Ἰστοσελίδα τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν "Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής". Ὑπεύθυνος: Ἀντ.Μάρκου, Καθηγητής Ἁγιολογίας
Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010
Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010
Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (+ 1814)
Τό ακόλουθο ενδιαφέρον ιστορικό πόνημα έχει ληφθεί από τον Ιστότοπο Amen. Σέ μονοτονικό σύστημα παρατίθεται γιά λόγους τεχνικούς.
Ο μακάριος γέρων Ιερόθεος «ήτον γέννημα και βλαστός της περίφημου Πελοποννήσου, ήτοι του Μωρέως, από την επαρχίαν του αγίου Κορίνθου, από ένα χωρίον καλούμενον Συλίβενα (του ποταμού όπου συνορεύει με την επαρχίαν του αγίου Κυρνίτης)». Γεννήθηκε κατά το έτος 1762, από τον Γεώργιο και την Μαλάμω, γονείς «θεοσεβείς, φιλαδέλφους, φιλογείτονες, φιλόπτωχους και ελεήμονες», ως δευτερότοκος υιός τους, και «αναγεννηθείς δια, του αγίου Βαπτίσματος, ωνομάσθη Ιωάννης». Ο βιογράφος του δεν μας παρέχει, δυστυχώς, περισσότερες πληροφορίες για την παιδική του ηλικία μνημονεύει, πάντως, πως «ήτον προς τους γονείς του κατά πάντα υπήκοος, εις όσα, δηλαδή, πρέπει να υποτάσσωνται τα τέκνα εις τους γονείς αυτών», καθώς και ότι βασική του απασχόληση ήταν η διαποίμανση του κοπαδιού που διατηρούσαν οι κτηνοτρόφοι –προφανώς- και γεωργοί γονείς του.
Σε ηλικία εννέα μόλις ετών, κατά το έτος 1771, «απαρνείται τον κόσμον και τα εν κόσμω, γονείς, συγγενείς, φίλους, συνομηλίκους και πάσαν περιουσίαν και όλα τα χαρμόσυνα και ηδέα λεγόμενα του παρόντος και ματαίου αιώνος». Η μητέρα του Μαλάμω τον πηγαίνει στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου του Φονέως (Σ. Ημ. δηλαδή του Φενεού Κορινθίας), όπου τον εμπιστεύεται στον θείο του και ηγούμενο της Μονής Μακάριο. Αφορμή γι΄ αυτήν την «παιδιόθεν» αφιέρωση και προσαγωγή του μικρού Ιωάννου στην Αγγελική Πολιτεία υπήρξε ένα θαυμαστό περιστατικό που συνέβη κατά την περίοδο που αυτός έβοσκε το ποίμνιο των γονέων του. Συγκεκριμένα, η «θαυματουργικώ τω τρόπω» διάσωση του από πτώση που επέφερε βέβαιο θάνατο στον γκρεμνό Άββορο, συνεκλόνισε βαθύτατα την ψυχή της λίαν ευσεβούς εκείνης μητρός, η οποία υπεσχέθη τότε προς την Θεοτόκο και τον άγιο Γεώργιο: «Παναγία μου Θεοτόκε, βοήθησον και Άγιε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρόφθασον και γλύτωσε το παιδίον μου να μην άποθάνη και να το φερω εις το μοναστήριον σου να γένη καλόγηρος»· καθώς επίσης και: «Παναγία μου, βοήθησον [...] άγιέ μου Γεώργιε, βοήθησον και ιάτρευσον το παιδίον μου και να τελειώσω εκείνο όπου σου έταξα». Τούτο, λοιπόν, το ευλαβικό «τάμα» της «φιλοθέου άμα δε και φιλοτέκνου» αυτής μητρός, η κλίση του νεαρού Ιωάννου προς το «μοναδικό επάγγελμα» και κυρίως η κλήση που «παρά Θεού» είχε λάβει, τον οδήγησαν από την παιδική του ηλικία στο μοναστήρι για να ακολουθήσει την παράδοση της οικογενείας του, καθ΄ ότι ο πάππος του ήταν Ιερεύς, αλλά και δύο ακόμη θείοι του Ιερομόναχοι.
Στο μοναστήρι εκείνο και κοντά στον θείο του Μακάριο, ο Ιωάννης εδιδάχθη τα γράμματα μέσα από τις Ακολουθίες της Εκκλησίας, μια και λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αφ΄ενός, και των επιδρομών των Αρβανιτών, αφ΄ ετέρου, είχε κάμει μόνο λίγες ημέρες στο σχολείο. Η πολιτεία του ήταν υποδειγματική. Ο Ηγούμενος θείος του, μαζί με την «κατά κόσμον» μόρφωση - πού γρήγορα αφομοίωσε, καθ΄ότι «ήτον φυσικά πολλά ευφυής και οξύνους»- του έδίδαξε και την «ευταξίαν του μοναδικού επαγγέλματος» και «προβαίνοντας εις την ηλικίαν, πρόθυμος εφαίνετον εις τα πάντα και επαινετός». Σε μικρή σχετικά ηλικία εχειροθετήθη Αναγνώστης από τον άλλο θείο του, τον Μητροπολίτη Λακεδαιμόνιας Πανάρετο, και αργότερα εκάρη δόκιμος μοναχός μετονομασθείς Ιωσήφ. Ανέλαβε επιπλέον τις διακονίες του Εκκλησιάρχη και Διαβαστή, στις οποίες αγωνιζόταν και «υπηρετούσεν [...] με πολλήν επιμέλειαν και προθυμίαν, έως όπου έζη ο θείος του». Η καθημερινή του απασχόληση στην εκκλησία, η αναστροφή του με τους πατέρες της Μονής και η μελέτη των άθλων και μαρτυρίων των Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκαλούν στον Ιωσήφ θαυμασμό και κατάνυξη, συνάμα δε και φλογερό πόθο για «να άκολουθήση την ζωήν και πολιτείαν τους». Ο πόθος αυτός ανάπτει περισσότερο και κατακαίει την καρδιά του όταν πληροφορείται με λεπτομέρειες τη ζωή των Αγιορειτών μοναχών από κάποιον Ιερομόναχο της Μονής Ξενοφώντος που επεσκέφθη τη Μονή τους. Τότε, χωρίς πολλή σκέψη, φεύγει κρυφά απ΄τη Μονή, μαζί με ένα ακόμη αδελφό, με προορισμό το Άγιον Όρος. Δεν είχε, όμως, φθάσει για τον νεαρό και «αγένειο» ακόμη Ιωσήφ η κατάλληλη στιγμή για να ησυχάσει και επιδοθεί στους ασκητικούς αγώνες της Αθωνικής μοναχικής πολιτείας. Ο θείος του, αντιλαμβανόμενος το γεγονός, «στέλνει δύο αδελφούς και τον προφθάνουν εις τον δρόμον όπου περνά κοντά από το χωρίον, Καστανιά λεγόμενον, και τον εγύρισαν εις το μοναστήριον». Στην υπακοή του Ηγουμένου θείου του παραμένει έως το έτος 1782, κατά το οποίο αυτός «απέδωκε το κοινόν χρέος, κοιμηθείς εν Κυρίω». Μετά την εκδημία του θείου του εγκατεβίωσε στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου Φενεού πέντε ακόμη έτη, αγωνιζόμενος σε όλες τις αρετές, μάλιστα δε «υποπιάζων και δουλαγωγών» το φθαρτό σώμα του επί τριετίαν, εργαζόμενος στα «ζευγάρια του μοναστηρίου».Ο νους του, όμως, ήταν πάντοτε στραμμένος προς την απόλυτη μόνωση και υποταγή. Αφ΄ ενός μεν το θεόσταλτο δράμα «του Δεσπότου Χριστού», το οποίο κυριολεκτικά τον συνεκλόνισε, αφ΄ ετέρου δε ο βίος των αγίων Ιωάννου και Συμεών του διά Χριστόν Σαλού, ο οποίος αποτελούσε προσφιλές του ανάγνωσμα, τον ωθούν τελικά να πάρει την απόφαση για φυγή προς τον «φυχοσωτήριον τόπον» του Άθωνος, του «Περιβολιού της Παναγίας».
Κατά το έτος 1787, σε ηλικία 25 ετών, αναχωρεί από τη Μονή του Μωρέως - έπειτα από 16 συναπτά έτη παραμονής του εκεί - μαζί με δύο ακόμη αδελφούς, οι οποίοι «ήσαν κολλημένοι εις την αγάπην του και είχον συμφωνίαν να μή χωρίσουν από λόγου του πώποτε». Πρώτος σταθμός τους ήταν η Ύδρα, όπου βρίσκουν καΐκι και μεταβαίνουν στο Άγιον Όρος. Εκεί επισκέπτονται πρώτα την Ι. Μονή Ξηροποτάμου, όπου ο Ιωσήφ «προσκυνώντας και ασπαζόμενος το Τίμιον και Ζωοποιόν Ξύλον του Ζωηφόρου Σταύρου και τα άγια λείψανα όπου εκεί ευρίσκονται και συνομιλώντας με τους εκείσε πατέρας, ευφράνθη το πνεύμά του λαμβάνοντας ολίγην αναφυχήν». Η επιθυμία του να βρεθεί στο Άγιον Όρος είχε ήδη εκπληρωθεί. Σοβαρότερο όμως μέλημα του ήταν να βρει «τινα άγιον άνθρωπον και πνευματικόν» και να επιδοθεί στην απόλυτη υπακοή και εκκοπή του προσωπικού του θελήματος. Η αναζήτηση αυτή τον οδηγεί στο Πρωτάτο των Καρυών, όπου, στο κελλί του άγιου Σπυρίδωνος, βρίσκει δύο μοναχούς αυταδέλφους, τους Αγάθωνα και Γαβριήλ, κοντά στους οποίους παραμένει για ένα περίπου χρόνο. Στο διάστημα αυτό κείρεται σταυροφόρος μοναχός - κατά το έτος 1788, σε ήλικια 26 ετών - και ονομάζεται απο τους πατέρες εκείνους Ιλαρίων. Κατά την παραμονή του στις Καρυές γνωρίζει επίσης τον γέροντα κύρ Παρθένιο Σκούρτο, «πνευματικόν πρακτικόν και τω όντι άγιον άνθρωπον», ο οποίος, μάλιστα, υπήρξε ο πρώτος του διδάσκαλος και ποδηγέτης στη νηπτική και πνευματική ζωή. Στο κελλί του αγίου Σπυρίδωνος ο Ιλαρίων, εργαζόμενος στο εργόχειρο «τα λεγόμενα φέσια» και μελετώντας το Πατερικό βιβλίο του Ευεργετινού, όπως του υπέδειξε ο πνευματικός του Παρθένιος, «έρχεται -με την πάροδο του χρόνου- και εις ύφηλοτέραν έννοιαν». Η διαρκής αναζήτηση και ο διακαής πόθος του για ησυχία, μόνωση, πλήρη υποταγή, εκκοπή του προσωπικού θελήματος, εγκράτεια και υπακοή, τον οδηγούν στη συνέχεια στη Σκήτη του αγίου Δημητρίου και συγκεκριμένα στον Πνευματικό κυρ Διονύσιο τον εκ Σιατίστης. Κοντά στον πνευματέμφορο εκείνον Γέροντα βρίσκει τον σκοπό της ζωής του, τρυγώντας τις πνευματικές νουθεσίες και διδασκαλίες του και υποτασσόμενος κατά πάντα, «ωσάν ένα πρόβατον εις σφαγήν, όπου και εις την θάλασσαν αν ήθελεν τον προστάξη να πέση ήτον έτοιμος να το κάμη». Ο ευλογημένος αυτός Διονύσιος τον «κουρεύει» μεγαλόσχημο μοναχό -«εις τάς ιζ΄ του Δεκεμβρίου, ήμερα Κυριακή»- μετονομάζοντας αυτόν Ιερόθεο, ενώ κατά το έτος 1790, σε ηλικία 28 ετών, χειροτονείται Ιεροδιάκονος στη Σκήτη του αγίου Δημητρίου, από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γεράσιμο. Ο ίδιος Αρχιερεύς τον χειροτονεί Πρεσβύτερο, κατά την Απόδοση της εορτής των Αγίων Θεοφανείων, την 14η Ιανουαρίου, στην Ι. Μονή του αγίου Γεωργίου, «την επονομαζομένην του Ζωγράφου». «Και ούτω, ετέθη ο λύχνος επί την λυχνίαν, φωτίζων παν το πλήρωμα των Ορθοδόξων».
Η μαθητεία του Ιεροθέου στο πλευρό του Πνευματικού Διονυσίου χαρακτηρίζεται από στιγμές πνευματικών εξάρσεων και ανατάσεων της καρδίας του νεαρού μονάχου προς την «ουράνιον Ιερουσαλήμ», γεγονός που, κατά τον Απόστολο, θα τον καταστήσει «άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». Τους δύο αγωνιστές και συστρατιώτες στον κοινόν αγώνα κατά του νοητού έχθρού θα χωρίσει μόνον η κοίμηση του Διονυσίου. Όπως ήταν φυσικό, η στέρηση του προσφιλούς Γέροντός του επίκρανε και στενοχώρησε ιδιαίτερα τον Ιερόθεο. Αφού παρέμεινε για ένα ακόμη χρόνο στη σκήτη του αγίου Δημητρίου, μαζί με τον αδελφό του Φιλόθεο - πού είχε ήδη συναριθμηθεί στη συνοδεία του Διονυσίου -, αποφασίζει «να πιάση πάλιν την φίλην του υπακοήν».
Πηγαίνει τότε στη Νέα Σκήτη του αγίου Παύλου, όπου υποτάσσεται στον Θεοφάνη, «θαυμάσιο και ενάρετο πάτερα», ο οποίος εμόναζε εκεί με τον αδελφό του Ιάκωβο. Νέους αγώνες και αθλητικά σκάμματα αναλαμβάνει τώρα ο Ιερόθεος, ο οποίος, εκτός του ότι ήταν «ένα θαύμα τη αληθεία» ως προς την αρετή, υπακοή, υπομονή και ταπείνωση που έδειχνε προς τον Γέροντα, πρωτοστατεί επίσης και στην ανέγερση εκκλησίας προς τιμήν «της Θεοτόκου και Ζωοδοχου Πηγής». Η κακία, όμως, του «αντάρτη εκείνου και μισοκάλου διαβόλου» υπαγορεύει μίσος και ζηλοφθονία στους συνάδελφους του Ιεροθέου, που με ποικίλες συκοφαντίες κατορθώνουν να τον εκδιώξουν από τη Σκήτη. Ο Ιερόθεος, λυπημένος για τα γεγονότα αναχωρεί και αφού συμβουλεύεται πρώτα τον Πνευματικό κυρ Ανανία Λαζό στη Σκήτη της αγίας Άννης, εγκαθίσταται πλέον με τον αδελφό του σ΄ ένα ησυχαστήριο της Μικράς αγίας Άννης, τον άγιο Ονούφριο. Εκεί επιδίδεται αποκλειστικά στη μελέτη και την προσευχή, ενώ η φήμη του αρχίζει να εξαπλώνεται στους γύρω Πατέρες, οι οποίοι τον επισκέπτονται και τον συμβουλεύονται στα πνευματικά θέματα, ωφελούμενοι τα μέγιστα από τη διδαχή του. Μετά από εξαετή παραμονή στο ησυχαστήριο αυτό, το οποίο και ανεκαίνισαν «και απάνωθεν της θύρας ιστόρησαν τας άγιας εικόνας των οσίων πάτερων Ονουφρίου και Πέτρου», ο Ιερόθεος, αναζητώντας περισσότερη άσκηση και σκληραγωγία, μεταβαίνει με τη συνοδεία του σ΄ ένα ερημονήσι, τα Γιούρα, οπού ζη μέσα σε υπόγειο σπήλαιο απολαμβάνοντας «την αμεριμνίαν και ησυχίαν». Στα Γιούρα και τα υπόλοιπα ερημονήσια έζησε «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» επί ενάμισυ έτος. Έπειτα, λόγω των επιδρομών των κλεπτοκουρσάρων, επέστρεψε πάλι στο Άγιον Όρος και κατοίκησε για δεύτερη φορά στη Σκήτη του αγίου Δημητρίου. Η παραμονή του εκεί διήρκεσε ένα περίπου έτος. Μετά το χρονικό αυτό διάστημα και επειδή η συνοδεία του είχε ήδη κατά πολύ αυξηθεί, εγκαθίσταται σ΄ ένα κελλί που αγόρασε από την Ι. Μονή αγίου Νικολάου του Σταυρονικήτα, τον άγιο Ονούφριο.
Η οσιακή πολιτεία του Ιεροθέου, η βαθειά γνώση των θείων Γραφών και Ιερών Κανόνων, καθώς και η εμπειρία του στα πνευματικά θέματα, προτρέπουν τους προϊσταμένους της Ι. Κοινότητος του Αγίου Όρους να τον «διορίσουν» κοινό πνευματικό ολοκλήρου του Άθωνος. Έτσι, επί πατριαρχίας Καλλινίκου του Ε΄, διορίζεται, παρά τις αντιρρήσεις του, κοινός Πνευματικός του Αγίου Όρους. Ένα χρόνο αργότερα, ο διάδοχος του Καλλινίκου στον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Ε΄, του στέλνει «ενταλτήριον και επιστολήν», διορίζοντάς τον επισήμως σ΄αυτήν της ιδιαιτέρας σημασίας και πνευματικής βαρύτητας θέση. Επειδή όμως «ουδείς δίκαιος ακατηγόρητος», ο ικανότατος Πνευματικός Γέρων Ιερόθεος κατηγορείται από κάποιον Εσφιγμενίτη Ιεροδιάκονο Αμβρόσιο, ο οποίος τον αποκαλεί αιρετικό και φαρμασώνο, προσάπτοντάς του επίσης μομφή για τη συχνή Θεία Μετάληψη προς την οποία παρακινουσε τους υποτακτικούς του και τους εξομολογουμένους σ΄ αυτόν. Οι προσπάθειες, όχι μόνον του ιδίου του Ιεροθέου, αλλά και του Νικόδημου του Αγιορείτου, να πείσουν τον Αμβρόσιο για την ορθότητα των πεποιθήσεών τους και το εσφαλμένον των δικών του ισχυρισμών, αποβαίνουν άκαρπες. Ο Ιερόθεος αναγκάζεται να απολογηθεί ενώπιον Συνόδου των προϊσταμένων των Μονών του Αγίου Όρους, την 19η Μαΐου του έτους 1807, η οποία τον αθωώνει πανηγυρικά από όλες τις κατηγορίες, ενώ αντιθέτως καταδικάζει τον ιεροκατήγορο Αμβρόσιο. Προς τούτο εκδίδει «συστατικήν αθωωτικήν απολογίαν», η οποία αναγινώσκεται στον ναό του Πρωτάτου. Μετά από ολα αυτά τα γεγονότα ο Ιερόθεος δεν μπορεί πλέον να παραμείνει στο Άγιον Όρος. Συνυπολογίζοντας επίσης το γεγονός ότι «επερίσσευσαν τα δοσίματα και όσοι δεν είχαν τον τρόπον να τα πληρώσουν εξ ανάγκης εμίσευον από το Άγιον Όρος», αποφασίζει να αναχωρήσει με τη συνοδεία του και να κατοικήσει σ΄ένα νησακι απέναντι από τα Τρίκκερα, τον Αλαττά. Εκεί εγκαθίστανται στη Μονή «της Θείας Μεταμορφώσεως και των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων», ασχολούμενοι με το εργόχειρο τους, το οποίο ο Ιερόθεος πωλούσε στη Θεσσαλονίκη ή την Λάρισσα για την εξοικονόμηση των απαραιτήτων αγαθών. Βεβαίως, η καρδιά του Ιεροθέου δεν αναπαύεται σ’ αυτήν τη συνεχή αναστροφή με τον «έξω κόσμο» και τα απανωτά ταξίδια, «ή μάλλον ειπείν αταξίας». Ένα επεισόδιο στη Λάρισσα γίνεται η αφορμή για να στραφούν, ο Ιερόθεος και η συνοδεία του, στην καλλιέργεια της γης, απ΄όπου πλέον εξασφαλίζουν «αυτάρκειαν» και «τα προς το ζην αναγκαία». «Αλλά, καθώς δεν είναι δυνατόν να φύγη τινάς το ποτήριον του θανάτου - όπως γράφει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του Ιεροθέου - τοιουτοτρόπως δεν δύναται και να φύγη τινάς, εν όσω ζη, τους διαφόρους πειρασμούς». Οι νέοι πειρασμοί για τον Ιερόθεο προέρχονται αυτήν τη φορά από τους Τρικκεριώτες, άλλοι εκ των οποίων ήθελαν το μοναστήρι «να εξουσιάζεται από την χώρα» και άλλοι «από τον Ιερόθεον και τους μετ΄ αυτόν». Ο Ιερόθεος τότε, ως προγνωστικός και διορατικός, υποψιαζόμενος τί επρόκειτο να ακολουθήσει και εννοώντας τις διαθέσεις των Αρβανιτών, που από καιρό ελυμαίνοντο την περιοχή, παίρνει τη συνοδεία του και με δύο καΐκια φεύγουν για τις Σπέτσες.
Η αναχώρηση του Πνευματικού Γέροντος Ιεροθέου από το «Αγιώνυμον Όρος», προς το οποίο τόσο θερμά «επιποθούσε και εξέλιπεν η ψυχή του», ήταν οπωσδήποτε επιβεβλημένη και αναπόφευκτη. Εσήμανε δε, αφ΄ ενός μεν το πέρας πολυοδύνων πειρασμών, που ο Κύριος «οις οίδε κρίμασιν» επέτρεψε να δοκιμάσουν τη θερμή και ακλόνητη πίστη του, αφ΄ετέρου δε την έναρξη του κηρυκτικού και πνευματικού έργου του Ιερού Πατρός στα ευλογημένα νησιά του Σαρωνικού, Σπέτσες, Πόρο και κατ΄ εξοχήν στην Ύδρα, όπου και «εκατήντησε» τον Σεπτέμβριο του έτους 1813, μετά από σύντομη παραμονή στα δύο ανωτέρω νησιά. Εκεί, και στην υπ΄ αυτού ιδρυθείσα Μονή του Προφήτου Ηλιού, πάνω στην ακμή της πνευματικής του διακονίας, της εξομολογήσεως δηλαδή των πιστών χριστιανών, της διαδόσεως του λόγου του Θεού και της διαποιμάνσεως και κατηχήσεως των υποτακτικών του, αλλά και όλων των κατοίκων της νήσου Ύδρας, "παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, ημέρα Πέμπτη, έτει από Χριστού αωιδ΄[1814], ζήσας τα πάντα έτη επί της γης νβ΄[52]». Κληροδότησε δε ο αοίδιμος στην εκλεκτή του συνοδεία την υποχρέωση για συνέχιση του έργου που ο ίδιος ανέλαβε και με τόσο ζήλο επεδίωξε, προς δόξαν του Τριαδικού Θεού.
Πηγή: Αχιλλέως Γ. Χαλδαιάκη, "Ο Γέρων Ιερόθεος (1762-1814) – Η πολιτεία του κτίτορος της Ι. Μονής Προφήτου Ηλιού Ύδρας και κριτική έκδοση του Βίου του" , Έκδοση Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ύδρας, Αθήναι 2000.
ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΥΠΑΤΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ;
Της κ. Κωνσταντίνας Παλαμιώτου - Θωμαϊδου
Με αφορμή την πρεμιέρα κινηματογραφικής ταινίας «Agora», σχετικά με τις συνθήκες θανάτου της Φιλοσόφου Υπατίας, ο οποίος εσφαλμένα αποδίδεται σε Χριστιανούς και εμπλέκει και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας άγ. Κύριλλο, η κυρία Κωνσταντίνα Παλαμιώτου-Θωμαΐδου, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων, Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών, δημοσίευσε μια σχετική με το θέμα ενδιαφέρουσα φιλολογική μελέτη της. Ακολουθεί το κείμενο της μελέτης της η οποία αρχικά αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα freemonks. gr. (Γιά λόγους τεχνικούς το κείμενο δημοσιεύεται σέ μονοτονικό σύστημα).
Στην Αλεξάνδρεια στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. στην περιρρέουσα φιλοσοφική και θεολογική ατμόσφαιρα κυριαρχούσε η πολυφωνία και η ένταση καθώς και η παρουσία δύο αντιδιαμετρικά αντιθέτων προσωπικοτήτων: του Κυρίλλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας και του Επάρχου Ρώμης Ορέστου, ο οποίος συμπαθούσε τους οπαδούς της Εθνικής θρησκείας.
Εκτός από τους Χριστιανούς και τους Εθνικούς, υπήρχαν ακόμη οι αιρετικοί Νοβατιανοί και οι Ιουδαίοι, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν οι κατεξοχήν αντίπαλοι των Χριστιανών καθώς, αφενός μεν «έχαναν» από τους κόλπους τους όσους εδέχοντο την Νέα Θρησκεία και απάρτιζαν την ομάδα των νεοφώτιστων Ιουδαιοχρισταινών, αφετέρου δε «διεκδικούσαν» από τους Χριστιανούς τον προσηλυτισμό των Εθνικών, οι οποίοι τότε έμοιαζαν να ψάχνουν μια μονοθεϊστική θρησκεία σε αντικατάσταση της θρησκείας των παρηκμασμένων ήδη ειδώλων.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι βιαιότητες των Ιουδαίων εναντίον των Χριστιανών εθορύβησαν τον Πατριάρχη Κύριλλο, ο οποίος μετά το κλείσιμο των ναών των σχισματικών Νοβατιανών, έθεσε ως κατεξοχήν στόχο της αντιπαράθεσής του την ανταπόδωση των βιαιοτήτων των Ιουδαίων με το κλείσιμο των συναγωγών τους. Σε αυτή τη δράση του αντιτάχτηκε πρωτίστως ο Έπαρχος Ρώμης Ορέστης, ο οποίος ήδη είχε προχωρήσει σε διωγμούς, φυλακίσεις και θανατώσεις Χριστιανών.
(Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενδεικτικό της εποχής είναι το ακόλουθο: Σε εξέγερση μοναχών κατά του Ορέστου, που ευνοούσε τους Εθνικούς, συνελήφθη ένας από αυτούς ο Αμμώνιος, ο οποίος αφού υποβλήθηκε σε φοβερά βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της ανάκρισης απέθανε. Αν και ήταν ταραχοποιός και φανατικός δεν του άξιζε βεβαίως τέτοια τύχη).
Οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας ήταν κυρίως Εθνικοί και Χριστιανοί. Ωστόσο ορισμένοι από αυτούς εδέχοντο την Ιουδαϊκή θρησκεία και ονομάζοντο, όπως γνωρίζουμε και από τις Πράξεις των Αποστόλων, προσήλυτοι. Η Νεοπλατωνική φιλοσοφία επίσης είχε εκπροσώπους τόσο στην Εθνική όσο και στη Χριστιανική θρησκεία, ανάλογα με την βαρύτητα που απέδιδαν οι εκφραστές της στην μεταφυσική ή στην ορθολογική εκδοχή των διδασκαλιών της αντιστοίχως.
Στον ιστορικό περίγυρο της εποχής, εξέχουσα γυναικεία προσωπικότης υπήρξε η φιλόσοφος Υπατία αριστοκρατικής καταγωγής, νεαρά, μορφωμένη, ωραία, διακρινόμενη τόσο για τη σοφία, όσο και για την αρετή της. Δεν σώζονται συγγράμματά της φιλοσοφικά, είναι ωστόσο γνωστό από παράλληλες ιστορικές πηγές, όπως το λεξικό Σούδας, ότι εξέφρασε την ορθολογική εκδοχή του Νεοπλατωνισμού, ενώ συγχρόνως ήταν μαθηματικός, γεωμέτρις και αστροφυσικός.
Ορισμένες πληροφορίες για την ίδια έχουμε επίσης από τον μαθητή της Συνέσιο τον Κυρηναίο, τον μετέπειτα επίσκοπο Πτολεμαΐδος. (P.G. 66, 132).
Η χαρακτηριστική επιθυμία της για ενάρετο και άσπιλο βίο, καθώς και η επιθυμία της να παραμείνει αγνή υπήρξε από της εποχής της ακόμη παροιμιώδης, όπως και ο απότομος και «τραυματικός» τρόπος που απογοήτευσε όσους την πλησίαζαν με ερωτικού είδους προθέσεις.
Η εξαίρετη αυτή γυναικεία προσωπικότης βρέθηκε στη μέση της θύελλας των θρησκευτικών μηχανογραφιών των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας της εποχής της. Οι συνθήκες θανάτου της είναι σκοτεινές και αδιευκρίνιστες ακόμη καί σήμερα, καθώς υποτίθεται ότι διαμελίστηκε από φανατισμένο όχλο με την προτροπή ή την ανοχή του Πατριάρχου Κυρίλλου, ενώ ως κίνητρο αυτής της άνευ επαρκούς λόγου δολοφονίας θεωρήθηκε η ερωτική της σύνδεση με τον Έπαρχο Ορέστη. Καμία λογική ωστόσο δεν μπορεί να τεκμηριώσει ως αληθοφανή την εκδοχή αυτή, εφόσον η Υπατία εξαιτίας της ιδεολογικής της αντίθεσης απέναντι στις ερωτικές σχέσεις της εποχής της, δεν είχε καμμία τέτοιου είδους σύνδεση με τον Ορέστη (παρά τους «ευσεβείς πόθους» του ιδίου και των εχθρών της Ιουδαίων).
Αντιθέτως ο θάνατός της φαινόταν καταπληκτική «πολιτική» κίνηση για τους Ιουδαίους καθώς με αυτόν οι ίδιοι επέτυχαν ταυτοχρόνως: α) Να θανατώσουν την μεγαλύτερη Ελληνίδα φιλόσοφο και επιστήμονα της εποχής της, β) να κατασυκοφαντήσουν τον υπ’ αριθμόν έναν εχθρό τους Πατριάρχη Κύριλλο, γ) να παρουσιάσουν τους χαρακτηριστικά ήπιους, γαλήνιους, ειρηνοποιούς και μακρόθυμους Χριστιανούς εκείνης της εποχής ως αιμοδιψείς δολοφόνους, δ) να δυσφημίσουν τη Νέα Θρησκεία στη συνείδηση των Ελλήνων Εθνικών και ε) να συνδέσουν το πρόσωπο του Ορέστου αρνητικά με τον Κύριλλο και να εδραιώσουν τη συμπάθεια του πρώτου απέναντί τους.
Το ισχυρότερο όμως επιχείρημα όλων είναι ότι η φιλόσοφος Υπατία είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Υπέρ της θέσης αυτής συγκλίνουν τα ακόλουθα ενδεικτικά στοιχεία:
Υπάρχει παράδοση της Ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως ότι η Αγία Αικατερίνη (αν και χρονολογικά ο βίος της τοποθετείται στους χρόνους πριν το 305 μ.Χ. – έτος του μαρτυρίου της - την εποχή του Έπαρχου Κώνστα ή Κέστου, του οποίου μάλιστα θεωρήθηκε θυγατέρα, όχι όμως από έγκυρες ιστορικές πηγές αλλά από συναξάρια), σε φιλοσοφικό διάλογο με 50 σοφούς της εποχής της, τους αποστόμωσε μεταστρέφοντάς τους προς τον Χριστιανισμό και ξυπνώντας έτσι το μένος του Ρωμαίου Αυτοκράτορος, ο οποίος επεδίωξε και τελικώς επέτυχε τον μαρτυρικό θάνατό της. Για τη ζωή της Αγίας έχουμε 4 πηγές: Τον Συμεών τον Μεταφραστή (P.G.116,276-301), τον Αθανάσιο τον Ταχυγράφο και 2 άγνωστους συναξαριστές.
Η περιγραφή αυτή καθώς και η αναφορά στο όνομά της το οποίο ήταν διαφορετικό και έγινε αργότερα, λόγω της αμέμπτου ηθικής της Αεικαθερίνα (αει = πάντα, καθερίνα = καθαρή) και εκ παραφθοράς Αικατερίνα (γενική πτώση: Αικατερίνης, αργότερα δε Αικατερίνη), ισχυροποιεί την υπόθεσή μας, ότι η Υπατία και Αγία Αικατερίνη είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.
Η βασικότερη ωστόσο παράδοση, η οποία συνδέει τη ζωή της Αγίας Αικατερίνης με αυτή της Φιλοσόφου Υπατίας, έρχεται από τη Λαοδικεία της Μικράς Ασίας.
Ο συγγραφέας Β. Μυρσιλίδης αναφέρει στο σύγγραμμά του "Βιογραφία της φιλοσόφου Ελληνίδος Υπατίας" (Αθήναι 1926), ότι στο χωριό Δενισλί, στο οποίο ο ίδιος υπηρέτησε ως Διευθυντής της Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας το 1897, στις 25 Νοεμβρίου υπήρχε εορταστική πανήγυρις στην οποία είχε λάβει μέρος και ο ίδιος «εις τιμήν και μνήμην Υπατίας φιλοσόφου και μάρτυρος».
Ακόμη στη βιογραφία του, ο ίδιος αναφέρει ότι στο Δενισλί της Λαοδικείας υπήρχε και ναός «εκ βάθρων εις τιμήν και μνήμην της Υπατίας, της φιλοσόφου και μάρτυρος» και ότι ο Ναός αυτός πανηγύριζε στις 25 Νοεμβρίου «της παρθενομάρτυρος Αγίας Αικατερίνης υπό το όνομα της οποίας τα πλήθη των πέριξ οικούντων πιστών εορτάζουν την σοφήν ρήτορα κόρην Υπατίαν». (Β. Μυρσλίδη, Βιογραφία και Περιοδικό «Κιβωτός» Νοέμβριος και Δεκέμβριος 1953).
Η Υπατία, Ελληνίς φιλόσοφος και μάρτυρας, προστάτιδα της σπουδάζουσας νεολαίας και ιδιαιτέρως της φιλοσοφίας, τουλάχιστον κατά τη Χριστιανική παράδοση της Μικράς Ασίας είναι κατά την αντίληψή μας το ίδιο πρόσωπο με την Παρθενομάρτυρα Αγία Αικατερίνα, της οποίας τα οστά ανακαλύφθηκαν τον 8ο αιώνα μ.Χ. στο όρος Χωρήβ και βρίσκονται έως σήμερα στη Μονή Σινά.
Σε κάθε περίπτωση, κι αν ακόμη δεχτούμε ότι όλες οι ομοιότητες του βίου της παραβλεφτούν, ωστόσο είναι εύλογο να διαπιστώσουμε τουλάχιστον αυτό: α) Η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε Χριστιανή και β) η δολοφονία της έγινε κάτω από συνθήκες συνωμοτικού σχεδίου των Ιουδαίων της εποχής εκείνης και καμμιά έγκυρη ιστορική πηγή δεν αποδεικνύει ότι την προκάλεσαν Χριστιανοί.
Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010
Ἡ 9η Νοεμβρίου τ. ἔ. 2010 εἶναι μία ἱστορική ἡμέρα γιά τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Κατ' αὐτή τιμήθηκε ἡ μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ Θαυματουργοῦ καί διακηρύχθηκε "ἐπ' ἐκκλησίαις" ἡ ἁγιότητά του, 90 χρόνια μετά τήν ὁσιακή του κοίμηση, κατά τήν διάρκεια Ἱερᾶς Ἀγρυπνίας στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο Παναγίας Παραμυθίας Πλάτωνος Ἀχαρνῶν, προεξάρχοντος τοῦ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου, συμμετεχόντων προσευχητικῶς δεκάδων Ὀρθοδόξων.
Κατά τήν Ἀγρυπνία ἔψαλλαν εὐσταλεῖς νέοι, εὐλαβούμενοι τόν Ἅγιο. Χρησιμοποιήθηκε ἡ Ἀκολουθία πού φιλοπόνησε ὁ Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, καθώς ἐκείνη τοῦ μακαριστοῦ Μοναχοῦ Παύλου τοῦ Κυπρίου, παραμένει ἀνέκδοτη καί ἀδιάθετη. Τό κλίμα ἦταν ἰδιαιτέρως κατανυκτικό, θύμισε στούς μεγαλυτέρους παλαιότερες ἐποχές, πρίν τό Σχίσμα τοῦ 1995 οὐσιαστικά κλείσει ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Κερατέας, στήν ὁποία οἱ λατρευτικές ἐκδηλώσεις ἀποτελοῦσαν ἐμπειρία ζωῆς. Μία ἰδιαιτέρως συγκινητική στιγμή ἦταν ὅταν ὁ Σεβ/τος κ. Κήρυκος περιβλήθηκε τά Ἐπιμάνικα τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, γιά νά τελέσει τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἁγιάζων καί ἁγιαζόμενος, καθώς καί Ἐπιγονάτιο μέ ἁγιογραφημένη τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου.
Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου
Βελτιωμένο κείμενο λειτουργικοῦ κηρύγματος τό ὁποῖο ἐκφωνήθηκε κατά τήν Θεία Λειτουργία «ἐπί τῆ μνήμῃ καί διακηρύξῃ τῆς ἁγιότητος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νεκταρίου ἐπ. Πενταπόλεως, τοῦ Θαυματουργοῦ», κατόπιν εὐλογίας καί παρουσίᾳ τοῦ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου (Ἱ. Ἡσυχαστήριο Παναγίας Παραμυθίας Πλάτωνος Ἀχαρνῶν, 9.11.2010).
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τοῦ ἁγ. Νεκταρίου ἐπ. Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ ἀπό τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διά τῆς ἀπό 26. 10. 2010 Ἀποφάσεως τοῦ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κηρύκου, ἀκούσθηκε «λόγος καί ἀντίλογος» ἀπό κάποιες πλευρές, ἐκτός Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Λ.χ. ὁ κ. Βλάσιος Σαββίδης, Καθηγητής Ἀμερικανικοῦ Πανεπιστημίου, διατύπωσε στό Διαδύκτιο τήν θέση, ὅτι «ἐπί πνευματικῶν προσωπικοτήτων τοῦ μεγέθους καί τῆς ἐμβελείας τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, τέτοιες ἀποφάσεις εἶναι περιττές (καί) ἡ σχετική ἀπόφασις τοῦ Μητροπ. Κηρύκου θά μποροῦσε νά ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν μόνον ὡς μία ἐπιπρόσθετως μαρτυρία τῆς ἁγιότητός του». Ὁ δέ ἀρχιμ. κ. Νεκτάριος Μ. (νεοημ. Μητροπόλεως τοῦ Λεκανοπεδίου), διετύπωσε τήν θέση, ὅτι «ἡ ἀπόφασις τοῦ Μητροπ. Κηρύκου ἔρχεται «κατόπιν ἑορτῆς», ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγ. Νεκτάριος – 90 χρόνια μετά τήν κοίμησή του – εἶναι οἰκουμενικά γνωστός ἀπό τήν Σιβηρία μέχρι τήν Νότια Ἀφρική καί ἀπό τήν Αὐστραλία μέχρι τήν Ἀλάσκα καί τιμᾶται «ὑπό πάντων», ἀνεξαρτήτως τοποθετήσεως».
Γιά νά τοποθετηθοῦμε ἐπί τῶν προηγουμένων, θά πρέπει νά λάβουμε ὑπ’ ὄψη τρεῖς σημαντικές παραμέτρους τοῦ θέματος:
Α. Ἀποφάσεις Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς γιά τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητος νέων Ἁγίων.
Β. Ἐπιθέσεις κατά τοῦ προσώπου τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, ὄχι μόνον ὡς Ἁγίου, ἀλλά καί ὡς Ὀρθοδόξου.
Γ. Ἡ θέσις τοῦ ἁγ. Νεκταρίου στήν συνείδηση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἰδικώτερα:
Α. Ἀποφάσεις Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς γιά τήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν νέων Ἁγίων.
Εἶναι κοινή ἡ ὁμολογία, ὅτι ὁ ἅγ. Νεκτάριος ὁ Θαυματουργός, Μητροπολίτης Πενταπόλεως, ὁ ἐν Αἰγίνῃ (+ 1920), ἀποτελεῖ ἀναμφιβόλως μία τῶν μεγάλων Πατερικῶν μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικῶς. Τό ἔργο του τόν κατατάσσει μεταξύ τῶν μεγάλων Πατέρων καί ἡ μαρτυρουμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ διά γνησίων σημείων καί θαυμάτων ἁγιότητά του, τόν κατατάσσει μεταξύ τῶν μεγάλων Ἁγίων.
Ὅμως, ὄχι μόνο στήν περίπτωση τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις νέων Ἁγίων, ΔΕΝ εἶναι ἀπαραίτητες Συνοδικές ἀποφάσεις διακηρύξεως ἁγιότητος, διότι τέτοιες ἀποφάσεις Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς (Ἐπισκόπου ἤ Συνόδου), περί διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος ἑνός ἀποθανόντος μέλους τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι κάτι σχετικά νέο στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Γράφει σχετικά ὁ Καθηγητής Ἀμ. Ἀλιβιζάτος: «Ἡ καθαρῶς δημοκρατική ἀντίληψις ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ, περί ἴσων ἐν τῶ ἐκκλησιαστικῶ ὀργανισμῶ δικαιωμάτων τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν, ἀνεξαρτήτως τῆς ἀναγνωριζομένης τοῖς Κληρικοῖς Jure Divino – Θείῳ Δικαίῳ κυβερνητικῆς αὐτῶν θέσεως, καταδεικνύει καί καθορίζει τήν ἐν τῶ ἐξεταζομένῳ ζητήματι θέσιν καί συμμετοχήν ἀμφοτέρων τῶν στοιχείων αὐτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνεϋ πολλῆς δυσπιστίας ἤ οἱασδήποτε ἀμφισβητήσεως» (Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», σελ. 21).
«Σύσσωμος ἡ Ἐκκλησία – συνεχίζει – κλῆρος καί λαός, ἐν ἀδιασπάστῳ ὁμοφωνίᾳ καί ἄνευ τυπικῶν καί ὀργανωτικῶν πράξεων, ἀνεγνώριζον τήν ἁγιότητα τῶν τιμωμένων, ἡ δέ πάνδημος αὕτη ἀναγνώρισις ἀπετέλει οἱονεί καί τήν ἐπικυρωτικήν καί καθιερωτικήν πρᾶξιν τῆς τῶν Μαρτύρων καί Ἁγίων ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ἀναγνωρίσεως» (αὐτ. σελ. 36. Πρβλ. σχετικά: Χρυσ. Παπαδοπούλου, «Περί τῆς ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Περιοδικό «Ἐκκλησία», ΙΒ/1934, σελ. 331 – 335. Μητροπ. Δέρκων Κωνσταντίνου Χαρισιάδου, «Ἡ ἀναγνώρισις Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, κατά τήν τάξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», στήν «Ἐπιστημονική παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. 1/1987, σελ. 225 – 241. Μητροπ. Σερρῶν Κωνσταντίνου, «Περί ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Περιοδικό «Θεολογία», τ. 27/1956, σελ. 609 – 615).
Ὁ τρόπος αὐτός τῆς αὐθορμήτου ἀναγνωρίσεως ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, συνεχίσθηκε ἀναλλοίωτος καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς πρώτης Χριστιανικῆς χιλιετίας, ἀλλά καί κατά τήν δεύτερη. Ὁ Μανουήλ Γεδεών ὁμολογεῖ, ὅτι «κατέττατεν εἰς τόν χορόν τῶν Ἁγίων πάντοτε ὁ λαός: Οἱ κάτοικοι πόλεως, ἐπαρχίας ἤ χωρίου ἤ μοναστηρίου, τόν ὑπ’ αὐτῶν κρινόμενον τοιοῦτον» (Μ. Γεδεών, «Ἁγιοποιήσεις», σελ. 120). Ἀκόμη καί στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού κάποια διακήρυξη ἁγιότητος, γιά λόγους ἄλλους κατά περίπτωση, ἔφθανε νά ἀπασχολήσει τήν Ἐκκλησιαστική Ἀρχή, ὁ τελικά δικαιομένος ἦταν ὁ λαός. Κατά τόν Καθηγητή Στυλ. Παπαδόπουλο, «ἡ Σύνοδος διακηρύσσοντας τήν ἁγιότητα, δέν ἀποφασίζει – κρίνει τήν ἁγιότητα. Ἡ πράξη διακηρύξεως σημαίνει ἐδῶ πανηγυρική διακοίνωση γεγονότος ἤδη ἐμφανοῦς καί ἀποδεκτοῦ ἀπό μικρό ἤ μεγάλο ἀριθμό ἀξιοπίστων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας» (Στυλ. Παπαδοπούλου, «Διαπίστωσις καί Διακήρυξις τῆς Ἁγιότητος τῶν Ἁγίων», Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 843, σελ. 1 καί 4).
Αὐτή ἡ πρακτική διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος, χωρίς – δηλαδή - ἀπόφαση Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, ἴσχυσε καί κατά τό πρῶτο μισό τῆς β΄ μ. Χ. χιλιετίας. Εἶναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα τῆς τιμῆς τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πρός τόν Γέροντά του ὅσ. Συμεών τόν Εὐλαβῆ, γιά τήν ὁποία ὁ πρῶτος ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τῆς ΚΠόλεως, ἡ ὁποία ὅμως «οὐδέν ἐψηφίσατο κατά τῆς αἰωνοβιότου συνηθείας τοῦ πανηγυρίζειν ἑκάστην μονήν τήν μνήμην ὡς ἄν γινώσκωσι μοναχῶν ἐπ’ αὐστηρότητι βίου καί ἐπ’ εὐσεβείᾳ» (Μανουήλ Γεδεών αὐτ. σελ. 121).
Παρόμοιο εἶναι καί τό παράδειγμα τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγ. Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Ὁ ὅσ. Νικήτας ὁ Στηθάτος, ἀμέσως μετά τήν κοίμησι τοῦ ὁσ. Συμεών, ἔγραψε βιογραφικό ἐγκώμιο πρός τιμήν του καί συνέθεσε Ἀκολουθία, τήν ὁποία ἔψαλλε ἐπί τοῦ τάφου του. Σημειώνεται, ὅτι ἐκτός ἀπό τήν Μονή τοῦ ἁγ. Μάμμαντος ΚΠόλεως (ὅπου εἶχε διατελέσει Ἡγούμενος ὁ ὅσ. Συμεών) καί ἄλλες μονές εἶχαν εἰσαγάγει τήν μνήμη του στή λατρευτική τους καθημερινότητα (ὅπως ἐκείνη τῶν Ἰωάννου καί Φιλοθέου ΚΠόλεως), χωρίς νά ἔχει προηγηθεῖ ἤ νά θεωρεῖται ἀπαραίτητη ἡ σχετική ἀπόφασις Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς.
Ἕνα ἀκόμη σχετικό παράδειγμα ἀποτελοῦν ὅσα εἶπε ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγ. Φιλόθεος ὁ Κόκκινος ἐνώπιον τῆς κατά Κυδώνη Συνόδου, περί τῆς τιμῆς τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἕξι μόλις χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος ὁμολογεῖ τά ἀκόλουθα:
«Διά τοῦτο καί ἐγώ (ἐνν. γιά τήν ὅλη βιοτή τοῦ Γρηγορίου), ἐν τῶ μοναστηρίῳ τοῦ Ἀκαταλήπτου καθήμενος καί ἰδιάζων, περιφανῆ τινά καί μεγάλην ἑορτήν ἐπετέλουν τῶ Ἁγίῳ τούτῳ… Ἐπεί οἱ Λαυριῶται ἔγραψαν καί ἀνέφερον ἡμῶν περί τούτου, ἔγραψα πρός ἐκείνους ἵνα πᾶς ὁ βουλόμενος ἑορτάζη τοῦτον κατ’ ἰδίαν… Ἐν τῆ Μεγάλῃ δέ Ἐκκλησίᾳ οὐκ ἐποιοῦμεν τοῦτο καί καθόλου ταῖς λοιπαῖς ἐκκλησίαις πανταχοῦ, ὅτι οὔπω περί τούτου τῆ Ἱερᾶ Συνόδῳ ἐκοινωνησάμην» (Μανουήλ Γεδεών αὐτ. σελ. 122).
Ὁ ἴδιος Πατριάρχης ἅγ. Φιλόθεος ἀναφέρει τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου Πατριάρχου ΚΠόλεως, τόν ὁποῖο ὁ Θεός «ἐδόξασε διά τῶν θαυμάτων καί μήπω τῆς Ἐκκλησίας ἀναστηλωσάσης αὐτόν, ἑορτήν ἐπετέλουν περιφανῆ οἱ τοῦ μοναστηρίου αὐτοῦ μοναχοί καί τήν ἱεράν αὐτοῦ εἰκόνα ἔφερον ἐν τῆ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας» (Μανουήλ Γεδεών αὐτ. σελ. 122).
Ἡ πρώτη χρονολογικά διακήρυξις ἁγιότητος ἁγίου μέ ἀπόφαση Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς εἶναι ἐκείνη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ , ἡ ὁποία ἔγινε ἐπί πατριαρχείας τοῦ μαθητοῦ του ἁγ. Φιλοθέου τοῦ Κοκκίνου (1354 – 1355, 1364 – 1376). Γιά ποιό ὅμως λόγο ὁ ἅγ. Φιλόθεος, ἐνῶ τιμᾶ ὡς Ἅγιο τόν διδασκαλό του καί διδάσκαλο ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἅγ. Γρηγόριο, εἰσάγει στήν ἐκκλησιαστική πρακτική τήν δι’ ἀποφάσεως Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς διακήρυξη ἁγιότητος; Γιά νά «κοινωνήση» (λάβει γνώσιν δηλαδή) ἡ Σύνοδος, ὥστε γιά νά ἐξέλθει ἡ μνήμη τοῦ νέου Ἁγίου τῶν στενῶν γεωγραφικῶν καί διοικητικῶν ὁρίων τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐντός τῶν κόλπων τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε, γιά νά γίνει γνωστός σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία καί γιά νά τιμᾶται ἀπ’ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τόπου, φυλῆς καί γλώσσας.
Κατά τά προηγούμενα, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή «προβαίνει στήν διακήρυξη, ὄχι γιά νά ἀποκτήσει ἐγκυρότητα ὁ Ἅγιος, ἀλλά γιά νά πληροφορηθεῖ εὑρύτερα τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας… Τό Πατριαρχεῖο ἐπενέβαινε… ὄχι γιά νά ἐγκρίνει, ἀλλά γιά νά διευρύνει τόν ἑορτασμό τῆς μνήμη του, πού ἤδη γίνοταν» (Στυλ. Παπαδοπούλου αὐτ., φ. 843, σελ. 1).
Β. Ἐπιθέσεις κατά τοῦ προσώπου τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, ὄχι μόνον ὡς Ἁγίου, ἀλλά καί ὡς Ὀρθοδόξου.
Κατά τήν δεκαετία τοῦ ‘ 70 ὁ ἅγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως καταγγέλθηκε ὡς «μέγας διαβλητής τῆς Εὐαγγελικῆς θεοπνευστίας», εἰκονομάχος, Λατινόφρων, κ.λ.π. ἀπό τήν Μοναχή Μαγδαληνή, Ἡγουμένη τοῦ Ἡσυχαστηρίου Ἀναλήψεως Κοζάνης, ὑπογαμένου στήν δικαιοδοσία τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Αὐξεντίου, τῆς Φλωρινικῆς Παλαιοημερολογιτικῆς Παρατάξεως. Ἡ ἐν λόγῳ μοναχή μέ βιβλία καί δημοσιεύματά της, προκάλεσε δεινό σκανδαλισμό τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ (Νεοημερολογιτῶν καί Παλαιοημερολογιτῶν), μέ ἀποτέλεσμα νά ἀφοριστεῖ ἀπό τήν Νεοημ. Ἐκκλησία τό 1976, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ἀλλά καί νά καταδικαστεῖ ἀπό τήν Παλαιοημερολογιτική ὁμάδα τῶν Καλλιστικῶν, τό 1979. Εἰδικώτερα, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν Νεοημ. Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος:
Τήν 15. 3. 1976 ὁ Μητροπ. Ὕδρας Ἱερόθεος, μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 624/330α ἔγγραφό του πρός τήν περί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ «Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», κατήγγειλε τήν Μοναχή Μαγδαληνή τῆς Κοζάνης καί ζήτησε τήν «λῆψιν τῶν κατ’ αὐτῆς προβλεπομένων μέτρων, ὡς δεινῶς σκανδαλίσασαν τάς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, κατόπιν τῆς ὑπ’ αὐτῆς γενομένης παραφόρου ἐξυβρίσεως καί κατασυκοφαντήσεως ἁγίου ἀνδρός… Ἡ διαληφθεῖσα Μοναχή… ἔθεσεν ἐπ’ ἐσχάτων εἰς κυκλοφορίαν νεώτερον βιβλίον (διά τοῦ ὁποίου)… διαστρέφει τήν διδασκαλίαν καί διδαχήν τοῦ Ἁγίου Πατρός ἡμῶν Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως (καί) καθάπτεται κατά τρόπον Ἐωσφορικόν τῆς ἱερᾶς βιοτῆς τοῦ θαυματουργοῦ Πατρός, ὅν δαιμονικῶς καθυβρίζει…» (Ἰ. Μ. Χατζηφώτη, «Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως ὁ Θαυματουργός», σελ. 63 - 64).
Τελικά τήν 25. 6. 1976 ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Νεοημ. Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφόρισε τήν μ. Μαγδαληνή, «διά τάς κατά τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νεκταρίου τοῦ Θαυματουργοῦ βλασφημίας» (βλ. τό πλήρες κείμενο τοῦ Ἀφορισμοῦ αὐτ. σελ. 66 – 73).
Ἡ κατά τοῦ ἁγ. Νεκταρίου ὅμως πολεμική τῆς μ. Μαγδαληνῆς εἶχε καί θετικά ἀποτελέσματα. Ὑποχρεώσε πολλούς ἐγκρίτους τῶν θεολογικῶν πραγμάτων νά ἀπαντήσουν στίς κατηγορίες της (ἀρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος, μ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, μ. Θεοδώρητος Μαῦρος, Ἰω. Χατζηφώτης, Διονύσιος Μπατιστάτος, κ.ἄ.) καί νά προβληθεῖ ἔτσι τό μεγάλης σημασίας συγγραφικό ἔργο τοῦ ἁγ. Νεκταρίου.
Ὡς πρός τά ἐλατήρια τῆς κατά τοῦ ἁγ. Νεκταρίου πολεμικῆς τῆς μ. Μαγδαληνῆς, δέν συμμεριζόμεθα τήν ἄποψη, ὅτι «ὁ βαθύτερος λόγος τῶν ἐπιθέσεων τῆς θλιβερᾶς Μαγδαληνῆς κατά τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀνεκηρύχθη οὗτος ὑπό τῆς Νεοημερολογητικῆς, ὡς ἡ ἴδια τήν ἀποκαλεῖ, Ἐκκλησίας» (Ἰ. Χατζηφώτη αὐτ. σελ. 16), διότι ἄν αὐτό συνέβαινε, θά ἔπρεπε νά ἔχει ἐπιτεθεῖ καί κατά τῶν λοιπῶν Ἁγίων, ἡ ἁγιότητα τῶν ὁποίων διακηρύχθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μετά τό Νεοημ. Σχίσμα τοῦ 1924 καί μέχρι τότε, δηλαδή κατά τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Ἄσσου (+ 1150, διακήρυξις τό 1936), τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (+ 1809, 1955), τοῦ Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (+ 1779, 1961), τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Παρίου (+ 1877, 1967), τῆς Ὁσίας Πελαγίας τῆς Τήνου (+ 1834, 1970) καί τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου τῆς Κεφαλληνίας (+ 1781, 1974).
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι ἡ πολεμική κατά τοῦ ἁγ. Νεκταρίου προέκυψε ἀπό τήν παχυλή άμάθεια τῆς μοναχῆς καί τήν ἐπιλεκτική παρερμηνεία τῶν ἔργων του, παρά τό γεγονός ὅτι στό Ἡσυχαστήριο τῆς Ἀναλήψεως ὑπῆρχε μεγάλη καί πολυδιαφημισμένη βιβλιοθήκη, τήν ὁποία μεταξύ ἄλλων προσωπικοτήτων εἶχε ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία νά ἐπισκεφθεῖ καί ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας!
Σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν ὁμάδα τῶν Καλλιστικῶν Παλαιοημερολογιτῶν, «εὐθύς ἅμα τῆ συγκροτήσει της», ἐξέδωκε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 4/7. 3. 1979 Ἐγκύκλιο, «δι’ ἧς ἐνετέλλετο πρός τά πνευματικά της τέκνα τήν παράδοσιν τῶν βιβλίων τῆς ἁγιομάχου τέως μοναχῆς τῶ πυρί, ἀπήγγειλε ἐναντίον αὐτῆς κατηγορίαν ἐπί βλασφημία, σκνδαλισμῶ τῶν πιστῶν, ἱεροκατηγορίᾳ καί ἀντιποιήσει ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς» (Ἰω. Χατζηφώτη αὐτ. σελ. 77 – 78).
Στήν συνέχεια, τήν 20. 3. 1979 ἡ μ. Μαγδαληνή κλήθηκε νά ἐμφανιστεῖ ἐνώπιον τοῦ Ἱερομ. Δαμασκηνοῦ Τσαπερλῆ πού εἶχε ὁρισθεῖ Ἀνακριτής ἐπί τῆς ὑποθέσεως καί ἐπειδή δέν ἐμφανίσθηκε παραπέμφθηκε στό Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο ἀπό τό ὁποῖο δικάσθηκε ἐρήμην καί καταδικάσθηκε σέ καθαίρεση καί ἔκπτωση ἀπό τῆς ἡγουμενικῆς της θέσεως, πέραν τῆς ποινῆς τῆς ἀκοινωνισίας πού τῆς ἐπιβλήθηκε. (Πρβλ. «Φύλακες Ὀρθοδοξίας», φ. 6, Αὐγ. 1979, σελ. 45 – 47).
Ἡ ἀδράνεια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐξεντίου καί τοῦ Πειραιῶς Γεροντίου ἀπέναντι στήν ἁγιομαχία τῆς μοναχῆς Μαγδαληνῆς (σύμφωνα μέ ἰσχυρή φήμη λόγῳ τοῦ χρηματισμοῦ τους ἀπ’ αὐτήν, ἐφ’ ὅσον ἡ οἰκονομική ἐπιφάνεια τῆς Μονῆς Ἀναλήψεως ἦταν πολύ μεγάλη), χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς Καλλιστικούς σάν ἕνα ἐπιπρόσθετο ἐπιχείρημα τῆς ἀνεπαρκείας τῶν Αὐξεντίου – Γεροντίου νά ἀσκήσουν τήν διοίκηση τῆς ἑνωμένης μέχρι τότε Φλωρινικῆς Παρατάξεως. (Πρβλ. «Φύλακες Ὀρθοδοξίας» φ. 19/1980, σελ. 74).
Παράλληλα ἡ ἀδράνεια τῶν Αὐξεντίου – Γεροντίου ἐπέτρεψε τήν διάδοση τῶν ἁγιομαχικῶν ἰδεῶν τῆς μ. Μαγδαληνῆς στόν χώρο τους, μέ ἀποτέλεσμα ἕνας τῶν νεοχειροτονηθέντων Ἀρχιερέων τοῦ 1979, ὁ γέρων Ἐπίσκοπος Αἰγίνης Παΐσιος Φιλοκαλιώτης, νά συνταχθεῖ ἀνοικτά μέ τήν μοναχή καί νά συντελέσει στήν διεύρυνση τοῦ προβλήματος, χωρίς νά καταδικαστεῖ ποτέ ἀπό τήν Σύνοδο Αὐξεντίου – Γεροντίου.
Γ. Ἡ θέσις τοῦ ἁγ. Νεκταρίου στήν συνείδηση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ θέσις τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σχετικά μέ τήν ἁγιότητα ἤ μή τοῦ Μητροπ. Πενταπόλεως Νεκταρίου, ἦταν ἀπ’ ἀρχῆς θετική. Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς ἕνα «ἐν πολλοῖς» ἄγνωστο σχετικό περιστατικό, τό ὁποῖο περιλαμβάνεται στό τευχίδιο πού κυκλοφόρησε πρόσφατα μέ τόν τίτλο «Θαύματα καί Σημεῖα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ματθαίου τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (+ 1950)», ἐκδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Κατηχητικῆς Σχολῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς καί συγγραφέα τόν γράφοντα.
Τό ἔτος 1920, ἔτος κοιμήσεως τοῦ Μητροπ. Πενταπόλεως Νεκταρίου, ἐπικράτησε προβληματισμός μεταξύ τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, σχετικά μέ τό ἄν ἦταν ἤ ὄχι Ἅγιος. Κάποιοι τότε πῆραν τήν πρωτοβουλία νά ἀπευθυνθοῦν σχετικά στόν μεγάλο Ἀθωνίτη Πνευματικό καί ἀσκητή, Λαυρεώτη Ἱερομόναχο Ματθαῖο Καρπαθάκη. Τοῦτο ἔγινε γιά δύο λόγους: Πρῶτον, διότι οἱ δύο ἄνδρες (Νεκτάριος καί Ματθαῖος), συνδέονταν μέ πνευματική φιλία. Ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος εἶχε γνωρίσει προσωπικά τόν ἐπ. Νεκτάριο, ὅταν ὁ πρῶτος ἦταν Προϊστάμενος τοῦ Σιμωνοπετρίτικου Μετοχίου τῆς Ἀναλήψεως στόν Βύρωνα καί ὁ δεύτερος Διευθυντής τῆς Ριζαρείου Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν. Μάλιστα ὁ ἐπ. Νεκτάριος εἶχε χειροθετήσει τόν Ἱερομ. Ματθαῖο ἀρχιμανδρίτη καί τοῦ εἶχε χαρίσει ἕνα ἐπιγονάτιό του (σήμερα φυλάσσεται στό Δεσποτικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας). Καί δεύτερον διότι ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος εἶχε φήμη διορατικοῦ καί προορατικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός καί οἱ ἐρωτήσαντες Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἦσαν βέβαιοι, ὅτι θά λάμβαναν μέσῳ αὐτοῦ τήν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ «ἄνωθεν» ἀπάντηση.
Ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος, ἀσκούμενος τότε στό ἐρημητήριο τοῦ ἁγ. Μῆνα, στό ἀκρωτήριο τῆς Βίγλας, ζήτησε ἀπό τούς Πατέρες νά προσευχηθοῦν καί ὁ ἴδιος κατά τήν συνήθειά του βγῆκε στήν ἔρημο γιά νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μέ τριήμερη νηστεία καί θερμή προσευχή. Ὅταν μετά τό τέλος τοῦ τριημέρου ἐπέστρεψε στό ἐρημητήριο, εἶπε μέ βεβαιότητα στούς παρισταμένους Πατέρες, «Ναί, ὁ Νεκτάριος εἶναι Ἅγιος», χωρίς ὅμως νά ἀποκαλύψει τί ἀκριβῶς τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό.
Ἡ ὁμολογία αὐτή τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, ἀποτελεῖ οὐσιαστικά τήν πρώτη χρονολογικά διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τοῦ ἁγ. Νεκταρίου. Ἀμέσως μετά τήν «ἄνωθεν» αὐτή πληροφορία ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔκειρε Μεγαλόσχημο τόν ὑποτακτικό του Μοναχό Συμεών καί τόν ὀνόμασε Νεκτάριο, πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νεκταρίου. (Τό ἔτος 1952, κατά τήν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ μ. Νεκτάριος κλήθηκε νά βοηθήσει τόν Ἀγῶνα στόν κόσμο, δέχθηκε στήν Ἱερωσύνη καί χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Πρόκειται περί τοῦ ἁπλοῦ καί ἐναρέτου Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου Β’, + 1963).
Ἀργότερα ἀπό τόν ἴδιο Ἁγιορειτικό χῶρο προῆλθε καί ὁ ἐπαξίως φέρων τό ὄνομα τοῦ ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως ἀρχιμ. Νεκτάριος Τσίκουρας, ἐπί σειρά δεκαετιῶν ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. ἁγ. Μηνᾶ καί τῆς Ἱ. Μονῆς ἁγ. Σοφίας Καλύμνου.
Τόν σεβασμό πρός τό πρόσωπο τοῦ ἁγ. Νεκταρίου καί τήν τιμή του ὡς Ἁγίου, συνέχισε καί ὁ διάδοχος τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, Ἐπίσκοπος Πατρῶν (1948 – 1972) καί Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1972 – 2003) κυρός Ἀνδρέας (+ 2005), ὁ ὁποῖος ἐκτός ἄλλων ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ ἁγ. Νεκταρίου στήν ἔπειτα Καθηγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Γερόντισσα Νεκταρία Καραγκούνη.
Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 καί ἐνῶ ὁ θόρυβος κατά τῆς ἁγιότητος, ἀλλά καί τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ ἁγ. Νεκταρίου ἀπό τήν πλευρά τῆς Μοναχῆς Μαγδαληνῆς τῆς Κοζάνης συγκλόνιζε τήν Ἑλλάδα καί κλόνιζε συνειδήσεις ἤδη ἀπό τήν προηγουμένη δεκαετία, δύο κληρικοί τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ἱερομόναχοι Παῦλος Καραγκούνης καί Καλλίνικος Σελληνιωτάκης, ἀνήγειραν ναούς πρός τιμήν καί μνήμην τοῦ ἁγ. Νεκταρίου. Ὁ π. Παῦλος - ἀδελφός τῆς Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ, τότε ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Τιμίου Προδρόμου Ρούφ Ἀθηνῶν - ἀνήγειρε τό ἐσωτερικό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, στό Συνοδικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς μετανοίας του. Καί ὁ π. Καλλίνικος - Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης μέχρι τό 1995 - ἀνήγειρε στήν γεννέτειρά του Μεγ. Βρύση Ἡρακλείου, τόν δισυπόστατο Ἱ. Ν. ἁγ. Τριῶν Ἱεραρχῶν καί ἁγ. Νεκταρίου, τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε ὡς κέντρο τῶν ἱεραποστολικῶν καί ποιμαντικῶν του δραστηριοτήτων στήν Κρήτη.
Κατά τήν δεκαετία τοῦ ’80 ἐπίσης, ὁ λόγιος Μοναχός Παῦλος ὁ Κύπριος, φιλοπόνησε Ἀκολουθία πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νεκταρίου (ἡ ὁποία παραμένει ἀνέκδοτος).
Τήν ἴδια περίοδο στό χωριό Χαλκί Κορινθίας, εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπό Φλωρινικό Μοναχό, Ἡσυχαστήριο πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νεκταρίου. Ὅταν ἄρχισαν τά σκάνδαλα τῆς μ. Μαγδαληνῆς, ὁ ἐν λόγῳ μοναχός παρασύρθηκε καί ὄχι μόνον ἀπέρριψε τόν ἅγ. Νεκτάριο ὡς Ἅγιο καί ἀφιέρωσε τό Ἡσυχαστήριο στόν ἅγ. Νεκτάριο Πατριάρχη ΚΠόλεως, ἀλλά σκοτιζόμενος ἀπό τόν πονηρό πνεῦμα τῆς ἁγιομαχίας, προχώρησε σέ ἕνα ἀνοσιούργημα: Ἔσβυσε στήν ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Ἡσυχαστηρίου τήν τιμία κεφαλή τοῦ ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως καί τήν ἀντικατέστησε μέ τήν κεφαλή τοῦ ἁγ. Νεκταρίου ΚΠόλεως!!! Ἀργότερα, μετά τήν φοβερή αὐτή πράξη, ὁ μοναχός εἶδε στόν ὕπνο του τόν ἅγ. Νεκτάριο Πενταπόλεως νά τοῦ λέει: «Γιατί κατέστρεψες τό κεφάλι μου; Θέλεις νά καταστρέψω τό δικό σου;»!!! Τελικά ὁ μοναχός σκοτώθηκε σέ φοβερό τροχαῖο ἀτύχημα, κατά τό ὁποῖο τό κεφάλι του ἀποκόπηκε ἀπό τό ὑπόλοιπο σῶμα!!!
Μετά τό κακό αὐτό τέλος τοῦ μοναχοῦ, τό Ἡσυχαστήριο περιῆλθε στήν ἰδιοκτησία τοῦ κ. Δημ. Κάτσουρα καί στήν δικαιοδοσία τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως ἀποκαταστάθηκε.
Ὑπέρ τῆς ἁγιότητος τοῦ ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως ἔχουν καταχωρηθεῖ πλεῖστα ὅσα δημοσιεύματα στό ἐπίσημο δημοσιογραφικό ὄργανο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό Περιοδικό «Κήρυξ Γνησίων Ὀρθοδόξων».
Πέραν τῶν προηγουμένων ἱερές εἰκόνες (φορητές ἤ τοιχογραφίες) τοῦ ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως ὑπάρχουν σέ ὅλους σχεδόν τούς Ναούς, τίς Μονές καί τά Παρεκκλήσια τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί στίς κατοικίες τῶν Ὀρθοδόξων. Μάλιστα, στόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό ἁγ. Δημητρίου Ἀχαρνῶν, ὁ ἅγ. Νεκτάριος βρίσκεται ἁγιογραφημένος μαζί μέ τόν ἅγ. Ματθαῖο τόν Νέο Ὁμολογητή. Καί τοῦτο γιά νά τονισθεῖ, ὅτι ὅπως ἦταν συνδεδεμένοι στήν παρούσα ζωή μέ τούς πνευματικούς δεσμούς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῆς ἐργασίας τῶν ἀρετῶν, ἔτσι ἀπό κοινοῦ ἀπολαμβάνουν τήν τιμή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν οὐράνια μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Συμπεράσματα
Στήν περίπτωση τοῦ ἁγ. Νεκταρίου ἡ ἀπόφασις διακηρύξεως τῆς ἁγιότητάς του ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη κ. Κήρυκο, ἑδραζομένη ἐπί τῆς ἀπό 27. 7. 2010 σχετικῆς Ἀποφάνσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν ἔρχεται νά προσθέσει περισσότερη ἐγκυρότητα στήν ἁγιότητα τοῦ ἁγ. Νεκταρίου, ἀλλά ἔρχεται νά πληροφορήσει τό πλήρωμα τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τῆς ἁγιότητος τοῦ ἁγ. Νεκταρίου.
Καί τοῦτο διότι ὁ ἅγ. Νεκτάριος ἀμφισβητήθηκε ὄχι μόνον ὡς Ἅγιος, ἀλλά καί ὡς Ὀρθόδοξος, ἀπό τόν εὐρύτερο χώρο τῶν Φλωρινικῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Τό ἄν αὐτό βρῆκε ἀπήχηση ἤ ὄχι καί σέ κάποια πρόσωπα ἐντός τοῦ χώρου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτό ἐπί τοῦ παρόντος δέν ἀποδεικνύεται. Ἁπλῶς κάποιοι διατύπωναν τήν θέση, ὅτι «ἐπί τῆς ἁγιότητος τοῦ ἁγ. Νεκταρίου δέν ὑπάρχει ἀπόφασις Ὀρθοδόξου Συνόδου». Ἡ θέση αὐτή μᾶλλον αἰτιολογεῖται ἀπό τήν ἄγνοια τῶν ἰσχυόντων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πάνω στό θέμα τῆς διαπιστώσεως καί διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τῶν Ἁγίων. Γιά τήν οἰκονομία κάποιων συνειδήσεων λοιπῶν, στό ἐξῆς ὑπάρχει ἀπόφασις Ὀρθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ἀπ’ ἀρχῆς θέση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας – θέση ἡ ὁποία τεκμηριώνεται ἀπό τήν ὁμολογία τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιαστική πράξη 90 ἐτῶν - ὅτι ὁ ἅγ. Νεκτάριος ἐπ. Πενταπόλεως εἶναι Ἅγιος καί τιμᾶται ὡς Ἅγιος.
Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις Χριστέ ὁ Θεός,
ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἐπιμελείᾳ τοῦ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου, ἐκδόθηκε ἀπό τόν Σύνδεσμο Ὀρθοδόξων νέων Μητροπολιτικῆς Περιφερείας Ἀχαρνῶν, ἐπετειακό τεῦχος 45 σελίδων - 'Αφιέρωμα στόν ἅγ. Νεκτάριο ἐπ. Πενταπόλεως τόν Θαυματουργό, μέ τήν εὐκαιρία τῆς μνήμης του (9η Νοεμβρίου) καί διά διακηρύξεως τῆς ἁγιότητός του ἀπό τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Στήν ἔκδοση περιλαμβάνονται κείμενα γιά τόν ἅγ. Νεκτάριο ἐπιλεγμένα ἀπό τό Διαδύκτιο, ὅπως ὁ Βίος του ἀπό τήν Βικιπαίδεια, κατάλογος τῶν ἔργων του, καθώς καί οἱ θέσεις του ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ (ἀπό τήν «Μελέτη Ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος») καί περί τῆς συμπεριφορᾶς τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν (ἀπό τό ἔργο του «Περί Ἀνεξιθρησκείας»).
Παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τά προηγούμενα ἔργα.
Α. Περί τοῦ Παπισμοῦ.
«Ἐάν ὁ θάνατος τοῦ Πέτρου ἔδωσε τέτοιο προνόμιο στόν Πάπα, νά εἶναι (δηλαδή) κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί μονάρχης ἐπάνω σέ ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς καί τάς Συνόδους, πολύ περισσότερον πρέπει νά ἔχει αὐτά ὁ Ἱεροσολύμων διά τόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ. Λέγοντας ὁ Πάπας πώς εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἐξώρισε ἀπό τήν Δυτική Ἐκκλησία τόν Δεσπότη πάντων Χριστόν καί ἔτσι ἔμεινε ἡ Δυτική Ἐκκλησία χήρα ἀπό τόν Χριστό…
Οἱ Ἀπόστολοι ἔπεμψαν τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην στήν Σαμάρεια, ὅταν ἄκουσαν πώς ἐδέχθη τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὁ Πέτρος ἦταν κεφαλή καί ἄρχων πάντων, πῶς πέμπεται ἀπό ἄλλους; Πράγμα πού δέν δέχεται οὔτε ἡ συνήθεια, οὔτε τό δίκαιον».
Β. Τρόπος συμπεριφορᾶς πρός τούς αἱρετικούς.
«Πρῶτον χρέος εἰς τόν τῆς Ἐκκλησίας προστάτην τό νά ἐπιμελεῖται νά στηρίζει εἰς τήν εὐσέβειαν καί νά καταρτίζῃ εἰς τήν θεάρετσον πολιτείαν τούς ἐγκεχειρισμένους αὐτῶ Ὀρθοδόξους. Δεύτερον ἔργον καί μετ’ ἐκεῖνο καί οἶον ἐκ περιουσίας κατόρθωμα, τό νά ἀγωνίζεται διά νά κερδίσει καί τούς ἀλλοτρίας θρησκείας ἤ κόμματος καί νά συναγάγῃ τούς πλανωμένους εἰς τά σκότη τῆς ἀσεβείας ἤ τῆς αἱρέσεως. Ἀλλά καί τοῦτο (τόν ὁποῖον καί ἐδῶ περιττόν ἴσως δέν εἶναι νά τό προσθέσω), ὄχι μέ ἄλλον τρόπον, παρά μέ τό μέσον τῆς διδασκαλίας τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί μέ τό παράδειγμα τῆς πράξεως τοῦ Εὐαγγελικοῦ πολιτεύματος».
Ἡ ἔκδοσις διατίθεται ἀντί συμβολικοῦ τιμήματος ὑπέρ τῶν ἱεραποστολικῶν ἐκδόσεων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας, ἀπό τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο Παναγίας Παραμυθίας Ἀχαρνῶν.
Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010
Παναγιώτης ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ, Κόρινθος.
Προλεγόμενα
Ὁ ὅσ. Λεόντιος τῆς Σάμου ἀποτελεῖ τό πλέον πρόσφατο παράδειγμα διά Χριστόν σαλότητος στό χῶρο τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ θαυμαστός του βίος προκύπτει μέσα ἀπό τίς μαρτυρίες ἀξιοσεβάστων μαρτύρων – ἐντός καί ἐκτός Σάμου - πού τόν ἔζησαν καί καταθέτουν τήν μαρτυρία τους. Μεταξύ πολλῶν μνημονεύουμε (καί εὐχαριστοῦμε καί ἀπό αὐτή τήν θέση γιά τήν προσφορά τους στήν ἔρευνα μας), τήν Διδασκάλισσα κ. Εὐγενία Χίου ἀπό τόν Μαραθόκαμπο, τήν κ. Δέσποινα Ἰωαννίδου ἀπό τήν Σάμο (κάτοικο Ἀθηνῶν), τόν Μηχανολόγο κ. Ἰωάννη Κοτσοῦκο ἀπό τήν Κόρινθο καί τόν Ἱερέα κ. Χ. Σ. Ἀκόμη στοιχεῖα γιά τόν π. Λεόντιο ἀντλήθηκαν ἀπό δημοσιεύματα τοπικῶν ἐρημερίδων (κυρίως ἐπιμνημόσυνα) καί ἀπό βιβλία στά ὁποῖα γίνεται ἀναφορά στό πρόσωπό του.
Ἡ ζωή τοῦ π. Λεοντίου χωρίζεται σέ δύο περιόδους, στήν πρίν καί μετά τήν γνωριμία του μέ τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος κυρό Ματθαῖο (Καρπαθάκη, + 1950). Ἡ γνωριμία αὐτή συνέβη μετά τήν λήξη τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου (1947 ἤ 1948) καί ὑπῆρξε καθοριστική γιά τήν μετέπειτα πορεία του.
Ἡ πρώτη περίοδος τῆς ζωῆς του χαρακτηρίζεται ἀπό τήν συμμετοχή του στήν Ἐθνική Ἀντίσταση κατά τῶν κατακτητῶν Ἰταλῶν καί ἡ δεύτερη ἀπό μεγάλους πνευματικούς ἀγώνες καί τήν θεληματική ἄρση τοῦ σταυροῦ τῆς διά Χριστόν Σαλότητος.
Περίοδος Πρώτη: Ὁ ἐθνικός ἀγωνιστής.
Ὁ κατά κόσμον Λεωνίδας Μαυροθαλασσίτης γεννήθηκε τήν 29η Δεκεμβρίου 1912 στό χωριό Πλάτανος τῆς Σάμου καί ἦταν γιός τοῦ Ἐφημερίου τοῦ χωριοῦ Ἱερέως Ἰωάννη, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στήν Ἱερωσύνη. Πρίν τήν χειροτονία του νυμφεύθηκε τήν Μαρία Λοΐζου (τοῦ Δημητρίου καί τῆς Κωνσταντίνας, πού γεννήθηκε τήν 4η Δεκεμβρίου 1919 στό χωριό Κοντέϊκα τῆς Σάμου), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Ἰωάννη.
Τό ἀκριβές ἔτος τῆς χειροτονίας του δέν ἔχει ἐξακριβωθεῖ, πρέπει πάντως νά χειροτονήθηκε πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’30, ἀπό τόν Μητροπ. Σάμου Εἰρηναῖο (Ν.Η.), διότι ὁ Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος καί ἡ κατοχή τῆς Σάμου ἀπό τούς Ἰταλούς τόν βρῆκε Ἱερέα.
Ὁ συναγωνιστής του στήν Ἐθνική Ἀντίσταση Ἰωάννης Ἀ. Ζαφείρης, στό βιβλίο του «Ἡ Κατοχή καί ἡ Ἐθνική Ἀντίσταση στή Σάμο, χρονικό 1941 – 1944», ἀναφέρεται πολλές φορές στόν π. Λεωνίδα καί τήν ἐθνική του δράση (σελ. 50, 56, 82, 83 καί 99).
Ἐπίσης ἡ Θάλεια Ζαϊμη, σύζυγος τοῦ Ἰπποκράτη Ζαϊμη, συναγωνιστή τοῦ π. Λεωνίδα, στό βιβλίο της «Ὁ Ἰπποκράτης Ζαϊμης καί ἡ ἐποχή του», ἀναφέρεται πολλές φορές στόν π. Λεωνίδα καί στή διακεκριμένη συμμετοχή του στήν Ἀντίσταση (σελ. 234, 289, 349, 351, 364, 380 καί 403).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς μαρτυρίες τῶν συναγωνιστῶν, ὁ π. Λεωνίδας «βγῆκε στήν παρανομία» τόν Νοέμβριο τοῦ 1942 καί συμμετεῖχε σέ πολεμικές ἐπιχειρήσεις μέχρι καί τό 1944. Στό βιβλίο τοῦ Ἰω. Ζαφείρη δημοσιεύεται καί ἱστορική φωτογραφία μέ τήν λεζάντα «ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ Σάμου μέ τόν ἀγωνιστή Παπᾶ τους καί κοπέλλες τοῦ νησιοῦ». Ἐκεῖ - ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Χ. Σ. σέ ἐπιστολή του πρός τόν γράφοντα - «φαίνεται ὁ Πατήρ μέ ἐνδυμασίαν πολεμικήν, μιμούμενος τούς Ἥρωας τοῦ 1821, ἐνῶ τά κατορθώματά του διά τήν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος ἔγιναν τραγούδι καθημερινό εἰς τό στόμα τῶν σκλαβωμένων κατοίκων τοῦ νησιοῦ».
«Τό θάρρος του ἦταν μεγάλο – συνεχίζει ὁ π. Χ. – καί μάλιστα κατά τήν μαρτυρία του συναγωνιστοῦ του Ζαφείρη, ἐδέετο εἰς τήν Θεῖαν Λατρείαν «ὑπέρ τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ Ἕλληνος πολίτου», διότι ἔβλεπε ὅτι κατεπιέζοντο ἀπό τούς ἐχθρούς κατακτητάς Ἰταλούς οἱ δεινοπαθοῦντες Ἕλληνες κατά τήν Ἰταλική Κατοχή. Ὅμως ὁ Ὕψιστος προόριζε τόν π. Λεωνίδα καί διά πνευματικούς ἀγῶνας, ἀφοῦ δέν ἔπαθε τό παραμικρόν ἀπό τά ἐχθρικά πυρά, ἀλλά καί ὁ ἴδιος δέν ἐφόνευσε κάποιον».
Ὅταν ἄρχισε ὁ ἐπάρατος Ἐμφύλιος Πόλεμος (Νοέμβριος 1944), ὁ πατριώτης καί ἰδεολόγος π. Λεωνίδας ἐγκατέλειψε τήν Σάμο καί τήν οἰκογένειά του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα (εἶναι γνωστές καί μέ βαθειές ἱστορικές ρίζες οἱ σχέσεις τῆς Σάμου μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων) καί ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος στόν Πανάγιο Τάφο, «δεόμενος ὑπέρ τῶν δεινοπαθούντων ἐκ νέου συμπατριωτῶν του καί ὑπέρ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου».
Περίοδος Δεύτερη: Ὁ πνευματικός ἀγωνιστής .
Α. Ἡ γνωριμία του μέ τόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Ρουμάνο.
Ὁ π. Λεωνίδας ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα μετά τό τέλος τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου (1947 ἤ 1948), ἀλλά δέν ἐπέστρεψε στό νησί καί τήν οἰκογένειά του. Οἱ ἐπιλογές του ἦταν ἄλλες, πνευματικοῦ καί ἀγωνιστικοῦ χαρακτῆρος. «Κατηύθυνε τά διαβήματά του» στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Κερατέας, γιά νά συναντήσει τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο, τότε Ἐπίσκοπο Βρεσθένης, μετά ἀπό συμβουλή τοῦ Ρουμανικῆς καταγωγῆς Ἱερομονάχου ὁσ. Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου (+ 1960), ὁ ὁποῖος εὐλαβοῦνταν ἰδιαιτέρως τόν Ἐπίσκοπο Ματθαῖο καί τό πνευματικό καί ὁμολογιακό του ἔργο.
Ὁ ὅσ. Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης γεννήθηκε τό 1913 στήν Ρουμανία, ὅπου μεγάλωσε ὀρφανός γονέων, μέσα στήν φτώχεια καί τήν στέρηση. Τό 1933 ἔγινε μοναχός στήν περιώνυμη Μονή Νεάμτς τῆς Μολδαβίας. Εὐαισθητοποιημένος στά θέματα τῆς Πίστεως (τήν περίοδο ἐκείνη τούς Ὀρθοδόξους τῆς Ρουμανίας ἀπασχολοῦσαν κυρίως τό θέμα τοῦ Βαπτίσματος - διότι σέ πολλές περιοχές ἴσχυε τό ράντισμα, λόγῳ τῆς ἐπιρροῆς τῶν Οὐνιτῶν – καί ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου). Ἔτσι τό 1936 κατέφυγε στά Ἱεροσόλυμα, λόγῳ τῶν διωγμῶν τῶν Ρουμάνων Παλαιοημερολογιτῶν ἀπό τόν Νεοημ. Πατριάρχη Ρουμανίας Νικόδημο καί κοινοβίασε στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Σάββα, ὅπου δέχθηκε τό κανονικό Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Τό 1939 μαζί μέ ἕναν ἀδελφό ἔφυγε στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη καί ἄρχισε νά ζῆ ἐρημητικά καί ἡσυχαστικά σέ ἕνα σπήλαιο. Ἐκεῖ τόν βρῆκε ἀσκούμενο ὁ ἔπειτα ὑποτακτικός του μοναχός Ἰωαννίκιος, ἐπίσης Ρουμάνος, αὐτοεξόριστος μοναχός τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Κούκουβας, ἡ ὁποία καταστράφηκε ἐκ θεμελίων τήν 23η Ἀπριλίου 1935, ἐπειδή ἀκολουθοῦσε τό Παλαιό Ἡμερολόγιο (μάλιστα ἕνας ἀπό τούς μοναχούς της βρῆκε μαρτυρικό θάνατο!).
Ὁ π. Ἰωάννης ἦταν εὐαισθητοποιημένος στά θέματα τῆς γνησιότητος τῆς Πίστεως καί τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου (γι’ αὐτό ἄλλωστε ἔφυγε ἀπό τήν Ρουμανία). Μετά τήν κοίμησή του, βρέθηκε στό προσωπικό του ἡμερολόγιο, ἀνάμεσα σέ ἄλλες ἰδιόγραφες σημειώσεις του, τοῦ ἔτους 1942, καί ἡ ἐξῆς: «Σήμερα στήν Πρώτη Ὧρα, δέν μνημόνευσα στά Δίπτυχα καί δέν πῆρα ἀντίδωρο, διότι ὁ Ἱερέας πού λειτούργησε ἦταν Ἱερέας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ τῆς Αἰγύπτου καί εἶχε ἐπικοινωνία μέ τούς Νεοημερολογίτες»!
Τό 1947 χειροτονήθηκε Διάκονος (13η Μαΐου) καί Πρεσβύτερος (14η Σεπτεμβρίου) ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Εἰρήναρχο, γιά νά ἐξυπηρετήσει τήν Ρουμανική Σκήτη τοῦ Ἰορδάνη, τῆς ὁποίας διορίσθηκε καί Ἡγούμενος. Τήν 27η Ἰανουαρίου 1948 ἀπεβίωσε ὁ νεοημ. Πατριάρχης Ρουμανίας Νικόδημος Μουντεάνου (1939 - 1948), μεγάλος διώκτης τῶν Ρουμάνων Γνησίων Ὀρθοδόξων. Ὅταν κατά τόν 40ήμερο Μνημόσυνο ὁ τότε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Τιμόθεος Α’ (1935 – 1955), κάλεσε μαζί μέ τούς λοιπούς κληρικούς καί τόν π. Ἰωάννη νά συμμετάσχει, αὐτός – διαμαρτυρόμενος γιά τούς διωγμούς τῶν Ρουμάνων Γ.Ο.Χ. καί ἐκφράζοντας δημόσια τήν διαφωνία του μέ τήν κοινωνία τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μέ τίς νεοημ. Ἐκκλησίες - ἀπεῖχε ἐπιδεικτικά καί τόν Δεκέμβριο τοῦ 1948 ἀποσύρθηκε μέ τόν ὑποτακτικό του μ. Ἰωαννίκιο στήν ἔρημο.
Ἡ ὁμολογιακή αὐτή στάση τοῦ Ἱερομ. Ἰωάννου εἶχε σάν συνέπεια τήν καθαίρεσή του ἀπό τό ἡγουμενικό ἀξίωμα, ὁπότε ὑποχρεώθηκε σέ περιπλάνηση σέ διάφορα σπήλαια τῆς ἐρήμου, μέχρις ὅτου τόν Νοέμβριο τοῦ 1952 ἐγκαταστάθηκε σέ σπήλαιο τῆς περιοχῆς τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ. Ἐκεῖ τό ἑπόμενο ἔτος 1953 τόν βρῆκε ἀσκούμενο ὁ λόγιος Μοναχός Παῦλος ὁ Κύπριος, ὁ ὁποῖος τόν βοήθησε νά βάλλει μία ξύλινη πόρτα στό σπήλαιο – κελλί του, γιά νά προφυλάσ-σεται ἀπό τίς καιρικές ἀλλαγές. Ὁ Ἱερομ. Ἰωάννης συνήθιζε νά λειτουργεῖ (ὅταν ἡ ὑγεία του τοῦ τό ἐπέτρεπε) στό σπήλαιο – κελλί τοῦ μ. Παύλου, τό ὁποῖο διέθετε παρεκκλήσιο, μνημονεύοντας «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων»!
Στόν ἐλεύθερο χρόνο του ὁ Ὅσιος - πού ἦταν φύσις λεπτή, εὐαίσθητη καί καλλιτεχνική - ἔγραφε ποιήματα καί μετέφραζε (γνώριζε Ἀγγλικά, Γαλλικά, Ἀραβικά καί Ἑλληνικά) στά Ρουμανικά ἔργα Πατέρων (τό 1968 ὁ ὑποτακτικός του μ. Ἰωαννίκιος ἐξέδωσε δύο τόμους τῶν ἔργων αὐτῶν).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Αὐγούστου 1960. Δύο ἑβδομάδες πρίν εἶδε σέ ὅραμα τούς «μακαρίους» καί τούς «κατηραμένους» τῆς πέραν τοῦ τάφου πραγματικότητος! Ἐνταφιάσθηκε στό σπήλαιό του καί κατά τήν κηδεία του δεκάδες πουλιά συγκεντρώθηκαν νά τόν ἀποχαιρετίσουν!
Τό 1980, εἴκοσι χρόνια μετά τήν κοίμησή του, μετά ἀπό ἐμφανίσεις του στόν μ. Ἰωαννίκιο κ. ἄ. πιστούς, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο! ἀπό τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς ἁγ. Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο, ὁ ὁποῖος τό τοποθέτησε σέ λάρνακα καί τό κατέθεσε στόν ναό τοῦ ἁγ. Στεφάνου. Ὅμως αὐτή ἡ τιμή συνάντησε ἀντιδράσεις ἀπό τούς κληρικούς τοῦ Πατριαρχείου, διότι ὁ Ἱερομ. Ἰωάννης ἦταν (κατ' αὐτούς)… σχισματικός! Συστήθηκε τότε μία ἐπιτροπή ὑπό τόν Πατριάρχη Βενέδικτο, ἡ ὁποία ἀποφάσισε ὅτι ὁ π. Ἰωάννης δέν ἦταν Ἅγιος καί τό Λείψανό του ἔπρεπε νά βγεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία! Ὅταν ὅμως ὁ Πατριάρχης πέθανε ξαφνικά καί δύο Ἐπίσκοποι μέλη τῆς ἐπιτροπῆς κατέλειξαν στό νοσοκομεῖο, οἱ ὑπόλοιποι ὄχι μόνον «ἔκαναν πίσω», ἀλλά σταδιακά προχώρησαν καί στήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του (!), γιά λόγους ἀργυρολογίας, παρά τό γεγονός ὅτι δέν ἦταν σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους! Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τήν Νεοημ. Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ ὁποία διακήρυξε τήν ἁγιότητά του γιά νά προσεταιριστεῖ τούς Ρουμάνους Παλαιοημερολογίτες!
Πέραν τῆς ἀφθαρσίας τοῦ Λειψάνου του, ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μαρτυρεῖται καί ἀπό μετά θάνατον ἐμφανίσεις του, σχετικές μέ τήν γνησιότητα τῆς Πίστεως καί τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου. Μετά τήν κοίμησή του ἡ Μοναχή Γαλήνη ἀπό τήν Ἰεριχώ, τόν μνημόνευε στίς προσευχές της μαζί μέ ἄλλους κεκοιμημένους. Ὅμως, ὅταν διάβασε κάποιες ἐπιστολές του σχετικά μέ τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, τόν διέγραψε ἀπό τά δίπτυχά της! Λίγο ἀργότερα ὁ Ὅσιος ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο της καί τῆς εἶπε: «Τί κακό σοῦ ἔκανα; Γιατί μέ ἔσβυσες;» Μετά τήν ἐμφάνιση αὐτή ἡ μ. Γαλήνη δέχθηκε τόσο τήν Ὀρθοδοξία, ὅσο καί τήν ἁγιότητά του.
Ὁ ὅσ. Ἰωάννης εὐλαβοῦνταν ἰδιαιτέρως τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο, τοῦ ὁποίου ὁμολογοῦσε τούς ἀσκητικούς ἀγώνες στά Ἱεροσόλυμα καί τό Ἅγιο Ὄρος καί ἀσπάζονταν τήν Ὁμολογία Πίστεως. Γιά τόν λόγο αὐτό, ὅταν γνώρισε στά Ἱεροσόλυμα τόν αὐτοεξόριστο π. Λεωνίδα, τοῦ συνέστησε ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα νά ὑπαχθεῖ στόν Ἐπίσκοπο Ματθαῖο. Ἀργότερα, σέ ὅσους Ἕλληνες καί Κύπριους τόν ρωτοῦσαν σχετικά συνιστοῦσε νά ὑπαχθοῦν «στήν ἀπό Ματθαίου Ἱεραρχία» καί στούς Ρουμάνους στόν Ὁμολογητή Ἱερομ. Γαμαλιήλ καί τούς κληρικούς του.
Ἡ μνήμη τοῦ ὁσ. Ἰωάννου τοῦ Ρουμάνου τιμᾶται τοπικῶς ἀπό τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς Ρουμανίας καί Ἑλλάδος τήν 5η Αὐγούστου. Τήν 27η Νοεμβρίου 2009, κατά τά ἐγκαίνια τοῦ Ἱεροῦ Παρεκκλησίου Παναγίας Παραμυθίας Πλάτωνος Ἀχαρνῶν (ἀπό τούς Σεβ. Ἀρχιερεῖς Μεσογαίας κ. Κήρυκο, Κένυας κ. Ματθαῖο, Κιέβου κ. Σεραφείμ καί Κιτίου κ. Παρθένιο), πέραν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ Ἁγία Τράπεζα καθαγιάσθηκε καί ἐπ’ ὀνόματι τῶν Τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰ. ἅγ. Θεοδόσιο τοῦ Μινβόντι Καυκάσου (+ 1948), ἅγ. Ματθαῖο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν (+ 1950) καί ἅγ. Ἰωάννη τόν Ρουμάνο, τόν Χοζεβίτη (+ 1960). (Ἡ δημοσιευόμενη φωτογραφία ἀπό τήν ἀπόλυση τῆς Θείας Λειτουργίας).
Ἀκολουθῶντας τήν συμβουλή τοῦ ὁσ. Ἰωάννου τοῦ Ρουμάνου, ἐρχόμενος στήν Ἑλλάδα ὁ π. Λεωνίδας κατέφυγε στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας, ὅπου συνάντησε τόν μακάριο Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο Α’.
Ἡ γνωριμία αὐτή ἄλλαξε ριζικά τήν ζωή τοῦ π. Λεωνίδα. Κατ’ ἀρχήν ἀποκηρύσσει τήν Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία καί ἐντάσσεται στή Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες (γενόμενος δεκτός ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ματθαῖο δι’ Ὁμολογίας Πίστεως καί Χειροθεσίας). Στή συνέχεια δέχεται τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν ἐπ. Ματθαῖο (μέ τό ὄνομα Λεόντιος) καί τό ἀξίωμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος καί μέ ἐντολή του πηγαίνει στό Ἅγιο Ὄρος, γιά περισσότερη ἄσκηση πλησίον τῶν Ζηλωτῶν Πατέρων. Τότε ὁ Ἅγιος Πατήρ τοῦ δίνει μία ἐπιπλέον εὐλογία: Νά σηκώσει τόν σταυρό τῆς διά Χριστόν σαλότητος.
Οἱ δύο ἅγιοι ἄνδρες χώρισαν σωματικῶς τό 1949, μέ τήν μετάβαση τοῦ π. Λεοντίου στό Ἅγιο Ὄρος, ἀλλά δέν χωρίσθηκαν ποτέ πνευματικῶς. Μέχρι τῆς ὁσίας κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου (14. 5. 1950), οἱ δύο Ἅγιοι διατηροῦσαν στενή «ἐν Πνεύματι» ἐπικοινωνία, χωρίς νά ἀπομακρυνθοῦν σωματικῶς ποτέ, ὁ μέν ἐπ. Ματθαῖος ἀπό τήν μονή του, ὁ δέ Ἱερομ. Λεόντιος ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Ἄθωνα!
Γ. Ὁ π. Λεόντιος στό Ἅγιο Ὄρος.
Στόν Ἄθωνα ὁ π. Λεόντιος ἐπιδόθηκε σέ μεγάλη ἄσκηση ὡς σπηλαιώτης καί ἀπέκτησε φήμη μεγάλου Πνευματικοῦ, μάλιστα ἔγινε ἐξομολόγος τῶν περιωνύμων ἀοράτων ἤ γυμνῶν ἀσκητῶν, τῶν ὁποίων γνώριζε τά κατοικητήρια καί παρ’ ὅλο πού ἦταν Ἱερεύς, δέχοταν τίς συμβουλές καί τίς γνῶμες τους καί τούς τιμοῦσε ὡς Ἁγίους.
Γιά τήν παραμονή τοῦ π. Λεοντίου στό Ἅγιο Ὄρος ὁ Ἁγιορείτης Μοναχός Βλάσιος στό βιβλίο του «Οἱ ἀόρατοι ἐρημίτες τοῦ Ἄθωνα» (2006), διασώζει τά ἀκόλουθα, στήν ἀναφορά του στόν Ἱερομόναχο Σεραφείμ καί τήν συνοδεία του, τῆς Σκήτης τοῦ ἁγ. Δημητρίου, τήν λεγομένη Σκήτη τοῦ Λάκκου (σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ μ. Τρύφωνος στό μ. Διονύσιο, πρ. Ἁγιοπαυλίτη, + 2002):
«Ὅταν κατοίκησαν στή Σκήτη τοῦ Λάκκου ὁ παπᾶ Σεραφείμ καί ἡ συνοδεία του, ἐξομολογοῦντο σέ κάποιον Πνευματικόν ὀνόματι Λεόντιον Ἱερομόναχον. Ὁ παπα - Λεόντιος ἔμενε ἕνα διάστημα σέ μία σπηλιά τοῦ Ἄθωνα, γι’ αὐτό καί ὠνομάσθη Σπηλαιώτης. Ἐπειδή ἦταν καλός καί ἀσκητικός μοναχός, ἐξομολογοῦντο κοντά του ἀρκετοί μοναχοί. Μεταξύ αὐτῶν πού ἐξομολογοῦντο ἦσαν καί δώδεκα ἀνώνυμοι Ἀναχωρητές, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν σέ σπηλιές στά βουνά τοῦ Ἄθωνα. Ὅταν πήγαιναν στόν παπα-Λεόντιο μεταξύ ἄλλων τοῦ ἐπεξηγοῦσαν θεῖα μυστήρια, τοῦ ἔλεγαν γιά τό μέλλον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ ἑρμήνευαν τά κάλλη τοῦ Παραδείσου καί ποία ἡ δόξα τῶν δικαίων μετά θάνατον».
Ὁ π. Χ. Σ. γράφει σχετικά, ὅτι γιά τούς Ἁγιορείτες ὁ π. Λεόντιος «ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς βιοτῆς».
Ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ὁ π. Λεόντιος ἦρθε στή γεννέτειρά του Σάμο, ὅπου ἔζησε βίο «πένητα, ἀνυπόδητος καί μονοχίτων», ὡς διά Χριστόν Σαλός, κατά τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου. Ὁ χρόνος τῆς ἐπιστροφῆς του δέν ἔχει ἐξακριβωθεῖ. Ὁ μ. Βλάσιος δέχεται, ὅτι «οἱ δώδεκα ἀνώνυμοι ἀσκητές τοῦ συνέστησαν νά πάει ἤ τόν ἔστειλαν στό νησί τῆς Σάμου γιά νά βοηθήσει πνευματικά τόν λαό. Ἔκανε ὑπακοή καί πῆγε καί ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τῆς τελευτῆς του» (σελ. 1 11). Σχετικά μέ τό ἔργο του στή Σάμο ὁ ἴδιος μοναχός σημειώνει: «Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ πού τόν γνώρισαν, διηγοῦνται θαυμαστά γεγονότα γιά τήν ζωή του. Ἔλεγχε Στρατηγούς, Δημάρχους καί ἄλλα ἐξέχοντα πρόσωπα τά ὁποῖα δέν ἔδιναν τό καλό παράδειγμα στό λαό, ἀλλά ζοῦσαν ὡς ἀποστάτες τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. Ποτέ δέν εἰσῆλθε σέ αὐτοκίνητο, ἦταν ἕνας πεζοπόρος κήρυκας τῆς Πίστεως καί τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔζησε ὡς ἀκτήμων καί διά Χριστόν Σαλός, σεβόμενος ὑπό τοῦ λαοῦ ὡς Ἅγιος. Ἀκολουθοῦσε τό Παλαιό Ἑορτολόγιο, ὡς εἶναι καί στό Ἅγιον Ὄρος» (αὐτ. σελ. 111).
Τόν ἐπώδυνο σταυρό τῆς διά Χριστόν σαλότητος ὁ π. Λεόντιος δέν τόν σήκωσε αὐθαίρετα, ἀλλά μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου. Ἤδη τό 1949 ὁ ἐπ. Ματθαῖος εἶχε ζητήσει καί ἀπό μία ἄλλη χαριτωμένη ψυχή, τήν Ταρασία Ζαροραίου, ἔπειτα διά Χριστόν Σαλή ὁσ. Ταρσώ (+ 1989), νά ὑποκριθεῖ τήν σαλή.
Ἀρχικά ὁ μακάριος Πατήρ ἱερουργοῦσε στόν Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ν. Καρλόβασι, ἐξυπηρετῶντας τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους τῆς Σάμου. Ἡ ἐφημερία του ἐκεῖ σταμάτησε ἄδοξα τό 1973, ὅταν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Πειραιῶς καί Νήσων ὁ ἀρχιμ. Νικόλαος Μεσσιακάρης καί ἀνέλαβε Τοποτηρητής Σάμου. Ὅταν ὁ ἐπ. Νικόλαος ζήτησε ἀπό τόν π. Λεόντιο «ἀρχιερατικά δικαιώματα», ἐκεῖνος πού δέν εἶχε πιάσει ποτέ στά χέρια του χρήματα, ὁ ἐντελῶς ἀφιλάργυρος καί ἀφιλοχρήματος, ὑποχρεώθηκε νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἐφημερία! Ἔκτοτε ζοῦσε «βίον πένητα», διερχόμενος πεζός καί ξυπόλυτος ὅλο τό νησί, κηρύττοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σέ δρόμους καί πλατείες καί βρίσκοντας καταφύγιο στά ἐξωκκλήσια καί τίς ἐρημιές, ἀρκούμενος σέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί! (Μαρτυρία κ. Δέσποινας Ἰωαννίδου).
Ε. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς σαλότητος τοῦ π. Λεοντίου.
Ὁ π. Χ. Σ. γράφει σχετικά μέ τήν παρουσία τοῦ π. Λεοντίου στή Σάμο: «Ἀρχίζει ἔντονον ἀσκητικήν ζωήν. Περι-φέρεται ἀνυπόδητος, ρακένδυτος, φορτωμένος τά βιβλία τά ἐκκλησιαστικά - ἐνῶ στό χέρι του εὑρίσκεται ἡ εἰκών τῆς Θεοτόκου, μικρός ξύλινος σταυρός καί τό κομβοσχοίνιον - ἕτοιμος νά δώσει ἐρμηνείαν τοῦ θείου λόγου παντί τῶ αἰτοῦντι. Τό κήρυγμά του ἔχει ἐκκλησιαστικόν κυρίως περιεχόμενον, εἰς ἄπταιστον καθαρεύουσαν καί σύνταξιν, χωρίς χειρόγραφον. Τά θέματά του ἦταν κυρίως τό ἡμερολογιακόν καί ἡ μέλλουσα κρίσις, ἀλλά καί ὁ δημόσιος ἔλεγχος δημοσίων ἰσχυρῶν καί μή προσώπων, τά ὁποῖα ἐλέγχονται ἀκόμη καί ὀνομαστικῶς διά ὁτιδήποτε παράνομον, ἀκόμη καί οἰκογενειακῆς φύσεως.
Μισεῖ τά χρήματα, κοιμᾶται εἰς τό πάτωμα, ὅταν τόν φιλοξενοῦν φίλοι, γνωστοί ἤ συναγωνισταί του.
Δέν φοβεῖται τίποτε καί μάχεται ἀμειλίκτως κατά τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ κηρύττει ὅπου εὑρεθεῖ (λ.χ. εἰς τήν Ὀμόνοιαν διακόπτει τήν κυκλοφορίαν πεζῶν καί ὀχημάτων).
Μέ αὐτοκίνητο ὅταν θελήσει νά ταξιδεύσει, ἄν εἶναι γνωστοί του οἱ ἐπιβαίνοντες, κάθεται στό τελευταῖο σημεῖο τοῦ πατώματος τοῦ λεωφορείου!».
Ἡ Διδασκάλισσα κ. Εὐγενία Χίου μαρτυρεῖ σχετικά μέ τήν κηρυκτική διακονία του στή Σάμο, ὅτι μία περίοδο εἶχε μαζί του μία μοναχή, τήν Πελαγία καί μαζί «γύριζαν ὅλα τά χωριά τῆς Σάμου κηρύττοντας. Γύριζαν ἀπό χωριό σέ χωριό, ξυπόλυτος ὁ Γέροντας κι ὅταν βράδυαζε ἔμπαιναν σέ ἕνα δασάκι, ἔβαζαν ἀνάμεσά τους τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί κοιμόταν. Τό πρωϊ πάλι ἄρχιζαν τήν περιοδεία σέ ἄλλα χωριά. Κάποτε ὅμως ἡ ἀδελφή Πελαγία κουράστηκε ἀπό τόν ἀγῶνα αὐτόν καί ἔφυγε».
Ἀκόμη, σχετικά μέ τήν νηστεία του σημειώνει: «Κάποτε τόν ρώτησα γιατί νήστευε καί τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Μοῦ ἀπάντησε ἐμπιστευτικά: «Στήν παλιά μου ζωή κάποτε ἁμάρτησα τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, γι’ αὐτό νηστεύω κάπου-κάπου Πάσχα, γιά νά ξεπλύνω τήν ἁμαρτία μου»!
Ὁ κ. Ἰω. Κουτσοῦκος γράφει σχετικά σέ ἐπιμνημόσυνο ἄρθρο του στήν τοπική ἐφημερίδα τῆς Κορίνθου «ΣΗΜΕΡΑ» (φ. 26.10.1997): «Ἦταν ἕνας ἱερωμένος ἀσκητής. Φοροῦσε κορελιασμένα καί χιλιομπαλωμένα ράσα καί κρατῶντας πάντα ἕνα ταγαράκι, περπατοῦσε χειμῶνα - καλοκαίρι ξυπόλυτος. Δέν χρησιμοποιοῦσε καθόλου χρήματα, δέν ἔτρωγε σχεδόν τίποτα καί κρατοῦσε πάντα μία φθαρμένη εἰκόνα τοῦ ἁγ. Παντελεήμονος.
Σέ κάθε εὐκαιρία κήρυττε μέ παρρησία καί πολλές φορές ἔκανε κήρυγμα μέ αὐστηρό ἔλεγχο.
Ὅσοι τόν πλησίαζαν ἔνοιωθαν μία χαρακτηριστική εὐωδία πού ἀνέβλυζε ἀπό τήν παρουσία του. Ἡ χαρακτηριστική μυρωδιά πού ἀναδυόταν ἀπό πάνω του συνόδευε μία Κορίνθια γιά μέρες στό σπίτι της, παρ’ ὅλο πού μίλησε μαζί του γιά λίγα λεπτά, ἐνῶ δέν τόν ξαναεῖδε ποτέ».
Στ. Τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μέ τούς ὑπερφυεῖς ἀγῶνες του ὁ π. Λεόντιος ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς διδασκαλίας, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, τῆς πρό θανάτου εὐωδίας, τῆς προοράσεως, τῆς «ἐν πνεύματι» ἀρπαγῆς σέ μακρυνούς τόπους, τῆς ἐκτός χρονικῶν ὁρίων κινήσεως, τῶν μετά θάνατον ἐμφανίσεων, τῆς εὐωδίας τῶν λειψάνων του καί ἄλλων θαυμαστῶν σημείων.
Ὁ π. Χ. Σ. γράφει, ὅτι «ὑπάρχουν μαρτυρίαι διά τόν π. Λεόντιον, ὅτι τόν εἶδον νά εὑρίσκεται ὑπερυψωμένος τοῦ ἐδάφους, ἄλλοι δέ μαρτυροῦν διά φῶς γύρω του».
Ἡ κ. Εὐγενία Χίου μαρτυρεῖ σχετικά μέ τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας: «Τόν συνάντησα σέ ἕνα φιλικό σπίτι ἀπόγευμα. Ἔμεινα κοντά του ὡς τίς 2 τά ξημερώματα. Μία πραγματική κοσμογονία πνευματική. Πῆρα ἀπόφαση ὅτι ἔπρεπε νά γίνω Ὀρθόδοξη, παρ’ ὅλο πού στό δικό μου χωριό δέν ὑπῆρχε ἄλλος Ὀρθόδοξος».
Σχετικά μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως ἡ ἴδια μάρτυρας ὁμολογεῖ: «Κάποτε ἦρθε στό χωριό Λέκκα πού ὑπηρετοῦσα. Ἦταν σούρουπο καί μιλοῦσε στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Εἶχε μαζευτεῖ κόσμος. Τήν ὥρα ἐκείνη πέρασε ἕνας κάτοικος τοῦ χωριοῦ καί τοῦ εἶπε: «Δέν πᾶς καλύτερα στή γυναῖκα σου καί τό παιδί σου, παρά γυρίζεις καί λές ἄσκοπα πράγματα;» Ὁ Γέροντας τότε γύρισε καί τοῦ εἶπε: «Σέ βλέπω νά μήν εἶσαι τοῦ ἅϊ - Γιαννιοῦ». Πράγματι, σέ λίγες ἡμέρες ὁ αὐθάδης χωρικός ἀρρώστησε ἀπό καρκῖνο! Ἐνῶ εἶχε ὑψηλό ἀνάστημα, 1.85, ζάρωσε καί ἔγινε ἀγνώριστος. Πέθανε σέ λίγους μῆνες καί ὅλοι πίστεψαν, ὅτι ἡ πρόρρησις τοῦ π. Λεοντίου ἐπαληθεύθηκε.
Ἄλλοτε πάλι περνοῦσε ἀπό ἕναν δρόμο τοῦ χωριοῦ μας. Κάποιος ἀγροφύλακας, πολύ γνωστός μας, ἔπλενε ἕνα βαρέλι γιά νά βάλει λάδι. Ἐκείνη τήν στιγμή πέρασε ὁ Γέροντας Λεόντιος καί ὁ ἀγροφύλακας τόν κατηγόρησε: «Δέν πᾶς – τοῦ εἶπε – στή γυναῖκα σου καί τό παιδί σου, παρά γυρίζεις στούς δρόμους;» Ὁ π. Λεόντιος δέν τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά δέν πρόλαβε νά περπατήσει οὔτε μισή ὥρα δρόμο καί ἀκούσθηκε ἕνας φοβερός κρότος, κάτι σάν ἔκρηξη ὀβίδας. Ἦταν τό βαρέλι πού ἀνατινάχθηκε μέ τήν φωτιά πού τοῦ ἔβαλε ὁ ἀγροφύλακας γιά νά τό καθαρίσει καί τοῦ ἔκοψε τό κεφάλι!»
Σχετικά μέ τό θέμα τῆς προσευχῆς ὁ κ. Ἰω. Κουτσοῦκος γράφει, ὅτι «διαρκῶς προσευχόταν, ἔλεγε τήν εὐχή μέ ὅλη τήν θέρμη τῆς ψυχῆς του καί ὅπως μοῦ εἶπαν ὅσοι τόν φιλοξένησαν, δέν ἀναπαύοταν ὅλη τήν νύχτα, ἀλλά διαρκῶς προσευχόταν».
Γράφει ἀκόμη, ὅτι «ὅταν ὁ Γέροντας ἦταν στήν Κόρινθο, μερικοί φίλοι μέ παρεκάλεσαν νά τόν μεταφέρω ἀπό τό σπίτι πού ἐφιλοξενεῖτο, σέ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπό τήν πόλη μέ τό αὐτοκίνητό μου. Ἔμεινα ἔκπληκτος ὅταν κάθισε στό κάθισμα καί τόν παρατηροῦσα νά βρίσκεται σέ μία πνευματική ἀρπαγή, μέ συνεχεῖς εὐλαβικές ὑποκλίσεις, κάνοντας τόν σταυρό του καί λέγοντας χαμηλόφωνα προσευχές καί τήν γνωστή εὐχή τῶν ἀσκητῶν. Στήν περίπου μισή ὥρα τῆς διαδρομῆς μας, δέν ἀντάλλαξα καμμία λέξη μαζί του, διότι ἔβλεπα ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν μέν μέ τό σῶμα δίπλα μου, ἀλλά τό πνεῦμα του βρισκόταν κάπου ἀλλοῦ, πού ἐγώ δέν μποροῦσα νά πάω!»
Ὁ ἴδιος μάρτυρας ὅταν βρέθηκε στή Σάμο καί ρώτησε κάποιον ὁδηγό ταξί ἄν ἤξερε τόν π. Λεόντιο πληροφορήθηκε, ὅτι «εἶναι γνωστός σέ ὅλη τήν Σάμο, ζεῖ ἔξω, στά βουνά καί περπατάει πολύ σ’ ὅλο τό νησί».
«Δέν βλάπτει κανένα - συνέχισε ὁ ὁδηγός - ἐμεῖς, ὅπου τόν βρίσκουμε τόν παίρνουμε μέ τά ταξί μας ἤ τουλάχιστον τοῦ τό προτείνουμε, διότι συνήθως ἀρνεῖται νά μπεῖ στό αὐτοκίνητο. Ἐντύπωση μοῦ ἔκανε πού τόν εἶδα στό Πυθαγόρειο, ἐνῶ πήγαινα στό Καρλόβασι. Ὅταν ἔφτασα στό Καρλόβασι, ἔκπληκτος τόν εἶδα ἐκεῖ καί ἀπόρησα, πῶς πῆγε νωρίτερα ἐκεῖνος ἀπό τό ταξί;»
Σημαντική εἶναι καί ἡ ἀκόλουθη μαρτυρία τοῦ ἰδίου μάρτυρα: «Ὅταν κατεβαίνει στό Βαθύ - στό λιμάνι - καί κηρύττει, τότε φωνάζει δυνατά καί χτυπάει τό πόδι του μέ δύναμη, ξυπόλυτος, στούς ὀγκόλιθους τοῦ λιμανιοῦ. Ἐκεῖ, αὐτό τό χτύπημα, τό συνοδεύει ἕνας δυνατός, ὑπόκωφος θόρυβος. Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας γεράκος ξυπόλυτος νά κάνει μέ τό πόδι του πάνω στό μπετό τόσο θόρυβο;»
Στή βιβλιογραφία σχετικά μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, στή βιογραφία τοῦ Ἐπισκόπου Βλαδιμήρου Ἀμπράμωφ (+ 1987), ἀναφέρεται ὅτι τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο εἶχε προεῖπει «ὁ διά Χριστόν Σαλός Ἱερομόναχος Λεόντιος τῆς Σάμου, στήν πηγή τοῦ ἁγ. Βασιλίσκου, στόν Καύκασο»!
Ὁ Ἐπίσκοπος Βλαδίμηρος, κατά κόσμον Βάδιμος Abramov, καταγόταν ἀπό τήν Μόσχα. Τά πρῶτα σπέρματα τῆς Πίστεως δέχθηκε ἀπό τήν εὐσεβή γιαγιά του, διότι ἡ μητέρα του ἦταν ἄθεη. Ἐνῶ ὑπηρετοῦσε στό Σοβιετικό Στρατό φοροῦσε κρυφά σταυρό και προσευχόταν. Τό ἐπάγγελμά του στόν κόσμο ἦταν κοσμηματοποιός.
Ἡ ἐκκλησιαστική του ζωή ἄρχισε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Συνήθιζε νά ἐκκλησιάζεται στήν ἐνορία Znamenye τῆς Μόσχας. Ταυτόχρονα ἀναζητοῦσε Γέροντα μοναχό νά ὑποταχθεῖ. Τότε μία πιστή τόν συνέστησε στόν Κατακομβίτη Μητροπολίτη Γεννάδιο Sekach. Ὁ νεαρός Βάδιμος συνάντησε τόν Μητροπ. Γεννάδιο στή Μόσχα καί τόν συνόδευσε στό προσκύνημά του στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου. Στή συνέχεια προσχώρησε στήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν καί χειροθετήθηκε μοναχός ἀπό τόν Μητροπ. Γεννάδιο μέ τό ὄνομα Βλαδίμηρος. Ἀπό τόν ἴδιο Ἱεράρχη δέχθηκε καί τούς τρεῖς βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης.
Λίγο πρίν τόν θάνατό του ὁ ἐπ. Βλαδίμηρος ἀναγκάστηκε νά μετακινηθεῖ στόν Καύκασο, ἀλλά καί ἀπό ἐκεῖ διώχθηκε ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία. Τότε ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Elista. Ὅταν ἡ Μυστική Ἀστυνομία τόν ἀνακάλυψε, τοῦ ζήτησε νά φύγει, ἀλλά αὐτός δέν συμμορφώθηκε, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτοπιστεῖ στή Μόσχα, ὅπου ἀπεβίωσε τό 1987, ἀπό τίς συνέπειες τοῦ πυρηνικοῦ ἀτυχήματος στό Τσερνόμπιλ.
Γιά τήν συνάντηση τοῦ π. Λεοντίου μέ τόν π. Βλαδίμηρο δέν ἀναφέρονται περισσότερες πληροφορίες, ἕνα πάντως εἶναι ἀπολύτως βέβαιο καί ἐξακριβωμένο: Ὁ π. Λεόντιος δέν βγῆκε ποτέ ἔξω ἀπό τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος! Ἄρα στήν πηγή τοῦ ἁγ. Βασιλίσκου (ὅπου ὁ ὁμώνυμος ναός στόν ὁποῖο κοιμήθηκε ἐξόριστος ὁ Ἱερός Χρυσόστομος), βρέθηκε «ἐκτός σώματος, ἐν πνεύματι» καί αὐτό εἶναι μία τῶν μεγάλων ἀποδείξεων τῆς ἁγιότητός του (μέ τόν ἴδιο ἄλλωστε τρόπο ἐπικοινωνοῦσε καί μέ τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο).
Ζ. Τό ὁσιακό τέλος.
Ὁ Σαλός τοῦ Θεοῦ ὅσ. Λεόντιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Μαρτίου 1993. Προηγουμένως εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κουβαρᾶ, ὅπου ἔμεινε λίγο, ἀλλά μέσα στή νύχτα ἔφυγε καί περιπλανώμενος στούς δρόμους, σχεδόν τυφλός, μεταφέρθηκε στό νοσοκομεῖο τῆς Βούλας, ὅπου μετά τίς πρῶτες βοήθειες τόν πῆγαν στό λιμάνι καί τόν ἐπιβίβασαν στό καράβι γιά τήν Σάμο. Ἐκεῖ πῆγε στό χωριό του, τόν Πλάτανο, καί φιλοξενήθηκε μέχρι τό τέλος του ἀπό τήν ἀνηψιά του Βικτωρία, ἡ ὁποῖα τοῦ παρεῖχε κάθε προστασία. Τήν τελευταῖα Θεῖα Κοινωνία ἔλαβε ἀπό τόν ἤδη μακαριστό Πρωθιερέα π. Σαράντη Καστανιᾶ, καταγόμενο ἀπό τήν Ἰκαρία (ἐκλεκτό κληρικό τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) τόν ὁποῖο ἀποχαιρέτησε λέγοντας: «Ἄντε π. Σαράντη, καλή ἀντάμωση στόν Παράδεισο».
Τόν ἐνταφίασε στό χωριό του ὁ Ἱερεύς π. Δημήτριος Τσαρκατζόγλου (ἐπίσης τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας), τήν 7η Μαρτίου 1993. Στήν κηδεία του συμμετεῖχε λαός ἀπό ὅλη τήν Σάμο. «Παρά τήν στηλίτευσιν καί τήν κακουχίαν - γράφει ὁ π. Χ. Σ. - ἀνεγνωρίσθη τό πνευματικόν του ἔργον ἀπό τόν λαόν τοῦ νησιοῦ, διότι μίλησε στήν καρδιά τοῦ κόσμου, μέ φωνή σωστή».
Κατά τόν ἐνταφιασμό του οἰκονομήθηκε ἀπό τόν Θεό μεγάλο σημεῖο. Ἀπό ἀστοχία τῶν κηδευτῶν, ὁ τάφος πού θά δέχονταν τό ὁσιακό σῶμα τοῦ μακαρίου Λεοντίου, εἶχε ἀνοιχθεῖ μικρός. Τότε κάποιος ἀπό τούς παρισταμένους φώναξε εἰρωνικά: «Ἄντε ρέ Λεόντιε, καί στόν τάφο λειψός θά πᾶς». Καί ἐκεῖνος, σάν νά ἦταν ζωντανός, μάζεψε τά πόδια του καί χώρεσε! (Μαρτυρία τοῦ κ. Ἰωάννη Κουτσούκου, δημοσιευμένη στήν ἐφημερίδα τῆς Κορίνθου «ΣΗΜΕΡΑ», φ. 26. 10. 1997).
Κατά τήν ἀνακομιδή του τά τίμια Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν εὐωδιάζοντα. Σήμερα ἡ τιμία Κάρα του καί τά περισσότερα τῶν Λειψάνων του φυλάσσονται ἀπό τήν ἀνηψιά του Βικτωρία, στόν Πλάτανο Σάμου, ἐνῶ ἀρκετά ἔχουν ἴδη διασπαρεῖ καί ἡ εὐλογία τους χαριτώνει κοντινές καί μακρυνές περιοχές (ὅπως τήν Κύπρο). Πέραν τῆς Μονῆς Κύκκου Κύπρου, ἀπότμημα τῶν Λειψάνων του φυλάσσεται στό Ἱερό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς Ρωσίδος Μάνδρας Ἀττικῆς καί ἄλλο κατέχεται ἀπό τόν Ἀρχιμ. κ. Νεκτάριο Μουρᾶ.
Μετά τήν κοίμησή του μαρτυροῦνται ἐμφανίσεις του. «Τό εἶπαν ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν λόγο νά ψεύδονται - γράφει ὁ Ἰω. Κουτσοῦκος - Ἡ γυναῖκα τοῦ θυρωροῦ ἑνός ξενοδοχείου, ὅταν γύρισε ὁ ἄνδρας της στό σπίτι, τοῦ εἶπε ὅτι πέρασε ὁ Λεόντιος ἀπό κεῖ καί τοῦ ἔδωσε νερό! Ὁ σύζυγός της ἀπόρησε λέγοντάς της ὅτι ὁ Λεόντιος εἶναι πεθαμένος, ὅμως ἐκείνη ἐπέμεινε λέγοντας πώς δέν εἶχε παραισθήσεις»!
Η. Ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὁποίας ἀναδείχθηκε καί ἁγίασε ὁ μακάριος Πατήρ Λεόντιος, ὁ οὐρανοπολίτης διά Χριστόν Σαλός τῆς Σάμου κατέχει θέση νεοφανούς Ἁγίου. Ὅλοι στήν Σάμο (Νεοημερολογίτες καί Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι), ὁμολογοῦν τήν ἁγιότητά του. Δέν ἦταν «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλά μία μορφή γνήσια Βιβλική στόν 20ο αἰ. τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἁμαρτίας.
Στίς μοναδικές φωτογραφίες τοῦ Ὁσίου Πατρός, τίς ὁποίες κατέχει καί μᾶς διέθεσε ὁ ἀρχιμ. κ. Νεκτάριος Μουρᾶς, διακρίνεται ὁ μακάριος Γέροντας νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ξυπόλητος, σχεδόν ρακένδυτος, μέ τό Εὐαγγέλιο στό χέρι ἀνοικτό, ἄλλοτε προσελκύοντας τό ἐνδιαφέρον τῶν διερχομένων καί ἄλλοτε τόν εἰρωνικό γέλωτα! Μία μορφή ὄντως Βιβλική, ξένη πρός τόν 20 αἰ. στόν ὁποῖο ὡς ξένος καί πάροικος ἔζησε καί ἁγίασε, μέ τό δησάκι τοῦ ξένου στήν πλάτη, ὅπου εἶχε ὅλη του τήν περιουσία, τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία. Νεκρός δέ στό νεκροκρέββατο, ἀντικρύζει γαλήνιος τήν πέραν τοῦ τάφου πραγματικότητα, πάλι Βιβλικός, ξένος, οὐρανοπολίτης στόν κόσμο μας τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀποστασίας.
Οἱ εὐλαβούμενοι τήν μνήμη του τόν τιμοῦν τήν 5η Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Σύμφωνα μέ ἀσφαλεῖς πληροφορίες ἐπίκειται ἡ διακήρυξις τῆς ἁγιότητός του ἀπό τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Ὅσιε Πάτερ Λεόντιε, πρέσβευε τῶ Κυρίῳ ὑπέρ ἡμῶν.