλης πνευματικῆς προσωπικότητος τοῦ 19ου αἰ., τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τῆς Χίου (+ 1905), ὁ ὁποῖος εἶναι φορέας τῆς Κολλυβαδικῆς Φιλοκαλικῆς παραδόσεως. Διδάσκει ὁ Ὅσιος σχετικά:
«Καί τίς νά μή κλαύσῃ τήν ἀμάθειαν καί ἐλεεινήν κατάστασιν τῶν σημερινῶν Ἱερέων μας; Πού ἠκούσθη τοῦτο ποτέ, νά πηγαίνουν οἱ Χριστιανοί εἰς τήν ἐκκλησίαν, νά ζητοῦν νά κοινωνήσουν καί οἱ Ἱερεῖς νά τούς ἐμποδίζουν, λέγοντες: «Μήν εἶναι τσουρβάς ἡ Κοινωνία»; Ἀκόμη, «δέν εἶναι 40 ἡμέρες ὅπου ἐκοινώνησες καί πάλιν ἔρχεσαι νά μεταλάβεις»;
Ὠσαύτως καί τήν πρώτην ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γνωρίζω πολλούς ἄνδρας καί γυναῖκας ὅπου βαστοῦν τριήμερον καί πηγαίνοντες τήν Τετάρτην εἰς τήν Προηγιασμένην νά κοινωνήσουν καί τούς ἐμποδίζουν λέγοντες: «Ἀκόμη ἕως ἐχθές ἔτρωγες κρέας καί σήμερον ἦλθες νά κοινωνήσεις»; Καί δεύτερον λέγουσιν: «Ἡ Προηγιασμένη εἶναι διά τούς Ἱερεῖς καί ὄχι διά τούς λαϊκούς»!
Φεῦ τῆς ἀμαθείας καί ἀφροσύνης μας. Σύ μέν, ὦ ἄνθρωπε ἱερωμένε, ἀφ’ ἑσπέρας τρώγεις κρέας, πολλάκις καί μεθυσμένος τυγχάνεις, ἴσως δέ εἶσαι καί ἀνευλαβής, καί πηγαίνεις καί λειτουργεῖς καί αὐτός ὅπου νηστεύει μέ τόσην εὐλάβειαν τόν ἐμποδίζεις καί τόν καθυστερεῖς τοσαύτης ὠφελείας καί ἁγιασμοῦ;… Ὄστις λοιπόν ἀπό τούς Ἱερεῖς ἐμποδίζει τούς Χριστιανούς ἀπό τήν Ἄχραντον Κοινωνίαν, ἄς ἠξεύρει καλά, ὅτι μεγάλως ἁμαρτάνει. Δέν λέγω ὅμως νά κοινωνοῦμεν ἁπλῶς καί ὡς ἔλαχεν, ἀλλά μέ τήν πρέπουσαν προετοιμασίαν». (Βλ. «Ὑπεράσπισις τῆς ἀληθείας καί νίκη κατά τοῦ διαβόλου», ἔκδοσις ε’ τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίων Πατέρων Χίου, 1985, σελ. 76 – 78· Ἀντ. Ν. Χαροκόπου, “Ὁ Γέροντας Παχώμιος, Ἱδρυτής τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων Χίου”, 2003, σελ. 141 – 142· “Ἡ συχνότης τῆς Θείας Κοινωνίας”, Περιοδικό “Ἅγιος Κυπριανός”, φ. 319, Μαρτίου - Ἀπριλίου 2004, σελ. 26 – 27).
Σχολιάζοντας τά προηγούμενα ὁ Πρωτ. Ἀθανάσιος Γκίκας σημειώνει: «Ἡ Πατερική διάκρισή του καί ἡ βούλησή του (ἐνν. εἰδικά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τούς Κολλυβάδες Πατέρες γενικά), νά βοηθήσει μέ τήν διδασκαλία του τόν πιστό λαό, νά ἀνακαλέσει τήν «χαριτωμένην παλαιάν συνήθειαν» τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως, καθίσταται πλέον ἐξώφθαλμος καί ἀναντίρρητος. Ἡ ἐλευθερία πού δίδουν οἱ λέξεις «κατά δύναμιν νηστεία», νά κυμανθεῖ ὁ πιστός ἀνάλογα μέ τήν προαίρεση καί τήν δύναμή του, ἀναιρεῖ τήν ἀνασταλτικότητα τοῦ πιστοῦ καί εἶναι ἀπό τά μεγαλύτερα δώρα θά λέγαμε στή διάθεση τοῦ φωτισμένου Πνευματικοῦ, γνωρίζοντος καλύτερα παντός ἄλλου τά βάθη τῶν καρδιῶν καί τίς πιο δύσκολες καί δυσθεράπευτες πνευματικές καταστάσεις τῶν ἐξομολογουμένων του. Καί ἄν δέν εἶχε αὐτό τό ὅπλο, εἶναι πλέον ἤ βέβαιον, ὅτι πνευματική πρόοδος τοῦ ἐξομολογουμένου πιστοῦ δέν θά ὑπῆρχε, ἀφοῦ δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά προσέλθει στήν Θεία Κοινωνία, ἐξ αἰτίας καί μόνον τοῦ ἐμποδίου τῆς μή τηρήσεως τῆς τριημέρου νηστείας. Αὐτό εἶναι τελικῶς καί ἕνα ἀπό τά οὐσιαστικότερα καί καλύτερα εὐεργετικά ἀποτελέσματα που οἱ ἄτρυτοι ἀγῶνες καί ἡ Φιλοκαλική Κίνηση τῶν Κολλυβάδων ἐπέφεραν μετέπειτα στήν ἐποχή μας» (Πρωτ. Ἀθανασίου Γκίκα αὐτ., σελ. 42).

Δ. Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΥΝΑΒΙΕΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ
Ἅγ. Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ - Στάρετς τῆς Ὄπτινα - Στάρετς Νεκτάριος - ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης.
Τό Φιλοκαλικό πνεῦμα τοῦ ἁγ. Νικοδήμου καί τῶν λοιπῶν Κολλυβάδων Πατέρων, μετέφερε ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος στίς Παραδουνά-ιες Ἡγεμονίες, ὁ Οὐκρανικῆς καταγωγῆς μεγάλος διδάσκαλος τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς καί Πατέρας τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας, ἅγιος Παΐσιος Βελιστκόφσκυ (1722 – 1794). Λέγοντας δέ Φιλοκαλικό πνεῦμα, ἐννοοῦμε καί τήν περί συνεχούς Θείας Κοινωνίας Ἁγιοπατερική καί Ἱεροκανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ἐνανέφεραν στό ἐκκλησιαστικό προσκήνιο οἱ Κολλυβάδες Πατέρες. Εἶναι ἄξια ἀναφορᾶς στό σημεῖο αὐτό ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: «Ποῖον δέ ὠφέλιμον νόημα ἠμπορεῖς νά συνάξῃς σύ, ἀγαπητέ, ἀπό τό τροπάριον τοῦτο; Ὅτι, ἐάν τό Αἷμα τοῦ Δεσπότου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ρυπτικόν ἁμαρτίας, ἤτοι καθαρίζει τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν ἁμαρτίαν, διατί σύ, ἀδελφέ, δέν ἐπιμελεῖσαι νά τό μεταλαμβάνῃς συνεχῶς, ἵνα λάβῃς ἄφεσιν τῶν συγγνωστῶν σου ἁμαρτιῶν;» (Ἑρμηνεία τοῦ τροπαρίου τῆς γ’ ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πού λέγει: «Πλευρᾶς ἀχράντου λόγχῃ τρωθείσης, ὕδωρ σύν αἵματι ἐξεβλήθη ἐγκαινίζον διαθήκην καί ῥυπτικόν ἁμαρτίας…»· βλ. «Ἑορτοδρόμιον», σελ. 17).
«Λοιπόν, βεβαιότατα οἱ μή συνεχῶς μεταλαμβάνοντες, ὑστεροῦνται - ὦ τῆς δυστυχίας - ὅλων αὐτῶν τῶν οὐρανίων καί θείων ἀγαθῶν· ἀλλά πρός τούτοις εἶναι καί παραβάται τῶν ἐντολῶν καί δεσποτικῶν ἀποφάσεων τοῦ Κυρίου ὡς προείπομεν καί τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων καί Συνοδικῶν καί ὅλων ἀκόμη τῶν κατά μέρος Ἁγίων, ὅσους ἀναφέραμεν· καί εἶναι ὑπεύθυνοι εἰς τήν ἐνοχήν τοῦ Ἀφορισμοῦ, ὅν κάμνουσιν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἡ Ἀντιοχείᾳ Σύνοδος, καθώς πληρέστερα εἰς πλᾶτος ἐφανερώσαμεν» Περί συνεχοῦς...», σελ. 74).
Ὁ ἅγ. Παΐσιος ἐγκαταστάθηκε τό 1746 στήν σημερινή Ρουμανική Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους καί ἐπιδόθηκε στήν μελέτη, ἀντιγραφή καί μετάφραση Πατερικῶν ἔργων. Τό 1763 ἀνεχώρησε γιά τήν Μολδαβία μέ 64 ὁμοεθνεῖς του μοναχούς, μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Ἡγεμόνα Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου (1711 – 1769) καί ἐπάνδρωσε τήν Μονή τῆς Δραγομίρνας. Τό 1775 ἐπάνδρωσε τήν Μονή Σεκούλ καί τό 1779 τήν Μονή Νεάμτς, ὅπου συγκέντρωσε 900 μοναχούς καί δημιούργησε περίφημο τυπογραφεῖο καί βιβλιοθήκη.
Στόν ὅσ. Παϊσιο ὀφείλεται ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννηση στήν Ρωσία καί τίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες κατά τόν 19ο αἰ., ἡ διάδοση τῆς καρδιακῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ μελέτη καί διάδοση Πατερικῶν κειμένων. Ὑπῆρξε ἡ ἀρχή μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδας νεωτέρων Νηπτικῶν Πατέρων καί τό πνεῦμα, τό τυπικό καί τά συγγράμματά του προκάλεσαν μοναστική ἀναγέννηση καί ἀνέδειξαν μεγάλους Ἁγίους. ("Ὅσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ"· μετάφραση - ἐπιμέλεια Π. Μπότση, 1990).
Ἡ Παϊσιανή Παράδοση στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες διατηρεῖται μέχρι σήμερα μεταξύ τῶν κατά παράδοσιν Ρουμάνων Ὀρθοδόξων, καθώς καί στίς ἀκμάζουσες, πολυάριθμες καί πολυπρόσωπες μονές τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, ὅπου ἡ Θεία Κοινωνία μετά τήν κατάλληλη προετοιμασία εἶναι γεγονός καθημερινό.
Κύριος φορέας τοῦ Φιλοκαλικοῦ πνεύματος στήν προεπαναστατική Ρωσία ὑπῆρξε ἡ περίφημη Μονή τῆς Ὄπτινας, τῆς ὁποίας οἱ 14 (διαδοχικά) Ἅγιοι Στάρετς/πνευματικοί Γέροντες, μετέφεραν τήν πνευματικότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους στόν Ρωσικό λαό. Ὁ τελευταῖος Στάρετς τῆς Ὄπτινα Ἱερομάρτυς Νεκτάριος (+ 1928), δίδασκε σχετικά: «Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ζητᾶ κανείς ἄλλα θαύματα. Ἔχουμε ἕνα διαρκές θαῦμα, τήν Θεία Λειτουργία. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα καί πρέπει κανείς νά ὑποκλιθεῖ μπροστά του καί νά μετέχει σ’ αὐτό».
Ἀπό τά πνευματικά του τέκνα πρίν τήν Θεία Κοινωνία ζητοῦσε ἐξομολόγηση καί προσευχή, κυρίως τόν Κανόνα τῆς Θείας Μεταλήψεως. (Σύμφωνα μέ τήν Ρωσική Παράδοση - ὅπως αὐτή τηροῦνταν στήν Μονή τῆς Ὄπτινα, ὅπου τήν διδάχθηκε ὁ Στάρετς Νεκτάριος - ὁ Κανόνας τῆς Θείας Μεταλήψεως περιλαμβάνει ἐκτός ἀπό τόν γνωστό στή δική μας Ἑλληνοθόδοξη Παράδοση ὁμώνυμο Κανόνα, τόν Παρακλητικό Κανόνα πρός τόν Κύριο ἤ Παρακλητικό Κανόνα πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί τόν Παρακλητικό Κανόνα πρός τόν Φύλακα Ἄγγελο).
Ἄλλος μεγάλος διδάσκαλος τῆς συνεχούς Θείας Κοινωνίας στήν προεπαναστατική Ρωσία ἦταν ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καρπός τῆς Ρωσικῆς πνευματικῆς Ἀναγεννήσεως τοῦ 18ου αἰ. Πνευματικοί πρόγονοι καί σύγχρονοι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ὑπῆρξαν οἱ φορεῖς τοῦ αὐτοῦ πνεύματος Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (1759 – 1833), διά Χριστόν Σαλή Ξένη τῆς Πετρουπόλεως (1732 – 1806/1814), Ὅσιος Ἀμβρόσιος Στάρετς τῆς Ὄπτινα (1812 – 1891), Μητροπολίτης Μόσχας ἅγ. Φιλάρετος (1821 – 1867), Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων Β’ (Levshin, 1775 – 1812), Μητροπολίτης Πετρουπόλεως Γαβριήλ, Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπραντσανίνωφ (1807 – 1867) καί Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος (1815 – 1894).
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης μεταξύ ἄλλων ὑπῆρξε κάθετα ἀντίθετος μέ τήν συνήθεια τῆς Θείας Κοινωνίας «μία φορά τόν χρόνο», ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε μεταξύ τοῦ ἁπλοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Καταδίκαζε μέ αὐστηρότητα τήν πνευματική χλιαρότητα, τήν τυπολατρεία καί τόν εὐσεβισμό τῶν Ρώσων, φαινόμενα τά ὁποῖα εἶχαν ὑποβαθμίσει τήν μυστηριακή ζωή σέ ἐπίπεδο ἐθίμου. Γι’ αὐτό στήν ποιμαντική του ἐνέταξε τήν συχνή συμμετοχή στίς Ἀκολουθίες, τήν ἀγωνιστική διάθεση φιλανθρωπίας καί τήν ἐξομολόγηση μετά ἀπό μετάνοια. Ἦταν τόσο καλός πνευματικός, ὥστε τό 1890 ζητοῦσαν νά ἐξομολογηθοῦν σ’ αὐτόν 150 – 300 πιστοί τήν ἡμέρα (!), ὁπότε ὑποχρεώθηκε νά ἐπαναφέρει τόν παλαιοχριστιανικό θεσμό τῆς δημοσίας Ἐξομολογήσεως!
Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Ἅγιος, ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε πλέον τῶν 2 ὡρῶν (!) καί χρησιμοποιοῦνταν πλέον τῶν 20 Ἁγίων Ποτηρίων! Ἡ πρακτική αὐτή τοῦ ἁγ. Ἰωάννη ἄνοιξε νέους πνευματικούς ὀρίζοντες στήν προεπαναστατική Ρωσία (παράλληλα μέ τόν ἄλλο μεγάλο Ἅγιο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, τόν ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, καί τούς Ὁσίους Στάρετς τῆς Ὄπτινα), παράδοση πού συνεχίσθηκε μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, τόσο ἐντός Ρωσίας (Πατριαρχεῖο Μόσχας), ὅσο καί ἔξω ἀπό αὐτήν (Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς). Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἅγ. Ἰωάννης στήν εἰκονογραφία συνήθως εἰκονίζεται νά κρατάει Ἅγιο Ποτήριο.

Ε. ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

α. Τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως, ἐπί Πατριάρχου ἁγ. Γρηγορίου Ε’ (Ἐγκύκλιος Αὐγούστου 1819).
Ὁσιώτατοι Ἐπιστᾶται καί Νηζάριδες τῆς Κοινότητος τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους…
Περί τῆς Θείας καί Ἱερᾶς Μεταλήψεως ἐσταί βέβαιοι καί γινώσκεται, ὅτι χρέος ἔχουσιν οἱ εὐσεβεῖς, ἐν ἑκάστῃ Ἱερᾶ Μυσταγωγίᾳ νά προσέρχωνται καί νά μεταλαμβάνωσι τοῦ Ζωοποιοῦ Σώματος· διά τοῦτο καί προσκαλοῦνται παρά τοῦ Ἱερέως, ἐν τῷ «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Διά δέ τό τοῦ ἀνθρώπου ὀλισθηρόν καί ἀνίκανον πρός τήν καθ’ ἡμέραν μετάληψιν, ἀνέθετο ἡ Ἐκκλησία τό τοιοῦτον καί ἐνετείλατο νά προσέρχηται ἕκαστος ἐν τῇ Ἱερᾷ Μεταλήψει, ὁπόταν ἐξομολογηθείς τῷ Πνευματικῷ αὐτοῦ Πατρί, λάβῃ τήν σχετικήν ἄδειαν…
(Εἰς τήν μετάληψιν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων), οὔτε προσδιορισμός ἡμερῶν, ἀλλ’ οὔτε τεσσαράκοντα ἡμέραι πρέπει νά περάσωσιν πρῶτον, μετά τήν εἰς τά Θεῖα προσέλευσιν, ἐπειδή εἶναι ἀκώλυτον τό τοιοῦτον καί ἀνεμπόδιστον, ὅστις θέλει λαμβάνει τήν ἄδειαν παρά τοῦ Πνευματικοῦ του καί ἔξεστιν αὐτῷ νά μεταλαμβάνῃ καί κατά πᾶσαν ἑβδομάδα… (Ἕπονται οἱ ὑπογραφές 15 Μητροπολιτῶν).

β. Τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπί Μητροπ. Ἀθηνῶν Προκοπίου, Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (Ἐγκύκλιος 2469/21.12.1878).

...Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἠγνόησε τά πάλαι εἰθισμένα ὡς γινόμενα· ἐπειδή ὅμως οἱ πλεῖστοι τῶν Χριστιανῶν, διά ραθυμίαν καί ἀμέλιαν καί σκαιότητα τοῦ βίου, δέν δύνανται νά ὦσι πάντοτε καθαροί καί ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἵνα μή ὑπό τῆς συνηθείας παρασυρόμενοι, ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἄνευ δοκιμασίας ἑαυτῶν, κοινωνῶσι τοῦ Μυστηρίου πρός ἰδίαν κατάκρισιν, ἐπεκράτησεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τό… ἔθιμον νά μεταλαμβάνωσιν οἱ Χριστιανοί συνήθως κατά τάς τεταγμένας τῶν νηστειῶν ἐποχάς.
Ἀλλά καί ἄν ἐπεκράτησεν ἡ συνήθεια αὕτη, διά τούς ὡς ἀνωτέρω εἰρημένους λόγους, ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ὄχι μόνον δέν ἀπαγορεύει εἰς τούς ἀληθῶς ἀξίους νά προσέρχωνται συχνότερον εἰς τήν Θείαν Μετάληψιν, ἀλλ’ εἰς κάθε Λειτουργίαν διά τῆς ἐκφωνήσεως, «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε», προσκαλεῖ τούς ἀληθῶς ἁγίους, τούς ὁποίους προειδοποίησε διά τοῦ, «τά ἅγια τοῖς ἁγίοις», νά προσέρχωνται εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν...

γ. Τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἐπί Μητροπ. Μόσχας Πλάτωνος Α’ (1775 - 1812), Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἄν θεωρήσωμεν τάς μεγάλας ὠφελείας τῆς Μεταλήψεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τό πλῆθος τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ὁμολογήσωμεν, ὅτι χρεωστεῖ ὁ Χριστιανός νά μεταλαμβάνῃ συνεχῶς τοῦ θείου τούτου Μυστηρίου. Οἱ Χριστιανοί τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας, ἐλάμβανον τήν ψυχικήν ταύτην τροφήν καθ’ ἑκάστην ἑβδομάδα καί δέν ἐγίνετο ποτέ Λειτουργία, χωρίς νά εἶναι παρόντες κοινωνοί. Τοῦτο τό παράδειγμα τῆς παλαιᾶς Ἐκκλησίας πρέπει νά μιμώμεθα καί ἡμεῖς, διά νά μή φαίνεται μέ τήν σπανίαν μετάληψιν τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ ψυχρότης τῆς καρδίας μας πρός τόν Χριστόν. (Πλάτωνος Μητροπ. Μόσχας, «Ὀρθόδοξος Διδασκαλία»· βλ. ἀρχιμ. Διονυσίου Φαραζουλῆ, «Ἑρμηνεία Κυριακῆς Προσευχῆς», σελ. 118).

ΣΤ. ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Κατά τόν παρελθόντα 20ο αἰ. σημαντικοί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες καί συγγραφεῖς, τοποθετήθηκαν πάνω στό ἐξεταζόμενο ζήτημα τῆς συχνότητος τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, σέ συμφωνία μέ τήν προγενέστερη Πατερική διδασκαλία καί ἐκκλησιαστική πρακτική.
Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, Καθηγητής Πανεπιστημίου, γράφει: «Πολλοί Ὀρθόδοξοι σήμερα δέν κοινωνοῦν συχνά - ἴσα μόνο 3 – 4 φορές τόν χρόνο - ὄχι φυσικά ἀπό κάποια ἔλλειψη σεβασμοῦ πρός τό Μυστήριο, ἀλλ’ ἐπειδή ἀπό μικρή ἡλικία διδάχθηκαν νά πλησιάζουν τό Μυστήριο τοῦτο κατόπιν μακρᾶς καί προσεκτικῆς προετοιμασίας. Στά πρόσφατα ὅμως χρόνια, ἡ συχνή Θεία Κοινωνία – σέ μερικές ἐνορίες ἀκόμη καί κάθε Κυριακή - ἔχει ἐξαπλωθεῖ, ὅπως στήν Ἑλλάδα, στή Ρωσία, στή Ρουμανία καί στή Δύση. Αὐτή εἶναι μία εὐπρόσδεκτη ἐπιστροφή στήν πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας» (ἐπ. Καλλίστου Ware, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», σελ. 454 – 455).
Πρωτ. Ἰωάννης Ρωμανίδης, γράφει σχετικά: «Τό ἀκριβές νόημα τοῦ νά εἶναι τις μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἔννοιαν τοῦ γίνεσθαι, δύναται νά κατανοηθῇ καί ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι εἰς καιρούς δεινῶν διωγμῶν, οἱ Χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων διεκινδύνευον τήν ζωήν των διά νά παραστοῦν κατά τήν Εὐχαριστίαν… Ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ὄχι ἀτομικιστικῶς. Ἀποτελεῖ ἀντίφασιν νά ἔχωμεν κατ’ αὐτήν μή μεταλαμβάνοντας, διότι ἐνῶ οὗτοι μετέχουν τῶν εὐχαριστιακῶν προσευχῶν διά τήν σωτηρίαν καί τήν κοινωνίαν, ἐν τῇ πράξει δέν μεταλαμβάνουν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ» (Πρωτ. Ἰω. Ρωμανίδη, «Τό Προπατορικόν ἁμάρτημα», σελ. 126).
ἀρχιμ. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος: «Μετά τήν ὡς ἄνω πρόσκλησιν (ἐνν. τό «μετά φόβου…»), ἐπηκολούθει ἡ Θεία Μετάληψις παντός τοῦ λαοῦ. Δέν δύνανται οἱ Λειτουργοί νά ἀπομακρυνθῶσι τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἤ νά ἀναγνώσουν εὐχαριστηρίους εὐχάς, κατά τάς Κανονικάς διατάξεις, πρίν ἤ κοινωνήσουν οἱ πάντες. Τό παρατηρούμενον συχνότατα σήμερον θλιβερόν θέαμα, δηλαδή ὕστερα ἀπό τήν πρόσκλησιν «μετά φόβου…», νά στρέφουν οἱ Λειτουργοί τά νῶτα εἰς τόν λαόν, διά νά συνεχίσουν ἐρήμην αὐτοῦ τήν Ἀκολουθίαν καί ἀντικανονικόν εἶναι καί ἄγει εἰς ἀπεμπόλησιν τοῦ ὅλου σκοποῦ τῆς Θείας Λειτουργίας. Πρόκειται χωρίς ὑπερβολήν περί ἐμπαιγμοῦ, διότι ἀκριβῶς ὁ εἷς καί μοναδικός σκοπός τῆς Θείας Λειτουργίας, εἶναι νά φθάσει εἰς τήν ὥραν ταύτην, εἰς τήν μετάληψιν τῶν πιστῶν.
Τώρα ἐφθάσαμεν εἰς τό ἀπαράδεκτον σημεῖον, οἱ μέλλοντες μέν νά κοινωνήσουν, διά τούς ὁποίους καί μόνον ἐτελέσθη τό μέγα Μυστήριον τῆς Θείας Λειτουργίας, νά προσέρχωνται τελευταῖοι «ἐν κρυφῇ καί παραβύστῳ», παλαιότερον καί ὑβριζόμενοι, οἱ δέ μή ἔχοντες οὐδεμίαν σχέσιν μέ τό τελεσθέν Μυστήριον νά προσέρχωνται πρῶτοι, ἐν τιμῇ καί ἐπισήμως, εἰς τήν Ὡραίαν Πύλην…Ὄχι ἁπλῶς ὑβριζόμενοι, ἀλλά ἐκδιωκόμενοι. Ὑπάρχουν πλεῖστα περιστατικά, ὄχι μόνον ἀκαταρτίστων, ἀλλά καί πεισμόνων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι - ἀσφαλῶς ἀπό ἄγνοιαν οἱ ταλαίπωροι – δέν ἐπέτρεπον εἰς τούς πιστούς νά μεταλαμβάνουν τακτικῶς καί τούς ἀπέπεμπον… Κατά διαβολικήν πράγματι συμπαιγνίαν ἡ συχνή προσέλευσις πρός τά Μυστήρια, ἐνῶ ἀποτελεῖ κατά τεκμήριον τό κορύφωμα τῆς εὐσεβείας, ἑρμηνεύεται ἀπό τούς τοιούτους ὡς ἐκδήλωσις ἀσεβείας» (ἀρχιμ. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, «Ἑρμηνευτική Ἐπιστασία ἐπί τῆς Θείας Λειτουργίας», σελ. 249).
ἀρχιμ. Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος γράφει ἀναφερόμενος στήν πρακτική τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας: «Ἐάν ὁ πόθος τοῦ Βαπτίσματος ἦτο τό πρῶτον ἰσχυρόν αἴσθημα πού ἔννοιωθεν ὁ προσερχόμενος εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ὁ πόθος τῆς Θείας Κοινωνίας ἦτο ἐκεῖνος πού διεπότιζεν ὁλόκληρον τήν ἐφεξῆς ζωήν του. Δέν εἶναι ὑπερβολή νά εἴπῃ κανείς, ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοί ἐζοῦσαν μέ τόν ἱερόν αὐτόν πόθον. Γεμᾶτοι εἶναι οἱ τόποι τῆς ἀρχαίας λατρείας, ἰδίως αἱ κατακόμβαι, ἀπό σύμβολα ἀλληγορικά τῆς οὐρανίου τροφῆς τῶν πιστῶν…Ἀλλ’ ὁ πόθος τῆς συνεχοῦς Θείας Κοινωνίας, δέν εἰκονίζεται μόνον εἰς ἀρχαίας ἐπιγραφάς. Ἦτο μία ζωντανή πραγματικότης. Ἐκεῖνο πού συνιστοῦσε ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής τοῦ Μυστηρίου ἅγ. Ἰγνάτιος πρός τούς Ἐφεσίους, «σπουδάζετε συχνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ», τό βλέπομεν εἰς τήν καθημερινήν ζωήν τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν. Ὄχι μόνον κάθε Κυριακήν, ἀλλά καί κατά τάς καθημερινάς ἐκοινώνουν» (ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, «Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων», σελ. 101).
Σχολιάζοντας ὁ Πρωτ. Κωνσταντῖνος Καλλίνικος τήν πρόσκληση τοῦ Ἱερέως πρός τόν λαό, «μετά φόβου Θεοῦ» σημειώνει, ὅτι «κοινωνία ἄνευ κοινωνούντων εἶναι τι ἀπροσδιόριστον» καί χωρίς συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία, «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θά ἔτυπτε τόν ἀέρα» (Πρωτ. Κων. Καλλινίκου, «Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ», σελ. 363).
ἀρχιμ. Διονύσιος Φαραζουλῆς, σχολιάζοντας τό χωρίο «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» (Πράξ. 2, 42), γράφει: «Διά νά ἐξακολουθῇ λοιπόν νά γίνεται τοῦτο, παρόντων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἵτινες ὑπῆρξαν αὐτήκοοι μαθηταί καί ἐντολοδόχοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά νά κοινωνοῦσι συνεχῶς οἱ Χριστιανοί τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἐφήρμοζον εν τῇ πράξει τήν διδασκαλίαν καί τήν ἐντολήν ἥν ἔλαβον παρά τοῦ Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ἀποδεικνύεται, λοιπόν, ἐκ τούτου, ὅτι ἡ συνεχής Θεία Κοινωνία δέν ἀντιβαίνει εἰς τήν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλά καί συνιστᾶται καί παραγγέλεται ὑπ’ αὐτῶν» (ἀρχιμ. Διον. Φαραζουλῆ, «Ἑρμηνεία Κυριακῆς Προσευχῆς», σελ. 112).
ἀρχιμ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος, ἐκθέτων τούς λόγους γιά τούς ὁποίους εἶναι ἀναγκαῖα ἡ συνεχής Θεία Κοινωνία, συμπεραίνει: «Ἐκ πάντων λοιπῶν τῶν λεχθέντων…καταφαίνεται καί ἀποδεικνύεται σαφῶς καί ἀναντιρρήτως, ὅτι ἡ συνεχής Θεία Κοινωνία ὄχι μόνον δέν ἀπαγορεύεται, ἀλλά καί τοὐναντίον παραγγέλεται καί ἐπιβάλλεται εἰς τούς Χριστιανούς. Εἶναι λοιπόν παχυλή ἄγνοια καί μεγάλη πλάνη τό νά φρονῇ τις, ὅτι ἡ συνεχής Θεία Κοινωνία δέν ἐπιτρέπεται» (ἀρχιμ. Εὐσεβίου Ματθοπούλου, «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», σελ. 402).
Καθηγητής Παν. Τρεμπέλας γράφει, ἐπαναλαμβάνοντας τίς θέσεις γνωστῶν Πατέρων: «Ἐνωρίτατα γίνεται λόγος περί καθ’ ἑκάστην ἡμέραν κοινωνίας τοῦ Μυστηρίου, τοῦ μέν Μεγάλου Βασιλείου… βεβαιοῦντος… τοῦ δέ Τερτυλλιανοῦ μαρτυροῦντος…καί τοῦ Κυπριανοῦ συνεπιβεβαιοῦντος, ὅτι καθημερινῶς τήν Εὐχαριστίαν ὡς τροφήν σωτηρίας λαμβάνομεν, ἀλλά καί τοῦ Ἀμβροσίου πληροφοροῦντος περί τῆς κατά τήν Ἐκκλησίαν τῶν Μεδιολάνων πράξεων, καθ ’ἥν ὁ Χριστός καθ’ ἑκάστην αὐτῷ μετεδίδετο». (Παν. Τρεμπέλα, «Δογματική», τ. 3ος, σελ. 148).
Ὁ ἴδιος θεολόγος γράφει: «Εἰς τάς Λειτουργίας νά δίδεται δι’ ὅλων τῶν πνευματικῶν μέσων μία κατεύθυνσις: Προσέλευσις πρός τά Μυστήρια. Οἱ προσερχόμενοι δέ πρός τά Μυστήρια πιστοί, οἱ κοινωνοί τῶν Μυστηρίων, νά τιμῶνται, ἀφοῦ δι’ αὐτῶν τιμᾶται ὁ Κύριος. Νά μήν ἀποτελεῖ ἡ Θεία Κοινωνία τῶν πιστῶν διακοσμητικόν στοιχεῖον τῆς Θείας Λειτουργίας, ὡς γίνεται σήμερον, καί οὐσιῶδες ἡ διανομή τοῦ Ἀντιδώρου. Τοῦτο ἀποτελεῖ παραφθοράν, νοθείαν, ἐκτροπήν τοῦ κεντρικοῦ σκοποῦ τοῦ φοβερωτέρου τῶν Μυστηρίων, τό ὁποῖον τελεῖται μόνον διά τήν κοινωνίαν τῶν πιστῶν» (Π. Τρεμπέλα, «Ἑρμηνευτική ἐπιστασία ἐπί τῆς Θείας Λειτουργίας», σελ. 225 – 226 καί 271).
Καθηγητής Μᾶρκος Σιώτης: «Ὁ σκοπός τῆς συστάσεως καί τῆς λειτουργίας τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πληροῦται μόνον διά τῆς μεταλήψεως αὐτῆς ὑπό τῶν πιστῶν. Τό Μυστήριον δέν συνίσταται μόνον ἀπό τήν τελεσιουργίαν αὐτοῦ, ἀλλά καί ἀπό τήν μετάληψίν του, διά τοῦτο ἀποβαίνει ἀδιανόητος εἰς τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἄνευ συνεπακολουθούσης Μεταλήψεως τελεσιουργία τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Διά τῆς Μεταλήψεως δέ συντελεῖται ἡ ἄμεσος καί οὐσιαστική κοινωνία τῶν μεταλαμβανόντων τοῦ Μυστηρίου μετά τοῦ μετα-λαμβανομένου Κυρίου. Ἡ ὅλη ἀξία τοῦ Μυστηρίου ἔγκειται ἀκριβῶς εἰς τήν κοινωνίαν ταύτην. Διά τοῦτο ἡ Μετάληψις τοῦ Μυστηρίου πρέπει νά ἀποτελέσῃ τήν οὐσιαστικωτέραν πρᾶξιν τῶν πιστῶν ἐν τῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας» (Μ. Σιώτη, «Ἡ Θεία Εὐχαριστία»· Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., τ. 2ος, 1957, σελ. 217).

Σημείωσις:
Ἕπεται ἡ συνέχεια ἐπί τῆς προετοιμασίας σέ σχέση μέ τήν νηστεία· τό κείμενο θά ἀναρτηθεῖ μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν παραδόσεων τοῦ β’ ἑξαμήνου τοῦ τρέχοντος ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 2011 – 2012.